Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Νίκου Αμμανίτη : Όνειρο ήταν και πάει...




ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ & ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
μέσα στον χρόνο
Όνειρο ήταν και πάει...
Tου Νίκου Αμμανίτη
Είναι πολύ περίεργο, σε μια εποχή που διαβιούμε ψυχολογικά συνεχώς κάτω από ένα καθεστώς αβάσταχτης κατάθλιψης, να βρίσκουν τρόπο να ξεφεύγουν οι σκέψεις και να ξαμολιούνται να περιπλανηθούν σε τόπους από χρόνια ξεχασμένους. Ανεπαισθήτως, που λέει και ο ποιητής, ξύπνησα, μέσα στη βαθιά και σκοτεινή νύχτα, στην αποτρόπαιη εκείνη ατελείωτη νύχτα που μας τυραννά, καθώς δεν λέει να ξημερώσει.
Είναι φοβερές οι μακριές φθινοπωρινές και χειμωνιάτικες νύχτες. Και ακόμη δεν πιάσαμε πάτο, μιας και μας χωρίζει ένας ολόκληρος μήνας από το ηλιοστάσιο του Δεκεμβρίου, που θα μας γεμίσει ελπίδα για την άνοιξη που έρχεται… Για την ώρα, όταν ο ύπνος χαιρέκακα σ’ εγκαταλείπει, και εσύ, μαζεμένος στο κρεβάτι, τυλιγμένος στα ζεστά σκεπάσματα, κρατώντας αγκαλιά σφιχτά το μαξιλάρι, ξυπνάς μέσα στα άγρια σκοτάδια και σου κουβαλιούνται εκείνα τα φωτεινά διαολάκια που σε τρόμαζαν κι έτρεμες όταν ήσουνα μωρό, χοροπηδώντας πλάι σου, κάποιοι απροσδιόριστοι μικροί θόρυβοι ακούγονται μέσα στη σιγαλιά για να σε προβληματίσουν αν τρίζει κάποιο έπιπλο ή αν πλακώσανε τα ξωτικά και τα δαιμόνια για να σου πούνε: «Έλα, πάμε!» Οι δείκτες του ρολογιού θαρρείς πως έχουνε κολλήσει και δεν προχωράνε ούτε ρούπι. Κι όλα σε κάνουν να νιώθεις πως ζεις κάθε νύχτα ένα καινούργιο πιο σκληρό Μνημόνιο, μ’ ατέλειωτα προαπαιτούμενα, που κάνουν «το αύριο, με αύριο να μη μοιάζει…».
Ξύπνησα και προχτές τη νύχτα, την ώρα δε που ικέτευα τον Μορφέα να ’ρθει για… διαπραγματεύσεις, ένα απίθανο συναίσθημα άρχισε να με κυριεύει, ένα συναίσθημα αναπάντεχο, χωρίς ίχνος λογικής. Ήταν μια νοσταλγία, γεμάτη θύμησες για τη φθινοπωρινή Αθήνα, την εποχή που η Αθήνα ήταν μια γλυκιά κι αγαπημένη, ανθρώπινη πόλις. Είχε τα δικά της χαρακτηριστικά η πρωτεύουσα το φθινόπωρο, τότε. Από τον Οκτώβριο που άνοιγαν τα σχολεία, οι χειμερινοί κινηματογράφοι και τα θέατρα, τότε που τα σπίτια φορούσαν τα καλά τους ντυμένα χειμωνιάτικα για να υποδεχτούνε τις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαήμερου, τότε που όλη η πλάση μύριζε ναφθαλίνη και οι νοικοκυρές γυάλιζαν τα ασημικά και τα μπρούτζινα, τότε που στρώνανε τα χαλιά και που άνθιζαν τα χρυσάνθεμα, τότε, έως την παραμονή των Χριστουγέννων που οι καλικάντζαροι στριμώχνονταν στις καμινάδες έτοιμοι για καινούριες σκανταλιές, οι μέρες περνούσαν γεμάτες τερτίπια. Ο ουρανός έπαιρνε το πιο ρομαντικό Αττικό του χρώμα και τα κιτρινισμένα φύλλα, που έπεφταν από τα δένδρα, έστρωναν τάπητα στους δρόμους κεντρίζοντας τα αισθήματα της Ζιλιέτ Γκρεκό, που ξεχείλιζαν με το τραγούδι της «Les Feuilles Mortes». Οι καρέκλες και τα καθίσματα μαζεύονταν από τις πλατείες και στοιβάζονταν στις αποθήκες προνοώντας για το επόμενο καλοκαίρι και οι μανάβηδες πουλούσαν κυδώνια να τρίψουν οι γιαγιάδες και να φτιάξουν, με μπόλικη αρμπαρόριζα, γλυκό του κουταλιού. Στο κέντρο της πόλης εμφανιζόταν ο χωρικός από τα Μεσόγεια με την καλαθούνα του πουλώντας κούμαρα μέσα σε λευκά χάρτινα χωνάκια, πρόκληση για φάγωμα. Οι καστανάδες έπιαναν τα στέκια τους σε απάνεμες γωνιές πεζοδρομίων και οι γιαουρτάδες, με τις δύο τσανάκες γιαούρτι πρόβιο κρεμασμένες από το στειλιάρι που ακούμπαγαν στον ώμο, έκαναν την εμφάνισή τους στις γειτονιές. Τα μεσημέρια και νωρίς τα δειλινά πλημμύριζαν οι δρόμοι από παιδόπουλα με τις μπλε ποδιές τους, που σχόλαγαν φορτωμένα με την τσάντα με τα βιβλία. Γέμιζε το κέντρο, καθώς εκεί τριγύρω στεγάζονταν μερικά διάσημα σχολειά, όπως το Λεόντειο Λύκειο στην οδό Σίνα, οι «καλόγριες Άγιος Ιωσήφ» στην αρχή της Χαριλάου Τρικούπη και επί της Ακαδημίας η Ιόνιος Σχολή. Ήταν οι ώρες που εξαφανιζόταν κάθε λογής θόρυβος, ακόμη και το στρίγκλισμα από τις ρόδες των τραμ, καλυπτόμενος από το χαρούμενο τιτίβισμα του μαθητόκοσμου. Έτρεχαν τα σάλια των μερακλήδων βλέποντας τις μαθητριούλες με τις ποδιές και τα άσπρα τους σοσονάκια να τραβάνε ομαδικώς για τα σπίτια τους χαχανίζοντας και δεν χρειαζόταν να είσαι μέντιουμ για να διαβάσεις τα ενδόμυχα των… μερακλήδων.
Καθώς ο Νοέμβριος είναι ο μήνας τις μεγάλης Σαρακοστής με τα νηστίσιμα, για «να συγχωρεθούν οι αμαρτίες», οι αρσενικοί πλάκωναν τα ουζάδικα με τους… νηστίσιμους μεζέδες. Το νούμερο «5» της Σανταρόζα, τα «Μυτιλιναίικα» της Μπενάκη και ο «Λάζος» στην Αθηνάς ήσαν πηγή νόστιμων θαλασσινών μεζέδων.
…Ειλικρινά, δεν ξέρω πόση ώρα κράτησε αυτή η νοσταλγική περιήγηση μεταξύ ύπνου και φαντασίας στη λατρευτή πόλη, που δεν υπάρχει πια. Και το χειρότερο, όπως συμβαίνει με όλα τα όνειρα, το πρωί δεν θυμόμουν τίποτα…

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου