Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Αθήνα και Λευκωσία σε παγίδα




Δύο ενδιαφέροντα άρθρα από την εφημερίδα «ΤΟ ΠΑΡΟΝ» για το Κυπριακό και το πώς έχουν βραχυκυκλωθεί Αθήνα και Λευκωσία
1
Το ιστορικό του θέματος - Προτάσεις ΓΓ ΟΗΕ
Η πτυχή εγγυήσεων - ασφάλειας
του ΚΩΝ. Δ. ΤΡΙΤΑΡΗ Πρέσβη ε.τ.
Η Κυπριακή Δημοκρατία ανακηρύχθηκε -ως γνωστόν- σε ανεξάρτητο κυρίαρχο κράτος στις 16 Αυγούστου 1960, ως αποτέλεσμα των Συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου του 1959.
Ταυτόχρονα, με την ανακήρυξη του νέου κράτους ετέθησαν σε ισχύ τρεις διεθνείς συνθήκες:
1. Η Συνθήκη Εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, η οποία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση από τη Βρετανία δύο κυρίαρχων στρατιωτικών βάσεων στη νήσο.
2. Η Συνθήκη Εγγυήσεων μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφενός, και Βρετανίας, Ελλάδος και Τουρκίας, αφετέρου.
3. Η Συνθήκη Συμμαχίας μεταξύ των ως άνω συμβαλλομένων, που προέβλεπε την εγκατάσταση από την Ελλάδα και την Τουρκία στρατιωτικών αποσπασμάτων στο έδαφος του νεοσύστατου κράτους «προκειμένου να αποκρούσουν πάσαν επίθεσιν στρεφομένην κατά της ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Δημοκρατίας της Κύπρου».
Οι συμφωνίες εγγυήσεως και συμμαχίας που διαπραγματεύθηκαν τότε η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν καταστεί αντικείμενο μακροχρόνιων και έντονων θεωρητικών και πολιτικών αντιπαραθέσεων, πολλώ μάλλον γιατί ενσωματώθηκαν στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως θεμελιώδεις διατάξεις, μη επιδεχόμενες τροποποιήσεις. Το βέβαιο είναι, πάντως, ότι οι συμφωνίες αυτές δεν έδωσαν κανένα δικαίωμα στρατιωτικής επέμβασης εναντίον της Κύπρου.
Όσον αφορά τη Συνθήκη Συμμαχίας, την οποία η Ελλάδα διαπραγματεύθηκε με πρωταρχικό σκοπό να εξουδετερώσει τουρκικές διεκδικήσεις για βάση με κυριαρχικά δικαιώματα στο νησί, σημαντική από αυτή την άποψη είναι η υπόμνηση ότι η συμφωνία για περιορισμένη ελληνική και τουρκική στρατιωτική παρουσία στο νησί δεν συνεδέθη καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τη Συνθήκη Εγγυήσεως.
Όσον αφορά την τελευταία, το άρθρο 3 παρ.2 προέβλεπε μεν μονομερή ενέργεια, στο μέτρο που μια κοινή ή συμπεφωνημένη δράση των τριών εγγυητριών δυνάμεων δεν θα καθίστατο δυνατή και με αποκλειστικό σκοπό την αποκατάσταση της κατάστασης πραγμάτων που δημιουργήθηκε το 1959, πλην όμως η συνθήκη εγγυήσεως, όπως και κάθε διεθνής συνθήκη, ήταν ερμηνεύσιμη με βάση τους ορισμούς του υπερτερούντος σε ισχύ Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και ειδικότερα του άρθρου 2 παρ.4, που απαγορεύει ρητά την απειλή ή χρήση βίας στις διακρατικές σχέσεις. Η άποψη ότι κανένα δικαίωμα μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης δεν ανέκυπτε από τη Συνθήκη Εγγυήσεως έγινε δεκτή και από γνωμάτευση που φρόντισε να εξασφαλίσει η Ελλάδα από το Νομικό Τμήμα των Ηνωμένων Εθνών και η οποία κοινοποιήθηκε ως εσωτερικό έγγραφο των Ηνωμένων Εθνών στις 12/5/1959.
Το 1974, βεβαίως, η Τουρκία προέβαλε τη δική της αυθαίρετη ερμηνεία περί του αντιθέτου. Το κύριο πρόβλημα όμως δεν ήταν οι παραπλανητικοί και έωλοι ισχυρισμοί του τούρκου επιδρομέα. Ήταν η απροθυμία του ΣΑ του ΟΗΕ να καταδικάσει απερίφραστα τον επιδρομέα, να αξιώσει, συγκεκριμένα, την αποχώρηση των κατοχικών δυνάμεων, πέραν της γενικής αναφοράς στην ανάγκη απόσυρσης «όλων των ξένων στρατευμάτων από τη Δημοκρατία της Κύπρου», και να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία. Στρατιωτικά και διπλωματικά αποδυναμωμένες, Αθήνα και Λευκωσία, αποφάσισαν το 1975 να μην επιμείνουν στην αρχική τους θέση ότι προϋπόθεση ουσιαστικών διαπραγματεύσεων ήταν η απόσυρση των τουρκικών δυνάμεων στη Γραμμή Κατάπαυσης του Πυρός της 23ης Ιουλίου του 1974.
Οι βασικές ελληνικές και ελληνοκυπριακές θέσεις για την πτυχή της ασφάλειας και των εγγυήσεων διαμορφώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ως εξής :
(Προτάσεις Ελληνοκυπριακής Πλευράς, Ιανουάριος 1989):
• Πλήρης αποστρατικοποίηση, με χρονοδιάγραμμα που να υλοποιηθεί πριν από την εγκαθίδρυση ομοσπονδιακής κυβέρνησης ή από οποιαδήποτε μεταβατική διευθέτηση, υπό διεθνή εποπτεία.
• Ειρηνευτική δύναμη των Ηνωμένων Εθνών με ισχυρή εντολή για τη διασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας.
• Οι οποιεσδήποτε εγγυήσεις να έχουν μοναδικό αντικείμενο την ανεξαρτησία, ακεραιότητα και συνταγματική τάξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, να είναι σύμφωνες με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, πολυμερείς, με ρητό αποκλεισμό δικαιώματος μονομερούς επέμβασης και δυνατότητα κατάργησης του συστήματος εγγυήσεων, ύστερα από αμοιβαία συμφωνία των δύο κοινοτήτων του νησιού.
• Στην πτυχή της ασφάλειας, τέλος, η ελληνοκυπριακή πλευρά ενέταξε τότε και το ζήτημα της αποχώρησης των τούρκων εποίκων.
Αρχής γενομένης από τις προτάσεις του ΓΓ των Ηνωμένων Εθνών Ντε Κουεγιάρ, το 1989, η προσέγγιση του διεθνούς παράγοντα απείχε πολύ από την ικανοποίηση των βασικών αυτών αιτημάτων της ελληνοκυπριακής πλευράς.
Στις προτάσεις Ντε Κουεγιάρ (1989) και Γκάλι (1992), τις οποίες υιοθέτησε το Σ.Α. του ΟΗΕ, ως πλαίσιο συνολικής διευθέτησης του Κυπριακού :
• Η αποστρατικοποίηση αναφερόταν ως απώτερος στόχος.
• Προεβλέπετο η διατήρηση σε ισχύ και συμπλήρωση των Συνθηκών Εγγύησης και Συμμαχίας, με εξίσωση των ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων, ενώ υπό διαπραγμάτευση ετίθεντο ζητήματα όπως το μέγεθος και ο εξοπλισμός των δυνάμεων που θα παρέμεναν και χρονοδιάγραμμα για τη μείωση των ελληνοκυπριακών (ε/κ) και τουρκοκυπριακών (τ/κ) μονάδων και για την αποχώρηση όσων μη κυπριακών δυνάμεων δεν θα προέβλεπε η Συνθήκη Συμμαχίας.
• Όσο αφορά τις εγγυήσεις, το αντικείμενό τους επεκτείνονταν ώστε να διασφαλίζουν την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και τη συνταγματική τάξη όχι μόνο του κεντρικού κράτους αλλά και του ελληνοκυπριακού και τουρκοκυπριακού ομόσπονδου κράτους, ενώ δεν υπήρχε ρητός αποκλεισμός του δικαιώματος μονομερούς επέμβασης ή σαφής αναφορά στη σχέση της Συνθήκης Εγγύησης και του υπέρτερου Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και ειδικότερα των άρθρων εκείνων του Χάρτη που απαγορεύουν την απειλή και χρήση βίας (άρθρο 2 παρ. 4), επισημαίνουν το επικρατέστερο των διατάξεων του Χάρτη επί τυχόν ασύμβατων διατάξεων διμερών ή πολυμερών συμβάσεων (άρθρο 103) και προβλέπουν την επιβολή μέτρων του ΣΑ του ΟΗΕ για την αποκατάσταση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας (άρθρο 51).
Το Σχέδιο Ανάν δεν συνιστά αναθεώρηση αλλά συμπλήρωση των προτάσεων των προκατόχων του. Στο Σχέδιο (σε όλες τις εκδοχές του), το θέμα ασφάλειας - εγγυήσεων ρυθμίζεται με το άρθρο 8 της Θεμελιώδους Συμφωνίας περί αποστρατικοποίησης, το οποίο είναι και μέρος του Συντάγματος, μη θεμελιώδους όμως μορφής (δηλαδή δύναται τα σχετικά άρθρα του Συντάγματος να τροποποιηθούν) και στη Συνθήκη για θέματα που αφορούν τη νέα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο, η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, πρόσθετα πρωτόκολλα στις Συνθήκες του 1959 και πρόνοιες για μεταβατικές διευθετήσεις ασφαλείας.
Στην τελική εκδοχή του Σχεδίου:
• Η έννοια της «αποστρατικοποίησης» ουσιαστικά περιορίζεται στη σταδιακή, σε 29 μήνες, διάλυση των ελληνοκυπριακών και τουρκοκυπριακών δυνάμεων.
• Η Συνθήκη Εγγύησης διατηρείται σε ισχύ και η «κατ’ αναλογία» εφαρμογή της στη «νέα κατάσταση πραγμάτων» ισοδυναμεί με επέκτασή της, ώστε να καλύπτει, εκτός από την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και τη συνταγματική τάξη της Ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας και την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια και τη συνταγματική τάξη του κάθε συνιστώντος κράτους χωριστά.
• Η πλήρης αποχώρηση των μη κυπριακών στρατευμάτων αναφέρεται μόνο ως στόχος, ενώ προβλέπεται η παραμονή ελληνικών και τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων ακόμα και μετά την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πλήρης αποχώρηση των στρατευμάτων, δηλαδή, επαφίεται ουσιαστικά στη διακριτική ευχέρεια της Τουρκίας.
Από τη σύντομη αυτή ιστορική αναδρομή -για την καλύτερη κατανόηση του πολύπλοκου αυτού θέματος- προκύπτει ότι οι Συνθήκες Εγγυήσεων και Ασφαλείας είναι ιδιαίτερα προβληματικές για τα εθνικά μας συμφέροντα. Για την Ελλάδα επισύρουν σημαντικές υποχρεώσεις και δημιουργούν κινδύνους εμπλοκών με την Τουρκία, ενώ για την Κύπρο συνιστούν επί της ουσίας υποβάθμιση της ανεξαρτησίας και κυριαρχίας της.
Υπό τις σημερινές συνθήκες, η διατήρηση σε ισχύ των συνθηκών αυτών αποτελεί ιστορικό αναχρονισμό και δεν εξυπηρετεί ούτε και τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων, η ασφάλεια των οποίων είναι εντέλει ενιαία και αδιαίρετη με την ασφάλεια των ελληνοκυπρίων συ­μπολιτών τους.
2
Αθήνα και Λευκωσία στην παγίδα της Γενεύης
Το παιχνίδι της Τουρκίας και το δίλημμα της ελληνικής κυβέρνησης
Γράφει ο Κωνσταντίνος Τσάκαλος
Χωρίς οδό διαφυγής η διαδρομή για τις συνομιλίες της Γενεύης, καθώς πλέον η τουρκική πλευρά, εκμεταλλευόμενη τα λάθη του Ν. Αναστασιάδη, παίζει το γνωστό παιγνίδι αφήνοντας όλα τα θέματα ανοικτά, ώστε Αθήνα και Λευκωσία να υποχρεωθούν -υπό το βάρος του χρονοδιαγράμματος των τεσσάρων ημερών- να αποδεχθούν επώδυνους συμβιβασμούς και ένα παζάρι στο οποίο η ελληνοκυπριακή πλευρά θα κληθεί να προσφέρει νέα ανταλλάγματα για αυτονόητες παραχωρήσεις στο εδαφικό ή στο θέμα της ασφάλειας.
Σε μια στιγμή μάλιστα που ο Ερντογάν βρίσκεται σε κρίση μεγαλείου, η Λευκωσία στηρίζει τις ελπίδες της στη… γενναιοδωρία του τούρκου Προέδρου και στην επίδειξη, εκ μέρους του, διάθεσης συμβιβασμού και συνδιαλλαγής…
Είναι σαφές πλέον ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά δεν έχει κανένα απολύτως κίνητρο για να κάνει ουσιαστικές διαπραγματεύσεις, ώστε στο διάστημα 9-11 Ιανουαρίου να υπάρξουν οι τελικές πινελιές μιας συμφωνίας την οποία θα επικύρωναν και οι εγγυήτριες δυνάμεις στη συνάντηση της 12ης Ιανουαρίου.
Όμως ένα μείζον ακόμη θέμα έμεινε ανοικτό και αφορά τη σύνθεση της διεθνούς διάσκεψης, καθώς ο Ν. Αναστασιάδης δεν φρόντισε ώστε να διασφαλισθεί ο πολυμερής χαρακτήρας της με την πρόσκληση και των μόνιμων μελών του ΣΑ του ΟΗΕ αλλά και της ΕΕ, η οποία έχει λόγο και ρόλο, μιας και η λύση πρέπει να είναι συμβατή με την ιδιότητα του κράτους-μέλους της ΕΕ. Και συγχρόνως, φυσικά, θα πρέπει να γίνουν όλες οι αναγκαίες ρυθμίσεις ώστε να επεκταθεί το κοινοτικό κεκτημένο και στο σημερινό κατεχόμενο μέρος του νησιού.
Το γεγονός ότι στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ οι ηγέτες των χωρών-μελών έδειξαν πρόθυμοι να στηρίξουν τη συμμέτοχή της ΕΕ στις διαπραγματεύσεις αναδεικνύει τους λανθασμένους χειρισμούς του κ. Αναστασιάδη, καθώς τώρα πλέον η αναφορά έρχεται εκ των υστέρων και εναπόκειται στην τουρκική και τουρκοκυπριακή πλευρά να εγκρίνουν την εμπλοκή της ΕΕ στις συνομιλίες.
Η τουρκοκυπριακή πλευρά κρατά ανοικτό το θέμα της εκ περιτροπής προεδρίας, όπως και το εδαφικό, το οποίο όμως είναι αλληλένδετο με μια σειρά από άλλα ζητήματα, όπως το περιουσιακό και η επιστροφή προσφύγων, ενώ επιχειρείται από τουρκικής πλευράς να συνδεθεί και με τη διακυβέρνηση αλλά και με το κεφάλαιο περί εγγυήσεων και ασφάλειας.
Το εδαφικό, παρά τις προσδοκίες ότι η Τουρκία θα προβεί σε παραχωρήσεις την τελευταία στιγμή, αποτελεί μεγάλο αγκάθι. Καθώς η τουρκική πλευρά επιμένει στη μη παραχώρηση της Μόρφου ή τουλάχιστον στην παραμονή όλων των Τουρκοκυπρίων στην περιοχή, είτε στις καταπατημένες περιουσίες είτε σε νέες που θα τους παραχωρηθούν, το εδαφικό, παρά τις προσπάθειες να υποβαθμισθεί η σημασία του, παραμένει κλειδί για την επίλυση του Κυπριακού.
Την ίδια στιγμή, με ορισμένα τεχνάσματα προβάλλονται μεν τα ποσοστά των εδαφών που θα επιστραφούν και είναι περίπου στο ίδιο ποσοστό με αυτά που προέβλεπε το Σχέδιο Ανάν (με το τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος να περιορίζεται στο 28,5%), αποκρύπτουν όμως ότι το συνολικό έδαφος προς διανομή συρρικνώνεται, καθώς δύο τουλάχιστον περιοχές δεν θα επιστραφούν στην ελληνοκυπριακή πλευρά αλλά θα έχουν τη μορφή εθνικού πάρκου που θα υπάγεται στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση…
Η εκ περιτροπής προεδρία, την οποία έχει αποδεχθεί η ελληνοκυπριακή πλευρά αλλά μένει ανοικτή εν όψει τελικής διαπραγμάτευσης, είναι ένα ακόμη σημείο το οποίο βαραίνει το σχέδιο στο οποίο ενδεχομένως να καταλήξουν οι δύο πλευρές, καθώς φαίνεται ότι μεταξύ των Ελληνοκυπρίων είναι ιδιαίτερα αντιδημοφιλής η προοπτική της ύπαρξης Τουρκοκύπριου ως επικεφαλής του ομόσπονδου κράτους.
Εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα είναι και το οικονομικό κόστος της λύσης, καθώς εάν υπήρχε δυστοκία το 2004, είναι αντιληπτό πόσο δύσκολο θα είναι να βρεθούν πόροι και «σπόνσορες» σήμερα, με την οικονομική κρίση να πλήττει ακόμη και τις πλούσιες χώρες του Βορρά, όπως η Νορβηγία, που σταθερά χρηματοδοτούσε δράσεις για την επανένωση της Κύπρου.
Όμως εάν δεν επιλυθεί το θέμα της κάλυψης του κόστους της λύσης (αποζημιώσεις περιουσιών, αποζημιώσεις όσων μετακινηθούν, υποδομές, σύγκλιση οικονομιών και χρηματοπιστωτικού τομέα κ.ά.) σημαίνει ότι οι Ελληνοκύπριοι θα κληθούν να αποδεχθούν λύση που ουσιαστικά θα παραδίδει την Κυπριακή Δημοκρατία και θα την αντικαθιστά με δύο ισότιμα «ομόσπονδα» κρατίδια και οι ίδιοι δεν θα γνωρίζουν εάν θα πάρουν πίσω την περιουσία τους ή αν θα αποζημιωθούν, και σε ποιες τιμές, για τις περιουσίες που θα παραμείνουν στους νυν χρήστες.
Κεφαλαιώδους σημασίας όμως ζήτημα είναι και αυτό των εγγυήσεων - ασφάλειας, στο οποίο εμπλέκεται άμεσα και η Αθήνα.
Οι κ. Κοτζιάς και Τσαβούσογλου συμφώνησαν να ξεκινήσουν οι επαφές εμπειρογνωμόνων, υπό τους γ.γ. των δύο ΥΠΕΞ, ώστε να προετοιμασθεί μια συνάντηση Ερντογάν - Τσίπρα πριν από τη Γενεύη, κάτι που φαίνεται όλο και πιο δύσκολο, λόγω και της στενότητας του χρόνου αλλά και του κλίματος που έχει διαμορφωθεί στις ελληνοτουρκικές και στις ευρωτουρκικές σχέσεις.
Όμως εάν δεν έχει υπάρξει στοιχειώδης σύγκλιση στα θέματα εγγυήσεων και ασφάλειας, τότε η ελληνική πλευρά θα προσέλθει στη διάσκεψη ως πρόβατο επί σφαγή. Εάν επιμείνει στην ορθή θέση για κατάργηση των εγγυήσεων και αποχώρηση των τουρκικών δυνάμεων σε ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα μηνών και όχι ετών, πιθανότατα θα επιχειρηθεί να της φορτώσουν την ευθύνη για το ναυάγιο της διαδικασίας, ενώ εάν αποδεχθεί οτιδήποτε διαφορετικό, θα μετατεθεί στην Αθήνα η ευθύνη για την απόφαση διατήρησης του επεμβατικού δικαιώματος της Τουρκίας ή η παραμονή για διάστημα μερικών ετών των τουρκικών στρατευμάτων στο νησί.
Πλέον όμως ούτε η Λευκωσία ούτε η Αθήνα μπορούν να κάνουν πίσω, καθώς από τον κ. Αναστασιάδη δεν τέθηκε καμιά προϋπόθεση όταν συμφώνησε στις συνομιλίες της Γενεύης και στη σύγκληση της διάσκεψης.
Με τις πιθανότητες για ένα breakthrough στη Γενεύη, που θα αποφέρει ένα σχέδιο λύσης που θα έχει ελπίδες να εγκριθεί στο δημοψήφισμα, Αθήνα και Λευκωσία ήδη θα πρέπει να διαμορφώνουν σχέδια για τη διαχείριση μιας πολύ δύσκολης κατάστασης που θα προκύψει και στη διάρκεια της Διάσκεψης αλλά και αμέσως μετά από αυτήν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου