Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ



ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ
Μικρή αναφορά στο έργο του ποιητή, με αφορμή την επέτειο του θανάτου του
O Κώστας Βάρναλης (26 Φεβρουαρίου 1884 – 16 Δεκεμβρίου 1974) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, ποιητής και δημοσιογράφος. Έγραψε ποιήματα, αφηγηματικά έργα, κριτική και μεταφράσεις. Τιμήθηκε το 1959 με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν.

 Αναμνηστική πλάκα στη βουλγαρική γλώσσα για τον Κώστα Βάρναλη στη γενέτειρα πόλη του Μπουργκάς


 Βιογραφία
Τα πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στον Πύργο της Ανατολικής Ρωμυλίας, το σημερινό (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884, όπου βίωσε το κλίμα του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Το επίθετό του, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει καταγωγή από τη Βάρνα όπου έμεναν πολλοί Έλληνες — το επίθετο του πατέρα του ήταν Μπουμπούς. Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης και έπειτα με την υποστήριξη του Μητροπολίτη Αγχιάλου ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει φιλολογία και εκεί πήρε μέρος στη διαμάχη για το γλωσσικό ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών. Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού Ηγησώ, το οποίο κυκλοφόρησε δέκα τεύχη. Το 1908 πήρε το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και άρχισε να εργάζεται στην εκπαίδευση, στην αρχή στο ελληνικό διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς), σε ηλικία δεκαοχτώ ετών, και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και μεταξύ άλλων στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης, ενώ εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους Ηρακλείδες του Ευριπίδη, τον Αίαντα του Σοφοκλή, τα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα και τον Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου του Γκυστάβ Φλωμπέρ. Μετά τον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.


Καλλιτεχνική αναγνώριση και πολιτική δράση
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας και κοινωνιολογίας. Τότε προσχώρησε στον μαρξισμό και τον διαλεκτικό υλισμό, και αναθεώρησε τις προηγούμενες απόψεις του για την ποίηση, τόσο σε θεωρητικό, όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα «Προσκυνητής». Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα «Το Φως που καίει», που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη «Λευτεριά» στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Δημήτρη Γληνού. Το 1926 παύθηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας, που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από Το φως που καίει. Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους. Το 1929 νυμφεύθηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Λέσβο και τον Άγιο Ευστράτιο. Υπήρξε Κομμουνιστής και στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ). Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν. Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του Ζωντανοί άνθρωποι, Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης, Ποιητικά, Διχτάτορες, Αισθητικά- Κριτικά (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο Ελεύθερος κόσμος και το 1972 το θεατρικό έργο Άτταλος ο Γ΄. Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες, μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974. Το ταφικό μνημείο του ποιητή, στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης Κοσμάς Ξενάκης, το 1975.


Κώστας Βάρναλης (αριστερά), Νίκος Καστρινός, αρθρογράφος του «Ριζοσπάστη» και Δημήτρης Γληνός (δεξιά)



Έργο
Το έργο του είναι γραμμένο στη δημοτική και έχει καλά επιμελημένη μορφή και πλαστικότητα στην έκφραση. Χαρακτηρίζεται από θερμή λυρική φαντασία και σατιρική διάθεση με ενδιαφέρον για τον σύγχρονο άνθρωπο. Η ποίηση του, ιδιαίτερα, χαρακτηρίζεται από έντονο «διονυσιασμό», παιχνιδιάρικη διάθεση και βαθύ μουσικό αίσθημα που συνδυάζεται άριστα με τη σάτιρα, ενώ θεωρείται ένας από τους κυριότερους αριστερούς εργάτες της γλώσσας στην Ελλάδα. Ο Βάρναλης διατήρησε την ποιητική αλλά και την ανθρώπινη εγρήγορσή του μέχρι τα βαθιά του γεράματα.

Ποίηση

«Οι μοιραίοι», χειρόγραφο του ποιητή


  • Ποιητικές συνθέσεις

Ο Προσκυνητής (1919)
Το Φως που καίει (Αλεξάνδρεια 1922, με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας). Το 1933 επανατυπώθηκε στην Αθήνα με αναθεωρήσεις.
Σκλάβοι Πολιορκημένοι (1927)


  • Ποιητικές συλλογές

Κηρήθρες (1905)
Ποιητικά (1956)
Ελεύθερος κόσμος (1965)
Οργή λαού (1975)






Πεζά και κριτικά έργα

Πεζογραφία
        Ο λαός των μουνούχων (Φιλ. ψευδ. Δήμος Τανάλιας) (1923)
        Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική (1925)
        Η Αληθινή απολογία του Σωκράτη (1931)
        Αληθινοί άνθρωποι (1938)
        Το ημερολόγιο της Πηνελόπης (1947)
        Πεζός λόγος (1957)
        Σολωμικά (1957)
        Αισθητικά Κριτικά Α και Β (1958)
        Ανθρωποι. Ζωντανοί - Αληθινοί (1958)
        Οι δικτάτορες (1965)
        Φιλολογικά Απομνημονεύματα (1980)
    Θέατρο
        Άτταλος ο Τρίτος (1972)
    Μεταθανάτιες συλλογές κειμένων
        Γράμματα από το Παρίσι, επιμέλεια Νίκος Σαραντάκος, εκδ. «Αρχείο», Αθήνα 2013, 164 σελ.
        Τι είδα εις την Ρωσσίαν των Σοβιέτ, επιμ. Νίκος Σαραντάκος, εκδ. «Αρχείο», Αθήνα 2014, 306 σελ.
Μεταφράσεις
        Αριστοφάνης - Βάτραχοι
        Αριστοφάνης - Εκκλησιάζουσες
        Αριστοφάνης - Ιππείς
        Αριστοφάνης - Λυσιστράτη
        Αριστοφάνης - Πλούτος
        Ευριπίδης - Ιππόλυτος
        Ευριπίδης - Τρωαδίτισσες
        Κινέζικα τραγούδια
        Μολιέρος - Μισάνθρωπος
        Ευγένιος Ποτιέ - Η Διεθνής
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Ο Βάρναλης του λυρισμού και της σάτιρας

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΜΠΟΥΚΑΛΑ

Το 1927 στάθηκε σημαδιακή χρονιά για την ελληνική λογοτεχνία. Οι σχεδόν συνομήλικοι Νίκος Καζαντζάκης, Άγγελος Σικελιανός και Κώστας Βάρναλης (45 ετών ο πρώτος, 44 οι άλλοι δύο) εξέδωσαν καίρια έργα τους· την Ασκητική, τον Δελφικό Λόγο και τους Σκλάβους πολιορκημένους, αντίστοιχα. Μόλις στα 31 του ο Κώστας Καρυωτάκης, κι έναν χρόνο πριν αναιρέσει εαυτόν, τύπωσε τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες. Τέλος, την ίδια χρονιά πρωτοεκδόθηκε, από τον Κ. Καιροφύλα, η Γυναίκα της Ζάκυθος του Διονυσίου Σολωμού.
Από τους πέντε ποιητικούς τρόπους που αναπτύχθηκαν και σε κείνα τα βιβλία (γιατί και η Ασκητική ένα ποιητικό μανιφέστο είναι νομίζω) αλλά και στο συνολικό έργο των πέντε, ανθεκτικότερος και ενδολογοτεχνικά ελκυστικότερος ή παραγωγικότερος εμφανίζεται ο καρυωτακικός (και δεν έχει ακόμη κριθεί αν γι' αυτό μέτρησαν αυστηρώς λογοτεχνικές αιτίες). Αν η απρόσιτη ιδιοτροπία του Σικελιανού και του Καζαντζάκη απείλησε να τους ταξινομήσει στους αυτοκαιόμενους λογοτεχνικούς τύπους παρά στα ποιητικά μεγέθη που όσο μελετώνται και γίνονται δημοτικά τόσο επαληθεύουν το φως τους· αν ο Σολωμός έγινε εθνικός αλλά, δυστυχώς, όχι δημοτικός, αφού οι κορυφαίες του δημιουργίες σκιάστηκαν από την κίβδηλα ιδεολογική και ήκιστα λογοτεχνική χρήση των διδακτικών ή ηρωικών στίχων του (άραγε, πόσοι έχουμε προχωρήσει και πέρα από τη δεύτερη, την τρίτη στροφή του «Υμνου»;)· κι αν, τέλος, η βαρναλική παραγωγή κινδυνεύει να συρρικνωθεί στους κοινόχρηστους γνωμικούς στίχους των «Μοιραίων» και λιγοστών άλλων ποιημάτων, τα πικρά αξιώματα των καρυωτακικών Ελεγείων, και όχι τόσο η μορφοπλαστική αγωνία τους ή οι μουσικές τους επιτεύξεις, επηρέασαν (και εξακολουθούν να επηρεάζουν) την ποιητική ενηλικίωση πολλών επιγόνων, είτε επιταχύνοντας την είτε πάλι αναστέλλοντας την ή νοθεύοντας την. 


Κλείνουν φέτος, στις 16 του Δεκέμβρη, σαράντα δύο χρόνια από το θάνατο του Κώστα Βάρναλη. Και παρά τη συμβολή των στίχων του που τραγουδήθηκαν ή εκείνων που χρησιμοποιούνται από δημόσιους ρήτορες και γραφιάδες προς επιτίμηση και καυτηριασμό· παρότι οι δόξες του για το σολωμικό έργο απασχόλησαν επί μακρόν την κριτική· παρότι, τέλος, η συναρπαστική Αληθινή απολογία του Σωκράτη, μια εντελής πραγμάτωση της άποψης του ποιητή πως «η κοροϊδία δεν είναι η αρχή, μα το τέλος της φιλοσοφίας», εξακολουθεί να διαβάζεται, πιθανόν δεν θα ήταν μακριά από την αλήθεια ο ισχυρισμός ότι όσο υπάρχει στη συλλογική μνήμη (της μνήμης των λογοτεχνών συμπεριλαμβανομένης), υπάρχει σαν ένας ανθρώπινος τύπος ευφυώς αθυρόγλωσσος, σαν παράταιρος αντιρρησίας και δυσαφομοίωτος επικούρειος, παρά σαν ποιητής που κατόρθωσε -και όντως κατόρθωσε- να ανακοινώσει και να υποστηρίξει ποιητικά τις ιδέες του δίχως να φθείρει την ποίηση του.
Ο ποιητής Βάρναλης, ο πεζογράφος Βάρναλης, ο κριτικός Βάρναλης, σήμερα, δεν είναι σημείο αμφιλεγόμενο· είναι σημείο εξοβελισμένο από τον κανόνα. Και είναι προς έλεγχο και συζήτηση αν σε τούτο συνέβαλε καθοριστικότερα η αλλαγή των τεχνοτροπιών ή η αλλαγή των ιδεολογιών. Ο Βάρναλης, με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο, υπήρξε πρόμαχος της αριστερής ιδεολογίας. Η ήττα άραγε αυτής της ιδεολογίας μπορεί να σημαίνει αφεύκτως και την ήττα της δικής του λογοτεχνίας;
Προς θεού, δεν ισχυρίζομαι ότι η παραγνώριση της βαρναλικής ποίησης οφείλεται σε εξωλογοτεχνικούς λόγους. Καμία συνωμοσία σιωπής δεν εξυφάνθηκε βεβαίως· αλλά εξίσου βέβαιο είναι νομίζω ότι οι λογοτεχνικοί «κανόνες» δεν θεσπίζονται με κριτήρια άμοιρα ιδεολογικών επιλογών ή απαλλαγμένα από τα αιτήματα και τα μοντέλα της «επικαιρότητας». Ακόμη πάντως και κατά την πολιτική ή λογοτεχνική εκτίμηση της ποίησης του Βάρναλη, το οποιοδήποτε συμπέρασμα θα βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια αν ληφθεί υπόψη το είδος της αριστεροσύνης του ποιητή και η ποιότητα της. Οι σχετικές επισημάνσεις του Γεράσιμου Λυκιαρδόπουλου (περ. Σημειώσεις, τχ, 15, Ιούλιος 1978) διατηρούν πιστεύω την αξία τους: «Ο μαρξισμός του Βάρναλη δεν βγαίνει από τα ινστιτούτα φιλοσοφίας της ΕΣΣΔ ούτε από τα πανεπιστήμια της Δύσης αλλά από τις έσχατες συνέπειες της εγελιανής αριστεράς, δηλαδή από τον ίδιο τον Μαρξ - κι όχι απλώς από τον καθιερωμένο Μαρξ αλλά από τον απωθημένο Μαρξ του Φόιερμπαχ. Η αναφορά του συγγραφέα της «Ουσίας του Χριστιανισμού» έχει τη θέση της εδώ αν σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο ο μαρξιστής Βάρναλης βλέπει «το θεϊκό ήτοι το ανθρώπινο πάθος». Ο τρόπος αυτός κατάγεται, έστω και μέσω Μαρξ, από τον Φόιερμπαχ, και δεν έχει καμιά σχέση με τα λαϊκιστικά προσχήματα που σκαρώνει μια «αριστερίζουσα» θεολογία και μια θεολογίζουσα αριστερά. Η πρώτη φοράει στην Παναγιά χωριάτικη μαντίλα κι η δεύτερη βυζαντινοποιεί τα χαρακτηριστικά της εργάτισσας που της σκότωσαν το γιο· η μια εκλαϊκεύει το ιερό, η άλλη ιεροποιεί το λαϊκό».

Κοινωνική πράγματι η ποίηση του Βάρναλη, και κατά συνέπεια συνιστά αφ’ "εαυτής ένα «παράδοξο» για τα σημερινά ήθη ή μοντέλα. Ωστόσο, αυτό το ειδοποιό γνώρισμα της δεν την καταπόντισε ούτε τη οδήγησε να ναρκισσεύεται σε ρηχά νερά και να νομίζει πως τάχα θαλασσεύεται. Τα συνθέματα του, το Φως που καίει και οι Σκλάβοι πολιορκημένοι, υπήρξαν πρωτίστως λογοτεχνικά τολμήματα, ποιητικά εγχειρήματα, κι ύστερα μανιφέστα ιδεών. Και εν αντιθέσει με πολλές σελίδες του «επικαιρικού» Γιάννη Ρίτσου, στην περίπτωση του Βάρναλη η ποιητικότητα δεν είναι εξωτερική παράμετρος, δεν είναι ύστερο επίθεμα, η δε μορφή δεν είναι ντύμα που απλώς δανείζει την αίγλη του. Η ποίηση του Βάρναλη, ενός μάστορα των ρυθμών και της αρμονίας, δεν είναι ετοιμοπαράδοτη και ακόπως εισπράξιμη, κι όχι βέβαια επειδή υπάρχουν εκεί λέξεις μιας πρώιμης ή και ιδεολογικής δημοτικής δυσμετάφραστες σήμερα, παρά επειδή το νόημα δεν προφαίνεται και δεν κραυγάζει, και η σύνθεση δεν αποτελεί ταπεινό πρόσχημα ή βολικό υπηρέτη κάποιου προετοιμασμένου διαφωτιστικού μηνύματος. Ας σταθούμε εδώ στη γνώμη του Κλέωνος Παράσχου (Αυγή, 9.12.1956): «Λίγοι Ελληνες λογοτέχνες, απ' εκείνους που έθεσαν την τέχνη στην υπηρεσία μιας ιδεολογίας, συνταίριαξαν τόσο αρμονικά τέχνη και ιδεολογία, όσο ο Βάρναλης. Τον καλλιτέχνη, σε ό,τι γράφει, δεν τον ξεχνά ούτε στιγμή ο Βάρναλης, όχι μόνο γιατί έχει ισχυρότατο καλλιτεχνικό ένστικτο, αλλά και γιατί ξέρει, όπως το 'γραψε κάποτε σε μια μελέτη του για τον Βαλαωρίτη, ότι ηθικά δεν μπορεί να ενεργήσει ένα καλλιτέχνημα αν δεν ενεργήσει αισθητικά, ότι η τέχνη και ηθική στον αληθινό καλλιτέχνη μαζί γεννιούνται και μαζί πορεύονται πάντα».
Τρία ζεύγη προσπάθησε να φέρει εις νοήματος κοινωνία ο Βάρναλης: Να συναρμόσει, πρώτον, το «υψηλό» με το «παθητικό», το Πάθος με το Ύψος, τους «δύο κύριους τόνους του έργου του» κατά τον Παναγή Λεκατσά, ο οποίος αναζητεί και τους προγόνους του ποιητή: «Οι πρόδρομοι του Βάρναλη στο «Υψηλόν» είναι, μέσα από την ελληνική του γραμμή, ο Κάλβος, ο Σολωμός, η περιγραφική δημοτική ποίηση, κι η χορική ποίηση· στη συζυγία του παθητικού και του υψηλού, ο Σολωμός, το παθητικό δημοτικό τραγούδι και η μελική ποίηση των Ελλήνων» (βλ. Κώστας Βάρναλης: Τα πενήντα-χρονα του έργου του, Κέδρος, βΤ έκδ. 1982). Να συζεύξει, δεύτερον, την πολιτική με την ποίηση, τη λυρική μάλιστα ποίηση (και ο ίδιος, γνώστης εγκρατής της αρχαιοελληνικής γραμματείας, και μεταφραστής της άλλωστε, θα 'χε πολλά να πει για την παιδευτική ή ευθέως πολιτική άσκηση της ποίησης, ξεκινώντας από τον Αλκαίο της Λέσβου). Και τρίτον, πράγμα που απορρέει φυσικά από τις δύο προηγούμενες επιδιώξεις, να συνθέσει το λυρισμό με τη σάτιρα, ώστε να λάβουν και τα δυο -που υπάρχουν ενιαία πια και αδιαχώριστα- υλικότητα και αποτελεσματικότητα. Κι έρχεται έτσι να συναντήσει τον Σολωμό και πάλι, μα και τον Καρυωτάκη, από άλλην οδό. 



Μπορούμε άραγε να τεμαχίσουμε το βαρναλικό έργο, να επιλέξουμε ας πούμε προς διάσωση το σατιρικό του «τμήμα» και να αφήσουμε κατά μέρος το λυρικό; Πιστεύω πως ένα τέτοιο εγχείρημα είναι αδιανόητο και για τον Βάρναλη όσο για τον Σολωμό και για τον Καρυωτάκη. Δεν υπάρχουν δηλαδή ξεχωριστά τμήματα στο έργο του. Αν υπήρξε ιδιοφυής σατιρικός, και καθόλου μάλιστα λαϊκιστής, είναι επειδή τον αριστοφανικό οίστρο του τον νοηματοδοτούσε μια λυρική ευγένεια, ακόμη κι όταν χωράτευε ή ασεβούσε. Και τα λαμπρά επιτεύγματα του σαν τη «Μάνα του Χριστού» κατέκτησαν το ύψος τους επειδή τα οργάνωνε -σε ευθεία αντιπαλότητα με τα στερεότυπα τόσο της ευρύτερης κοινωνίας όσο και του οικείου του πολιτικού χώρου- ένας νους ελευθερωμένος και ελευθεριακός ακριβώς χάρη στον έρωτα του για τη σάτιρα.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ/13.12.1974

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου