Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Το τραγικό ναυάγιο του οχηματαγωγού Ηράκλειον




Το τραγικό ναυάγιο του οχηματαγωγού Ηράκλειον.
Τον Δεκέμβριο του 1966 η Ελλάδα θρηνεί το χαμό 226 ανθρώπων στο τραγικό ναυάγιο του οχηματαγωγού «Ηράκλειον», το οποίο είχε τόσες ελλείψεις, ώστε οι αρμόδιοι τεχνικοί επιθεωρήσεως είχαν αρνηθεί τον προηγούμενο μήνα να του χορηγήσουν άδεια δρομολογήσεως, την οποία όμως πήρε κατόπιν πολιτικών πιέσεων.
Το επιβατηγό οχηματαγωγό (Ε/Γ Ο/Γ) «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ» Ναυπηγήθηκε το 1949 στη Γλασκόβη της Σκοτίας στα ναυπηγεία Fairfield Co Ltd για λογαριασμό αγγλικής εταιρείας ως δεξαμενόπλοιο. Είχε χωρητικότητα 8.922 κόρων, μήκος 498 πόδια, πλάτος 60 πόδια, και βύθισμα 36 πόδια ενώ έφερε μηχανή ατμοστροβίλων που του έδινε ταχύτητα 17 κόμβων. Εξυπηρετούσε τη γραμμή Αγγλίας-Βιρμανίας. Το αρχικό του όνομα ήταν "Leicestershire" (Λέστερσαϊρ).

 "Leicestershire"

Το 1964, μετά από μετασκευή σε φέρι-μποτ, περιήλθε στην εταιρεία των Αδελφών Τυπάλδου και υψώνοντας την Ελληνική σημαία νηολογήθηκε στον Πειραιά με αριθμό Ν.Π. 2562. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους (1965) δρομολογήθηκε στις ακτοπλοϊκές γραμμές Πειραιά - Κρήτης.
Το επιβατηγό οχηματαγωγό «Ηράκλειον» απέπλευσε στις 7 Δεκεμβρίου 1966, στις 7 και 20 το βράδυ, από το λιμάνι της Σούδας στα Χανιά, με προορισμό τον Πειραιά. Η αναχώρησή του καθυστέρησε για 20 λεπτά, προκειμένου να προλάβει να επιβιβαστεί φορτηγό-ψυγείο βάρους 25 τόνων....
Μάταια οι συγγενείς και φίλοι των επιβατών περίμεναν στις 8 Δεκεμβρίου την άφιξη του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά. Το πλοίο είχε ναυαγήσει στις 2.15 στο Μυρτώο Πέλαγος ανοικτά της νήσου Φαλκονέρας.
Μάταια οι εκατοντάδες συγγενείς και φίλοι των επιβατών περιμένουν στο λιμάνι του Πειραιά μήπως οποιοδήποτε από τα πλοία που φθάνουν φέρει ζωντανό κάποιον δικό τους ναυαγό. Οι διασωθέντες δεν θα υπερβούν τους πενήντα. Σώθηκαν μόνο 46 (16 άτομα από το πλήρωμα και 30 επιβάτες), οι υπόλοιποι πνίγηκαν. Αν και ανακοινώθηκαν 226 νεκροί και αγνοούμενοι ο αριθμός των θυμάτων θεωρείται πολύ μεγαλύτερος δεδομένου ότι δεν υπήρξε καταγραφεί αυτών που επιβιβάσθηκαν στο πλοίο στο οποίο όπως απεδείχθη μεταγενέστερα υπήρχαν φυλακισμένοι που μεταφέρονταν στην Αθήνα καθώς και αθίγκανοι..

Μια τραγική πτυχή... Το πλοίο "Φαιστός", που είχε αποπλεύσει από τη Σούδα τα μεσάνυχτα ακολουθώντας την ίδια ρότα, δεν έλαβε ποτέ το σήμα κινδύνου. Ο ασύρματος του ήταν χαλασμένος. Το πρωί στο λιμάνι του Πειραιά πλήρωμα και επιβάτες, μαθαίνοντας την είδηση, ξέσπασαν σε λυγμούς.
Το πρώτο πλοίο που έφτασε στο σημείο του ναυαγίου ήταν το "Μίνως". Στις 10:30 "αντίκρισε" το "μοιραίο" φορτηγό-ψυγείο να επιπλέει στη θάλασσα. Στις 11 περισυνέλεξε τον πρώτο ναυαγό, 12 μίλια βόρεια της Αντιμήλου.
Από τα θύματα, μόλις 25 σωροί περισυλλέχτηκαν για να κηδευτούν. Οι 47 διασωθέντες μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία του Πειραιά και της Αθήνας, όπου έφτασε ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου... για να αντικρίσει τα παγωμένα πρόσωπα των ναυαγών που θα μείνουν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη του: «Τα πρόσωπά τους ήταν τόσο άγρια από την όλη προσπάθεια, που δεν είχαν συνέλθει ακόμα. Αυτοί πάντως σώθηκαν. Οι άλλοι χάθηκαν για πάντα...».


 Η «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της 9ης Δεκεμβρίου 1966 γράφει :

ΕΚ ΤΩΝ 206 ΕΠΙΒΑΤΩΝ ΚΑΙ 70 ΑΝΔΡΩΝ ΤΟΥ ΠΛΗΡΩΜΑΤΟΣ ΟΙ 230 ΕΥΡΟΝ ΚΑΤΑ ΠΑΣΑΝ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ
ΕΙΣ 46 ΜΟΛΙΣ ΑΝΕΡΧΟΝΤΑΙ ΟΙ ΔΙΑΣΩΘΕΝΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΡΙΚΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΙΑΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑΝ ΤΟΥ ΟΧΗΜΑΤΑΓΩΓΟΥ  «ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ»
ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΣΦΟΔΡΟΤΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΟΤΑΡΑΧΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΝ ΨΥΓΕΙΟΝ ΕΘΡΑΥΣΕ ΤΗΝ ΔΕΞΙΑΝ ΕΜΠΡΟΣΘΙΑΝ ΘΥΡΑΝ ΕΙΣΟΔΟΥ ΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΣΚΑΦΟΥΣ ΑΠ ΌΠΟΥ ΕΙΣΕΡΡΕΥΣΑΝ ΥΔΑΤΑ
ΚΑΤΑΚΛΥΣΘΕΝ ΤΟ ΟΧΗΜΑΤΑΓΩΓΟΝ ΑΝΕΤΡΑΠΗ ΚΑΙ ΕΒΥΘΙΣΘΗ ΕΝΤΟΣ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΛΕΠΤΩΝ
Η ΚΑΚΟΚΑΙΡΙΑ ΔΕΝ ΕΠΕΤΡΕΨΕΝ ΑΜΕΣΟΝ ΑΠΟΠΛΟΥΝ ΣΚΑΦΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΓΕΙΩΣΙΝ ΑΕΡΟΠΛΑΝΩΝ ΠΡΟΣ ΒΟΗΘΕΙΑΝ
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ, ΕΠΙΒΑΙΝΩΝ ΑΕΡΟΠΛΑΝΟΥ, ΥΠΕΡΕΠΤΗ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ, ΟΠΟΥ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ ΑΙ ΕΡΕΥΝΑΙ
Η μεγαλύτερα θαλασσία τραγωδία των τελευταίων ετών εσημειώθη χθες, μετά 20ετίαν περίπου από τό πολύνεκρον ναυάγιον του ατμόπλοιου «Χειμάρρα». Το οχηματαγωγόν «Ήράκλειον» κατευθυνόμενον από τά Χανιά είς τόν Πειραιά έβυθισθη παρά την νησίδα Φαλκονέρα όπου ενέπεσεν εις σφοδρόν αντικύκλωνα. Εκ των 206 επιβατών και των 70 μελών του πληρώματος διεσώθησαν μόνον 46. Εις διασωθείς εξέπνευσε συνεπεία τραυμάτων. Η πληροφορία του πολύνεκρου ναυαγίου έβυθισεν είς πένθος  όλόκληρον την χώραν. Σκηναί άλλοφροσύνης έσημειώθησαν από τους συγγενείς καί τους φίλους των θυμάτων εις τα Χανιά και τον Πειραιά, Ιδιαιτέρως έξωθι των γραφείων της εταιρίας Τυπάλδου, εις την οποίαν άνηκε το πορθμείον.
ΒΑΘΥΤΑΤΗ  Η ΟΔΥΝΗ ΟΛΟΚΛΗΡΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ
Μετά τας πρώτας πληροφορίας, αί οποίαι ουδένα διασωθέντα ανέφερον, ο πρωθυπουργός κ. Στ. Στεφανόπουλος διέταξεν επίσημον πένθος μιας εβδομάδος, ενώ οι ραδιοφωνικοί σταθμοί προσήρμοσαν τα προγράμματα των. Ψήφισμα, εκφράζον την οδύνην του Έθνους και το πένθος του ελληνικού λαού, εξέδωσεν η Βουλή, ζητούσα την τιμωρίαν των υπευθύνων, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εις μήνυμα του εξεδήλωσε την συμμετοχήν της Εκκλησίας, εις το βαθύτατον πένθος. Ο Βασιλεύς μετέσχεν εις τας έρευνας περισυλλογής των ναυαγών, επιβαίνων αεροσκάφους «Ντακότα». Είς τον τόπον του ναυαγίου κατέπλευσαν άνω των 15 πλοίων του Β.Ν, και του εμπορικού ναυτικού, καθώς και αμερικανικά και αγγλικά πολεμικά σκάφη, Αεροπλάνα και ελικόπτερα της Ε.Β.Α. συνέχιζον καθ’ όλην την νύχτα τας έρευνας με τους προβολεϊς των πλοιων και φωτοβολίδας, χωρίς μεγάλας ελπίδας επιτυχίας. Εκ των περισυλλεγέντων ναυαγών οι 4 νοσηλεύονται εις το Τζάνειον από πνευμονίαν και οι 25 από εγκαύματα στους οφθαλμούς και άλλα μέρη του σώματος από το πετρέλαιον, που επέπλεεν εις την περιοχήν του ναυαγίου. Τα ίχνη τού ναυαγίου εκτείνονται εις περιοχήν δύο τετραγωνικών χιλιόμετρων. Το ναυάγιον αποδίδεται εις την θραύσιν της μιας θύρας του οχηματαγωγού εκ της προσχρούσεως επ' αυτής αύτοκινήτου-ψυγείου, συνολικού βάρους 30 τόννων. Ο μέγας αριθμός των θυμάτων αποδίδεται εις την απότομον και βιαίαν εισροήν των υδάτων εις το κύτος του πλοίου, συνέπεια της οποίας υπήρξε, προφανώς, η ανατροπή του.
Προς εξακρίβωσιν των αίτιων και τον κσταλαγισμσν των ευθυνών του τραγικού ναυαγίου, ο υπουργός Δικαιοσύνης διέταξε τον εισαγγελέα Πειραιώς,  όπως  επιληφθή  αμέσως  ανακρίσεων.



ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ
ΤΕΤΑΡΤΗ, 7 Δεκεμβρίου, ώρα 7.30 μ.μ., Χανιά: Με μισή ώρα καθυστέρηση αποπλέει από το λιμάνι της Σούδας το φέρι-μπoτ «Ηράκλειον», που μεταφέρει 206 επιβάτες, 70 μέλη του πληρώματος και 17 φορτηγά στον Πειραιά. Η κακοκαιρία που πλήττει το Κρητικό πέλαγος αναγκάζει το Λιμεναρχείο να απαγορεύσει τον απόπλου των μικρών σκαφών, αλλά τα αναμενόμενα, στο ανοιχτό πέλαγος, 5 ή 6 μποφόρ δεν θεωρούνται σπουδαία υπόθεση για το 40.000 τόννων μεγαθήριο των ελληνικών θαλασσών. Το ίδιο βράδυ, πολλοί αθηναϊκοί κινηματογράφοι προβάλλουν ένα διαφημιστικό φιλμάκι για τα σκάφη της «Εταιρίας Τυπάλδου», τα οποία παρουσιάζονται ως «τα πολυτελέστερα, τα ανετότερα και, φυσικά, τα ασφαλέστερα», με πρώτο και καλύτερο το καύχημα της εταιρίας, «το ασυναγώνιστον φέρι-μποτ «Ηράκλειον», ταχύτητος 19 μιλλίων».
Περασμένα μεσάνυχτα. Ο πελώριος, σκοτεινός όγκος του «Ηράκλειον» ανεβοκατεβαίνει στις ράχες ολοένα και μεγαλύτερων κυμάτων, καθώς πλησιάζει στη Μήλο. Τα μποφόρ γίνονται 6, 7, 8... Η αγριεμένη θάλασσα χτυπάει στα πλευρά του καραβιού κι οι κρότοι αντιλαλούν δυσοίωνοι σ' όλο το πλοίο. Οι επιβάτες αρχίζουν να ξυπνάνε στις καμπίνες τους. Τα παιδιά κλαίνε. Τα αυτοκίνητα έχουν μετακινηθεί και στο πελώριο γκαράζ αρχίζουν να μπαίνουν νερά.


Ώρα δύο μετά τα μεσάνυχτα, 6 μίλια βορειοανατολικά της Φαλκονέρας. Ενα τεράστιο φορτηγό-ψυγείο απασφαλίζεται από τους διαρκείς κλυδωνισμούς και χυμάει με φόρα -«λες και το οδηγούσε κάποιο αόρατο χέρι», όπως θα διηγηθούν αργότερα αυτόπτες μάρτυρες- στην μπουκαπόρτα. Κάποιος ναύτης θα τρέξει να ειδοποιήσει τον οδηγό να πάει να το ασφαλίσει. Δεν θα προλάβει. Στις 2.06’ ακριβώς ο ασυρματιστής θα εκπέμψει το πρώτο, αγωνιώδες SOS: «Πορθμείον 'Ηράκλειον". Αυτήν την στιγμήν ανηρπάγη η πόρτα της δεξιάς πλευράς. Θέσις πλοίου επικίνδυνος». Τα νερά ορμάνε σαν δαιμονισμένα, ξεχύνονται μέσα στις ανθρωποθυρίδες και κατακλύζουν τα κύτη. Μια κραυγή πανικού ακούγεται από το γκαράζ: «Το πλοίο γέρνει»! Ο τρόμος διαδίδεται σαν αστραπή στο καράβι: «Βουλιάζουμε! Χανόμαστε! Βόηθα Παναγιά μου!». Στη γέφυρα, οι αξιωματικοί κάνουν απελπισμένες προσπάθειες. Ο τιμονιέρης φωνάζει ότι το πηδάλιο «δεν τον ακούει!» Μάταια του φωνάζει ο καπετάνιος «Κράτα την πορεία!» Το σκάφος γέρνει κι άλλο κι αρχίζει να βυθίζεται. Χτυπάει συναγερμός. Μοιράζουν όπως - όπως σωσίβια και ρίχνουν τις βάρκες στη θάλασσα. Όποιος προλάβει. Η άγρια θάλασσα καταπίνει τον πελώριο όγκο μέσα σε ελάχιστα λεπτά. Στις 2.13’, μόλις 8 λεπτά από το πρώτο σήμα κινδύνου, ο ασύρματος του «Ηράκλειον» θα εκπέμψει για τελευταία φορά: «SOS! Πορθμείον "Ηράκλειον" SOS, βυθιζόμεθα! Στίγμα 36.52 βόρειον και 24,8 ανατολικόν! SOS βυθιζόμεθα!» Και μετά σιωπή...


Χρονικό διάσωσης
Δύο φορές επαναλήφθηκε το σήμα κινδύνου και ακολούθησε ....σιγή. Το υποτυπώδες τότε τμήμα επικοινωνιών του Υπουργείου Ναυτιλίας εις μάτην προσπαθούσε αναζήτηση πλοίων στη γύρω περιοχή του ναυαγίου, τα Λιμεναρχεία, Πειραιώς, Σύρου και Κρήτης ανέφεραν αδυναμία αποστολής μέσων για παροχή βοήθειας αφού ούτε και ρυμουλκά για τέτοιες ανάγκες υπήρχαν. Δυστυχώς ούτε το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΙΝΩΣ, που έπλεε 15 μίλια βορειότερα "άκουσε" το σήμα κινδύνου.
Στις 02.30 ενημερώνεται ο τότε Αρχηγός του Λιμενικού Σώματος για το τραγικό συμβάν και βεβαίως με όλες τις δυσχέρειες που το συνόδευαν. Ακολούθως ενημερώνεται ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας και εκείνος με την σειρά του ενημερώνει τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης. Το τότε Αρχηγείο Ναυτικού (Πλατεία Κλαυθμώνος) αναφέρει ότι πολεμικό πλοίο που βρίσκεται στη Σύρο με σβηστές μηχανές θα χρειασθεί τουλάχιστον 3-4 ώρες για απόπλου συν εκείνες τις ώρες για να φθάσει στο τόπο του ναυαγίου.
Οι ώρες περνούν και η αγωνία αρχίζει να κορυφώνεται, κάποια πλοία που έλαβαν το σήμα δηλώνουν αλλαγή πορείας τους προς το στίγμα του Ηράκλειον, απέχουν όμως πολύ, κάποια ανατολικά των Κυκλάδων, άλλο δυτικά της Καλαμάτας, και δύο αγγλικά πολεμικά ΒΑ της Κρήτης. Στις 04.30 εμπλεκόμενοι Αρχηγοί και Υπουργοί βρίσκονται στις Υπηρεσίες για άμεση ενημέρωση ενώ δίδεται εντολή απόπλου στο Α/Γ ΣΥΡΟΣ του τότε Β.Ν. 


Γύρω στις 05.30 αποφασίζεται η γνωστοποίηση του συμβάντος στον τότε Πρωθυπουργό, με όλες τις εξελίξεις και τις επιμέρους αδυναμίες. Μετά από κάποιες ενημερώσεις για τον μεγάλο χρόνο προσέγγισης των πλοίων που είδη προστρέχουν, γύρω στις 06.00-06.30 ο τελευταίος ενημερώνει τον Βασιλέα Κωνσταντίνο στο Τατόι. Τότε ενημερώνεται και το Αρχηγείο Αεροπορίας. Στις 07.20 μια Ντακότα απογειώνεται από τo πολεμικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας και λίγα λεπτά μετά την ακολουθούν άλλες δύο.
Τα πλοία που προσέτρεξαν τότε στο ναυάγιο ήταν το Ε/Γ-Ο/Γ ΜΙΝΩΣ της εταιρείας Ευθυμιάδη, που ακολουθούσε το ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ  και είχε αποπλεύσει μετά τον απόπλου του ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ από τα ΧΑΝΙΑ Κρήτης. Επίσης το ΧΑΝΙΑ πλοίο της εταιρείας ΤΥΠΑΛΔΟΥ, το Φιλανδικό NULA, το Δ/Ξ ALDEBARAN (Ελληνικό), το ρωσικό Φ/Γ ΟΥΡΙΣΚ, το Πολωνικό Φ/Γ VAKO, το Αγγλικό ναρκαλιευτικό ASHTON, το Αγγλικό Α/Τ LEVERTOG, και το Ελληνικό Α/Γ ΣΥΡΟΣ του Β.Ν.
Στις αίθουσες του κεντρικού λιμεναρχείου η αγωνία είναι πιο πηχτή κι από τους καπνούς. Είναι δυνατόν να χάθηκε στο άψε - σβήσε ένας κολοσσός 40.000 τόννων, λες και δεν ήταν καράβι αλλά αεροπλάνο; Είναι δυνατόν η θάλασσα να κατάπιε 276 ψυχές μέσα σε 8 λεπτά της ώρας; Αλίμονο, φαίνεται πως ναι. Τα πρώτα μηνύματα από τα καράβια που καταπλέουν στον τόπο της τραγωδίας, στις 8.30’ το πρωί, είναι αποκαρδιωτικά: Ούτε ένα συντρίμμι από το ναυάγιο και πολύ περισσότερο ούτε ίχνος επιζώντων. Οι πρώτες εκδόσεις των εφημερίδων αναφέρουν ότι το «Ηράκλειον» βυθίστηκε αύτανδρο. Η κυβέρνηση Στεφανόπουλου κηρύσσει εθνικό πένθος διάρκειας μίας εβδομάδας. Τα ελαφρά τραγούδια σταματούν στους ραδιοσταθμούς, που μεταδίδουν συνεχώς ειδήσεις για την τραγωδία και πένθιμη κλασική μουσική.
Ώσπου, στις 10.20’ το πρωί, έρχεται η πρώτη αχτίδα ελπίδας. Το φέρι-μποτ «Χανιά» εντοπίζει αρχικά το μοιραίο φορτηγό - ψυγείο και στη συνέχεια μια σχεδία με ναυαγούς που εκτοξεύουν φωτοβολίδες. Αμέσως κηρύσσεται γενική κινητοποίηση για την περισυλλογή των επιζώντων, στην οποία μετέχει συμβολικά και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, επιβαίνων στρατιωτικού αεροσκάφους τύπου «Ντακότα». (Η παρουσία του τότε βασιλιά στην έρευνα δεν ήταν για λόγους εντυπωσιασμού και δημιουργίας ευμενών σχολίων όπως την παρουσίασαν τότε οι εφημερίδες, αλλά έγινε και για λόγους κατάρριψης ισχυρισμών της Τουρκίας που από το 1963 σε διεθνή φόρα υποστήριζε ότι η Ελλάδα αδυνατεί να παράσχει βοήθεια σε κινδυνεύοντα σκάφη στο Αιγαίο. Αυτοί οι ισχυρισμοί της Τουρκίας δεν είχαν ποτέ δημοσιευθεί από τον ελληνικό τύπο στο εσωτερικό).


Στις 09.45-10.00 η πρώτη Ντακότα φθάνει κοντά στο στίγμα όπου και εντοπίζει το φορτηγό ψυγείο να επιπλέει, συνάμα στον ορίζοντα φαινόταν καθαρά το Αγγλικό Ν/Κ ASHTON που έσπευδε ολοταχώς. Τότε η Ντακότα άρχισε τους "κύκλους έρευνας - διάσωσης" σε συνεχώς μικρότερο ύψος όταν ακούσθηκε ο πιλότος της δεύτερης Ντακότας σχεδόν να προστάζει: Μεγαλειότατε η πτήση σας είναι επικίνδυνη, πάρτε γρήγορα ύψος! Ο Κυβερνήτης του ASHTON αντιλαμβανόμενος περί τίνος πρόκειτο ακούγεται να δηλώνει: "Μεγαλειότατε η ASHTON στις διαταγές Σας" Και η απάντηση «Ευχαριστώ, ακολούθα με....» και άρχισαν οι ρίψεις καπνογόνων και σωσιβίων, όπου, από αέρος, εντοπίζονταν ναυαγοί.

Η άφιξη των ναυαγών


Στο μεταξύ, το λιμάνι του Πειραιά έχει κατακλυστεί από συγγενείς των επιβατών. Σκηνές αλλοφροσύνης, με τα ξεφωνητά χαράς να εναλλάσσονται με τους σπαρακτικούς θρήνους, εκτυλίσσονται για ώρες, μέχρι να μεταφερθούν όλοι οι επιζώντες στο Τζάνειο. Στις 12.00 το τραγικό συμβάν έχει μαθευτεί σχεδόν σ΄ όλο το Πειραιά, πρώτοι οι συγγενείς που περίμεναν το πρωΐ το πλοίο έχουν συγκεντρωθεί μπροστά στο κτίριο των Τυπάλδων στην ακτή Τζελέπη (το γνωστό κτίριο από τα κινηματογραφικά έργα) και προσπαθούν να μάθουν. Άλλοι που μόλις έκαναν τα ψώνια τους στη τότε Δημοτική αγορά (δίπλα στο λιμάνι) προστίθονταν με τους περαστικούς σε μικρές ομάδες γύρω απ΄ το λιμένα.
Η κυκλοφορία μπροστά στο Τελωνείο Πειραιά και γύρω από την εκκλησία του Αγ. Νικολάου είχε διακοπεί, όχι από την Τροχαία, αλλά από τον κόσμο που με βουρκωμένα μάτια και ένα συγκρατημένο κλαυθμό περίμεναν....
Ως τις 5 το απόγευμα, που πέφτει το σκοτάδι, έχουν περισυλλέγει 45 διασωθέντες. Ένας από αυτούς περιγράφει στον ρεπόρτερ «Καθημερινής» τις ώρες της ανείπωτης φρίκης:
«Ο θόρυβος με ξύπνησε απότομα. Όταν έμαθα τι συμβαίνει, έσπευσα να προμηθευθώ σωσίβιο. Δεν υπήρχε όμως. Τα είχαν πάρει άλλοι. Έβλεπα το πλοίο να γέρνει και με έπιανε τρόμος. Χωρίς να πολυσκεφθώ τι κάνω, έπεσα στη θάλασσα. Απομακρύνθηκα όσο γρηγορότερα μπορούσα. Ο Θεός με λυπήθηκε και μου "φανέρωσε" μια μικρή σχεδία. Την άρπαξα στα χέρια μου και άφησα να με πάρει το κύμα. Δίπλα μου γινόταν χαλασμός κόσμου. Οι κραυγές "βοήθεια, βοήθεια" έσχιζαν την καρδιά μου, αλλά ήταν αδύνατον να προσφέρω και την παραμικρή συνδρομή. Η θάλασσα χτυπούσε αλύπητα το πλοίο και τους ναυαγούς. Το πετρέλαιο τύφλωνε. Η βροχή, που κατά διαστήματα έπεφτε, χειροτέρεψε την κατάσταση μας. Μόνον όποιος έζησε τις φριχτές αυτές σκηνές είναι σε θέση να νοιώσει το μέγεθος της τραγωδίας».
Κάποια στιγμή το απόγευμα εμφανίσθηκαν πέντε νεκροφόρες και ο κλαυθμός ξέσπασε....
Στις 17.00 οι σειρήνες 10-12 ασθενοφόρων από την Αθήνα, μέσω της οδού Πειραιώς κατέρχονται τις οδούς Γούναρη και Εθνικής αντιστάσεως προσθέτοντας άλλη μια νότα στις τραγικές εκείνες στιγμές της αναμονής του πρώτου πλοίου που έφθανε με ναυαγούς, ενώ άλλα 7-8 ασθενοφόρα από την Τερψιθέα (Πειραιά), που ήταν ο σταθμός Πρώτων Βοηθειών του Πειραιά, κινούνται προς τον Άγιο Νικόλαο, όπου εκεί θα προσέγγιζε τελικά το πλοίο.
Ώρα 19.00 έχει πια νυχτώσει και το Ν|Κ "ASHTON" εισήλθε αργά αργά στο λιμάνι του Πειραιά μεταφέροντας 2 διασωθέντες ναύτες, τον Αντώνιο Καμπούρη και Δημήτριο Οικονόμου από την Σητεία Κρήτης, καθώς και νεκρούς.


Ακολουθεί η μαρτυρία του ναυαγού Α. Καμπούρη, κατοίκου Αθηνών που τον αντιλήφθητε το ρωσικό πλοίο Φ/Γ ΟΥΡΙΣΚ και ειδοποίησε το ASHTON το οποίο τελικά τον διέσωσε:
«Οι διασωθέντες ναύτες πιλοτάρισαν το "ΑSHTON", Αγγλικό ναρκαλιευτικό υπό την επίβλεψη του πλοιάρχου, μέσα στο λιμάνι του Πειραιά. Όταν το Ν/Κ "ΑSHTON" εισερχόταν στην είσοδο του λιμανιού στον Φάρο ήταν κάποιος σκαρφαλωμένος και μας ρώτησε που πηγαίνουμε επειδή είδε το πολεμικό πλοίο· του είπα ότι ήμαστε ναυαγοί του "Ηράκλειον". Mετά την πλεύριση του "ASHTON" στο λιμάνι του Πειραιά, δεν επετράπη η έξοδος των διασωθέντων ναυτών εκτός του πλοίου, πριν την αποβίβαση των νεκρών (Ναυτικός κανόνας). Θάμπωσαν τα μάτια μας όταν ανεβήκαμε στο κατάστρωμα και αντικρίσαμε το πλήθος που περίμενε στην ακτή, στραβωθήκαμε από τα φλας των δημοσιογράφων. Δεν ξέραμε ότι ήμασταν οι πρώτοι που μπήκαν στο λιμάνι αν και ήμασταν οι τελευταίοι που περισυνέλλεξαν, ίσως γιατί το ναρκαλιευτικό είχε μεγαλύτερη ταχύτητα.
Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Πλοίαρχος του "ASHTON" είπε ότι ήρθε από την ΚΥΠΡΟ μόλις έλαβε το SOS, αλλά γύρισε πίσω γιατί δεν είχε το ακριβές στίγμα. Χάσιμο πολύτιμης ώρας ασφαλώς για τους ναυαγούς. Ξαναγύρισε και μάζεψε πιο πολλά πτώματα από ζωντανούς. Το χαρακτηριστικό της ημέρας ήταν ότι ενώ έλαβε το SOS ο ναύτης της βάρδιας ενός από τα διανυκτερεύοντα φυλάκια, είχε λάβει διαταγή να μην ξυπνήσει τον ανώτερο του πριν τις 6.00 το πρωί. Μην ξεχνάτε ότι τα πολεμικά πλοία διάσωσης χρειάζονται 2-3 ώρες να ζεσταθούν (Παλαιότερα για να "σηκώσουν ατμό"). Όταν ήρθε ο τότε βασιλεύς Κωνσταντίνος στο ΤΖΑΝΕΙΟΝ και μας επισκέφτηκα του είχα πη ότι πέρασε από πάνω μου 2 φορές και επειδή φορούσα μπλε σκούρα μπλούζα την έβγαλα και έμεινα με το άσπρο φανελάκι για να με δει, επειδή στο σημείο που ήμουν δεν υπήρχαν σωστικά πλοία. Τα έβλεπα πολύ μακριά μου. Χρωστώ την ζωή μου στον ήρωα που με σήκωσε από το κρεβάτι με το ζόρι και περίμενε στην καμπίνα μου απέξω μέχρι να σηκωθώ, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΤΣΑΓΓΑΡΙΔΗ και τον κ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ δεύτερο πατέρα μου που με βοήθησε να πέσω στην θάλασσα εκείνη την κρίσιμη ώρα του ναυαγίου. .»


Τρεις σειρές κιγκλιδωμάτων στάθηκαν αδύνατον να συγκρατήσουν το γογγυτό όλου εκείνου του πλήθους που δεν γνώριζε τίποτα για τα προσφιλή τους πρόσωπα, αφού δεν είχε γίνει καμιά ανακοίνωση και ούτε τα ονόματα των διασωθέντων είχαν δοθεί στη δημοσιότητα. Το ίδιο βράδυ παρασημοφορήθηκε ο Κυβερνήτης του ΝΚ "ASHTON" από τον Βασιλιά.
Από το πρωί της 8ης Δεκεμβρίου τα Χανιά βυθίζονται στο πένθος. Τα μαγαζιά κλείνουν, οι σημαίες ανεμίζουν μεσίστιες σε σπίτια και δημόσια κτίρια, μοιρολόγια ακούγονται σε κάθε δρομάκι κι έξω από το πρακτορείο των Τυπάλδων οι μαυροντυμένες γυναίκες, σοβαρές και αμίλητες, μοιάζουν με χορό τραγωδίας του Ευριπίδη, όπως θα γράψει ο απεσταλμένος του περιοδικού «Εικόνες», Φρέντυ Γερμανός. Ένα θεοσκότεινο, βαρύ κι ασήκωτο σύννεφο οδύνης πλακώνει όλη ην Ελλάδα. Κηρύσσεται 8ημερο πένθος στην πόλη των Χανίων

Δύο ημέρες μετά, στις 10 Δεκεμβρίου, οι πρώτοι νεκροί μεταφέρθηκαν στα Χανιά. Σκηνές οδύνης εκτυλίσσονται στο αεροδρόμιο και στο νεκροταφείο του Άγιο Λουκά στις 6 το απόγευμα. Στην εκκλησία τα φέρετρα τοποθετούνται στη σειρά και ο Μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος, μαζί με ιερείς, ψάλλει τις νεκρώσιμες ακολουθίες. Οι στιγμές είναι συγκλονιστικές..! Θρήνοι δονούν την εκκλησία, συγγενείς αγκαλιάζουν τα φέρετρα και φωνάζουν τα ονόματα των νεκρών... Όλοι λυγίζουν...



Πάντως, ο καθ' ύλην αρμόδιος υπουργός, Ισίδωρος Μαυριδόγλου, δεν σκέφτεται καν να παραιτηθεί. Θα παραμείνει ακλόνητος στη θέση του ως την πτώση της κυβέρνησης Στ. Στεφανόπουλου και θα εμφανιστεί ευδιάθετος, χαμογελαστός και «άνετος» με τους δημοσιογράφους στη Βουλή, που συνέρχεται εκτάκτως για να διερευνήσει τα αίτια της τραγωδίας. Οι αδελφοί Τυπάλδοι, πάλι, δεν βγάζουν ούτε μία ανακοίνωση για να εκφράσουν τη «συντριβή» τους και τη συμπαράσταση τους στις οικογένειες των νεκρών, έστω για τα μάτια του κόσμου. Η υπό τον Στρατή Ανδρεάδη ηγεσία της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών αποφασίζει να διαθέσει στις οικογένειες των θυμάτων το ποσό των... 100.000(!) δραχμών συνολικά - ούτε καν 500 δραχμές για την κάθε οικογένεια θύματος. Η πανελλήνια κατακραυγή γι' αυτή την εκπληκτική «κοστολόγηση» της ανθρώπινης ζωής θα οδηγήσει πολλούς εφοπλιστές να διαχωρίσουν δημόσια τη θέση τους. Μεταξύ αυτών και ο Γ. Λάτσης, ο οποίος, στην επιστολή παραίτησης του από την Ένωση, τονίζει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Εξεθέσατε απαραδέκτως τους Έλληνες εφοπλιστές, τους οποίους ούτε καν εσυμβουλευθήκατε, ως συνήθως, με το γελοίον ποσόν που είχατε την επιπολαιότητα να μετάσχετε εις τον έρανον της εθνικής τραγωδίας, διά την οποίαν τουλάχιστον ηθικήν ευθύνην υπέχομεν άπαντες». Πραγματικά, δεν ήταν μόνο η «κακιά ώρα» που έστειλε στον υγρό τάφο 226 ζωές. Στη Φαλκονέρα παίχτηκε η τελευταία, δραματική πράξη ενός «χρονικού προαναγγελθέντων θανάτων» που αρχίζει στις αρχές του 1965, όταν οι Τυπάλδοι αγοράζουν το ηλικίας 16 χρόνων αγγλικό φορτηγό «Γουόργουικσάιρ», το βαφτίζουν «Ηράκλειο» και το μετασκευάζουν όπως-όπως σε φέρι-μποτ. Από την πρώτη κιόλας στιγμή, η Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων εκφράζει τις ανησυχίες της: Το πλοίο δεν είναι έτοιμο να μπει στις ατμοπλοϊκές μεταφορές. Ενώ όλα τα ομοειδή σκάφη έχουν έρμα της τάξης των 6.000 τόννων, αυτό δεν ξεπερνάει τους 800 τόννους, χώρια τα άλλα προβλήματα της βιαστικής μετασκευής. Με τα πολλά, οι Τυπάλδοι παίρνουν προσωρινή άδεια δρομολογήσεως, μια και είναι ήδη καλοκαίρι και δεν προβλέπονται φουρτούνες, με τη δέσμευση ότι ως το φθινόπωρο θα έχουν γίνει οι αναγκαίες μετατροπές. Κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ, αλλά η εταιρία όλο και τα κατάφερνε να παίρνει «παρατάσεις» από το παράθυρο. Στο μεταξύ τα θλιβερά προμηνύματα δεν έπαυαν να συσσωρεύονται. Τον Δεκέμβριο του 1965 το «Ηράκλειον» συγκρούεται με το «Φαιστός» στο λιμάνι του Πειραιά και παθαίνει σοβαρές ζημιές, ενώ λίγες μέρες αργότερα, σε νέο ατύχημα, στραπατσάρεται η μοιραία μπουκαπόρτα. Νέες προειδοποιήσεις της Επιθεώρησης, νέα «παραθυράκια», μπαλωματάκια και παρατάσεις. Ώσπου, το Νοέμβριο του 1966 το μαχαίρι φτάνει στο κόκαλο: οι τεχνικοί της Επιθεώρησης, βλέποντας μαύρα σύννεφα να πυκνώνουν, αρνούνται να υπογράψουν το πρωτόκολλο δρομολογήσεως. Το πλοίο πρέπει να «δέσει» και να επισκευαστεί επειγόντως. Πώς έγινε λοιπόν και ξαναβρέθηκε, χωρίς να επισκευαστεί, το «Ηράκλειον» στα πελάγή;


Οι εφημερίδες κάνουν λόγο για ιδιόχειρο, παράτυπο σημείωμα που γράφτηκε καθ' υπόδειξιν του ίδιου του υπουργού Ναυτιλίας Ι. Μαυριδόγλου, κάτι που ο ίδιος αρνείται πεισματικά, αλλά όχι πειστικά, καθώς δεν δίνει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις για τις συνθήκες του μοιραίου απόπλου, προφασιζόμενος τη «μυστικότητα των ανακρίσεων».
Δύο εικοσιτετράωρα μετά το ναυάγιο, οι διασωθέντες δέχονται στο Τζάνειο τους βασιλείς και τους φωτορεπόρτερ, οι συγγενείς των νεκρών ετοιμάζονται για τον τελευταίο αποχαιρετισμό και το επίσημο κράτος στήνει τις αναπόφευκτες επιτροπές για τον... μη καταλογισμό των ευθυνών. Μένει μόνο στη Φαλκονέρα, για λίγο ακόμη, μια εφιαλτική πετρελαιοκηλίδα, που εκτείνεται σ' ενάμισι μίλι, για να θυμίζει τον εφιάλτη. Μια τεράστια, ανεξίτηλη κηλίδα στο έπος και την ελεγεία της σύγχρονης ελληνικής ναυτιλίας, που κατάφερε να γίνει πρώτη στους ωκεανούς, θρηνώντας θύματα στο Αιγαίο...

Η δίκη
Η δίκη η οποία πραγματοποιείται λίγους μήνες μετά, αλλά και η εκδίκαση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό αφήνουν στους επιζώντες και τους συγγενείς των θυμάτων την πικρή γεύση της ατιμωρησίας εκείνων που θεωρούν έως σήμερα ενόχους. Η τοπική κοινωνία ξεσηκώνεται, αφού πριν το ναυάγιο είχε αμφισβητηθεί η ικανότητα των πλοίων της εταιρείας Τυπάλδου, λόγω των μετατροπών που είχαν υποστεί.
Στο Ηράκλειο, μία ημέρα μετά, με το οχηματαγωγό "Χανιά" της ίδιας εταιρείας επρόκειτο να ταξιδέψουν για τον Πειραιά μόλις 12 επιβάτες και τρία αυτοκίνητα. Το πλοίο αποπλέει το ίδιο βράδυ με μόλις 4 επιβάτες και 3 αυτοκίνητα. «Παραδειγματική και δίκαιη η τιμωρία που επιβάλλουν οι Ηρακλειώτες στην πλοιοκτήτρια εταιρεία», γράφουν οι εφημερίδες της εποχής.



Η έρευνα για τις συνθήκες του ναυαγίου στρέφεται γύρω από το ενδεχόμενο ο πλοίαρχος Κώστας Βερνίκος να υπερεκτίμησε τις δυνατότητες του σκάφους σε ό,τι αφορά τους κλυδωνισμούς λόγω κακοκαιρίας, με αποτέλεσμα να μη λάβει τα ενδεδειγμένα μέτρα για την ασφαλή τοποθέτηση του φορτηγού ψυγείου. Αναφέρθηκε το ενδεχόμενο να αιφνιδιάστηκε από την κλίση που πήρε το σκάφος μετά τη θραύση της μπουκαπόρτας, κι έτσι οι ελιγμοί που επιχείρησε να επέσπευσαν την ανατροπή του πλοίου.
Στην κοινωνία των Χανίων ήταν κοινό μυστικό πως υπήρχαν πιθανά σοβαρότατα σφάλματα κατά τη μετασκευή του πλοίου σε οχηματαγωγό, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση προς τα άνω του μεσοκεντρικού βάρους του σκάφους και απώλεια της ευστάθειάς του, καθώς αφαιρέθηκαν τα υποκαταστρώματα, αλλά και έρμα βάρους 200 τόνων, για να γίνει το γκαράζ.
Χαρακτηριστική είναι η κατάθεση - τότε - τού υποπλοίαρχου Αλέξανδρου Στεφαδούρου: «Περίπου στις 2 τα ξημερώματα άκουσα έναν κρότο. Γύρισα το κεφάλι μου, και είδα να ανοίγει η μπουκαπόρτα και να πέφτει στη θάλασσα ένα αυτοκίνητο ψυγείο που κουβαλούσε τρόφιμα». Ο ίδιος άφησε αιχμές για τον τρόπο με τον οποίο τοποθετήθηκε στο πλοίο εγκάρσια το φορτηγό ψυγείο, το οποίο έφτασε την τελευταία στιγμή και δεν ασφαλίστηκε κατάλληλα: «Όταν το πλοίο πήρε κλίση από την εισροή υδάτων, ο πλοίαρχος Εμμανουήλ Βερνίκος έδωσε το σύνθημα δια κωδωνοκρουσιών. Μετά τον αντελήφθην να χάνει την ψυχραιμία του. Κατά τη γνώμη μου βασική αιτία δεν ήταν το όχημα. Το πλοίο είχε υποστεί πριν από μία εβδομάδα επισκευές. Έκλεισαν ρωγμές στο διαμέρισμα του αμαξοστασίου κατά τρόπο πλημμελή, από το οποίο ίσως να συνέρρευσαν ύδατα».
H απόφαση του δικαστηρίου ανακοινώθηκε στις 21 Μαρτίου 1968. Ο ένας από τους πλοιοκτήτες του «Ηράκλειον» Xαράλαμπος Τυπάλδος και ο διευθυντής της εταιρείας Παναγιώτης Κόκκινος καθώς και δύο αξιωματικοί του πλοίου καταδικάστηκαν με ποινές φυλάκισης από πέντε ως και επτά έτη....
Μετά το τραγικό αυτό ναυάγιο καθορίστηκαν μελέτες για δημιουργία επί τούτου θαλάμων επιχειρήσεων έρευνας διάσωσης τόσο στο ΥΕΝ όσο και στη Ναυτική Διοίκηση Αιγαίου, επίσης τότε καθορίστηκε ο θεσμός του "Σκοπούντος πλοίου" (ένα πολεμικό πλοίο από κάθε κατηγορία θα κάνει επιφυλακή 24ωρης ετοιμότητας στο Ναύσταθμο) καθώς και ο καθορισμός άδειας απόπλου σύμφωνα με τις υφιστάμενες κάθε φορά καιρικές συνθήκες και όχι "Κατά κρίσιν πλοιάρχου".

 Ο 73χρονος Γ. Λάμπρου δείχνει φωτογραφία από την επιχείρηση διάσωσης των ναυαγών στη Φαλκονέρα. Μέχρι σήμερα, λέει, αισθάνομαι βαθύτατη θλίψη για τις ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα...

Ζωντανές οι μνήμες για το ναυάγιο του «Ηράκλειον», 50 χρόνια μετά...
Τραγικές μνήμες από το πολύνεκρο ναυάγιο του οχηματαγωγού πλοίου «Ηράκλειο» στο οποίο έχασαν τη ζωή τους 218 άνθρωποι τον Δεκέμβριο του 1966 «ξυπνούν» με τη συμπλήρωση των 50 χρόνων
Ο Ηρακλειώτης Γιάννης Λάμπρου ήταν τότε 30 ετών και κάθε φορά που πλησιάζει η μαύρη επέτειος νιώθει απέραντη θλίψη για τις ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα στα παγωμένα νερά της Φαλκονέρας.
«Ποτέ δεν θα σβήσει από τη μνήμη μου η εικόνα με τα δεκάδες πτώματα. Ποτέ δεν θα ξεχάσω τις σπαρακτικές φωνές των ναυαγών που ζητούσαν απεγνωσμένα βοήθεια» λέει ο κ. Λάμπρου
Το 1966 ο κ. Γιάννης εργαζόταν ως μπόμπαν (αντλιωρός) στο πλοίο «Μίνως». Στις οκτώ το πρωί στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 ξεκίνησαν από το λιμάνι του Ηρακλείου με προορισμό τον Πειραιά.
«Θυμάμαι ότι οι καιρικές συνθήκες ήταν αντίξοες. Ο καπετάνιος πήρε το πρώτο σήμα για το ναυάγιο, ενώ πλέαμε ανοιχτά της Ντία. Προσεγγίσαμε την περιοχή όπου μας είχε δοθεί το στίγμα λίγο μετά τη μία το μεσημέρι». «Με εντολή του καπετάνιου κατεβάσαμε μια βάρκα και μπήκαμε εγώ και άλλα τέσσερα άτομα. Καταφέραμε να σώσουμε πέντε ανθρώπους. Ήταν καταβεβλημένοι από την κόπωση και το κρύο. Πάλευαν με τα κύματα από τις 2 τα ξημερώματα και εμείς τους βρήκαμε στις 2 το μεσημέρι» θυμάται ο κ. Γιάννης Λάμπρου. Συγκλονισμένος ακόμα και σήμερα περιγράφει τις στιγμές διάσωσης των πέντε ναυαγών.
«Ανάμεσα στους πέντε ήταν και ένας λοχίας που είχε υποστεί σοκ και άρχισε να μας δαγκώνει τα πόδια. Οι άλλοι δεν μιλούσαν από το σοκ. Στη βάρκα μας ανασύραμε και το λοστρόμο του «Ηράκλειο», το Θοδωρή το Μαγιάφη. Είναι ο μόνος που την «πλήρωσε» για το ναυάγιο και δεν έφταιγε. Τον γνώριζα από παλιά. Τον έσυρα πάνω στη βάρκα και γύρισε και μου είπε: «Γιάννη δεν με γνωρίζεις;». Το πρόσωπο του ήταν μαύρο από το μαζούτ. Ο άνθρωπος αυτός είχε ειδοποιήσει εγκαίρως τον καπετάνιο όταν αντιλήφθηκε ότι η μπουκαπόρτα είχε ανοίξει και έμπαζε νερά. Του πρότεινε να ελαττώσουν ταχύτητα, όμως δυστυχώς απαξιώθηκε επειδή ήταν λοστρόμος. Ο κ. Γιάννης θυμάται συγκινημένος ότι και οι ίδιοι κινδύνευσαν να πνιγούν καθώς η μηχανή της βάρκας είχε «τραβήξει» από την αναρρόφηση μία λινάτσα. «Ο ύπαρχος φοβήθηκε και μας είπε να επιστρέψουμε στο πλοίο. Εγώ και ο Δαλιέτος αντιδράσαμε. Είπαμε ότι δεν πάμε πουθενά γιατί η πρώτη μας έννοια ήταν να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους».
Όπως αναφέρει, λόγω της θαλασσοταραχής ήταν αδύνατον οι πέντε ναυαγοί να ανέβουν στο πλοίο με την ανεμόσκαλα. «Ο λοστρόμος τους ανέβασε έναν-έναν με την καντηλίτσα (ένα σανίδι δεμένο στις άκρες με σκοινί).
Πλήρωμα και επιβάτες παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την επιχείρηση διάσωσης των πέντε. Άλλοι έκλαιγαν με τόσα πτώματα τριγύρω, άλλοι κοίταζαν αποσβολωμένοι από το σοκ.
«Μας έριξαν στο πλοίο με ελικόπτερο δύο γιατρούς από το Ζάννειο για να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες στους ναυαγούς. Εγώ δεν τους ξαναείδα από τότε».». Νύχτες ολόκληρες ο κ. Λάμπρου έβλεπε εφιάλτες στον ύπνο του. Το σοκ που υπέστη ήταν ισχυρό. Για καιρό ήθελε μόνο να ξεμπαρκάρει.
Βραδινές ώρες της 7ης Δεκεμβρίου του 1966 το πλοίο «Ηράκλειο» απέπλευσε από το λιμάνι της Σούδας για Πειραιά. Στις 02.06 ξημερώματα εξέπεμψε το μήνυμα: «SΟS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36 μοίρες 52 Β, 24 μοίρες 08 Α, Βυθιζόμεθα».


Ο ΟΔΗΓΟΣ ΤΟΥ ΜΟΙΡΑΙΟΥ ΨΥΓΕΙΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ


Ο οδηγός του μοιραίου φορτηγού που βύθισε το «Ηράκλειον» αποκάλυψε στη Μηχανή του Χρόνου: «Δεν είχαν δέσει το όχημα και την μπουκαπόρτα συγκρατούσε ένα συρματόσχοινο»
Αν και αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας και ομιλίας, ο Μιχάλης Καστρίτσης το 2004 δέχτηκε να μας περιγράψει τι συνέβη με το μοιραίο όχημα. Περιέγραψε πώς φορτώθηκε πρόχειρα στο γκαράζ και δεν ακινητοποιήθηκε το φορτίο με αποτέλεσμα η κακοκαιρία να το ρίξει πάνω στην μπουκαπόρτα και να ανοίξει! Ο ίδιος πάντως, μετά το ναυάγιο, ταλαιπωρήθηκε αφάνταστα και οδηγήθηκε σε δεινή οικονομική κατάσταση....




Η εκπομπή αυτή μεταδόθηκε από τον ραδιοφωνικό σταθμό του SAG στις 10 Δεκεμβρίου 1966 , δύο ημέρες μετά την τραγωδία στην Φαλκονέρα του F/B ΗΡΑΚΛΕΙΟΝ. Η εκπομπή είχε πολύ μεγάλη ακροαματικότητα και μεταδόθηκε πολλές φορές την ίδια ημέρα κατόπιν παρακλήσεως των ακροατών. Ευχαριστούμε τον ακροατή Σπύρο Λοβέρδο , που είχε ηχογραφήσει από το ραδιόφωνο τότε την εκπομπή και έτσι βρίσκεται στο αρχείο του SAG



ΠΗΓΕΣ:
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ 1966

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου