Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

ΤΑΚΗΣ ΚΑΤΣΙΜΑΡΔΟΣ : Η ανακήρυξη της Τουρκίας σε εγγυήτρια δύναμη



Ο Μακάριος επιστρέφει στην Κύπρο μετά τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου (1η Μαρτίου 1959). Είχε τότε τον φόβο ότι η «δεσμευμένη» ανεξαρτησία και η ανακήρυξη της Τουρκίας σε εγγυήτρια δύναμη με στρατιωτική παρουσία και δυνατότητα επέμβασης ήταν μια «καταστροφική μηχανή», όπως την ονόμαζε ο Γ. Σεφέρης.

Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ
Η ανακήρυξη της Τουρκίας σε εγγυήτρια δύναμη
Η πρόσφατη δήλωση Ερντογάν ότι η Τουρκία θα μείνει για πάντα στην Κύπρο ως εγγυήτρια δύναμη παραπέμπει σε μια άλλη πασίγνωστη στην Ιστορία βρετανική τοποθέτηση πριν από έξι δεκαετίες.
Τότε ο υπουργός Αποικιών της Βρετανίας, Χόπκινσον, δήλωνε στη Βουλή των Κοινοτήτων ότι η Κύπρος ουδέποτε θα γίνει πλήρως ανεξάρτητη. Δεν ήταν μια προσωπική άποψη, αλλά βασικός πυλώνας της αποικιοκρατικής πολιτικής της Βρετανίας. Λίγο νωρίτερα τα ίδια επαναλάμβανε και ο συνάδελφός του επί των Εξωτερικών, Ιντεν, στην Αθήνα. Όταν γύριζε περιφρονητικά την πλάτη στον Έλληνα πρωθυπουργό Παπάγο λέγοντας: «Το Κυπριακό δεν είναι απλώς κλειστό, αλλά ανύπαρκτο ζήτημα. Και ως τέτοιο δεν μπορεί να υφίσταται ούτε στο παρόν ούτε στο μέλλον».
Ο παραλληλισμός των δηλώσεων δεν γίνεται εδώ ως προαναγγελία για τη θέση που είναι προορισμένες να πάρουν στην Ιστορία οι δηλώσεις Ερντογάν. Αλλά για να αναδειχθεί ότι συνδέονται μεταξύ τους. Όχι μόνο ως προς μια κατακτητική νοοτροπία, τον κυνισμό και την προκλητικότητά τους.
Είναι κοινός τόπος στην Ιστορία ότι η Βρετανία ανέσυρε την Τουρκία από το περιθώριο του Κυπριακού και την ανέδειξε σε ισότιμο παράγοντα. Βρετανικό έργο είναι, κυρίως, και η ανακήρυξή της σε εγγυήτρια δύναμη, με στρατιωτική παρουσία στο νησί και επεμβατικά δικαιώματα. Μετά την παραχώρηση της Κύπρου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Βρετανία (1878) και την τυπική προσάρτηση στην Κοινοπολιτεία (1914), το αγγλοκρατούμενο καθεστώς σφραγίστηκε από τη Συνθήκη της Λωζάνης (1923). Με αυτήν επιβεβαιωνόταν ρητά η παραίτηση της Τουρκίας από κάθε δικαίωμα στο νησί. Από τότε το Κυπριακό είχε εξελιχθεί σε ένα κλασικού τύπου αποικιακό πρόβλημα ανεξαρτησίας-αυτοδιάθεσης.
Η μεταπολεμικά καταρρέουσα αυτοκρατορική Βρετανία, αδυνατώντας να διατηρήσει την αποικία με τη βία των όπλων, αρχίζει να μεθοδεύει τη μετάλλαξή της σε πολυμερές-διεθνές κράτος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, με επιδιαιτητή την ίδια.
Η αγγλική «παγίδα»
Αποκορύφωμα αυτής της διεργασίας, ενώ αρχίζει και ο ένοπλος εθνικοαπελευθερωτικός κυπριακός αγώνας, ήταν η περίφημη Τριμερής Διάσκεψη. Ελληνική και τουρκική κυβέρνηση προσκλήθηκαν το καλοκαίρι του 1955 στο Λονδίνο για να συζητήσουν «πολιτικά και αμυντικά θέματα τα οποία αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο, περιλαμβανόμενης της Κύπρου». Ερήμην εκπροσώπων του κυπριακού λαού. Η αγγλική «παγίδα» (χαρακτηρισμός του Μακαρίου εκείνη την εποχή) ήταν πασίδηλη. Η ελληνική βασιλική κυβέρνηση (πρωθυπουργός Παπάγος - υπουργός Εξωτερικών Στ. Στεφανόπουλος) νομιμοποίησε με τη συμμετοχή της την τουρκική ως συνομιλήτρια και εταίρο, με ίσα δικαιώματα για το Κυπριακό. Ανταποκρίθηκε, μάλιστα, «μεθ' ικανοποιήσεως» στο πλαίσιο των ΝΑΤΟϊκών υποχρεώσεών της!

Αριστερά, ο Πρόεδρος Μακάριος με τον Τουρκοκύπριο αντιπρόεδρο Κιουτσούκ επιθεωρούν την Τουρκική Δύναμη κατά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στις 16 Αυγούστου 1960. Δεξιά, την ίδια ημέρα παρελαύνει ενώπιόν του και η Ελληνική Δύναμη Κύπρου.

Παρά το ναυάγιο της Τριμερούς, λόγω και του μεθοδευμένου πογκρόμ με τα Σεπτεμβριανά στην Κωνσταντινούπολη και τη Σμύρνη, ενώ συνεχιζόταν η διάσκεψη, το Κυπριακό είχε μετατραπεί πια σε διαφορά μεταξύ συμμάχων του ΝΑΤΟ.
Από το σημείο αυτό μέχρι τις συμφωνίες της Ζυρίχης - Λονδίνου (Φεβρουάριος 1959) όλα τα σχέδια και τα σενάρια σφραγίζουν τη νομιμοποίηση του τουρκικού παράγοντα στο Κυπριακό. Με μοιραίους πρωταγωνιστές από την ελληνική πλευρά τον Κ. Καραμανλή και τον Ευ. Αβέρωφ στην πιο κρίσιμη περίοδο του 1955-1960. Άλλωστε ο διάδοχος του Παπάγου και ιδρυτής της ΕΡΕ οριζόταν πρωθυπουργός αναλαμβάνοντας να βάλει «στο ράφι» το Κυπριακό που απειλούσε την ενότητα της δυτικής συμμαχίας.
Οι συμφωνίες
Αυτό αποτυπώνεται στις συμφωνίες Εγγυήσεως και Συμμαχίας, που συνοδεύουν τα κείμενα για την «εξαρτημένη» ανεξαρτησία της Κύπρου. Η πρώτη προέβλεπε ότι η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία εγγυώνται την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την ασφάλεια της Κύπρου «ως και την κατάστασιν πραγμάτων την καθιερωθείσαν υπό των θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματός της». Προνοούσε ότι σε περιπτώσεις παραβίασης των συμφωνιών οι τρεις εγγυήτριες δυνάμεις υποχρεούνται να διαβουλεύονται μεταξύ τους για τα απαραίτητα μέτρα και «εφόσον κοινή ή συντετονισμένη ενέργεια δεν ήθελεν αποδειχθή δυνατή, εκάστη των τριών εγγυητριών δυνάμεων επιφυλάσσει αυτή το δικαίωμα, όπως ενεργήσει με μόνο σκοπό την επαναφοράν τής διά της παρούσης συνθήκης δημιουργηθείσης καταστάσεως». Αυτό είναι το άρθρο που επικαλέστηκε η Τουρκία για την εισβολή του 1974. Ενώ στην πραγματικότητα το παραβίαζε, αφού:
- Η συνθήκη δεν περιέχει το δικαίωμα χρήσης βίας γιατί το αποκλείει ο Καταστατικός Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών, εφόσον δεν υπάρχει προηγούμενη έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
- Δεν προηγήθηκαν διαβουλεύσεις μεταξύ των εγγυητριών δυνάμεων ώστε να αναληφθεί, ενδεχομένως, κοινή πρωτοβουλία. Ακόμα και όταν αποκαταστάθηκε η συνταγματική τάξη, τα τουρκικά στρατεύματα παρέμεναν ως κατοχική δύναμη στο 37% του νησιού.

ΠΑΡΑΒΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ
Ξεπερασμένο και παράνομο το σύστημα ασφάλειας
Στις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου προβλεπόταν ότι η ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία θα είχε στρατό δύο χιλιάδων ανδρών (60% Ελληνοκύπριοι και το 40% Τουρκοκύπριοι). Ισάριθμη δύναμη οριζόταν και για τα Σώματα Ασφαλείας (70% και 30% αντίστοιχα). Η Μ. Βρετανία θα διατηρούσε τις βάσεις της στις περιοχές Ακρωτήρι, Επισκοπή, Παραμάλι, Δεκέλεια, Πέργαμος, Άγιος Νικόλαος και Ξυλοφάγου. Επίσης το δικαίωμα να χρησιμοποιεί το λιμάνι της Αμμοχώστου και το αεροδρόμιο της Λευκωσίας.
Στο νησί θα στάθμευε τριμερές στρατηγείο Ελλάδας, Τουρκίας και Κύπρου, με ελληνική στρατιωτική δύναμη 950 και τουρκική 650 ανδρών. Το σύστημα εγγυήσεων και ασφάλειας ήταν από τότε κατάλοιπο άλλων εποχών. Ξεπερασμένο από τη ζωή. Παράνομο σήμερα από κάθε άποψη του διεθνούς δικαίου. Όταν επιβλήθηκε στην Κύπρο, μαζί με το δοτό Σύνταγμα, ήταν μεν ένας ακραίος και αδικαιολόγητος συμβιβασμός για την ελληνοκυπριακή και ελληνική πλευρά, αλλά είχε μια λογική.
Διαφορετικοί στόχοι
Με την έννοια ότι πριν από την ανεξαρτησία η μεν πλειοψηφία στο νησί στόχευε στην ένωση με την Ελλάδα ή την αυτοδιάθεση, η δε τουρκοκυπριακή (18% του πληθυσμού) στη διχοτόμηση ή την απόδοσή του στην Τουρκία. Επιπλέον, οι διαπραγματεύσεις και η συμφωνία δεν έγιναν ανάμεσα στις δύο κοινότητες και τη Βρετανία, αλλά στις «μητέρες πατρίδες» και το Λονδίνο. Άλλωστε, η τουρκοκυπριακή πλευρά, σε αντίθεση με την ελληνοκυπριακή, είχε αναθέσει την εκπροσώπησή της στην Άγκυρα.
Στις συνθήκες εκείνες καλούνταν να διαδραματίσει θετικό ρόλο για την ανεξαρτησία και το συνταγματικό καθεστώς. «Το μεγάλο λάθος, σύμφωνα με μια διατύπωση του Γ. Τενεκίδη, ήταν ότι κανείς δεν σκέφτηκε να εντάξει στις Συμφωνίες μια ρήτρα κατά την οποία σε περίπτωση διαμάχης γύρω από το Κυπριακό η διαφορά θα υποβαλλόταν προς κρίση σε διεθνές όργανο...
Οι συμβαλλόμενοι, οι μεν συνειδητά (εγγυήτριες δυνάμεις), οι δε από άγνοια, αποδιεθνοποιούσαν το Κυπριακό».
ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ αποβιβάστηκαν στην Κύπρο στις 16 Αυγούστου 1960, κατά τη μέρα ανακήρυξης της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελληνική δύναμη άρχισε να συγκροτείται από τον Νοέμβριο του 1959 στο Μπογιάτι Αττικής και φτάνοντας στην Αμμόχωστο έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Την ίδια ημέρα εγκαταστάθηκε σε στρατόπεδο έξω από τη Λευκωσία. Ακόμη τίποτα δεν έδειχνε ότι θα χρησιμοποιούνταν ως αθηναϊκό όχημα για τις καταστροφικές εξελίξεις στην Κύπρο τα επόμενα χρόνια.

ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ
Από τις πλέον στρατιωτικοποιημένες χώρες
Η σημερινή θέση για εγκατάλειψη του αναχρονιστικού συστήματος ασφάλειας και εγγυήσεων στην Κύπρο έχει πίσω του μια μακρά διαδικασία. Διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου. Επαναδιατυπώθηκε από τότε πολλές φορές μέχρι να γίνει και επισήμως διακηρυγμένη θέση της ελληνικής κυβέρνησης.
Στο μεταξύ η Κύπρος, μετά την εισβολή και κατοχή του 1974, είχε μετατραπεί σε μία από τις πλέον πυκνοστρατιωτικοποιημένες περιοχές του κόσμου. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα δημοσιοποιημένα στοιχεία, οι κατοχικές δυνάμεις φθάνουν τις 43.000 άνδρες. Από τον καιρό της εισβολής, περίπου 25.000, αυξήθηκαν ως το 2002 σε 36.000 και ενισχύθηκαν αργότερα. Οι Τουρκοκύπριοι ένοπλοι υπολογίζονται σε 3.500, ενώ άλλοι 26.000 ανήκουν σε εφεδρικά σώματα. Το σύνολο υπολογίζεται σε 72.500 στρατιώτες. Ανάλογη αύξηση -κι ακόμη μεγαλύτερη αναλογικά- σημειώθηκε και στους εξοπλισμούς.

Εκτός από την ΕΛΔΥΚ (950 στρατιώτες) και την ελληνοκυπριακή Εθνική Φρουρά (8.000 το 1974, σήμερα 12.500 και 50.000 έφεδροι) υπάρχουν 2.620 Βρετανοί στις βάσεις και η ειρηνευτική δύναμη Κύπρου (ΟΥΝΦΙΚΥΠ).
Το σχέδιο Ανάν
Για σύγκριση με όσα σχετικά συζητούνται αυτή την περίοδο προσφέρεται το προηγούμενο του 2004. Τα όσα προβλέπονταν με το γνωστό σχέδιο Ανάν, που απορρίφθηκε από τους Ελληνοκύπριους με το δημοψήφισμα.
Σύμφωνα με αυτό, θα αποσύρονταν κατά φάσεις τα τουρκικά στρατεύματα σε διάστημα δύο χρόνων, μέχρι να φτάσουν τις 6.000. Ταυτόχρονα θα έρχονταν στην Κύπρο ισάριθμα ελληνικά στρατεύματα. Στο ίδιο διάστημα θα διαλυόταν σταδιακά η Εθνική Φρουρά καθώς και οι τουρκοκυπριακές δυνάμεις.
Προβλεπόταν ακόμη ότι το 2011 τα ελληνικά και τα τουρκικά στρατεύματα θα μειώνονταν στις 3.000. Όταν η Τουρκία εντασσόταν στην ΕΕ θα έφθαναν στα επίπεδα των συμφωνιών του 1960, δηλαδή θα παρέμεναν στο νησί 950 Έλληνες και 650 Τούρκοι στρατιώτες.
Σημαντικοί σταθμοί στις δικοινοτικές διαπραγματεύσεις
1968 Έναρξη δικοινοτικού διαλόγου, που διακόπτεται από το πραξικόπημα και την εισβολή.
1974 Πρόσκληση του ΟΗΕ στις δύο κοινότητες στη βάση του ψηφίσματος της Γενικής Συνέλευ-σης προς όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και τον αδέσμευτο διεθνή προσανατολισμό της Κυπριακής Δημοκρατίας.
1975 Μονομερής ανακήρυξη «ομοσπονδιακού τουρκικού κράτους», ενώ ο ΟΗΕ επιχειρεί «επανάληψη, εντατικοποίηση και πρόοδο συνολικών διαπραγματεύσεων». Η Τουρκία παραβιάζει ό,τι συμφωνείται.
1977 - 1979 Συμφωνίες Κορυφής (Μακαρίου - Ντενκτάς και Κυπριανού - Ντενκτάς) όπου οριζόταν ως στόχος η δικοινοτική ομοσπονδιακή λύση με αποστρατιωτικοποίηση.
1983 Ανακηρύσσεται το παράνομο τουρκοκυπριακό «ανεξάρτητο κράτος».
1984 - 1992 Πρωτοβουλίες ΟΗΕ προς την κατεύθυνση επίτευξης ενός συμφωνημένου πλαισίου για συνολική διευθέτηση. Δεν έγινε δυνατό, εξαιτίας της αδιαλλαξίας τουρκοκυπριακής πλευράς-Αγκυρας.
1999 - 2002 Προσπάθειες για συνολική λύση εν όψει της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ καθώς και της υποψηφιότητας της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ.
2002 - 2004 Σχέδιο Ανάν και απόρριψή του από τους Ελληνοκύπριους.
2008 - 2012 Νέες συνολικές διαπραγματεύσεις, που πάγωσαν Τουρκο-κύπριοι και Τούρκοι.
2014 Κύκλος «δομημένων συνομιλιών», που υπονομεύθηκαν από κατάφωρες παραβιάσεις της κυπριακής κυριαρχίας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης.
2015 Έναρξη νέου γύρου συνομιλιών (Αναστασιάδη - Ακιντζί) που κατέληξαν στη Διάσκεψη της Γενεύης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου