Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΥΤΑΡΑ








ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΜΙΛΟΥΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ
Ο Mυταράς έλεγε ότι το να είσαι καλλιτέχνης δεν διδάσκεται
«Ο Δημήτρης Μυταράς ήταν αληθινά μεγάλος: ζωγράφος, δάσκαλος, άνθρωπος, φίλος. Οι φοιτητές του και οι συνεργάτες του θα έχουν για πάντα μέσα τους όλα όσα τους πρόσφερε. Άδολα κι απόλυτα συνειδητά. Αντίο, δάσκαλε, αντίο φίλε».
Η ζωγράφος Βιβή Γαρδέλη, μαθήτρια και φίλη του ζεύγους Μυταρά επιχειρεί να συνοψίσει το μέγεθος και την προσωπικότητα ενός φωτισμένου πνεύματος, ενός μεγάλου διαμετρήματος καλλιτέχνη, ενός σπάνιου ανθρώπου. «Είχα την ευλογία να γνωρίσω τον Δημήτρη και τη Χαρίκλεια Μυταρά στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών ως φοιτήτρια και να τους έχω δασκάλους. Η σχέση μαθήτριας-δασκάλων εξελίχθηκε σε μια βαθιά φιλία» αναφέρει η ίδια.
«Τα 25 χρόνια της κοινής μας διαδρομής τα σφράγισαν το ήθος, η αγάπη, το ταλέντο, το απλόχερο δόσιμο, το χιούμορ, η ποιότητα, η απλότητα».
Προσωπικότητα που καθόρισε την καλλιτεχνική και πνευματική ζωή του τόπου, ο Δημήτρης Μυταράς έφυγε από κοντά μας την Πέμπτη 16.2.2017, σε ηλικία 83 ετών. Το έργο του παραμένει ζωντανό και ανεκτίμητο, όπως ανεκτίμητη είναι η κληρονομιά που άφησε, καθώς και η προσφορά του ως καλλιτέχνη αλλά και ως δασκάλου.
Καινοτόμες ιδέες
Στο Α' Εργαστήριο Ζωγραφικής της ΑΣΚΤ, όπου δίδαξε από το 1984 έως το 2001, παίρνοντας τη σκυτάλη από τον δάσκαλό του, Γιάννη Μόραλη, έφερε καινοτόμες ιδέες, εισήγαγε νέες μεθόδους μάθησης. Ο ζωγράφος Ζαχαρίας Αρβανίτης και ο εικαστικός και ζωγράφος Άγγελος Αντωνόπουλος, συνεργάτες του Δημήτρη Μυταρά και οι δύο, ανέλαβαν με σειρά παλαιότητας τη διαδοχή στο τιμόνι του ιστορικού Εργαστηρίου. Από το 2011 τη διεύθυνσή του έχει ο Άγγελος Αντωνόπουλος. Ο τελευταίος υπογραμμίζει ότι μόλις ανέλαβε το Εργαστήριο, ο Δημήτρης Μυταράς όχι μόνον του τηλεφώνησε για να τον συγχαρεί, αλλά τον ρωτούσε με αγωνία και ενδιαφέρον για το πρόγραμμα σπουδών. Και τον συμβούλευε: «να τους κάνεις κι αυτό, κι εκείνο, και το άλλο». Γιατί αυτός ήταν ο Δημήτρης Μυταράς. Δάσκαλος.

Ο Δημήτρης Μυταράς επέλεγε πάντα με μεγάλη αυστηρότητα το ποια έργα του θα παρουσιαστούν στο κοινό, όπως εξηγούν οι μαθητές του.
 «Δάσκαλος καινοτόμος. Αλλαξε τον τρόπο της διδασκαλίας, πρόσθεσε καινούργια στοιχεία και δράσεις που μέχρι τότε δεν υπήρχαν στη σχολή. Ήταν πολύ συνεργάσιμος, ανοιχτός σε προτάσεις και συνεργασίες» εξηγεί ο Ζαχαρίας Αρβανίτης, του οποίου η σχέση με τον Δημήτρη Μυταρά μετρούσε από το 1969, όταν ο ζωγράφος ήταν πρωτοετής στη σχολή. «Πάντοτε είχε πλήρη γνώση για το τι γινόταν στο εργαστήριο. Βρισκόταν πάντοτε πολύ κοντά στους φοιτητές και ενδιαφερόταν γι' αυτούς. Ακόμα κι όταν είχε συνταξιοδοτηθεί, περνούσε από τη σχολή για να δει πώς πηγαίνουν οι μαθητές του. Η θητεία μου μαζί του ήταν μια συνεχής μαθητεία. Του οφείλω πολλά». Ζωγράφος «αιχμής» και «δάσκαλος με οργανωμένη άποψη και σύστημα πάνω στην εικαστική εκπαίδευση. «Δεν αρκούνταν στο ταλέντο ή στην επιθυμία του σπουδαστή, αλλά του μάθαινε μέσα από ένα σύστημα ασκήσεων» αναφέρει ο Άγγελος Αντωνόπουλος. Στην «εκπληκτική μέθοδό του ως δασκάλου, έτσι ώστε ο σπουδαστής να προσεγγίζει πιο σωστά τη γλώσσα της ζωγραφικής», στέκεται ο ίδιος. «Υπήρξε από τους λίγους που έδιναν μεγάλη σημασία στο συγκεκριμένο σύστημα. Στόχος του ήταν ο σπουδαστής να σπουδάζει τη ζωγραφική. Από κει και πέρα πίστευε ότι το να γίνεις καλλιτέχνης δεν διδάσκεται. Είναι μια προσωπική υπόθεση».
Η κληρονομιά του δασκάλου μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά. «Οι μέθοδοι περνάνε από δάσκαλο σε δάσκαλο, εμπλουτίζονται» σύμφωνα με τον Αγγ. Αντωνόπουλο. «Το ήθος του δασκάλου, η έγνοια του για τους φοιτητές, πέρασε και σε μας» υποστηρίζει ο Ζαχαρίας Αρβανίτης.
Το 1979 ήταν η αφετηρία της σχέσης του Αγγ. Αντωνόπουλου με τον Δ. Μυταρά. «Ήταν ανθρώπινος. Δεν χρησιμοποιούσε τη θέση του για να ασκήσει εξουσία. Δεν κρατούσε την απόσταση μεταξύ του φοιτητή και του δασκάλου. Ήταν απλός. Οι φοιτητές του τον αγαπούσαν» σημειώνει. Ο Ζ. Αρβανίτης υπερθεματίζει: «Η διάθεσή του ήταν πάντοτε φιλική προς όλους, δεν ήταν ένας απόμακρος προϊστάμενος. Βρισκόταν πολύ κοντά σε όλους, σαν να ήμαστε φίλοι από χρόνια. Ήξερε την αξία του, δεν νομίζω ότι υπήρχε λόγος να τη διατυμπανίζει». Μεγάλο του προσόν υπήρξε, για τον Αγγ. Αντωνόπουλο, το ότι «ενθάρρυνε τους φοιτητές του, να συνεχίσουν να προσπαθούν. Παράλληλα ρουφούσε από τη ζωντάνια τους. Προτιμούσε να κάνει παρέα με τα νέα παιδιά. Τον ανανέωνε. Τον έκανε πιο ενεργητικό και δραστήριο» προσθέτει.

Το μεγάλο προσόν

 Ο Mυταράς έλεγε ότι το να είσαι καλλιτέχνης δεν διδάσκεται

«Χαρισματικό άνθρωπο, ανοιχτό, χαμογελαστό με τους συνεργάτες και τους φοιτητές του» χαρακτηρίζει τον Δημήτρη Μυταρά ο Ζαχαρίας Αρβανίτης, ο οποίος τον διαδέχθηκε στη διεύθυνση του Εργαστηρίου, από το 2001 έως το 2011. Το μεγάλο του προσόν; «Δεν ήταν μονοδιάστατος» συμφωνούν και οι δύο. «Ήταν, ναι, η ζωγραφική. Αλλά έγραψε ποίηση, έκανε σκηνογραφίες, αρθρογραφούσε, τον ενδιέφερε τι συμβαίνει στην Ελλάδα και την κοινωνία. Κι ύστερα ήταν αυτή η περίφημη σπάνια συλλογή με κοχύλια, που τα απέκτησε δαπανώντας κόπο και χρόνο. Ήταν ένας άνθρωπος που ήθελες να τον ακούς και να τον κάνεις παρέα».
Ο Τάκης Μαυρωτάς, ο διευθυντής Εικαστικού Προγράμματος του Ιδρύματος Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη, είναι ο άνθρωπος που είχε επιμεληθεί τις μεγάλες εκθέσεις του Δημήτρη Μυταρά. Η συνεργασία τους ξεκίνησε το 1989, στην αναδρομική έκθεση του καλλιτέχνη στην Πινακοθήκη Πιερίδη, και έκτοτε συνεχίστηκε με εκθέσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό. Ανάμεσά τους και αναδρομική, «Ιστορώντας μορφές», το 2008 στο Ιδρυμα Β. και Μ. Θεοχαράκη, η τελευταία ατομική του έκθεση, στην οποία παρέστη ο ίδιος. «Βαθιά ηθικό άτομο, βαθιά εργασιομανής, ένας άνθρωπος ο οποίος τηρούσε τον λόγο του και ήταν πάρα πολύ συνεπής σ' αυτά τα οποία έλεγε». Έτσι σκιαγραφεί τον σπουδαίο καλλιτέχνη ο Τ. Μαυρωτάς. Από τις συνεργασίες τους στέκεται στο γεγονός ότι «αυτό που τον ενδιέφερε ήταν το αποτέλεσμα. Δεν του άρεσαν τα λόγια. Όλη η κατεύθυνση είχε έναν κοινό άξονα: το να μπορέσει να παρουσιαστεί το έργο του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Πάντα υπήρχε πολύ αυστηρή επιλογή στο ποια έργα έπρεπε να παρουσιαστούν, σε σχέση με την ατμόσφαιρα που είχε αποφασιστεί για την κάθε έκθεση».
Ο Δημήτρης Μυταράς υπήρξε «άξιος δάσκαλος, εκείνος ο οποίος έφερε νέο αέρα στην εκπαίδευση και πλούτισε την ελληνική βιβλιογραφία με τα δοκίμιά του και τις σκέψεις του πάνω στη ζωγραφική. Παράλληλα ήταν κι ένας ποιητής που δημοσίευσε τα ποιήματά του, ένας δημιουργός που 24 ώρες το 24ωρο είχε, στη σκέψη του και την ψυχή του, τη ζωγραφική έκφραση» υπογραμμίζει ο Τ. Μαυρωτάς. Για να σταθεί στο «τεράστιο ταλέντο του». Έλεγε χαρακτηριστικά ότι «η ζωγραφική δεν διδάσκεται παρά μόνο το συντακτικό της».

Η δύναμη του σχεδίου

 Ο Μυταράς «ήξερε καλά την αξία και τη δύναμη του σχεδίου, υπήρξε άριστος σχεδιαστής  (μπορούσε να σχεδιάζει ζωγραφίζοντας και να ζωγραφίζει σχεδιάζοντας)», ήταν ένας «ηδονιστής ζωγράφος που χειριζόταν με μεγάλη ευκολία τις χρωματικές αντιπαραθέσεις και αγαπούσε πολύ τα έντονα χρώματα. Όπως έλεγε, ''εάν ένα μεγάλο έργο μου μου πάρει πάνω από τρεις μέρες, αυτό δεν θα είναι καλό''. Κι επίσης, σχολίαζε χαριτολογώντας ότι ο δάσκαλός του Γιάννης Μόραλης τον συμβούλεψε να μη γίνει πρύτανης και ακαδημαϊκός. ''Ε, έγινα και τα δύο!'' έλεγε». Τέλος, τον χαρακτήριζε «η αγάπη του για τα παιδιά. Μαζί με τη Ζουζού Μυταρά ήταν εκείνοι που δημιούργησαν το Εργαστήριο Τέχνης στη Χαλκίδα, δίνοντας τη δυνατότητα σε χιλιάδες παιδιά να μυηθούν στη ζωγραφική».

ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ : Μπροστά στην κρισιμότητα της ελληνικής κατάστασης




Μπροστά στην κρισιμότητα 
της ελληνικής κατάστασης

Η προσγείωση των ΗΠΑ στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή μυωπική συμπεριφορά και η κρισιμότητα της ελληνικής κατάστασης

Του ΧΡΗΣΤΟΥ Θ. ΜΠΟΤΖΙΟΥ Πρέσβη ε.τ.
Πρόσφατα, από αυτές τις στήλες είχαμε επισημάνει τρεις κύριες όψεις της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής της νέας αμερικανικής διακυβέρνησης. Το θέαμα ή θέατρο, τις απειλές και την πραγματικότητα. Για την τρίτη διάσταση υπογραμμίζαμε ότι και ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αργά ή γρήγορα θα προσγειωνόταν στη σκληρή διεθνή και εσωτερική πραγματικότητα.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορούσε τη διαφαινόμενη τάση για επαναπροσέγγιση των αμερικανορωσικών σχέσεων -που πιστεύαμε ότι θα ήταν μια θετική εξέλιξη- επισημαίναμε ότι ο κ. Τραμπ θα αντιμετώπιζε μεγάλες αντιδράσεις -την προέλευσή τους κατονομάζαμε- γεγονός που επιβεβαιώθηκε με την παραίτηση του συμβούλου Εθνικής Ασφάλειας Φλιν, ελάχιστο χρόνο μετά τον διορισμό του. Στον στενό προεδρικό σύμβουλο αποδίδεται ότι προεκλογικά είχε συναντήσεις με τον ρώσο πρέσβη στην Ουάσινγκτον, χωρίς όμως αποκαλύψεις για το συγκεκριμένο περιεχόμενο των συνομιλιών. Πάντως, ανεξάρτητα του τι πραγματικά συνετέλεσε στην παραίτηση του στρατηγού Φλιν, δεν υπάρχει τίποτα περίεργο στη συνάντηση ενός διαπιστευμένου πρέσβη με έναν συνεργάτη υποψηφίου ή εκλεγμένου Προέδρου. Είναι μέρος της αποστολής ενός διπλωματικού εκπροσώπου και εντάσσεται στα πλαίσια της διεθνούς νομιμότητας. Τη βρώμικη δουλειά, συνήθως, δεν την κάνουν τα επίσημα διπλωματικά στελέχη αλλά εξειδικευμένα μέλη των πρεσβειών.
Η προσγείωση του αμερικανού Προέδρου στην πραγματικότητα επεκτείνεται και στη στάση των ΗΠΑ έναντι του Πεκίνου. Μέχρι στιγμής δεν καταγράφονται δηλώσεις ή μέτρα που να σηματοδοτούν μια αλλαγή στη συμπεριφορά της συνεργασίας μεταξύ Ουάσινγκτον - Πεκίνου. Σχετικά με τις προεκλογικές και μετεκλογικές δηλώσεις ότι θα εξαφανίσει τους ισλαμιστές (ISIS), τα μέτρα που ανήγγειλε -και έλαβε- για άρνηση χορήγησης θεωρήσεων εισόδου σε πολίτες προερχόμενους από έξι ασιατικές και αφρικανικές μουσουλμανικές χώρες δεν μπορεί να θεωρηθούν ότι ανταποκρίνονται στον στόχο τους. Η αμφισβήτηση προήλθε εκ των έσω και -πλέον συγκεκριμένα- από τη δικαστική εξουσία.
Η απόφαση για κατασκευή τείχους στα σύνορα με το Μεξικό για παρεμπόδιση εισόδου λαθρομεταναστών στις ΗΠΑ, που, ειρήσθω εν παρόδω, δεν αποτελεί εφεύρημα του Τραμπ, προκάλεσε μόνο διακρατικές αναταράξεις. Η λαθρομετανάστευση από τις λατινοαμερικανικές χώρες αποτελεί όντως υπαρκτό πρόβλημα. Υπάρχουν πολλοί στις ΗΠΑ που διαβλέπουν κίνδυνο ισπανοποίησης των νότιων πολιτειών όπως το Νέο Μεξικό, το Τέξας, η Καλιφόρνια, κ.ά., γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε πολιτιστική αλλοίωση των παραπάνω περιοχών.
Σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, στην Ευρώπη (ΕΕ) αδυνατούν να αντικρίσουν την πραγματικότητα. Η γερμανική ηγεμονία, με κύριο εκφραστή τον υπουργό των Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, εξακολουθεί να αντιλαμβάνεται την ιστορία αποκλειστικά με οικονομικούς όρους, αγνοώντας τόσο την ιδεαλιστική όσο και τη μαρξιστική προσέγγισή της. Θύμα της σοϊμπλιανής αντίληψης, που αποθεώνει την πολιτική λιτότητας, είναι όλες οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και περισσότερο η Ελλάδα. Μαζί τους όμως είναι και η ίδια η Ευρώπη και το όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που όλο και απομακρύνεται. Αν μάλιστα επαληθευθούν οι δημοσκοπήσεις για τις προσεχείς βουλευτικές και προεδρικές εκλογές σε Ολλανδία, Γαλλία και Γερμανία, τότε το πλήγμα μπορεί να καταστεί θανατηφόρο.
Στην ελληνική οικονομικοκοινωνική κρίση διακρίνουμε δύο διαστάσεις. Η πρώτη αφορά τις σχέσεις της Ελλάδας με τους δανειστές και η δεύτερη, και κατά αντιδιαστολή, τις αντιδράσεις και τους χειρισμούς των εκάστοτε ελληνικών κυβερνήσεων προς αντιμετώπιση της κρίσης.
Τη συμπεριφορά των δανειστών έναντι της χώρας μας τη διακρίνει, από την πρώτη στιγμή που η κρίση έγινε ορατή, η μεγάλη αυστηρότητα, όπως εκφράσθηκε ευθύς εξαρχής από τον γερμανικό Τύπο. Οι Έλληνες επικρίθηκαν ως απείθαρχοι, σπάταλοι και οκνηροί, που είχαν μάθει να ζούνε με δανεικά. Υπό αυτό το πρίσμα τους άξιζε μια τιμωρητική συμπεριφορά από πλευράς της ΕΕ. Την αντίληψη αυτή εκφράζουν τα τρία αλλεπάλληλα Μνημόνια, τα οποία αντί να βελτιώσουν την κατάσταση την επιδείνωσαν. Προς μαρτυρίαν οι κατά καιρούς δηλώσεις υψηλών αξιωματούχων ευρωπαϊκών θεσμών και κυρίως του ΔΝΤ, που αναγνώριζαν τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Και όμως ζητούσαν και εξακολουθούν να ζητάνε πρόσθετα μέτρα που ωθούν τη χώρα προς τη χρεοκοπία. Και για το ΔΝΤ μπορεί να ισχύει ο γνωστός μύθος του Αισώπου για τον σκορπιό και τον βάτραχο - που ενεργεί σύμφωνα με τη φύση του πρώτου. Και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όμως, αναμφισβήτητα φέρουν μεγάλη ευθύνη -πέραν ασφαλώς των ελληνικών φορέων, πολιτικών και κοινωνικών- για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η ελληνική οικονομία και κοινωνία. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα δείχνουν ότι το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στο πώς θα πάρουν τα δανεικά τους πίσω και να καταστήσουν την Ελλάδα αποικία χρέους, όπως παραστατικά και τεκμηριωμένα προκύπτει από το ομώνυμο βιβλίο του καθηγητή Νίκου Κοτζιά, σημερινού υπουργού των Εξωτερικών. Ο δε εξαναγκασμός εξόδου της Ελλάδος από το ευρώ και η δημιουργία της Ευρώπης δύο ή περισσοτέρων ταχυτήτων, που μετά βίας αποκρύπτει ο χερ Σόιμπλε, δεν αποκλείονται.
Από καθαρώς ελληνικής σκοπιάς, οι κυβερνήσεις που χειρίσθηκαν την κρίση, ήδη από την εκδήλωσή της, δεν έχουν πείσει ότι ενήργησαν μετά γνώσεως και σχεδιασμού, ούτε επέδειξαν ικανότητα ουσιώδους διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Ο ελληνικός λαός δεν ενημερώθηκε επαρκώς για τα συν και τα πλην των μνημονιακών δεσμεύσεων, τη χρονική τους διάρκεια και για τις θυσίες στις οποίες επρόκειτο να υποβληθούν. Ως πολίτες αγνοούμε, οι περισσότεροι, ποιες είναι οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούν οι δανειστές, αν μπορούν να συντελεσθούν ή όχι και γιατί και ποιες θα είναι οι επιπτώσεις τους.
Το θέμα ενδεχόμενης εξόδου από το ευρώ και επιστροφής στο εθνικό νόμισμα αποτελεί ταμπού και αλίμονο σε όποιον τολμήσει ακόμη και να την υπαινιχθεί ως plan B ή C. Ακόμα και οι ακαδημαϊκοί προσπαθούν να το αποφεύγουν. Όλες οι κινήσεις των διαδοχικών μνημονιακών κυβερνήσεων μοιάζουν να κινούνται στην αντίθετη λογική της τακτικής του Λένιν. Αντί του «δύο βήματα μπροστά ένα πίσω» φαίνεται πως εφαρμόζουν το αντίθετο. Λείπει δυστυχώς και η απαιτούμενη εθνική συσπείρωση και συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων εντός και εκτός του Κοινοβουλίου, ενώ συνεχώς αυξάνεται και η εμφάνιση νέων πολιτικών κινημάτων ή κομμάτων, όταν είναι αμφίβολη η δυνατότητά τους να προσθέσουν γνώση ή εμπεριστατωμένες θέσεις. Γενικά δίνεται η εντύπωση ότι κύριο μέλημα είναι η κατάληψη της εξουσίας ή η παραμονή σε αυτήν.
Τελικά υπάρχει ελπίδα; Ναι, αν δεχθούμε ότι πεθαίνει τελευταία. Όμως, όπως λέει μια ιταλική παροιμία, όποιος ζει με την ελπίδα πεθαίνει απελπισμένος (Chi di speranza vive disperato muore).
ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ : Η πλήρης χρεοκοπία της πολιτικής ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ στο Κυπριακό







Η πλήρης χρεοκοπία της πολιτικής ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ στο Κυπριακό
Γράφει ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΝΕΑΡΧΟΥ Πρέσβυς ε.τ.
Είναι επίσημο και κατηγορηματικό. Η Άγκυρα ζητά ως αντάλλαγμα για να δεχθεί να συζητήσει τα θέματα εγγυήσεων και παραμονής Τουρκικών στρατευμάτων και μετά τη «λύση», με κάποια ενδεχόμενη «ευελιξία», την αποδοχή εκ των προτέρων από την Ελληνική πλευρά και την Ευρωπαϊκή Ένωση των λεγομένων τεσσάρων Ευρωπαϊκών ελευθεριών.
Της ελεύθερης δηλαδή διακινήσεως προϊόντων, κεφαλαίων, υπηρεσιών και προσώπων. Οι τέσσερις αυτές ελευθερίες συνιστούν τον πυρήνα της κοινής Ευρωπαϊκής αγοράς και χαρακτηρίζουν το καθεστώς μιας χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Η Άγκυρα ζητά, ούτε λίγο ούτε πολύ, όχι μόνο να ελέγξει πλήρως, με τον τρόπο αυτό, στρατηγικά, οικονομικά και δημογραφικά το νησί και να το Τουρκοποιήσει, αλλά, επιπλέον, να χρησιμοποιήσει τη δήθεν «λύση» για να ανοίξει για την ίδια την πίσω πόρτα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και να έχει δικαιώματα χώρας-μέλους, χωρίς να είναι μέλος. Κάτι ανάλογο, σε πολύ μικρότερη κλίμακα, είναι και η άρση της βίζας που ζητά για τους Τούρκους υπηκόους, ως αντάλλαγμα για τη συνεργασία της στον έλεγχο της λαθρομεταναστεύσεως προς την Ευρώπη.
Το παράδοξο δεν είναι ότι ζητά ακόμη και αυτό η Άγκυρα, το οποίο δεν μπορεί από μόνη της η Ελληνική πλευρά να το δώσει γιατί είναι σαφώς θέμα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Είναι ο παραλογισμός της ηγεσίας της Ελληνικής πλευράς, η οποία, ενώ είναι καταφανές ότι δεν υπάρχουν στοιχειώδεις προϋποθέσεις για μια αποδεκτή λύση του Κυπριακού, λόγω της Τουρκικής αδιαλλαξίας, επιμένει στην ίδια πολιτική, προκαλώντας εκ των πραγμάτων τεράστια ζημία στο εθνικό θέμα.
Ήδη, η στροφή 180 μοιρών που έκανε ο Κύπριος Πρόεδρος στο δείπνο της 1ης Δεκεμβρίου με τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Μουσταφά Ακιντζί και η αποδοχή απ’ αυτόν της Πενταμερούς Διασκέψεως, που ήταν ανάθεμα, μέχρι τότε, για την Ελληνική πλευρά, εγκλώβισε το Κυπριακό σ’ ένα απαράδεκτο πλαίσιο, που υποβιβάζει την Κυπριακή Δημοκρατία σε κοινότητα, την εξισώνει με την Τουρκοκυπριακή μειοψηφία και νεκρανασταίνει τις εγγυήτριες δυνάμεις.
Το Κυπριακό παρουσιάζεται έτσι επισήμως ως δήθεν διακοινοτικό θέμα και απενοχοποιείται ουσιαστικά η Άγκυρα για την εισβολή του 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή. Η Διεθνής Διάσκεψη, που ήταν η σταθερή θέση της Ελληνικής πλευράς, με τη συμμετοχή της Κυπριακής Δημοκρατίας και των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, εγκατελείφθη, γεγονός που απομονώνει την Κύπρο από τα φιλικά προσκείμενα προς αυτήν μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας (Ρωσία, Γαλλία, Κίνα) και την αφήνει έκθετη στις πιέσεις και στους εκβιασμούς της Άγκυρας και των άσπονδων φίλων της (Μ. Βρετανία, ΗΠΑ και Γερμανία, υπό τον μανδύα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως).
Είχε προηγηθεί, της ανατροπής αυτής, η αλόγιστη καλλιέργεια αισιοδοξίας ότι επίκειται η λύση του Κυπριακού με αποφασιστική παρέμβαση του Αμερικανικού παράγοντα, με επικεφαλής τον «φιλέλληνα» Αντιπρόεδρο Τζο Μπάιντεν. Με την τακτική αυτή εξεβλήθη από τη διπλωματική διαδικασία του Κυπριακού ο Ρωσικός παράγων, που διαχρονικά απεδείχθη πολύτιμος παράγων ισορροπίας και αποφασιστικής βοήθειας προς την Κύπρο.
Ο Ρωσικός παράγων συνέβαλε, συγκεκριμένα, στη διάσωση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε τρεις κρίσιμες συγκυρίες του Κυπριακού. Το 1964, όταν οι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν σκοπίμως το κράτος και η Άγκυρα ισχυρίσθηκε ότι, μετά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων, δεν υπάρχει πλέον Κυπριακή Δημοκρατία. Με την υποστήριξη της τότε Σοβιετικής Ενώσεως το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε την απόφαση 186 της 3ης Μαρτίου του 1964, με βάση την οποία αναγνωρίσθηκε η συνέχεια του κράτους και προσκλήθηκε η Κυπριακή Κυβέρνηση να αποκαταστήσει την τάξη και ασφάλεια. Προς τον σκοπό αυτό απερρίφθη επίσης η πρόταση για αποστολή στην Κύπρο ειρηνευτικής δυνάμεως του ΝΑΤΟ και ενεκρίθη η αποστολή ειρηνευτικής δυνάμεως του ΟΗΕ.
Το 1974, όταν η Άγκυρα, βασιζόμενη στον Αττίλα της εισβολής, διεκήρυξε ότι υπήρχε τότε στην Κύπρο μια νέα τάξη πραγμάτων. Η Σοβιετική Ένωση διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην αναγνώριση της συνέχειας του κράτους, που επισφραγίσθηκε με την επιστροφή στην Κύπρο του Αρχιεπισκόπου και Προέδρου Μακαρίου. Το 2004, όταν οι πρωταγωνιστές του Σχεδίου Ανάν προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την επικύρωσή του από το Συμβούλιο Ασφαλείας, ώστε να απομονώσουν διεθνώς την Κύπρο και να την εκβιάσουν να το αποδεχθεί. Η Ρωσία προέβαλε τότε τεχνικό βέτο και δεν επέτρεψε την επικύρωσή του από το Συμβούλιο Ασφαλείας.
Με τα δεδομένα αυτά και με την πικρή εμπειρία μιας ετεροβαρούς Αμερικανικής πολιτικής στο Κυπριακό, για λόγους που έχουν σχέση με τα ευρύτερα Αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή και ειδικότερα με τον προσεταιρισμό του Τουρκικού παράγοντα, με την προσφορά ανταλλαγμάτων, η Ελληνική πλευρά στο Κυπριακό όφειλε να είναι ιδιαίτερα προσεκτική και ιδίως να μην επισπεύδει για δήθεν «λύση», προβαίνοντας σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, εγκλωβιζόμενη σε αυτοκαταστροφικές διπλωματικές διαδικασίες και υπονομεύοντας τα διπλωματικά χαρτιά και τα πλεονεκτήματα της Ελληνικής πλευράς.
Η πολιτική αυτή, που υποστηρίζεται από τις ηγεσίες του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ, έχει φέρει το Κυπριακό κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού. Είναι χαρακτηριστικός από την άποψη αυτή ο θόρυβος που έχει δημιουργηθεί προσφάτως μετά την έγκριση από την Κυπριακή Βουλή τροπολογίας για τον εορτασμό στα σχολεία του ιστορικού δημοψηφίσματος για την Ένωση του 1950. Η τροπολογία έγινε δεκτή ύστερα από πρόταση του ΕΛΑΜ. Το ΔΗΣΥ απείχε από την ψηφοφορία και το ΑΚΕΛ κατεψήφισε.
Η Τουρκοκυπριακή πλευρά άρπαξε την ευκαιρία για να παρουσιάσει την Ελληνική πλευρά ότι δεν εγκατέλειψε δήθεν την Ένωση και ότι υπονομεύει με τη στάση της αυτή τις διακοινοτικές συνομιλίες. Ο Τουρκοκύπριος ηγέτης ματαίωσε τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και απείλησε ότι θα διακοπούν οι συνομιλίες εάν τα δύο κόμματα που τις στηρίζουν, το ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ, δεν αναλάβουν πρωτοβουλία στη Βουλή για την ανάκληση της τροπολογίας.
Είναι το άκρον άωτον του Τουρκικού θράσους, που εξετράφη από την ακολουθούμενη ενδοτική πολιτική των δύο αυτών κομμάτων. Η Τουρκική πλευρά εορτάζει με παρελάσεις την Τουρκική εισβολή, οργανώνει τη στρατηγική εξάρτηση της Κύπρου από την Τουρκία με αγωγό νερού, διασύνδεση του ηλεκτρικού και του τηλεπικοινωνιακού δικτύου των κατεχομένων με εκείνο της Άγκυρας, διεκδικεί τις τέσσερις Ευρωπαϊκές ελευθερίες για όλους τους Τούρκους υπηκόους και την εξίσωση της μειοψηφίας του 18% με την πλειοψηφία του 80%. Η Ελληνική όμως πλευρά πρέπει, κατ’ αυτούς, να εισαγάγει στα Ελληνικά σχολεία «την κουλτούρα της ειρήνης» και να μη διδάσκεται σ’ αυτά τίποτε που θυμίζει την Ελληνική ιστορία και ταυτότητά της. Προς την κατεύθυνση αυτή ανέλαβε ήδη και έκανε πολλά στο παρελθόν η Προεδρία Χριστόφια και πολλά από τα έργα της συνεχίζονται, δυστυχώς, και σήμερα από την Προεδρία Αναστασιάδη.
Το μόνο καλό από την επονείδιστη αυτή πολιτική είναι η αποκάλυψή της στην κοινή γνώμη. Ο Ελληνικός, Κυπριακός λαός μπορεί, επιτέλους, να αντιληφθεί και να συνειδητοποιήσει τι σημαίνει γι’ αυτόν η περιβόητη δήθεν «λύση» που απεργάζεται στο παρασκήνιο ο ξένος παράγων, με τη σύμπραξη, δυστυχώς, και τη συνεργασία των ενδοτικών ηγεσιών του ΔΗΣΥ και του ΑΚΕΛ.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Το πολιτικό σύστημα να τερματίσει την παρακμή




Αναδημοσιεύω από το ΠΑΡΟΝ το παρακάτω άρθρο αφού τα περισσότερα σημεία του με βρίσκουν απολύτως σύμφωνο. Εκείνο όμως που μου κάνει εντύπωση είναι ότι η πρώην βουλευτής του ΠΑΣΟΚ που το γράφει μιλά σήμερα με την γλώσσα του αντιμνημονιακού αν και στήριξε την μνημονιακή πολιτική του Γ. Παπανδρέου· τα δεινά αποτελέσματα της οποίας βιώνουμε σήμερα.
Σήμερα, πάντως, η κυρία Μαρία Κυριακοπούλου βγαίνει και κατακεραυνώνει από άλλο πολιτικό μετερίζι τις ολέθριες συνέπειες της πολιτικής που αρχικά η ίδια πίστεψε και ακολούθησε.
Αναγνωρίζω ότι δεν είναι κακό να προσγειώνεσαι στην πραγματικότητα. Συμβαίνει καμιά φορά σε όλους. Το κακό στην προκειμένη περίπτωση είναι να αποφεύγεις ως πολιτικό πρόσωπο να αναλάβεις έναντι των ψηφοφόρων σου, στοιχειωδώς έστω, τις ευθύνες που σου αναλογούν για τη σημερινή τραγική κατάσταση που βιώνει η ελληνική κοινωνία.


Το πολιτικό σύστημα να τερματίσει την παρακμή
Το πολιτικό σύστημα να τερματίσει την παρακμή, που ακυρώνει κάθε έννοια αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης
της ΜΑΡΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Πρώην βουλευτού
Η αξιολόγηση είναι στον αέρα και οι δανειστές επιμένουν να στραγγαλίζουν την κοινωνία με νέα επώδυνα μέτρα για να επιτευχθεί το πλεόνασμα του 3,5%, για το οποίο υπήρξε και συμφωνία από τον Μάιο του 2016 - ο λεγόμενος «κόφτης».
Και αν η πολιτική -και μάλιστα η αριστερή- είναι η λειτουργία που συμβάλλει στο γενικό καλό, τότε η κυβέρνηση οφείλει να προχωρήσει σε εκείνες τις μεταρρυθμίσεις και πολιτικές που υπηρετούν τις ανάγκες των πολιτών, κόντρα σε ό,τι κρατάει τη χώρα στην οπισθοδρόμηση και την υπανάπτυξη.
Ένας σημαντικός τομέας είναι η μεταρρύθμιση του κράτους, προκειμένου αυτό να είναι αποτελεσματικό, με μια δημόσια διοίκηση προσανατολισμένη στην αξιοκρατία, την αξιολόγηση, τη διαφάνεια, την ευθύνη, για να αποτελεί πυλώνα παροχής ποιοτικών υπηρεσιών προς το σύνολο των πολιτών, από τη χορήγηση του πιο απλού εγγράφου μέχρι την ολοκλήρωση μελετών για σημαντικά έργα και δράσεις.
Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα αποδυνάμωνε τα πελατειακά δίκτυα και θα περιόριζε σε μεγάλο βαθμό την κατασπατάληση πόρων και ανθρώπων που είναι αναγκαία για άλλες δράσεις και υπηρεσίες.
Αυτή η πολιτική προϋποθέτει συγχώνευση υπηρεσιών, κατάργηση φορέων, νομικών προσώπων και άλλων δομών διοίκησης σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο, παράλληλα με την κατάργηση αμέτρητων θέσεων αξιωματούχων, συμβούλων, διοικητικών συμβουλίων, που εν πολλοίς υποκαθιστούν τα υπηρεσιακά στελέχη και επιτείνουν τη γραφειοκρατία και την αδιαφάνεια.
Και επειδή ο χρόνος της κρίσης δεν μας ευνοεί, είναι απαράδεκτο να προστίθενται νέες υπηρεσίες, γενικές και ειδικές γραμματείες, νέες διευθύνσεις και τμήματα, που σημαίνει υποδομές, αναλώσιμα και περιττό προσωπικό.
Πόροι που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στην πρόσληψη μόνιμου ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού για τις επείγουσες ανάγκες των ασθενών και των νοσοκομείων, προσωπικού για τις ΔΟΥ και τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, για τα δικαστήρια, τη στήριξη των ερευνητικών κέντρων για τους νέους επιστήμονες, ανάλογο προσωπικό για τα ειδικά σχολεία κ.λπ.
Και, επιτέλους, πρέπει να σταματήσει η πολιτική με τους συμβασιούχους, που γίνονται όμηροι στα χέρια κάθε κυβέρνησης και ικετεύουν για ανανέωση των συμβάσεών τους για να μη μείνουν στο απόλυτο περιθώριο της ζωής.
Προτεραιότητα η άμεση εφαρμογή των γραπτών διαγωνισμών για όλες τις ειδικότητες, για να υπάρξει διαφάνεια, αξιοκρατία, συνέχεια, συνεπεία και αποτελεσματικότητα στη δημόσια διοίκηση στο σύνολό της (σε κεντρικό, περιφερειακό και αυτοδιοικητικό επίπεδο).
Είναι οπισθοδρόμηση να γυρίζουμε σε καταστάσεις πριν το 1994.
Είδαμε τους πυροσβέστες πενταετούς θητείας να ζητούν τη μονιμοποίησή τους, καθαρίστριες να διεκδικούν τα δεδουλευμένα, συμβασιούχους να αγωνίζονται να κρατήσουν την προσωρινή δουλειά τους και η κυβέρνηση να υπόσχεται μονιμοποιήσεις, κόντρα στις συνταγματικές επιταγές.
Ακούσαμε την πρόεδρο της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών κ. Γιανναδάκη, η οποία επισήμανε το τεράστιο πρόβλημα της καθυστέρησης απονομής δικαιοσύνης, με προτεραιότητα στις φορολογικές υποθέσεις για να «εισρέουν χρήματα στο κράτος» και γιατί «στη Διοικητική Δικαιοσύνη μεταφέρονται τα προβλήματα λειτουργίας του κράτους».
Αυτή η αναφορά στη μεταρρύθμιση του κράτους γίνεται αφενός διότι αυτή μπορεί να γίνει εργαλείο ανάπτυξης υπηρετώντας συγκεκριμένες αρχές και κανόνες και αφετέρου διότι τα μέτρα που μας ζητούν, πέραν των άλλων μεταρρυθμίσεων, είναι η μείωση των δημοσίων δαπανών επειδή μειώνεται ο πλούτος από τις οικονομικά παραγωγικές δραστηριότητες και για να μην εφαρμοστούν πολιτικές που εδραιώνουν τη φτωχοποίηση σε ολοένα και περισσότερα στρώματα, που τείνουν να αποδιαλύσουν τα απομεινάρια του κοινωνικού κράτους.
Και αν έχει ασκηθεί σκληρή κριτική στις προηγούμενες κυβερνήσεις για το πελατειακό, κομματικό κράτος, σήμερα δεν έχει κανένας δικαίωμα να επαναλαμβάνει αυτές τις πολιτικές, διότι πλέον το κράτος και οι πολίτες δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελούν κομματικά φέουδα. Το πολιτικό σύστημα πρέπει να αναμετρηθεί και να συγκρουστεί με τους κομματικούς μηχανισμούς και όλοι να τερματίσουν την παρακμή που ακυρώνει κάθε έννοια αξιοπρέπειας και δικαιοσύνης.
ΤΟ ΠΑΡΟΝ