Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Το κορόιδο




Το κορόιδο
Τη λέξη κορόιδο, τη χρωστούμε στους Βυζαντινούς. Όπως οι αρχαίοι Έλληνες, το ίδιο και οι Βυζαντινοί, θεωρούσαν τα μαλλιά στολίδι του κεφαλιού: «κεφαλής κόσμον». Το κούρεμα των μαλλιών ήταν μειωτικό και επιβαλλόταν ως ποινή, σε όσους έκαναν ηθικά ή άλλα παραπτώματα.
Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το κούρεμα του ενόχου  γινόταν «δημόσια» με προβατοψάλλιδο «ατάκτως και ατασθάλως» για να προκαλεί τη θυμηδία και τον γέλωτα αυτών που παρακολουθούσαν. Ο «κειρόμενος» καταντούσε σαν κουρεμένο γίδι. Ήταν ένα κουρόγιδο: κορόγιδο: κορόιδο.
Δεν άργησε να πλαστεί και το ρήμα κοροϊδεύω, που σήμερα, έχει τρεις σημασίες: α) περιπαίζω, ειρωνεύομαι, σατιρίζω β) εξαπατώ, ξεγελάω, ξεπλανεύω και γ) υποκρίνομαι, προσποιούμαι. καμώνομαι, λουφάζω, κάνω πως δεν καταλαβαίνω κάτι που δεν με συμφέρει.
Άλλες λέξεις σχετικές: κορόιδεμα, κοροϊδευτής, κοροϊδευτικός, κοροϊδευτικά, κοροϊδία, κοροϊδάκι, κοροϊδάρα, κοροϊδιλικι, κοροϊδίστικα, κοροϊδεμένος.
Συνηθισμένες εκφράσεις:
Είναι μεγάλο κορόιδο. Πιάστηκε κορόιδο. Δεν πιάνεται κορόιδο αυτός. Την έπαθε σαν κορόιδο Για κορόιδο με πέρασες; Εις υγείαν του  κορόιδου.  Κορόιδο της τράπουλα: τον κλέβουν στα χαρτιά. Κάνει το κορόιδο. Τον πήραν στην κοροϊδία. Έλα άσε τις κοροϊδίες. Τι μου το δίνεις, για κοροϊδία; Κοροϊδεύει τον κόσμο. Είναι κατεργάρης, φυλάξου, θα σε κοροϊδέψει. Κοροϊδευόμαστε τώρα; Είναι μεγάλη κοροϊδάρα. Χαλάει κοροϊδίστικα λεφτά. Δεν αποφύγαμε το κοροϊδιλίκι. Βρήκε άνθρωπο να κοροϊδέψει. Όποιος κοροϊδεύει τον άλλο, κοροϊδεύει τον εαυτό του.


Στίχοι από λαϊκά τραγούδια:
• Μα την αγαπούσα πιστά και μπιστεμένα και κείνη η αφιλότιμη κορόιδευε με μένα.
  Μα 'χε γειτόνισσες κακιές γειτονοπούλες φθονερές και της λένε δε σε παίρνει κόρη μου σε κοροϊδεύει.
  Το ξέρω το γνωρίζω δεν είμαι μπουνταλάς πως μένα κοροϊδεύεις και άλλον αγαπάς.
  Βρε να περνάγαμε καλά βρε και να βολευόμαστε φτώχεια είν' τα λόγια τα πολλά κι ας μην κοροϊδευόμαστε.
  Το 'να μήλο τ' άλλο ρόιδο του τη σκάσαν σαν κορόιδο.
Στίχοι από ρεμπέτικα:
  Εσύ κορόιδο να με πιάσεις δεν μπορείς /μαζί μου που  'μπλεξες/ μπαστούνια θα τα βρεις.
  Πολλές φορές σου είπα γω, /δεν πρέπει να καυχιέσαι /αφού κορόιδο πιάνεσαι /τι θέλεις και τραβιέσαι;
• Σαν κορόιδο πιάστηκες /να τα χάσεις βιάστηκες.
  Γι’ αυτό μην πιάνεσαι κορόιδο και κουτή /προτού περάσουνε τα χρόνια σου μικρή.
• Κοίτα ν' αλλάξεις, αν γουστάρεις, το σκοπό σου /και δεν θα είμαι το κορόιδο το δικό σου.
  Τις γυναίκες τις αλλάζω σαν πουκάμισα/ και κορόιδο δε με πιάνει καμιά βλάμισσα.
• Να δουλέψω τις γυναίκες το ορκίστηκα /τα λεφτά μου δεν τα τρώγω κοροϊδίστικα.
• Για κορόιδα ρε μας παίρνεις /κι ολοένα μας τη φέρνεις.
  Όλος ο κόσμος τώρα, δουλεύει μηχανές /κι αν κάνεις το κορόιδο σου στήνουν πιο πολλές.
Διάφοροι σχετικοί στίχοι:
• Η Άννα Καλουτά στο Κορίτσι της παντρειάς:
Τι νύχτα ζήσε και μέθυσε και γλέντα
εκτός αν είσαι κορόιδο με πατέντα.

• Οι Γιώργος Οικονομίδης - Σοφία Βέμπο:
Κορόιδο Μουσολίνι
κανείς σας δε θα μείνει
εσύ και η Ιταλία
η πατρίδα σου η γελοία
τρέμετ' όλοι το χακί...

• Παραλλαγή της ίδιας εποχής:
Έλα βρε άπιστε Ιταλέ
κορόιδο Μουσολίνι
να μετρηθούμε δω μαζί
να ιδείς το τι θα γίνει.

Νίκος Καρούζος: Μα είναι αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση.
Οδυσσέας Ελύτης: Το κορόιδο, να πάει ν' αρρεβωνιάσει μια μύξα!
Νίκος Γκάτσος: Είναι φωτιά σ' ένα γύφτικο, που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα.
Σύγχρονο απόφθεγμα:
— Μπορείς να κοροϊδεύεις τους πάντες, για λίγο. Μπορείς να κοροϊδεύεις τους λίγους, για πάντα. Αλλά δεν μπορείς να κοροϊδεύεις τους πάντες, για πάντα.
Παροιμία:
-  Ο λύκος άμα γεράσει, γίνεται κορόιδο των σκυλιών.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΚΡΙΜΠΑΣ



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου