Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2017

Κ. Ε. Τσιρόπουλος : Η εθνική μας περιουσία




ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Ε. ΤΣΙΡΟΠΟΥΛΟΥ

Πέθανε ο συγγραφέας και εκδότης Κώστας Ε. Τσιρόπουλος

Σε ηλικία 87 ετών πέθανε χθες 23 Φεβρουαρίου 2017  ο συγγραφέας και εκδότης Κώστας Ε. Τσιρόπουλος.
Γεννήθηκε το 1930 στη Λάρισα, όπου και μεγάλωσε. Απόφοιτος της Νομικής Σχολής του ΑΠΘ, συνέχισε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη, σπουδάζοντας Ιστορία της Τέχνης. Πίσω στην Ελλάδα, ίδρυσε και διεύθυνε την ετήσια έκδοση χριστιανικού στοχασμού και τέχνης «Χριστιανικό Συμπόσιο» (1966-1971), όπως και το «περιοδικού ελευθερίας και γλώσσας» Ευθύνη (πρώτη περίοδος: 1961-1966 και επανέκδοση: 1972-2009).
Συνεργάστηκε επί χρόνια με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, καθώς και με διάφορα περιοδικά. Έγραφε την επιφυλλίδα της Κυριακής στην εφημερίδα Καθημερινή (1962-1967). Διετέλεσε Γενικός Γραμματέας της Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων (1974-1976), Γενικός Γραμματέας του Εθνικού Θεάτρου (1975-1980), Πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Κινηματογράφου, τακτικό μέλος της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής.
Μεταξύ άλλων τιμητικών διακρίσεων, το 2006 έλαβε το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.
Σημαντικό ήταν το μεταφραστικό του έργο από τα ισπανικά, τα καταλανικά και τα γαλλικά, καθώς μετέφρασε βιβλία και κείμενα των Ορτέγα υ Γκασσέτ, Αντόνιο Ματσάδο, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Καμίλο Χοσέ Θέλα, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ, Σαλβαδόρ Εσπρίου, Χοσέ Μπεργαμίν, Ντρυόν, Ζενεβουά, Αρανγκούρεν κ.ά.
Επιμελήθηκε τη σειρά των Τετραδίων της Ευθύνης, την έκδοση του δοκιμιακού έργου των Άγγελου Τερζάκη, Κωνσταντίνου Τσάτσου, Αιμ. Χουρμούζιου κ.ά., καθώς και πλήθος άλλων εκδόσεων από τις «Εκδόσεις των Φίλων» και του περιοδικού Ευθύνη.

diastixo.gr




ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΑΡTYΡΙΑ

Η εθνική μας περιουσία

Γράφει ο Κ. Ε. Τσιρόπουλος
Υπάρχουν έθνη πάμπτωχα, υπάρχουν έθνη πλούσια. Υπάρχουν και κάποια άλλα έθνη με πλούτη άφθαρτα, πνευματικά. Το δικό μας έθνος ανήκει σ' αυτά τα τελευταία. Είναι από κείνα τα έθνη πού με την παρουσία τους και τη δραστηριότητα τους έγιναν σύμβολα κι εγγύηση των πολιτιστικών επιδιώξεων της οικουμένης.
Αυτά όλα είναι και άπλα και πασίγνωστα. Ανεβαίνουν στην επιφάνεια κάποτε - κάποτε, πολύ σπάνια, ειν’ αλήθεια, με κάποιο κύμα πανηγυρισμών, και ξεθυμαίνουν αφήνοντας τους Έλληνες με χέρια αδειανά. Την επόμενη μέρα θ' αρχίσει το ταπεινωτικό άγχος των υλικών μερίμνων. Θα καβαλικέψει το χθες θριαμβευτικό κι εξηρμένο μας πνεύμα, η μανία του κέρδους, η υλική κι όχι η ηθική φιλοπρωτία, η φιλήδονη λαχτάρα του βίου αυτού πού κάποτε, μέσα στη συνείδηση του Έθνους μας αναδειχνόταν — ο βίος — ως απείκασμα του αιώνιου.
Σήμερα νιώθουμε φτωχοί κι αδιάκοπα ταπεινωμένοι απ' τους μεγάλους. Εκείνοι πού κατά καιρούς κατευθύνουν τις τύχες μας, το θεωρούν φυσικώτατο να ζητούν βοήθειες, ν' απόδέχονται πλεονάσματα, να χτυπούν πόρτες δύστροπων ισχυρών. Δεν φταίνε μονάχα αυτοί για την καθολική ταπείνωση και κατωτερότητα όπου ρίχνουν με τις ενέργειες τους αυτές την ψυχή του Έθνους. Αν τους σιμώσεις και τους ρωτήσεις, θα σου απόκριθούν πώς δεν έχουν άλλο τρόπο ενεργείας όταν ξέρουν πώς πίσω τους στέκεται ένας λαός μανιακός για υλικά πλούτη, για ηδονές φθαρτές, επίγειες, για καλοπέραση, λαός έτοιμος να πουλήσει τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει όλα αυτά τα υλικά αγαθά. Ζητιανεύουν οι άρχοντες γιατί κανείς σχεδόν από τους αρχόμενους δε διστάζει να ζητιανέψει υλικά ωφέλη. Ταπεινώνονται μπροστά σ' άλλα έθνη γιατί καμμιά σχεδόν περήφανη, αρχοντική συνείδηση δεν τους στηρίζει στην αξιοπρέπεια και στη σεμνοπρεπή ζωή.
Φτωχοί υλικά, ναρκωμένοι πνευματικά, έχουμε χάσει και τη συνείδηση του πνευματικού μας πλούτου, της αμετακίνητης περιουσίας του Ελληνισμού. Σκόπιμο, λοιπόν, είναι να συγκεκριμενοποιήσουμε στη συνείδηση μας τα στοιχεία πού συναπαρτίζουν την εθνική μας περιουσία.
Το πρώτο απ’ όλα είναι ο τόπος αυτός, το υλικό φανέρωμα του Ελληνισμού, η απτοποίηση της Ιστορίας του. Ο τόπος αυτός ο ξέχειλος από ιερές, ηρωικές μνήμες, το άχραντο περιβόλι των ερειπίων πού έχουν πολλαπλά σπουδαιότερη σημασία κι αξία απ’ όση τα οικοδομικά μεγαθήρια των πλούσιων λαών. Αν καθόταν κανείς σιωπηλός μέσα σ' αυτά τα ερείπια προσπαθώντας ν' αφουγκραστεί από τα σπλάχνα τους τη φωνή του Έθνους ν' ανεβαίνει σαν βουερός ποταμός, αν ακουμπούσε τη ράχη του στον χλοϊσμένο τοίχο κάποιας εκκλησίας κι αφηνόταν περιμένοντας το χάδι των αγγέλων πού διασχίζουν τον θεοφιλή ουρανό μας, τότε θα γινόταν άλλος άνθρωπος. Θα ένιωθε ν' ανεβαίνει απ’ τα θεμέλια του εαυτού του μια καινούργια ψυχή γεμάτη νεύρο, περηφάνια και φιλοτιμία, η ελληνική ψυχή.
Σήμερα, τέτοια μυστικά μαθήματα, τέτοια ελληνοπρεπή παθήματα, τέτοιες εθνωφελείς μυήσεις δεν πραγματοποιούνται. Προσπερνούμε από τα ερείπια μας κι όταν τα επισκεπτόμαστε, είναι είτε για να χαρούμε τον ήλιο και τη φύση, είτε για να τα δείξουμε στους ξένους. Σ' αυτούς τους ξένους, όχι τους μυημένους αλλά τους ανυποψίαστους, ετοιμαζόμαστε να παραχωρήσουμε τα ιερά μας, τη χρήση και την αισθητική τους απόλαυση, προκειμένου να τους πάρουμε τα λεφτά. Οι Έλληνες πού έπρεπε, περνώντας από τις υψηλές δοκιμασίες τόσων αιώνων, να έχουν μάθει να ζουν με εγκράτεια και να δίνουν, όσο μπορούν περισσότερα να δώσουν στους άλλους, δε συλλογίζονται παρά μονάχα να παίρνουν. Εξαργυρώνουν την Ιστορία τους, μιαίνουν τους ιερούς τόπους μ' αναίσχυντο κερδοσκοπικό πάθος και φτάσαμε να ζούμε στον τόπο μας και να μην τον νιώθουμε κατάδικο μας. Και τούτο, γιατί δώσαμε το δικαίωμα στους πλούσιους τουρίστες να μπαίνουν και ν' αλωνίζουν στο χώρο αυτό πού είναι το πνευματικό ιερό της οικουμένης.
Ένα άλλο βασικό στοιχείο της ελληνικής μας περιουσίας είναι η γλώσσα μας. Έτσι πού πάμε με την επιπολαιότητα πού τη χρησιμοποιούμε υπηρετώντας αλλότριους σκοπούς, τη νιώθουμε να έχει χάσει τους χυμούς της, το βάθος και τη σαφήνεια των νοημάτων της. Κάνει εντύπωση δυσάρεστη το γεγονός πώς βιβλία νέων Ελλήνων συγγραφέων είναι γραμμένα σε γλώσσα παράλογη, πρόχειρη, χωρίς πόνο και χωρίς συνείδηση, γλώσσα τυχαία κι απρόσωπη.
Κι ας μη θυμηθούμε αυτή τη στιγμή με τι άθλιο συνήθως τρόπο μιλάμε εμείς οι Έλληνες τη γλώσσα μας, χωρίς να της δείχνουμε καμμιά στοργή και χωρίς να έχουμε καθόλου πάθος γι' αυτήν. Κι όμως, μέσα στα κόκκαλα της γλώσσας αύτης ακούγεται το σταθερό άσμα των περιπετειών της ελληνικής ψυχής. Υπομνηματίζει την Ιστορία μας, αποκαλύπτει τα βάθη της συνείδησης μας, μας ανεβάζει στους χώρους του αιώνιου.
Ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής περιουσίας είναι τα ελληνικά βιβλία. Από τον Όμηρο και τον Πίνδαρο ως τους σημερινούς άξιους και συνειδητούς Έλληνες συγγραφείς, όλα αυτά τα κείμενα πού έχει σωριάσει κλαίγοντας, στενάζοντας, πανηγυρίζοντας, εκστατική από το πάθος της δημιουργίας ή ελληνική ψυχή, αυτά αποτελούν τον απαράγραπτο, αναφαίρετο πλούτο των Ελλήνων. Οι εκλεκτοί του Έθνους μέσα στους αιώνες μαρτύρησαν και με το βίο και τα έργα τους έδωκαν αιώνια λαλιά στα μαρτύρια τους. Έθρεψαν τα βιβλία με το αίμα τους, χάλασαν το βίο τους για να μπορέσουν να σκαρφαλώσουν στο υψηλό δέντρο της δόξας και να κόψουν ένα κλωνάρι δάφνης. Οι περισσότεροι έφυγαν από τον κόσμο αυτό πικραμένοι κι αδικημένοι άπ6 τους συμπατριώτες τους, δηλητηριασμένοι από το φθόνο τους, περιφρονημένοι από τους «πρακτικούς», αφού έμειναν στο περιθώριο κι αφού οι ευτελείς πετροβόλησαν το λαμπερό κι ωραίο τους έργο. Αυτοί έφυγαν, όπως έφυγαν. Άλλα το έργο τους μένει. Δε θάπρεπε να το οικειωθούμε πιο βαθιά, να το μελετήσουμε μ’ ευθύνη και αφοσίωση, να προσπαθήσουμε να το μεταδώσουμε στα πέρατα της οικουμένης ; Δε θάπρεπε γονείς και δάσκαλοι να βάλουν στα χέρια των παιδιών μας τέτοια βιβλία, βιβλία θεμελιωτικά, βιβλία ελληνικά ;
Στην πατρίδα, βέβαια, γίνεται σήμερα μια σοβαρή και σωστή προσπάθεια προς την κατεύθυνση αυτή. Άλλα η νοοτροπία του κόσμου δεν έχει ακόμη αλλάξει αποφασιστικά. Το βιβλίο για τους πολλούς είναι πάρεργο, πολυτέλεια, υπόθεση του περιθωρίου, Και χρειάζεται να προσπαθήσουμε να συνειδητοποιήσουμε αυτή τη μεγάλη αλήθεια : πώς τα ελληνικά βιβλία είναι ή περιουσία του Έθνους μας, η μαρτυρία της ζωντάνιας της γλώσσας μας και της παρουσίας της μέσα στο σύγχρονο, σε κρίσιμη ώρα κόσμο μας. Είναι, —τα σωστά, ζωντανά βιβλία — η περηφάνεια, το καύχημα μας.
Φυσικά, περιουσία μας είναι και η Ιστορία μας. Αυτή τη διαπίστωση την κάναμε πολλές φορές, άλλα κάθε φορά πού αισθανόμαστε το Έθνος μας να πορεύεται έξω από την Ιστορία του, να περιπλανιέται σε ξένους χώρους, αντιλαμβανόμαστε πώς είναι ανάγκη να το ξαναπoύμε : είμαστε υπεύθυνοι αντίκρυ στην Ιστορία μας. Ή θα τη συνεχίσουμε, ή θα την ακυρώσουμε. Τα τελευταία χρόνια αδιάπτωτα την ακυρώνουμε, έχουμε βασικά ξεφύγει από το δικό της τόνο αξιοπρέπειας, απλότητας κι ασκητισμού. Και βέβαια, η Ιστορία μας έχει και τις σκοτεινές της σελίδες. Άλλα σε μια Ιστορία «σωματοειδή» κατά τον Πολύβιο, τον τόνο τον δίνουν οι κορυφές κι όχι τα βάραθρα. Ας σταθούμε, λοιπόν, — αν τολμούμε συνειδητά, γιατί το θράσος είναι νόμισμα πολύ ισχυρό σήμερα στην πατρίδα μας — αντίκρυ στις κορυφές της Ιστορίας του Έθνους μας κι ας τις βάλουμε κριτές της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας. Θα μας ακυρώσουν, θα μας αποκηρύξουν, αφού τίποτε δε φαίνεται να μας δίδαξε το παρελθόν.
Ας γίνουμε κάποτε πρακτικά περήφανοι γι' αυτό πού είμασταν. Περήφανοι όχι στους πανηγυρισμούς αλλά στην καθημερινή εθνική ζωή. Ας εκφράσουμε και πάλι τον τόνο της Ιστορίας μας σ' ένα κόσμο πού δοκιμάζεται σκληρά από  την   απιστία.
Και τέλος, περιουσία μας είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Τι σημαίνει Ορθοδοξία για μας, και πόσο πιο πάνω, δικαιωματικά, βρίσκεται η Εκκλησία από το Έθνος, αυτό μόνο οι αληθινοί, γεμάτοι πόνο Έλληνες μπορούν να το νοήσουν. Η Ορθοδοξία με τη δημοκρατική της οικουμενικότητα έδωκε το σωστό, αιώνιο τόνο στο Έθνος μας και αποκάλυψε στη συνείδηση του τα έσχατα της αλήθειας. Για τούτο βγήκε από τα σπλάγχνα της τέτοιο πάθος ελευθερίας, ελευθερίας πού ανέβηκε, κατά το δίδαγμα του Χρίστου, πάνω από το θάνατο. Εκείνοι πού αληθινά γνωρίζουν το βάθος της Ορθοδοξίας, έχουν βαθύτατα νιώσει πώς με καμμιά άλλη θρησκεία, με καμμιάν άλλη χριστιανική ομολογία δε μπορεί να συμπερπατήσει αρμονικά το Έθνος μας. Χωρίς σωβινισμό, είμαστε περήφανοι για την πίστη μας, έτοιμοι να ομολογήσουμε γι' αυτή, να συνομιλήσουμε γι' αυτή, να την εκφράσουμε αλλά χωρίς ν' αμφιβάλουμε, χωρίς ν' αναρωτιούμαστε. Η Ορθοδοξία αναπηδά από το αίμα των αληθινών Ελλήνων.
Είμαστε πνευματικά πλούσιοι. Κι όσο μανιάζουμε να πλουτίσουμε υλικά, τόσο χάνουμε πνευματικά. Το πνεύμα δεν αντέχει στους συμβιβασμούς, σιχαίνεται την τρυφή. Γιατί το πνεύμα, η περιουσία του λαού μας, ανθίζει πάνω σε πέτρες, σε κόκκαλα μαρτύρων και ηρώων, είναι ανάβαση σεμνή και περήφανη κι όχι τρυφηλό πανηγύρι. Κι όσο είμαστε μακρυά από αυτό το πνεύμα, Έλληνες αυθεντικοί δεν είμαστε.
Ιαν. 1967
Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΟΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΦΙΛΩΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου