Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2017

Οι οβίδες του Τραμπ στον πόλεμο ΗΠΑ - Γερμανίας



Αφού ο Τραμπ «νομιμοποίησε» το σκληρό Brexit, είναι προφανές ότι θα στηρίξει κάθε εθνική απόκλιση, διαφωνία ή «ανταρσία» που θα μπορούσε να προκύψει ενάντια στη γερμανική πολιτική για την Ευρωζώνη.

ΝΕΑ «ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ» ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΔΙΑΜΑΧΗ
Οι οβίδες του Τραμπ στον πόλεμο ΗΠΑ - Γερμανίας

Αν μείνουμε στην εικόνα ή καλύτερα στην εικονογράφηση, οι εντυπώσεις και τα συμπεράσματα παραπλανούν: Στο Βερολίνο, τελευταίο σταθμό μετά την Αθήνα της αποχαιρετιστήριας περιοδείας του Μπαράκ Ομπάμα στην Ευρώπη, ο αποχωρών πρόεδρος γευματίζει τετ α τετ με την Γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ και της παραδίδει τη σκυτάλη των φιλελεύθερων και δημοκρατικών αξιών της Δύσης, σαν να της ζητά να αντισταθεί στον επερχόμενο ανατρεπτικό τυφώνα Τραμπ.
Τα όσα ακολούθησαν στη μεταβατική περίοδο, και ιδίως οι δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ και των στενών του συνεργατών στις δύο πρώτες βδομάδες τους στο Λευκό Οίκο, σε συνδυασμό με τον αποχαιρετισμό Ομπάμα, δίνουν την ψευδαίσθηση μιας αιφνίδιας ανατροπής μιας στενής ειδικής σχέσης με αμερικανική πρωτοβουλία.
Η πραγματική εικόνα βρίσκεται στους αντίποδες, καθώς επί της οκταετίας Ομπάμα έφθασε σε βαθμό παροξυσμού, αν και με μια πιο πολιτικά ορθή ρητορική διατύπωση, μια συνολική κρίση εμπιστοσύνης.
Οι ΗΠΑ, που σε αντίθεση με τη Βρετανία της Θάτσερ και τη Γαλλία του Μιτεράν στην αρχική της αντίδραση στήριξαν δίχως επιφυλάξεις τη «fast track» ενοποίηση των δύο γερμανικών κρατών που προώθησαν οι Κολ και Γκένσερ μετά την πτώση του Τείχους τον Νοέμβριο του 1989, είδαν την ενιαία Γερμανία να επιλέγει μια συμμαχική αλληλεγγύη «αλά καρτ», σε ευθεία συνέχεια μιας διαφοροποίησης από την ατλαντική ευθυγράμμιση και νομιμοφροσύνη της Δυτικής Γερμανίας που χάραξε ο Μπραντ μετά το 1969 -με την Οστπολιτίκ- και συνέχισαν ο Σμιτ και ο Κολ.
Η ενιαία Γερμανία δεν διερρήγνυε τη συμμαχική αλληλεγγύη με τις ΗΠΑ, αλλά επένδυε ταυτόχρονα στη χειραφέτηση της ΕΕ υπό τη δική της ηγεμονική πρωτοκαθεδρία και σε μια ειδική σχέση με τη Ρωσία. Η στρατηγική σύμπλευσή της με την Ουάσιγκτον δεν ήταν πλέον δεδομένη, αλλά είχε ως προαπαιτούμενο να μη θιγούν οι άλλες δύο κύριες στρατηγικές της αναφορές. Οι ρωγμές ανάμεσα στις δύο χώρες ήταν ορατές ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990.
Απρόθυμος συνεταίρος
Δύο πρόεδροι των ΗΠΑ, πρώτος ο Τζορτζ Μπους πατήρ και δεύτερος ο Μπιλ Κλίντον, συμπύκνωσαν το όραμά τους για την ειδική σχέση με τη Γερμανία στη φράση «συνεταίροι στην ηγεμονία» (partners in leadership). Επί της ουσίας έβλεπαν την ενιαία Γερμανία ως υπ' αριθμόν 2 παγκόσμια δύναμη, με τις ανάλογες ευθύνες και υποχρεώσεις, όχι μόνον στην Ευρώπη αλλά σε παγκόσμια κλίμακα.

Το... ρομαντικό δείπνο του Μπαράκ Ομπάμα με την Ανγκελα Μέρκελ στο Βερολίνο δεν κρύβει τη διάσταση απόψεων μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας, ειδικά στη διαχείριση της οικονομικής κρίσης.

Η Βόννη και στη συνέχεια το Βερολίνο δεν συγκινήθηκαν από την προσφορά των ΗΠΑ και επέλεξαν να υπερασπίζουν τα ζωτικά τους συμφέροντα μακριά από κάθε είδους πλαίσιο συμμαχικής δέσμευσης: Συγκεκριμένα, πιστή στην ενεργειακή συμμαχία που είχε εγκαινιάσει στη δεκαετία του 1970 με την ΕΣΣΔ, η Γερμανία δεν ακολούθησε την Ουάσινγκτον στον ενεργειακό ανταγωνισμό με τη Μόσχα, αλλά με τη συμφωνία για τον υποθαλάσσιο αγωγό Northstream παρέκαμψε χωρίς συζήτηση την προσπάθεια της Ουάσιγκτον να αποδυναμώσει την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Ρωσία. Σε δύο περιπτώσεις -στη Γιουγκοσλαβία το 1991 και στην Ουκρανία το 2013- η Γερμανία πήρε πρωτοβουλίες αμφισβήτησης του στάτους κβο σε επίπεδο εθνικής εξωτερικής πολιτικής, χωρίς να ενδιαφερθεί για ευρωπαϊκή συναίνεση και νατοϊκή αλληλεγγύη και χωρίς να έχει την πολιτική βούληση και τη στρατιωτική ισχύ να παρέμβει, με τη βεβαιότητα ότι θα το πράξουν οι ΗΠΑ για λογαριασμό τους.
Να ανακεφαλαιώσουμε: Χωρίς απειλή από την Ανατολή, με τις ΗΠΑ να πληρώνουν ιλιγγιώδη ποσά για να διατηρούν μια παγκόσμια σταθερότητα επωφελή για το σύνολο της Δύσης, η Γερμανία αρνούμενη να αναλάβει το κόστος που της αναλογεί στην άμυνα, επικαλούμενη ιστορικές ενοχές, προέβαλλε να είναι ο μεγάλος ωφελημένος της μεταψυχροπολεμικής εποχής. Διότι αντί να εγκλωβισθεί σε μια διμερή αποκλειστική ειδική σχέση με τις ΗΠΑ, έδινε ανάλογη στρατηγική βαρύτητα στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση και στη στενή σχέση με τη Ρωσία.
Μια πολιτική πολλών ειδικών σχέσεων που παρέπεμπε περισσότερο στην πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική του Μπίσμαρκ το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα παρά στον αποκλειστικό φιλοαμερικανισμό του Αντενάουερ μετά το 1949.
Η μεγάλη ανατροπή
Η κρίση εμπιστοσύνης ΗΠΑ-Γερμανίας κορυφώθηκε την άνοιξη του 2003, όταν ο καγκελάριος Σρέντερ μαζί με τη Γαλλία του Σιράκ εναντιώθηκαν στην εισβολή στο Ιράκ και εγκαινίασαν τριμερείς διαβουλεύσεις με τον Πούτιν. Αυτό που καταγραφόταν τότε δεν ήταν ενδοσυμμαχική κρίση αλλά ανοικτή αντιπαλότητα. Οι ηγεσίες άλλαζαν, αλλά η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ συνεχιζόταν, με αποκορύφωμα το βέτο Μέρκελ - Σαρκοζί στην προσχώρηση της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ που προωθούσε ο Τζορτζ Μπους υιός στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι την άνοιξη του 2008.
Η ώρα της αλήθειας έφθασε όμως όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση τον Σεπτέμβριο του 2008, αμέσως μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, με τις ΗΠΑ και τη συντριπτική πλειοψηφία της ΕΕ να αναζητούν κοινή στρατηγική και το Βερολίνο να αρνείται ότι η κρίση αφορά την Ευρώπη, καθώς τη χαρακτήριζε αμερικανική!
Ποιος δεν θυμάται τη μόνιμη δημόσια σύγκρουση -ακόμη και μπροστά στις κάμερες- του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με τους δύο υπουργούς Οικονομικών του Ομπάμα, πρώτα τον Τίμοθι Γκάιτνερ και στη συνέχεια τον Τζακ Λιου. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών στις πιέσεις των ΗΠΑ για χαλάρωση της λιτότητας και πολιτικές αύξησης της ζήτησης απαντούσε περιφρονητικά ότι αυτοί που ευθύνονται για την κρίση δεν δικαιούνται να δίνουν συμβουλές σε άλλους.
Το παραπάνω σκηνικό ανάμεσα σε ΗΠΑ-Γερμανία επαναλαμβανόταν σε κάθε Σύνοδο Κορυφής των G-7 και των G-20, με τον Σόιμπλε σταθερά απέναντι στην Ουάσιγκτον και στους κυριότερους εταίρους του στην ΕΕ-Ευρωζώνη.
Όμως επί θητείας Ομπάμα οι εχθροπραξίες διευρύνθηκαν και σχεδόν πήραν τη μορφή εμπορικού πολέμου: Εξοντωτικά πρόστιμα των αμερικανικών Αρχών στη Siemens, τη Volkswagen και την Deutsche Bank, με την Κομισιόν προφανώς υποκινούμενη από το Βερολίνο να επιβάλλει εξοντωτικά πρόστιμα στην Apple και την Google!
Αυτό ήταν το... ειδυλλιακό τοπίο στις σχέσεις μεταξύ Ομπάμα και Μέρκελ - Σόιμπλε που ήλθε να «διαταράξει» ο Ντόναλντ Τραμπ...
Κι άλλα Brexit;
Παρά τη ρητορική για μια ευρωπαϊκή συσπείρωση απέναντι στον Τραμπ που διακινεί το Βερολίνο -και για διαφορετικούς λόγους το Παρίσι-, η Γερμανία δεν έχει διάθεση σε μια εκλογική χρονιά και με δεδομένη την υπαρξιακή κρίση που διέρχονται ΕΕ και Ευρωζώνη να προβεί σε επιθετικές κινήσεις, και πολύ περισσότερο να πάρει την πρωτοβουλία και την ευθύνη μιας μετωπικής σύγκρουσης με την Ουάσιγκτον.
Άλλωστε, οι συνεργάτες του Τραμπ, με πιο πρόσφατη περίπτωση τον Ναβάρο, δεν λένε κάτι διαφορετικό από τις εντός Ευρωζώνης βολές κατά των Μέρκελ - Σόιμπλε, ότι δηλαδή τα ελλείμματα του Νότου οφείλονται στα πλεονάσματα της Γερμανίας.
Στο πώς θα κινηθεί ο Τραμπ δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία: Αφού έδωσε στήριξη, νομιμοποίηση και προοπτική στο σκληρό Brexit που επέλεξε η Μέι ως απάντηση στο σκηνικό του τιμωρητικού διαζυγίου που ήθελε να στήσει ο Σόιμπλε, είναι προφανές ότι θα στηρίξει κάθε εθνική απόκλιση διαφωνία ή «ανταρσία» που θα μπορούσε να προκύψει ενάντια στη γερμανική πολιτική για την Ευρωζώνη από τις εκλογικές αναμετρήσεις στην Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ιταλία.
Εύλογα τίθεται το ερώτημα αν η συσπείρωση εναντίον του Τραμπ μπορεί να αποτρέψει την αξιοποίηση των ρηγμάτων στην ευρωπαϊκή ενότητα από την Ουάσιγκτον.
Το ερώτημα είναι από μόνο του αυτοαναιρούμενο, καθώς σε μια εκλογική χρονιά που η Μέρκελ και ο Σόιμπλε πιέζονται από την «Εναλλακτική για τη Γερμανία» και έχουν ως προτεραιότητα να δείξουν ότι δεν υποθηκεύουν την εθνική κυριαρχία με αμοιβαιοποίηση των κινδύνων, κοινό δανεισμό και μεταφορά πόρων εντός της Ευρωζώνης, είναι αδύνατον να καταγγείλουν τον Τραμπ και να ηγηθούν αντιαμερικανικής συσπείρωσης για μια επιθετική εθνικιστική πολιτική περιχαράκωση της οποίας είναι οι πρώτοι διδάξαντες από την άνοιξη του 2010, την έναρξη δηλαδή της κρίσης στην Ευρωζώνη.
Άλλωστε, ακόμη και αν είχε παραμείνει στην εξουσία ο Ομπάμα και τασσόταν υπέρ της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, είναι αμφίβολο αν θα μπορούσε να συγκρατήσει την πλημμυρίδα του αντισυστημικού ευρωσκεπτικισμού, καθώς η παρέμβασή του κατά του Brexit μάλλον δεν ωφέλησε τους οπαδούς της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ.
Εξάλλου, μόνο στη Γαλλία -που είναι εγκλωβισμένη εδώ και δεκαετίες στην αυτόματη πρόσδεση στη Γερμανία- οι Μακρόν και Φιγιόν συνηγορούν υπέρ μιας ευρωπαϊκής συσπείρωσης κατά του Τραμπ, δηλαδή υπέρ της Γερμανίας, μια τοποθέτηση που στέλνει ψηφοφόρους στη Λεπέν...
Γιώργος Καπόπουλος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου