Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

ΛΟΥΛΑΣ Δ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ : Οι τρεις Λεύκες



Οι τρεις Λεύκες

Στον κήπο του πατρικού σπιτιού, έβλεπα από μικρή τρείς λεύκες να .μεγαλώνουν. "Έμοιαζαν κι αυτές, ίδια σαν και μένα; και τις αδερφές μου. Τις, είχε φυτέψει ο πατέρας μου. Τις φρόντιζε και τις καμάρωνε, όπως και μας. Κι αυτές ολοένα κι ανέβαιναν προς τα ύψη. Δίπλα τους έριχναν τον ίσκιο τους κι άλλα δέντρα. Δυο κορομηλιές, μια ροδιά, μια μυγδαλιά κι αμέτρητες τριανταφυλλιές. Χαρά Θεού είταν εκείνος ο κήπος. Βγαίναμε όλες τις ώρες και παίρναμε ανάσα βαθειά. Πιο πολύ την Άνοιξη και το Καλοκαίρι. Ο πατέρας καλλιεργούσε λογής-λογής φυτά. Χαιρόταν να κλέβει ώρες από την άλλη δουλειά του και ν’  ασχολείται με τον κήπο.
Οι αδελφές μου και ‘γω κει μέσα μεγαλώσαμε. Διαβάζοντας, κεντώντας, παίζοντας κρυφτό πίσω από τα δέντρα.  Έρχονταν κι άλλες φιλενάδες και μας έβρισκε το δειλινό σιμά στο πεζούλι της εξώπορτας —γωνιά μικρή κι αγαπημένη— να λέμε τα δικά μας. Χαρές και λύπες της ζωής. Τα πρώτα ερωτικά κρυφομιλήματα. Τις έννοιες των σχολικών εξετάσεων, κάτι για τους βαθμούς, πού παίρναμε η μια και η άλλη. Κάτι για τα ρούχα πού φοράγαμε. Όλα έπρεπε να τα πούμε. Όλα στριφογύριζαν  στο μυαλό μας και για  όλα έτρεχε η σκέψη μας.
*  *. *
'Ένα βράδυ, ο πατέρας μας μάζεψε και, τις τρεις κοπέλες, νωρίς μέσα. Καταλάβαμε, πώς κάτι σοβαρό έτρεχε στο σπίτι. Ο πατέρας μιλούσε σιγανά στη μάνα μας, στην άλλη κάμαρη. Η πόρτα είτανε κλειστή. Δεν μπορούσαμε ν' ακούσουμε τι λέγανε, Μα η μητέρα σα να σιγόκλαιγε. Κάθε τόσο του έλεγε, να πάει να δανειστεί χρήματα από τα’ αδέρφια της, μα κείνος έλεγε βιαστικά κι απότομα: «"Όχι, όχι. Δε θέλω.  Ό,τι κάνουμε όλοι μας Μαρί. Ακούς; Μόνοι μας».
Η πόρτα άνοιξε επιτέλους. Πρώτη πέρασε η μητέρα, μας κοίταξε όλες κλαμμένη κ' υστέρα πήγε και κάθισε σ’ ένα ψηλό σκαμνί. Ο πατέρας έστεκε όρθιος κι αμίλητης. Ήρθε και μας χάιδεψε στο κεφάλι και τις τρείς. Την Αθανασία, την Ήλεκτρα; και μένα. Σιγά - σιγά ένα πικρό χαμόγελο ξημέρωσε στο πρόσωπο του. Έβγαλε ένα τσιγάρο, μα γρήγορα μετάνιωσε και δεν το κάπνισε. Το ξανάβαλε στο κουτί, πήρε απόφαση και κάθισε κι αυτός κοντά στη μητέρα. Τελικά το αποφάσισε και μίλησε:
—Κορίτσια οι δουλειές στο μαγαζί δεν πάνε καλά. Κατρακυλάμε από τα χρέη. Γι’ αυτό, το σπίτι πρέπει να πουληθεί. Κάτι θα μας δώσει, ίσαμε να σταθούμε πάλι στην αγορά όρθιοι. Μεγάλος βλέπετε  ο συναγωνισμός.
—Και το περβόλι, πατέρα κι αυτό θα πουληθεί; τόλμησα να ρωτήσω με την παιδική μου  αφέλεια.
—Ναι παιδί μου και το περβόλι. Κι αυτό συνοδεύει  το   σπίτι.
—"Ω Θεέ μου, φώναξα με καημό κι έβαλα γοερά  κλάματα.
Το ίδιο έκαναν και οι αδερφές μου. Τρέξαμε κ' οι τρείς έξω στον κήπο, καθίσαμε στο πεζούλι και ξεσπάσαμε σε θρήνο. Θυμάμαι πώς σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα ένα-ένα τα δέντρα. Τα χάιδεψα με τα δακρυσμένα μάτια μου και μετά το βλέμμα μου καρφώθηκε σιωπηλό στις τρείς λεύκες. Τις κοίταζα και δεν έβγαζα λέξη από το στόμα:, Μου φάνηκαν και κείνες σαν άνθρωποι. Ίδια σα γυναίκες του ψηλού χωριού. Με τα μαντήλια τους με τις φαρδιές πουκαμίσες, με κείνες τις φούστες,, πού έφταναν ίσαμε τα χοντρά λασπωμένα παπούτσια. Με κοίταζαν κι αυτές, σα να μου λέγανε: «Και τι βγαίνει μαθές κορίτσια μου με τα κλάματα; Δίνετε έτσι καμιά βοήθεια στον πατέρα σας; Δεν τον βλέπετε, τί αγώνα κάνει για να σταθεί; Το μαγαζί θέλει ανθρώπους ολημερίς στο πόδι. Εμπορικό είναι αυτό, δεν είναι παιγνίδι., Σκεφθήκατε καμιά σας, να πάει και να δουλέψει;  Και με τα κλάματα τί βγαίνει». Δεν έβρισκα λογία να δώσω απάντηση. Μονάχη μου τα σκεφτόμουνα, μονάχη μου τα έπαιρνα πίσω. Ώσπου βρήκα δύναμη και το είπα στις αδερφές μου.
—Ακουστέ με καλά. Πρέπει να βοηθήσουμε τον πατέρα,
Σήκωσαν το κεφάλι και με κοίταξαν με απορία.
—Σαν τί βοήθεια μπορούμε να του δώσουμε εμείς;
—Να πάμε να δουλέψουμε κοντά του. Τώρα  πού τέλειωσε και η σχολική χρονιά. Κ’ υστέρα, οποία θάχει σχολείο πρωί θα πηγαίνει το απόγευμα.
—Και μας θέλει; είπαν κ' οι δυο μ’ ένα στόμα.
—Μας  θέλει, απάντησα κοφτά.
Είμουνα η μεγαλύτερη. Μ' ακούγανε σε ό,τι απόφαση έβγαζα. Έπειτα τους μίλησα και πιο αυστηρά. Τους είπα για τα περιττά μας έξοδα. Να μη ζητάμε φουστάνια και ραψίματα όλες τις ώρες. Καλά είτανε και τα περσινά μας ρούχα. Να μη ζητάμε φρούτα πολλά και μπιφτέκια. Κινηματογράφο κάθε τόσο κι όλο ταξίδια στην Αθήνα. Αυτά τα έξοδα έπρεπε να κοπούν, γιατί θα μας περίμενε μεγαλύτερη φτώχια, απ’ όση φοβόμασταν.
Το ίδιο κι όλας βράδυ του είπαμε την απόφαση μας. Μάνα και πατέρας έμειναν με το στόμα ανοιχτό.  Ύστερα ο πατέρας σηκώθηκε και μας αγκάλιασε στοργικά όλες. Κάτι πήγε να πει, μα η συγκίνηση δεν τον άφησε.
Το μαγαζί του πατέρα σώθηκε. Δουλέψαμε και τα τρία κορίτσια εκεί και θαρρείς, του φέραμε τύχη ανέλπιστη. Η μητέρα είχε να το πει.
—Τα κορίτσια, Σπύρο, σου άλλαξαν τις μέρες  στο καλύτερο.
—Ούτε να λέγεται! συμφωνούσε ο πατέρας  και   μας καμάρωνε.
Συχνά έσκυβε στο αφτί της μητέρας και κάτι της  έλεγε  κρυφά,   Μα εγώ μάντευα τι της έλεγε και κοκκίνιζα ως τις ρίζες των μαλλιών μου. Της έλεγε, λοιπόν, ο πατέρας, πώς οι πελάτες έμπαιναν στο μαγαζί για να καμαρώσουν εμάς τα κορίτσια. Τη σβελτάδα, το γλυκό μας λόγο και γιατί να το κρύψω την ομορφιά και τα δροσερά μας νιάτα. Κι αλήθεια και οι τρεις μας, είμασταν όμορφες. Μα πιο πολύ όμορφη είταν η Ηλέκτρα. Ψηλή,, μελαχρινή, με γλυκά αμυγδαλωτά μάτια. Δεν υστερούσαμε και μείς. Δεν ξέρω, ποια παράβγαινε την άλλη. Η Αθανασία, ή εγώ. Συχνά - συχνά κοιταζόμασταν κ’ οι δυο στον καθρέφτη. Εκείνο το μεγάλο καθρέφτη, πού στόλιζε το σαλόνι του σπιτιού μας. Δώρο παλιού ναυτικού από τη Βενετία στη γιαγιά μας. Είχε μεγάλη ιστορία εκείνος ό καθρέφτης. Ας, είναι, ποιος, να την ανιστορεί τώρα. Η γιαγιά παντρεύτηκε τον παππού  Αλέξανδρο, μα εκείνος χάθηκε νωρίς με τα καράβια στον ωκεανό. Έμεινε χήρα η καημένη ή γιαγιά να μοιρολογεί κρυφά και φανερά τον αγιάτρευτο καημό της.
Εκεί, λοιπόν, στον καθρέφτη της Βενετίας κρυφοκαμαρώναμε τα νιάτα μας. Γλυκογελούσαμε και   πειράζαμε η   μια την άλλη.
—Εγώ θα παντρευτώ το γιό του Δήμαρχου. Έλεγε   η   Αθανασία.   Και μείς   την πειράζαμε.
—Να μην το σκέφτεσαι αυτό μικρούλα μου·
—Γιατί;  ρωτούσε ξαναμμένη εκείνη.
—Γιατί ο  κύριος Περικλής αγαπάει άλλη!  
—Ποια   καλέ;
    Εμένα !
    Κι  εμένα!
Φωνές και γέλια. Κ' η μητέρα έβγαινε και μας αγρίευε τότε,
—Για συμμαζευτείτε σας παρακαλώ. Τί ντροπής πράματα είναι ετούτα. Παντρολογήματα από  τα  δεκαέξη.
Είμουνα η μεγαλύτερη. Έπιανα δεν έπιανα τα δεκάξη. Οι αδερφές μου είτανε μικρότερες και δίδυμες. Μόλις πού τρέχανε στα δεκατέσσερα. Μα τί μ' αυτό. Εμείς το νυμφίο τον είχαμε στο νου. Και δεν άργησε ναρθει και για τις τρεις. Κοντά-κοντά παντρευτήκαμε. Ας είναι καλά το μαγαζί. Μα πιο πολύ ο κήπος και οι ψηλές μας λεύκες. Αυτές μου δώσανε τη σκέψη της δουλειάς!. Αυτές λογάριαζα κι αγαπούσα. σ' όλη μου τη ζωή. Αυτές καμαρώνω και στις φωτογραφίες τώρα. Γιατί ούτε το σπίτι το πατρικό υπάρχει πια.   Ούτε και οι τρεις ευλογημένες λεύκες...

ΛΟΥΛΑ Δ.  ΚΏΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ

ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου