Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2017

Οι αποκριές στην Ελλάδα


Η Αποκριά
Μια σημαντικότατη γιορτή καρναβαλικού χαρακτήρα, που τελείται σε ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο πριν από την περίοδο της Μεγάλης Σαρακοστής είναι η γιορτή της Αποκριάς (ή των Αποκριών ή Αποκρεών), μια περίοδος διασκέδασης κι ανεμελιάς, που σημάνει το οργιαστικό ξέσπασμα της ζωής και την εκδίωξη του θανάτου, τον ερχομό της άνοιξης και το τέλος του χειμώνα, την ευφορία της γης και τη γονιμότητα -φυσική και πνευματική- όλων των υπάρξεων. Η γιορτή αυτή είναι ένα χαρούμενο καλωσόρισμα στο Πνεύμα της Θεότητας που κατακλύζει τα πάντα, και μεταβάλει το θάνατο σε ζωή, τη θλίψη σε χαρά, συμπαρασύροντας τους ανθρώπους και τη φύση σε μια θεία ιερή μέθη, γεμάτη από την αγάπη για τη ζωή και το χτίσιμο ιδανικών.
Η Αποκριά σε οποιοδήποτε μέρος γιορταζόταν, περιλάμβανε μεταμφιέσεις και αποκτούσε πάνδημο χαρακτήρα. Οι ρωμαιοκαθολικοί την καθιέρωσαν πριν από εκατοντάδες χρόνια στην Ιταλία. Ήταν μια ξέφρενη εορτή αμφίεσης, που την ονόμαζαν Carnevale, από το λατινικό carnem levare ή carnis levamen, που σημαίνει «αποχή από το κρέας», εφόσον τη γιορτή ακολουθούσε η Σαρακοστή, όπου δεν επιτρεπόταν η βρώση κρέατος. Οι κυριότερες εκδηλώσεις της Αποκριάς των καθολικών συνηθίζονται πλέον κατά τις τρεις τελευταίες μέρες της κρεοφαγίας, δηλαδή Κυριακή, Δευτέρα και Τρίτη (γνωστή στα γαλλικά ως Mardi Gras, Αμαρτωλή Τρίτη). Η επόμενη μέρα, η Καθαρή Τετάρτη (Mercredi des Cendres = Τετάρτη των Τεφρών) είναι η αρχή της νηστείας της Σαρακοστής (Careme), αντίστοιχη της δικής μας Καθαρής Δευτέρας.


Οι Αποκριές στην Ελλάδα
Οι Αποκριές στην Ελλάδα, που αποκαλούνται από το λαό και «Μεγάλες Αποκριές» στην Κύπρο «Μεγάλες Σήκωσες» διαρκούν τρεις εβδομάδες και ξεκινούν την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μαζί με το Τριώδιο -το βιβλίο των εκκλησιαστικών ύμνων, που ψάλλονται στην εκκλησία από την εν λόγω Κυριακή μέχρι το Μεγάλο Σάββατο. Οι επόμενες τρεις Κυριακές των Αποκριών είναι η Κυριακή του Ασώτου, της Απόκρεω και της Τυρινής. Η Κυριακή της Τυρινής σημάνει τη λήξη αυτή της περιόδου και την έναρξη της μεγάλης Σαρακοστής, από την Καθαρά Δευτέρα. Η πρώτη εβδομάδα ονομάζεται Προφωνή, Προφανή, Προφωνέσιμη ή Προφωνήσιμη, επειδή προφωνείται (ανακοινώνεται) η έναρξη των Αποκριών, επίσης Συγκόκαλη ή Απόλυτη, επειδή δεν εφαρμόζεται η νηστεία της Τετάρτης και της Παρασκευής, καθώς και Αμολυτή, Αποβολή ή Απόλυτη, γιατί τότε απολύονται οι ψυχές των αποθαμένων και βγαίνουν στον Επάνω Κόσμο· επιπλέον, αποκαλείται Λόκρια, Αρνοβδομάδα, Αρτσι Βούρτσι ή Αρτσι Μπούρτσι.
Η δεύτερη εβδομάδα λέγεται Κρεατινή, γιατί θεωρείται η περίοδος της κρεοφαγίας που σταματάει την Κυριακή της Απόκρεω, τελευταία ημέρα που οι χριστιανοί επιτρέπεται να φάνε κρέας. Η τρίτη και τελευταία εβδομάδα, που ξεκινάει μετά την Κυριακή της Απόκρεω, ονομάζεται της Τυρινής ή Τυροφάγου, γιατί περιλαμβάνει βρώση τυροκομικών.
Ιδιαίτερη θέση στην Κρεατινή εβδομάδα κατέχει η Τσικνοπέμπτη (ή Τσικνοπέφτη) και το Ψυχοσάββατο (ή Σάββατο των Ψυχών). Την Τσικνοπέμπτη η τσίκνα είναι διάχυτη παντού, καθώς οι άνθρωποι γιορτάζουν ψήνοντας κρέατα έξω από το σπίτι, κάτι που έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες, επειδή πίστευαν ότι οι νεκροί πετούσαν γύρω από τις φωτιές και γευμάτιζαν από τον καπνό και την τσίκνα. Ανάλογα, το Ψυχοσάββατο είναι αφιερωμένο στη λατρεία των νεκρών με προσφορά γευμάτων πάνω στους τάφους. Αυτά τα δύο έθιμα προέρχονται από τα Ανθεστήρια, που περιλάμβαναν προσφορές σπονδών και τροφίμων στους νεκρούς, για τους οποίους πίστευαν ότι τριγυρνούσαν εκείνες τις μέρες ανάμεσα στους ζωντανούς.


Αποκριάτικα Έθιμα στην Ελλάδα

Τα παλαιότερα χρόνια στον τόπο μας οι μέρες της Αποκριάς προσλάμβαναν ένα ιδιαίτερο λαϊκό χρώμα. Στο πλαίσιο του παραδοσιακού πανηγυρισμού οι άντρες μεταμφιέζονταν σε γυναίκες και αντίθετα, γινόταν η περιφορά του καρνάβαλου, του γαϊτανακιού και της καμήλας, με ομίλους χορευτών να γυρνάνε τις συνοικίες σκορπίζοντας το κέφι. Αναβίωναν διάφορες προλήψεις, μαντείες και δεισιδαιμονίες, ψάλλονταν εύθυμα και άσεμνα τραγούδια, γίνονταν εικονικές δίκες και επικρατούσε ένα γενικό ξεφάντωμα, μια γενική ευωχία.
Άναβαν φωτιές, που ονόμαζαν «Φανούς», «Κλαδαριές», «Μπουμπούνες», «Καψαλιές», «Χαλαούζιες» ή «Καλολόγους»· γύρω τους έστηναν χορούς και τις πηδούσαν με ευχές για υγεία και καλή τύχη, αντλώντας τη δύναμη που η φωτιά πίστευαν ότι έκρυβε. Στις μεταμφιέσεις χαρακτηριστικές μορφές ήταν ο γέρος, η νύφη και ο γαμπρός, ο αράπης και η αραπίνα, ο γιατρός και ο βοηθός του, ο παπάς και ο σατανάς, η καμήλα, η αρκούδα κ.λ.π. Αλλοτε πάλι έδιναν υπαίθριες παραστάσεις, κωμικού περιεχομένου, ενώ διαδεδομένα ήταν και τα κοινά συμπόσια.
Γέννηση, ανάπτυξη, γάμος, θάνατος και αναγέννηση του ήρωα, είναι ένα δράμα που παίζεται ακατάπαυστα. Είναι η ανακύκλωση της ζωής, στην οποία συμμετέχει ολόκληρη η κοινότητα, στην αγορά του χωριού ή της πόλης. Μέσα από τις μάσκες, τα ανδρείκελα, τις μεταμφιέσεις οι άνθρωποι «γίνονταν ένα σώμα» και βίωναν την αναγεννητική διαδικασία. Γιόρταζαν πάνω από όλα τον ερχομό του νέου -του νέου χρόνου, της νέας άνοιξης, της νέας ζωής- το καινούργιο που εμφανίζεται στον κόσμο.
Αυτά τα αποκριάτικα έθιμα διατηρούνται ακόμα και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπως στο Σοχό Λαγκαδά στη Θεσσαλονίκη, με πανηγυρισμούς, με αγερμούς και τραγούδι, από μεταμφιεσμένους με προβιές τράγου, ψηλά καλύμματα στο κεφάλι από πολύχρωμες κορδέλες, γουρουνοτσάρουχα στα πόδια και μάσκες με πούλιες και μακριά μουστάκια· κρατώντας ξύλινο γιαταγάνι ή αγκλίτσα, ταγάρι με ούζο, κρασί και πορτοκάλια, περπατούν ρυθμικά, πηδούν και σείονται, κουδουνίζουν και τραγουδούν, κερνούν τους ανθρώπους, πότε στα μαγαζιά και τις ταβέρνες, πότε στους δρόμους.
Στη Θράκη, κατά το παλιό αποκριάτικο δρώμενο του «Καλόγερου», η καμπουρίτσα Μπάμπω γεννάει ένα εφταμηνίτικο μωρό που μεγαλώνει στο άψε-σβήσε. Το καλάθι δεν το χωράει, τρώει και πίνει τον περίδρομο, ανδρώνεται, γυρεύει γυναίκα, παντρεύεται, έρχεται στα χέρια με τον κουμπάρο του, σκοτώνεται, μοιρολογιέται και κηδεύεται. Ξαφνικά όμως ανασταίνεται θαυματουργά και οργώνει τη γη μαζί με το μετανιωμένο του φονιά. Ο θάνατος και η ανάσταση του γαμπρού μας παραπέμπουν στο θάνατο του Διόνυσου το χειμώνα και στην ανάστασή του την άνοιξη, ενώ το καλάθι της γριάς το Λίκνο του, που χρησίμευε ως κόσκινο και κούνια (Λικνίτης ήταν γνωστή επωνυμία του Διόνυσου).
Στην ίδια περιοχή τη Δευτέρα της Τυρινής εβδομάδας τελείται ο «Μπέης» ή «Κιοπέκ Μπέης», ευετηριακό δρώμενο, με αγερμούς, ευχές σε κάθε σπίτι για «καλοχρονιά με πολύ στάρι και πολύ κριθάρι», εικονικό όργωμα, εικονική σπορά και αγώνες  -πήδημα, ρίξιμο πέτρας, τρέξιμο, πάλη- χορούς και τραγούδια. Στη Νάουσα «Μπούλες» και «Γενίτσαροι» με παραδοσιακές στολές και προσωπίδες, χορεύουν σε ομάδες, με ήχους ζουρνάδων και νταουλιών, σε ανάμνηση των αρματολών της τουρκοκρατίας, που κυκλοφορούσαν μεταμφιεσμένοι τις Αποκριές για να κρύβονται.
Στα χωριά του Παγγαίου, κατά το πανάρχαιο διονυσιακό έθιμο της Ντερβένας, που ανάγεται στην πυρολατρεία των αρχαίων χρόνων, οι άνθρωποι πηδούν πάνω από μεγάλες φωτιές (ντερβένες), που έχουν διπλό σκοπό· αφενός ζεσταίνουν τις καρδιές, αφετέρου εξαγνίζουν τους ανθρώπους, απαλλάσσοντάς τους από τα παλιά ακάθαρτα στοιχεία, σε μια φυσική και πνευματική αναγέννηση, με τον ερχομό της άνοιξης και της Ανάστασης του Πάσχα. Εξάλλου, η φωτιά είχε ανέκαθεν εξαγνιστικό χαρακτήρα και προκαλεί την κάθαρση, την αναγέννηση.
Στη Σκύρο έχουμε τους τραγόμορφους Γέρους και τις Κορέλες, σε ένα ερωτικό παιχνίδι, με μεταμφιεσμένους που σηκώνουν πάνω τους πολλά κουδούνια, συχνά τριάντα, πενήντα ή και περισσότερα, προκαλώντας πανδαισία ήχων. Στη Ζάκυνθο γίνονται θεατρικές παραστάσεις, οι λεγόμενες «Ομιλίες», αλλά και απαγγελίες αυτοσχέδιων σατιρικών στίχων με έντονη αθυροστομία. Στο Δαφνί της Σπάρτης οι άνδρες μεταμφιέζονται σε νύφη και γαμπρό, και επικρατούν αυτοσχέδιοι διάλογοι, χοροί γύρω από εθιμικές φωτιές, τραγούδια, κέφι, τολμηρά πειράγματα και κρασί.
Ο «Πεθαμένος στη Γκούβα», ένα Δρώμενο των Σαρακατσάνων της Ηπείρου με έντονο το στοιχείο της μαγείας, άρχιζε με το ηλιοβασίλεμα της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς και τελείωνε τα χαράματα της Καθαρής Δευτέρας. Ένας θίασος ανδρών υποδυόταν το γαμπρό, τη νύφη, τα πεθερικά, τους γέρους, το γύφτο και άλλα πρόσωπα. Οι γέροι φορούσαν μάσκες και κάπες από προβιές ζώων, κουδούνια στη μέση, ενώ κρατούσαν μεγάλα ραβδιά, με τα οποία χτυπούσαν τη γη. Ένας τσοπάνης ξάπλωνε πεθαμένος μέσα σε μια γκούβα (γούβα ή λάκκος) και ο θίασος τον μοιρολογούσε, ενώ στο τέλος χόρευαν, με πρωτοχορευτή τον πεθαμένο και αναστημένο τσοπάνη.

Η λήξη των Αποκριών σηματοδοτείται από την πομπή και το κάψιμο του καρνάβαλου. Είναι σημάδι ότι η γεύση της Ελευθερίας, της ανεμελιάς και της ουσίας της Ζωής τελείωσε και ο σκλάβος-άνθρωπος πρέπει να επιστρέψει στην φυλακή της καθημερινότητας του αναλαμβάνοντας και πάλι τον ρόλο του πεπρωμένου του. Μέχρι τον επόμενο χρόνο … αν είναι ζωντανός!

http://terrapapers.com/?p=43228

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου