Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

Μέλπω Αξιώτη : Ο γυρισμός


Pieter Bruegel the Elder - Winter Landscape with Skaters and Bird Trap



Ο γυρισμός

Της Μέλπω Αξιώτη

Μα γιατί άραγε αυτό το μικρό επεισόδιο να μου θυμίσει τα πουλιά, εκεί πού ήμουν στους ξένους τόπους; Πήγαινα για να πάρω αέρα μέσα σ' ένα δασάκι, κι εκεί ανακάλυψα πώς ήταν ένας συνοικισμός από πουλιά συγκεντρωμένα στα δέντρα. Πάνω, ψηλά, ήταν οι φιλόσοφοι, ακίνητοι, με το μάτι τους ολάνοιχτο, προσηλωμένο, αντίκρυ ο ένας στον άλλον, πιθανόν από κάποιο αίσθημα αλληλεγγύης. Έπειτα ήταν τα παρδαλά, τα ευκίνητα, τ' αεικίνητα, άλλα επιθετικά, άλλα μιλούν μεταξύ τους, συνεννοούνται, ψυλλίζονται, σμίγουν και απωθούνται.
Πάντοτε τα πουλιά σημειώνουν τις εποχές. Όπως στους πίνακες τού Brugel πού βλέπομε τώρα τις αναπαραστάσεις μες στα εικονογραφημένα βιβλία. Αρκετά χρόνια είχαν περάσει, ώσπου να καταλάβω ότι η στενοχώρια πού ένιωθα, ήταν κατά ένα μεγάλο μέρος, το αίσθημα της μοναξιάς, μέσα στις βόρειες χώρες.
Σταχτιές ή κάτασπρες από το χιόνι, οι εκτάσεις με τα παγωμένα φυτά, σκεπασμένες από χαμηλά σύννεφα στις ατέλειωτες χειμωνιάτικες μέρες, κι από πάνω πετούν τα κοράκια. Τα πουλιά προσδιορίζουν πάντα τις εποχές. Έτσι, σ' ένα πίνακα τού Brugel στό παράθυρο ενός έρημου σπιτιού, κάθεται ένα πουλάκι πάνω στα καπούλια σκελετωμένου αλόγου, κι ο σκύλος ο σκελετωμένος, όλο γωνιές το κορμί του, μυρίζεται κατάχαμα μια πεσμένη γυναίκα. Και όλα αυτά τα διατήρησε αθάνατα η ζωγραφική όπως και τα βιβλία.
Και ό σπουδαίος ζωγράφος Van Gogh έγραψε σε επιστολές του: «θα ήθελα να ζωγραφίσω πίνακες, πού σε καμιά εκατοστή χρόνια, θα φαίνονται σ' εκείνους τους ανθρώπους σαν οράματα». Κι αυτό το έκαμε ο Van Gogh.
Όλα εκείνα τα άτομα, δούκες, μαρκήσιοι, βασιλιάδες, ιμφάντηδες, πού γεμίζουν τα μουσεία της γης, με τις δαντέλες, τα δαχτυλίδια, τις μπλόντρες, τα εξαίσια χυτά μαλλιά, τα κρέατα τού ντεκολτέ, τα αφράτα δάχτυλα, της σάρκας βελούδα και της φάμπρικας, δημιουργήθηκαν για να υπάρχουν οι έμποροι τού Αμστερνταμ. Από κει πέρασε ο κόσμος, ένα πέρασμα μιας στιγμής. Κι ούτε προφταίνεις να δεις, να μιλήσεις, έτσι πού γέρναν τα μαλλιά της. Δε θυμάσαι. Ξεχνάς.
Σ' εκείνες τις χώρες όπου ήμουν, ήταν μερικές πού μόνο το γραμματοκιβώτιο τους συνδέει τους ανθρώπους της με τον έξω κόσμο. Και το ημερολόγιο, στην κάμαρα τού Porto Venere της Ιταλίας, κρεμασμένο στον τοίχο μιας γριάς γυναίκας πού ζούσε ολομόναχη, είχε σταθεί χρόνια ολόκληρα στην ίδια ημερομηνία. Κι ούτε το πρόσεχε κανείς.
Κορμοί δέντρων παραμέριζαν κολόνες, για να πάρουν τη θέση τους. Χιλιάδες τζιτζίκια κι έντομα τσιρίζουν χωρίς στιγμή διακοπής. Έχει και η φύση τους νόμους της, τα βάσανα της, όπως και ό άνθρωπος. Τότε υπάρχουν μερικοί πού ψάχνουν μέσα τους να βρουν τα κομματάκια της ζωής, για να τα κάμουν τέχνη.
Εγύρισες λοιπόν στα βιβλία σου - κάπου κατόρθωσες ν' ανακαλύψεις κανένα -κι ένιωθες σα να είχες ξαναγεννηθεί. Ο κόσμος υπάρχει, και προχωρεί: αύτη είναι η υπευθυνότητα του πραγματικού καλλιτέχνη. Την πρώτη μέρα πού βγήκες, την επομένη τού γυρισμού σου, πήγες να φας το μεσημέρι με δυό φίλες σου στο Τουρκολίμανο. «Να ήμουν νέα ακόμα - έλεγες μέσα σου - σαν τα ζευγάρια τα ερωτευμένα πού τρώγανε αντίκρυ σου, το τί δε θα μπορούσα να κάμω...».
Στις παλιές ιταλικές πόλεις, πού τις διατηρούσαν μ' ευλάβεια, ήξερες πώς ή καρδιά των ανθρώπων ήταν φαγωμένη από τους αρουραίους κι από τη θάλασσα. Δρόμοι και δρομάκια ακαθόριστα, περιφρονούσαν την ευθεία γραμμή, σχημάτιζαν μαιάνδρους μισοτελειωμένους έμπαινες εκεί μέσα, αλλά το πρόβλημα ήταν πώς να ξαναβγείς. Ξαναβρισκόσουν πάντα στο ίδιο σημείο, απ' όπου ξεκίνησες.
Έβρισκες όμως και μερικά σπίτια - οι κάτοικοι είναι εκεί καλόχαροι - όπου σ' άφηναν να μπεις, κι εκεί έβλεπες πολυέλαιους, πολυθρόνες, χαλιά, και σου διηγόντουσαν πώς τον παλιό καιρό, εκεί μέσα πηγαινόρχονταν οι άνθρωποι πού σε κοιτάζουν τώρα πάνω από τα κάδρα τους, με τις χρυσές κορνίζες.
Γυρίζεις λοιπόν έπειτα από 18 χρόνια, και βρίσκεις παραπεταμένα τα πράγματα πού άφησες: το μικρό βαλιτσάκι σου με άχρηστα τώρα πια βιβλία, τα βιβλία πού έγραφες εσύ, σκωροφαγωμένα. Βρίσκεις τα πρόσωπα πού συμπαθούσες, να έχουν αλλάξει εντελώς ζωή, το σκρίνιο σου να είναι ένας κουτσός σκελετός, η καλαθούνα σάπια.
Κάθε τόσο διάστημα, θυμόταν κανένας συγγενής σου ή φίλος, να ξυπνήσει απ' το λήθαργο και να σού αναφέρει σε γράμμα του, για τα ψάρια της στέρνας, στο σπίτι σας το εξοχικό. Όπως ξυπνούν, καθώς λέει ο μεγάλος ποιητής Πάμπλο Νερούντα, οι ποταμοί της Χιλής κάθε εκατό χρόνια, και οργίζονται. Και ξεχειλίζουν.
Ν' αρχίζεις τη νέα σου ζωή, με το τίποτα. Γυμνή σαν το σκουλήκι, όπως σαν έπιασες την πρώτη φορά την πένα για να γράψεις. Να ξαναρχίζεις τη νέα σου ζωή, σαν να είναι μια παλάμη ανοιχτή.
Βραδιάζει, ξημερώνει, γυρίζει ο τροχός. Έ γρήγορα πού φεύγουν τα άτομα! Ο άνθρωπος γίνεται χώμα, μένει μόνο το είδος.
«Πήραμε τη ζωή μας λάθος...», όπως είχε πει ο ποιητής. Οι ποιητές είναι εκείνοι πού βρίσκουν κάτι τόσο λεπτά πράγματα. Σαν την αναπνοή.
Αμέσως εκείνη την πρώτη νύχτα πού γύρισες στην πατρίδα σου, ήρθαν κάποιες φωνές να σε χαιρετήσουν εσένα, την Κάδμω, την ώρα πού κοιμόσουν. Ή μήπως είσαι ξυπνητή;
Όχι, όχι! Είναι πραγματικά τα επεισόδια πού ονειρεύεσαι. Στα πρώτα βήματα σου μέσα στην πολιτεία, στέκεται στη γωνία, σ' ένα πεζοδρόμιο, και βλέπεις ξαφνικά έναν νεκρό να είναι πλαγιασμένος πάνω στα γόνατα του ζωντανού, μέσα σ' ένα αυτοκίνητο. Έρχεται από ψηλά, πέρασε δρόμους, χαράδρες, κορφές βουνών, δεν άνθεξε η καρδιά της, και κατεβαίνει από ψηλά η Λούκια, - γιατί Λούκια τη λέγανε - και μπαίνει νεκρή, μέσα στην πολιτεία, πάνω στα γόνατα τού ζωντανού άνθρωπου, πού τη συνοδεύει.
Έτσι είναι οι αναμνήσεις. Ο καιρός έρχεται και φεύγει. Αυτός είναι εκείνος πού θα πει την τελευταία λέξη, για όλα αυτά πού γράφει η Κάδμω: για το νεκρό ή για τη γαζία πού ξεπερνούσε τον τοίχο εκείνης της αυλής.
ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ
(Από την «Κάδμω»* έκδ. Κέδρος 1972)
* Η Κάδμω, ένα βιβλίο 80 σελίδες όλο κι όλο. Μοιρασμένες σε 13, άνισης έκτασης, κεφάλαια: Τα πράγματα, Επιστράτευση, Συνάντηση, Διάφορα, Παραδείγματα, Μνήμη, Εικόνες, Πολιτείες, Στροφή, Επιστροφή, Περιγραφή, Στις ξενιτιές, Ο γυρισμός. Εδώ ας σταθώ.
Όποιος βιάζεται μπορεί να γυρίσει το βιβλίο στο οπισθόφυλλο, από όπου αποσπώ τη δεύτερη παράγραφο, με κάποια επιφύλαξη: «Το εμβληματικό αυτό έργο είναι ένας πικρός απολογισμός ζωής της συγγραφέως: τα παιδικά χρόνια στη Μύκονο, τα προπολεμικά χρόνια στην Αθήνα, την εποχή που πρωτογράφει λογοτεχνία, η Κατοχή, τα δύσκολα χρόνια της εξορίας, η χαρά της επιστροφής και η επακόλουθη απογοήτευση, η μοναξιά, η ιλιγγιώδης αίσθηση του τέλους».
Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης
ΤΟ ΒΗΜΑ 7.2.2016

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου