Σάββατο 15 Απριλίου 2017

Ανδρέα Καρκαβίτσα : Πάσχα στα πέλαγα





Πάσχα στα πέλαγα
Το πλοίο ολοσκότεινο έσκιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φώς παρά τα δύο χρωματιστά φανάρια της γέφυρας ζερβόδεξα· ένα άλλο φανάρι άσπρο ακτινοβόλο ψηλά στο πλωρι κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω στην πρύμνη του. Τίποτε άλλο. Οι επιβάτες ήσαν όλοι ξαπλωμένοι στις κουκέτες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και θερμαστές, όσοι δεν είχαν υπηρεσία ροχάλιζαν στα γιατάκια τους. Ο καπετάνιος μ τον τιμονιέρη όρθιοι στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν εναέριοι, έλεγες πώς ήσαν πνεύματα καλόγνωμα, που κυβερνούσαν στρ χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμωμένων ανθρώπων.
Ξαφνικά η καμπάνα της γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε και καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουραν και να κράζει όλους στρ κατάστρωμα. Και με μιας το σκοτεινό πλοίο πλημμύρισε από φως, απ θόρυβο, από ζωή. Άφησε τ πλήρωμα τα γιατάκια του και ο επιβάτες τις κουκέτες τους.
Μπρός στην πλώρη και στην πρύμνη πίσω ανυπόμονες έφευγαν από τ χέρια του ναύκληρου οι σαΐτες, έφθαναν λες τ᾿ αστέρια κι έπειτα έσβηναν στην άβυσσο, πρασινοκόκκινα πεφτάστερα.
Τα ξάρτια, τα σχοινιά, οι κουπαστς λάμπανε σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο, που έφευγε απάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.
Η γέφυρα στρωμένη με μία μεγάλη σημαία έμοιαζε αγιατράπεζα. Ένα κανίστρι με κόκκινα αυγ και άλλο με λαμπροκούλουρα ήταν απάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρς με ένα κερ αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψέλνει το Χριστός  Ανέστη. Το πλήρωμα κι οι επιβάτες γύρω του, ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια, ξανάλεγαν το τροπάρι ρυθμικά και με κατάνυξη.
- Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!.. ευχήθηκε άμα τέλειωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες κι έπειτα στο πλήρωμα πλοίαρχος.
- Χρόνια πολλά καπετάνιε! χρόνια πολλά!... απάντησαν εκείνοι ομόφωνοι.
- Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας παιδιά! ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι φάνηκε στην άκρη των ματιών του.
- Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε!
Έπειτα πέρασε ένας ένας, πρώτα οι επιβάτες έπειτα το πλήρωμα, επήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχς και τα φιλήματα:
- Χριστός Ανέστη.
- Αληθινός ο Κύριος.
- Και του χρόνου σπίτια μας...
Οι επιβάτες τράβηξαν στις θέσεις τους να φάνε τη μαγερίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά στους διαδρόμους, τσούγκριζαν τ᾿ αυγά τους, γελούσαν, σπρώχνονταν συναμεταξύ τους, τρώγανε λαίμαργα, καλοχρονίζονταν σοβαρά και κοροϊδευτικά.
Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα  έσβησαν τα κεριά. Το καράβι βυθίστηκε πάλι στην ησυχία του Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στη γέφυρα, πνεύματα θαρρείς εναέρια, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλο και άγρυπνοι:
- Ένα κάρτο μαΐστρο!
- Μαΐστρο!
- Γραμμή!
- Γραμμή!
Και το πλοίο ολοσκότεινο πάλι εξακολούθησε να σκίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.
Διασκευή στην καθομιλουμένη από το ομότιτλο διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα
Αφιερωμένο στο φίλο μου και συμμαθητή μας στο Η’ Γυμνάσιο/Λύκειο Αθηνών Πάνο Κατσίκη καθώς και στους ναυτικούς μας που θαλασσοδέρνονται την Ανάσταση μακριά από τα σπίτια τους

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου