Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Κρίτων Χρυσοχοΐδης : Αθωνικός μοναχισμός και ιστορικές αναγνώσεις





Αθωνικός μοναχισμός και ιστορικές αναγνώσεις

Γράφει ο Κρίτων Χρυσοχοΐδης
Ομότιμος διευθυντής Ερευνών/Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών.

Το Άγιον Όρος είχε κινήσει την ιστορική περιέργεια όλου του χριστιανικού κόσμου, ήδη από τους ύστερους μεσαιωνικούς χρόνους, ωστόσο για πολλούς αιώνες το ενδιαφέρον αυτό εντάσσεται στο πλαίσιο της περιηγητικής φιλολογίας και αποτυπώνει περισσότερο προσωπικές υποκειμενικές εντυπώσεις. Η επιστημονική έρευνα για την ιστορία και την πολιτιστική κληρονομιά του Άθω είναι δημιούργημα κυρίως του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Ζώντας σε ένα περιβάλλον όπου η καθημερινή πραγματικότητα συμπλέκεται με τη δυσνόητη για τον κόσμο πνευματική άσκηση και το θαύμα, όπου τα ιστορικά γεγονότα καταγράφονται και ερμηνεύονται με υπερβατικά κριτήρια, οι Αγιορείτες δημιούργησαν τη δική τους ιστορική εκδοχή για τον τόπο τους.
Η ιδιότυπη αυτή ιστορία του Άθω, η «αθωνική πατριογραφία», φαίνεται ότι διαμορφώνεται σιγά σιγά στα βυζαντινά χρόνια, προφορικά στην αρχή, για να λάβει μια πρώτη γραπτή μορφή μέσα στο πρώτο ήμισυ του 16ου αιώνα, που είναι γνωστή ως «Ανάμνησις μερική περί του Άθω όρους, τα λεγόμενα Πάτρια».
Σύμφωνα με την ανάγνωση αυτή της αθωνικής ιστορίας, ο μοναχισμός στο Άγιον Όρος δεν έχει ταπεινές απαρχές και δεν συνδέεται με τη σταδιακή εγκατάσταση άσημων αναχωρητών, αλλά αποτελεί εκπλήρωση υπόσχεσης του ίδιου του Χριστού προς τη Θεοτόκο, που υλοποιήθηκε από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο με την οικοδόμηση μεγάλων μονών. Σταδιακά, και έως τις μέρες μας, ως κεφάλαια αυτής της ιστορίας προστίθενται πολυπληθείς διηγήσεις για θαυματουργές εικόνες, θαύματα που οι ίδιες επιτελούν, θαυμαστά γεγονότα που συνδέονται με τους βίους Αγιορειτών αγίων, καθώς και πραγματικά γεγονότα, συνθέτοντας έτσι το ιστορικό αφήγημα κάθε μοναστηριού.
Έτσι υφαίνεται ένας χρονολογικός ιστός, που, μολονότι με άλματα, είναι συνεχής και κινείται σε μια ιδιότυπη λογική: Με χρονολογική συνέπεια συνδέει ανυπόστατες πραγματικότητες, αναμιγνύοντας βιβλικά και ιστορικά πρόσωπα, από τη Θεοτόκο ως τον Μέγα Κωνσταντίνο και από τον Μέγα Θεοδόσιο ως τον Λέοντα τον Σοφό και τον Ρωμανό Α'. Οι πασιφανείς ιστορικές ανακρίβειες δεν έχουν καμία σημασία. Σημασία έχει να καταγραφεί η νέα ιστορία με μια δοξαστική, αλλά και εσχατολογική για τον Άθω προοπτική. Κύριος στόχος είναι να επιβεβαιωθεί η απαρασάλευτη θέση του Όρους μέσα στην Ιστορία και να παγιωθούν το κύρος και η πνευματική αίγλη των μοναστηριών του στον χριστιανικό κόσμο της Ανατολής. Κυρίαρχη θέση στη νέα ιστορία κατέχει η καθ' υπερβολήν ανάδειξη της Θεοτόκου ως προστάτιδος, κηδεμόνος και πνευματικού ιδιοκτήτου της Αθωνικής Χερσονήσου. Στα τέλη του 10ου αιώνα, ο βιογράφος του αγίου Πέτρου του Αθωνίτου, βιώνοντας ο ίδιος την ανερχόμενη αίγλη του Άθω, θέλει τη Θεοτόκο να εμφανίζεται εν ενυπνίω στον άγιο και να προφητεύει το λαμπρό μέλλον του Αγίου Όρους, το οποίο της παραχωρήθηκε από τον Υιόν της ως κλήρος (= κληρονομιά): δηλαδή, τη θεαματική αύξηση του αριθμού των μοναχών, την εξάπλωση των μονών σε όλη τη χερσόνησο και τη φήμη που θα απλωθεί σε όλον τον κόσμο.
Η προφητεία αυτή αναπλάθεται και μετασχηματίζεται σε ιστορικό αφήγημα που απαιτεί τη φυσική παρουσία της Θεοτόκου στον Άθω. Και η παραχώρηση επισφραγίζεται αργότερα από τον πρώτο-επίγης τώρα-χριστιανό βασιλέα, τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, ο οποίος, ως εκτελεστής της βούλησης της Θεοτόκου, «παράδεισον της Θεοτόκου επωνόμασε και το όρος προστάξας πανταχόθεν λέγεσθαι άγιον». Έτσι, ο Άθως ως όρος Άγιον προϋπάρχει των ασκητών του και η τύχη των μοναστηριών του προδιαγράφεται πριν από την ίδρυση τους. Λίγο μετά τα μέσα του 16ου αιώνα, στη χειρόγραφη παράδοση, ο «παράδεισος» της Θεοτόκου θα μετατραπεί σε «περιβόλαιο». Και ο χαρακτηρισμός αυτός του Αθω ως «περιβόλι της Παναγίας» θα επιβιώσει ως τις μέρες μας.
Ως «περιβόλι της Παναγίας» γνωρίζει ο σημερινός προσκυνητής το Άγιον Όρος και αυτή την εκδοχή της ιστορίας, συνδυασμένη βέβαια με ιστορικά στοιχεία, διαβάζει στους προσκυνηματικούς οδηγούς (προσκυνητάρια). Η ιστορία αυτή, σε πολλές πτυχές της, είναι αρκετά διαφορετική από εκείνη που αναδεικνύεται από την επιστημονική έρευνα. 


Είναι αλήθεια ότι τις τελευταίες δεκαετίες οι επιστημονικές αναζητήσεις της νέας γενιάς ερευνητών εκτείνονται και σε τομείς που πριν λίγα χρόνια εθεωρούντο ταμπού. Το φαινόμενο δεν είναι άσχετο με τη μεγάλη αύξηση του αριθμού νέων στην ηλικία αλλά και στη νοοτροπία μοναχών, αλλά και με το άνοιγμα των μοναστηριών του Αγίου Όρους προς τον κόσμο. Ωστόσο, δημιούργησε παρενέργειες, που πολλές φορές έφεραν αντιμέτωπες τις δύο «ιστορίες». Έτσι, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, όταν, με την ευκαιρία της συντήρησης τους, μπήκαν στο μικροσκόπιο της αρχαιολογικής έρευνας γνωστές και ονομαστές θαυματουργές εικόνες μεγάλων μονών, αυτή, σε ορισμένες περιπτώσεις, οδήγησε σε συμπεράσματα μη συμβατά με τις παγιωμένες αιωνόβιες ιερές παραδόσεις. Το γεγονός είχε ως αποτέλεσμα τον σκανδαλισμό κάποιων μοναχών, θέτοντας συγχρόνως το δίλημμα ως ποιον βαθμό η επιστημονική έρευνα για έναν τόπο -κατεξοχήν σύμβολο θρησκευτικής πίστης- είναι συμβατή με την εξυπηρέτηση των πνευματικών αναγκών του ορθόδοξου κόσμου.
Απάντηση στο φαινομενικά διχαστικό ερώτημα-έρευνα (με άλλα λόγια, επιστήμη) ή παράδοση;- έδωσε ο μέχρι πριν από λίγα χρόνια ηγούμενος της Σιμωνόπετρας, αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός. Στον πρόλογο συλλογικού βιβλίου για τον άγιο Σίμωνα, κτήτορα της μονής, αναφέρει:
«Η επιστήμη είναι υπηρέτης της αλήθειας και αυτήν πρέπει να υπηρετεί. Και η παράδοση παραμένει για τον λαό του θεού αυτή που αγιοποιεί την Ιστορία, ερμηνεύει τους βίους των αγίων και ζωοποιεί το ορθόδοξο μοναστικό βίωμα».
Η ισορροπημένη αυτή και κατεξοχήν αγιορείτικη τοποθέτηση αίρει τα διλήμματα, λύνει τα χέρια των ερευνητών και αφήνει ελεύθερη την επιστημονική έρευνα να αξιοποιήσει και να προβάλει με τον δικό της τρόπο την πολιτιστική κληρονομιά του Αγίου Όρους. Συγχρόνως, λειτουργεί αποτρεπτικά στην αδιέξοδη πρωτοβουλία ενός μικρού κύκλου σύγχρονων Αγιορειτών μοναχών, οι οποίοι αποπειρώνται να επαληθεύσουν επιστημονικά τις αρχαίες αθωνικές παραδόσεις, χρησιμοποιώντας μεθοδολογικά εργαλεία της ιστορικής επιστήμης και επιστρατεύοντας ανύπαρκτα ιστορικά τεκμήρια. Η περιορισμένη μεν, αλλά υπαρκτή αυτή δράση εγκυμονεί τον κίνδυνο να μετατραπεί η παράδοση, από παράγοντα που ενισχύει το ορθόδοξο ασκητικό βίωμα, σε ένα είδος ιδεολογήματος.
Συμπερασματικά, και οι δύο κοινότητες, επιστήμονες και μοναχοί, μολονότι ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους, αφηγούνται την ίδια ιστορία για την Αθωνική Πολιτεία. Οι επιστήμονες, καταγράφοντας ιστορικά γεγονότα και μελετώντας μνημεία και κειμήλια, αναδεικνύουν την πολυδιάστατη παρουσία του Αγίου Όρους στην ανθρώπινη Ιστορία. Και οι μοναχοί, στο δικό τους αφήγημα, προβάλλουν την αγιότητα του ίδιου τόπου και μεταμορφώνουν τα ίδια μνημεία και κειμήλια σε απτά τεκμήρια μιας βιωμένης ιστορίας.
κυριακάτικη δημοκρατία

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου