Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

ΚΩΣΤΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ : Αναμνήσεις





Αναμνήσεις

Του ΚΩΣΤΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ πρώην βουλευτή, πρ. ευρωβουλευτή και πρ. αντιπροέδρου της Ευρωβουλής

Κάθε άνθρωπος κάπου γεννιέται και έχει μια οικογένεια, μικρή ή μεγάλη. Η αφεντιά μου γεννήθηκε στο κέντρο περίπου της Αθήνας. Για την ακρίβεια, στη Μαυρομιχάλη, ενδιάμεσο δρόμο ανάμεσα στην Ιπποκράτους και τη Χαριλάου Τρικούπη, στο ύψος της Καλλιδρομίου.
Κυκλοφορούσαμε σχεδόν πάντοτε με τα πόδια. Στην Ιπποκράτους υπήρχαν ράγες και κινούνταν πάνω τους τα περίφημα πράσινα τραμ που πήγαιναν στην Κολοκυνθού. Εν κινήσει ανεβαίναμε σ’ αυτά και εν κινήσει κατεβαίναμε, όπου έπρεπε ή γουστάραμε να πάμε. (Αργότερα, το πράσινο του Παναθηναϊκού έγινε κίτρινο της ΑΕΚ.) Απέσυραν, δηλαδή, τα πράσινα τραμ που λατρεύαμε και μας κοτσάρανε τα απεχθή κίτρινα, των οποίων οι πόρτες έκλειναν αυτόματα. (Υπήρχαν, βέβαια, και λεωφορεία για μεγάλες αποστάσεις. Στην Κατοχή τα λέγαμε «γκαζοζέν».)
Γιατί όλος αυτός ο πρόλογος; Διότι η καθεμιά και ο καθένας είναι ό,τι έχει βιώσει. Κυρίως στη γειτονιά του (ή στο χωριό του). Κάθε γειτονιά ήταν μια μικρή και άψογα λειτουργούσα ΚΟΙΝΩΝΙΑ. Σε επικίνδυνες αρρώστιες ή θανάτους τρέχαμε σωρηδόν σε νοσοκομεία και νεκροταφεία. Στη διασταύρωση Μαυρομιχάλη και Καλλιδρομίου υπήρχε το γαλατάδικο του κυρ-Γιώργη, το οποίο διέθετε το ΜΟΝΑΔΙΚΟ τηλέφωνο της γειτονιάς μας. Ο κυρ-Γιώργης είχε μετατραπεί σε ζόρικο αστυφύλακα. Κάθε τόσο φώναζε: «Ξεμπέρδευε, Κατίνα! Κι άλλοι θέλουν να τηλεφωνήσουν ή να δεχθούν τηλεφώνημα. Αφήνω που το ρημάδι αυτό θα βουίζει συνέχεια»! (Τον Κώστα τον Γεωργουσόπουλο δεν τον είχα γνωρίσει τότε. Ενδέχεται να κατοικούσε αλλού, στην Πελοπόννησο επί παραδείγματι λόγω επωνύμου, μπορεί, όμως, και σε κοντινό παράδρομο.)
Δεν εξέτασα το πού και το πότε της γέννησης. Συνειδητά. Για να τα διαβάσω πρώτα και να ενημερώσω εκείνες και εκείνους που δεν διάβασαν την Τετάρτη στην «Εφημερίδα των Συντακτών» τον καταιγιστικό Γιώργο Σταματόπουλο. Απολαύστε τον με την πλημμυρίδα των συνώνυμων ουσιαστικών του:
«Δυο χρόνια δάκρυα και στεναγμοί, ολολυγμοί και θρήνοι, κλαυθμοί και οδυρμοί, γόοι και κραυγές, οδύνη και απελπισία, άγχος και καρτερικότητα, δυο χρόνια σκέτη κόλαση, δυο χρόνια μαύρα και ολέθρια, θλιβερά και απόξενα.
Ουδείς περίμενε πριν ακριβώς δυο χρόνια, όταν ψήφιζε εναντίον του σχεδίου που πρότειναν οι ‘‘θεσμοί’’, ότι θα αντιμετώπιζε ένα τέτοιο μέλλον –αντιθέτως πλήρης γενναιότητας, υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας αντέδρασε στην αποικιοκρατική συμπεριφορά των ‘‘ισχυρών’’ και φιλοδώρησε την ελληνική επικράτεια με ένα εξαίσιο ‘‘όχι’’ στις βουλές των τυράννων | ‘‘όχι’’ εν ακαρεί μετετράπη σε ‘‘ναι’’, αλλά ποιος θυμάται πλέον αυτά τα οχληρά για την αριστερή (sic) ιδεολογία… |». Μια… ιδεολογία αχταρμά, προσθέτω.
Οι αναμνήσεις δεν επιβάλλονται. Κουρνιάζουν στα σωθικά σου και σε επηρεάζουν καταλυτικά στον ύπνο σου και στον ξύπνιο σου. Οι ιστορικές μελέτες και οι αφηγήσεις των μεγαλυτέρων ΔΕΝ ΚΛΟΝΙΖΟΥΝ ΤΟ ΟΡΜΕΜΦΥΤΟ ΣΟΥ. Είσαι αυτά που θυμάσαι.
Ο Γιώργος Σταματόπουλος και άλλοι πολλοί αμφοτέρων των γενών εντρυφούν στα κατάβαθα του είναι τους. Όμως και εκείνες και εκείνοι παραμένουν δέσμιοι του παρελθόντος τους, των αναμνήσεών τους. Το ίδιο, φρονώ, πράττουν και οι εγκληματίες. Το τιμούν και κοκορεύονται γι’ αυτό με κραυγές, αλλά και μέσα τους.
Δεν είναι αλήθεια πως δεν επηρεαζόμαστε από τις αφηγήσεις των μεγαλυτέρων (ούτε από τα διαβάσματά μας.) Οι υπερβολές δεν είναι πάντοτε αθώες.
Ο πατέρας μου, πολιτικός μηχανικός, είχε κατασκευάσει σε ηλικία μόλις είκοσι ετών το υδραγωγείο Ηρακλείου Κρήτης και η εκ του πατρός γιαγιά μου, Παναγιώτα, υποστήριζαν και ψήφιζαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Ο παππούς μου ο Χαράλαμπος, ως δευτερότοκος γιος ο αδερφός μου, είχε πάρει το όνομά του. Ο παππούς Χαράλαμπος διέθετε μεγάλη οικογένεια. Η κόρη του και θεία μου, Ιουλία, ήταν παντρεμένη με τον λοχαγό Κώστα Αναργύρου, ο οποίος αποτάχθηκε αιφνιδίως με τα γεγονότα του 1935. Στην Κατοχή εντάχθηκε αμέσως στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και ανέβηκε στο βουνό.
Ο παππούς Χαράλαμπος είχε δεκατρία παιδιά, όχι με δυο-τρεις άλλες γυναίκες, αλλά ΜΟΝΟ με την γιαγιά Κατίνα. Σε αντίθεση με τη γιαγιά Παναγιώτα, ήταν όλοι τους βασιλόφρονες, με εξαίρεση τη μητέρα μου, που ακολουθούσε πιστά τις απόψεις του πατέρα μου.
Αναμνήσεις αμάσητες και αναμνήσεις μασημένες. Ο παππούς Χαράλαμπος, στον οποίο ανήκαν τα μισά Πατήσια και έξι βίλες στο κέντρο της Αθήνας, είχε χρεοκοπήσει. Όχι από δική του υπαιτιότητα. Αιτία η ύπουλη, θρασύτατη και άκρως συμφεροντολογική οικογένεια του πρωτότοκου γιου του! Η οποία είχε συνεργαστεί με σεσημασμένους απατεώνες που ασκούσαν διαβλητή δικηγορία. Ο θείος Πέτρος –ο πατέρας του είχε πεθάνει το 1918– σπούδασε δικηγορία προκειμένου να αποκαλύψει την πλεκτάνη και τη σαθρότητα των επιχειρημάτων των αντιδίκων του, κατόρθωσε να δώσει σε κάθε ένα από τα επιζώντα αδέρφια του ένα εκατομμύριο χρυσές δραχμές. Έτσι έλαβε και ο πατέρας μου (που δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με τη σκοτεινή και βρωμερή αυτή υπόθεση) το εν λόγω ποσό το 1934, εάν δεν απατώμαι. Ποσό που το έχασε έξω από την Ικαρία, επειδή οι σφοδροί άνεμοι που επικρατούσαν εκεί δεν επέτρεπαν να τοποθετούνται ογκόλιθοι πάνω σε ογκολίθους.
Πέρασα καλά τα παιδικά μου χρόνια. Δεν θέλησα, όμως, ποτέ να σπουδάσω πολιτικός μηχανικός. Προτίμησα, παρά τη θέληση του πατέρα μου, να ασχοληθώ επιστημονικά με τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και τη θεατρολογία, έχοντας, όμως, χάσει μέρος της αλλοτινής αυθορμησίας μου στο λέγειν.
Αναμνήσεις καθαρές και αναμνήσεις μπασταρδεμένες. Ποτέ, ωστόσο, εξωραϊσμένες. Όλοι μα όλοι, ακόμη και οι μεγάλου διαμετρήματος νεκροί, έχουν ή θα έχουν αναμνήσεις. Είναι το έργο τους. Ο αγώνας για να καταξιωθούν εν ζωή οι προσπάθειές τους για μετά τον θάνατό τους αναγνώριση. Το ίδιο ισχύει και για ευφάνταστους, πρωτότυπους και προικισμένους δημοσιογράφους που καταθέτουν το κείμενό τους καθημερινά. Εξαιρώ αυτονοήτως εκείνους/ες που ασχολούνται μόνο με την επικαιρότητα και ουδέν έτερον.
Την ημέρα της απελευθέρωσης της χώρας μας η λατρευτή μου θεία Ιουλία παρήλασε πρώτη στην Πανεπιστημίου κρατώντας στα χέρια της το σφυροδρέπανο. Η οργή της οικογένειάς της ήταν απεριόριστη, αλλά το γεγονός είναι καταγεγραμμένο.

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου