Αν
η Ελλάδα εξελισσόταν σε διεθνές κέντρο ανώτατης εκπαίδευσης…
Αξιοποιώντας τη διεθνώς
εκρηκτική αύξηση των φοιτητών που επιλέγουν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, την
ιστορικά αναγνωρισμένη υπεροχή της ελληνικής Παιδείας και την ύπαρξη σημαντικής
ακαδημαϊκής διασποράς, η Ελλάδα μπορεί να αναδειχθεί σε διεθνές κέντρο ανώτατης
εκπαίδευσης.
Αυτό είναι το βασικό
συμπέρασμα της νέας μελέτης που ετοίμασε η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της
Εθνικής Τράπεζας, δίνοντας μάλιστα έμφαση στις παραμέτρους που προσδιορίζουν
αυτή τη δυναμική και τις πολιτικές που μπορούν να την ξεκλειδώσουν.
Για τον σκοπό αυτό η
Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας (ΕΤΕ) δημιούργησε τον
«Δείκτη Ανώτατης Εκπαίδευσης», ο οποίος διαμορφώνεται από το επίπεδο αυτονομίας
των πανεπιστημίων, την ποιότητα των καθηγητών (όπως μετράται από τις
δημοσιεύσεις τους), το επίπεδο δαπανών για πανεπιστημιακή έρευνα (ως ποσοστό
του ΑΕΠ), και τη γλώσσα κάθε χώρας (με την αγγλική ως πιο υποστηρικτική).
Δυστυχώς, η Ελλάδα έχει
πολύ χαμηλή θέση στον Δείκτη Ανώτατης Εκπαίδευσης (28/100) κι αυτό φαίνεται από
το γεγονός ότι η Ελλάδα προσελκύει πολύ λίγους φοιτητές από το εξωτερικό, με το
μερίδιό της στην προσέλκυση των διεθνών ροών φοιτητών να φτάνει το 0,7%.
Πρόκειται κυρίως για ξένους φοιτητές, είτε φοιτητές που προέρχονται από
διμερείς συμφωνίες (π.χ., από Κύπρο), είτε είναι παιδιά μεταναστών.
Ωστόσο, η χώρα μας θα
μπορούσε να αξιοποιήσει τη μεγάλη ακαδημαϊκή διασπορά για να ενισχύσει τη θέση
της εκεί. Κι αυτό γιατί το 60% των Ελλήνων πανεπιστημιακών καθηγητών
απασχολούνται στο εξωτερικό και, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες,
συγκεντρώνει έναν μέσο όρο της τάξης του 11% σε αυτόν τον τομέα.
Προτάσεις
βελτίωσης
Η Διεύθυνση Οικονομικής
Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας εκτιμά ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να προσελκύσει
110.000 ξένους φοιτητές, δηλαδή πολύ περισσότερους απ’ ό,τι προσέλκυσε το 2015
(27.600), και παράλληλα να περιορίσει τις εκροές Ελλήνων φοιτητών στο
εξωτερικό, εφαρμόζοντας τις παρακάτω πολιτικές:
Εγκαθίδρυση συνεπούς και
σταθερής εθνικής στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση, με έμφαση στην
αυτονομία των πανεπιστημίων (προσεγγίζοντας υψηλά επίπεδα αντίστοιχα του
Ηνωμένου Βασιλείου και της Σιγκαπούρης), τη χρηματοδότηση βάσει αποτελεσμάτων
και τις διεθνείς συνεργασίες.
Νομοθέτηση πολιτικών και
κινήτρων για προσέλκυση της ακαδημαϊκής διασπορά (σ.σ.: έχουν εφαρμοστεί με
επιτυχία από την Κίνα). Σημειώνουμε ότι οι Έλληνες καθηγητές που απασχολούνται
σε πανεπιστήμια εξωτερικού είναι υψηλής ποιότητας – με το ποσοστό αυτών σε
βιβλιογραφικές αναφορές (highly-cited) να είναι πενταπλάσιο του παγκόσμιου
μέσου όρου.
Στήριξη της δημιουργίας
Κέντρων Αριστείας γύρω από τα ελληνικά πανεπιστήμια προκειμένου να ενδυναμωθεί
η σύνδεσή τους με τον επιχειρηματικό τομέα, με ταυτόχρονη ενίσχυση της
ακαδημαϊκής έρευνας και με τις σχετικές δαπάνες να αυξάνονται στον ευρωπαϊκό
μέσο όρο 0,5% του ΑΕΠ (έναντι 0,3% που είναι σήμερα στην Ελλάδα). Αντίστοιχα
Κέντρα Αριστείας έχουν αναπτυχθεί στη Γαλλία και στο Ισραήλ.
Τα
οφέλη
Σύμφωνα πάντα με την ίδια
έκθεση, τα οφέλη από την ανάδειξη της Ελλάδας σε διεθνές κέντρο ανώτατης
εκπαίδευσης είναι πολλά.
Αρχικά, η άμεση επίδραση
από την εισροή ξένων φοιτητών σε συνδυασμό με τον περιορισμό των εκροών Ελλήνων
φοιτητών, θα προσελκύσει πόρους της τάξης των 1,8 δισ. ετησίως, κυρίως μέσω
υψηλότερων εξαγωγών και χαμηλότερων εισαγωγών υπηρεσιών εκπαίδευσης. Παράλληλα,
σημειώνεται ότι η τρέχουσα εκροή Ελλήνων φοιτητών σε πανεπιστήμια του
εξωτερικού είναι από τις υψηλότερες στην Ε.Ε., φτάνοντας το 9% του συνολικού
αριθμού των Ελλήνων φοιτητών.
Επίσης, η αναβάθμιση της
ανώτατης εκπαίδευσης μπορεί να μετασχηματίσει το μοντέλο ανάπτυξης της
ελληνικής οικονομίας μέσω βελτίωσης της ποιότητας του ανθρώπινου δυναμικού της.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με
το «Υπόδειγμα Μακροπρόθεσμης Ανάπτυξης και Ανώτατης Εκπαίδευσης» της ΕΤΕ, οι
συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις θα αυξήσουν τον ρυθμό ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ
κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως κατά την πρώτη δεκαετία έντονου
μετασχηματισμού (αυξάνοντας έτσι το ΑΕΠ κατά περισσότερα από 20 δισ. ετησίως σε
ορίζοντα 10ετίας) και κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες μεσοπρόθεσμα.
Επιπλέον, σε περίπτωση που
υπάρξει και σταδιακή βελτίωση της ποιότητας του επιχειρηματικού περιβάλλοντος
(όπως σχηματισμός clusters, είσοδος σε διεθνείς αλυσίδες αξίας και στρατηγικές
branding), η δημιουργία ισχυρών συνεργιών με τον καινοτόμο επιχειρηματικό τομέα
εκτιμάται ότι θα διπλασίαζε τις επιδράσεις στην ανάπτυξη της ελληνικής
οικονομίας προσθέτοντας στον ρυθμό ανάπτυξης 2,6 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως
κατά την πρώτη δεκαετία (αυξάνοντας έτσι το ΑΕΠ κατά περίπου 50 δισ. ευρώ
ετησίως σε ορίζοντα 10ετίας) και κατά περίπου 1 ποσοστιαία μονάδα μεσοπρόθεσμα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι
παραπάνω εκτιμήσεις υποεκτιμούν το συνολικό όφελος από την εκπαιδευτική
αναβάθμιση, καθώς ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας σε οικονομία
γνώσης μπορεί να προσελκύσει επενδύσεις κεφαλαίου, αυξάνοντας έτσι περισσότερο
τους ρυθμούς ανάπτυξης του ελληνικού ΑΕΠ.
Εμείς το διαβάσαμε εδώ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου