Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Δημ. Δ. Τριανταφυλλόπουλος : Αρχαία Ελλάδα ή Βυζάντιο;






Αρχαία Ελλάδα ή Βυζάντιο;

Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος,
Καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας

Το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο -ή γενικότερα στον Μεσαίωνα- τίθεται με τρόπο απόλυτο, σαν να πρόκειται για αγεφύρωτη αντίθεση, της εποχή της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Η αρχαία Ελλάδα ταυτίζεται τότε με τον ανθρωποκεντρισμό, ο Μεσαίωνας με τη θεοκρατία. Γρήγορα λησμονήθηκε ότι το Βυζάντιο διέσωσε τον αρχαίο πολιτισμό άμεσα και έμμεσα, ότι το ίδιο επηρεαζόταν αδιάκοπα από αυτόν. Η διαφορά του από την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό είναι τούτη: Το Βυζάντιο χρησιμοποίησε την ελληνορωμαϊκή παράδοση ως μέσο προπαίδειας για το θεοκεντρικό όραμα του, ενώ η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός την είδαν ως τελικό στόχο του ανθρωποκεντρισμού τους. Ήταν, λοιπόν, φυσικό το Βυζάντιο να θεωρηθεί εμπόδιο και να παραμεριστεί, η αρχαιότητα να καθιερωθεί ως απόλυτος όρος αναφοράς, θυμίζω εδώ μερικούς κρίκους από την αλυσίδα των αντιβυζαντινών αρχαιολατρών: Μέδικοι, Βαζάρι, Μοντεσκιέ, Βίνκελμαν, Γίβων, Ντιντερό, Βολτέρος, μαρξισμός κ.λπ. Τα πράγματα άλλαξαν αρκετά στη μεταπολεμική περίοδο, όταν χρεοκόπησε το ανθρωποκεντρικό κοσμοείδωλο.
Ο Διαφωτισμός χτύπησε τον «παράλογο» Μεσαίωνα στο όνομα της «raison», ανυποψίαστος για την τερατογονία που ο ίδιος υπέθαλπε, όπως προειδοποίησε έγκαιρα το δαιμόνιο ενός Γκόγια (τα τέρατα της λογικής) και επιβεβαίωσαν η τέχνη και η λογοτεχνία του 19ου και του 20ού αιώνα. Η πάλη δεν ήταν τελικά ανάμεσα στη λογική και στον παραλογισμό, όπως ήθελε να πιστεύει ο Διαφωτισμός, αλλά ανάμεσα στο άλογο και το υπέρλογο. Η αντίδραση κατά της μονόπλευρης θεώρησης του «αιώνα των φώτων» θα ξεσπάσει με τον ρομαντισμό τον επόμενο αιώνα. Δεν είναι τυχαίο που τώρα «ανακαλύπτεται» ο δυτικός Μεσαίωνας και λίγο αργότερα το Βυζάντιο: Ο Viollet-le-Duc θα περισυλλέξει με στοργή τα συντρίμμια των καθεδρικών που σώριασε καταγής η Γαλλική Επανάσταση -γνήσιο τέκνο και αυτή του Διαφωτισμού-, ο Μέντελσον θα αναστήσει τον «μεσαιωνικό» και «θρησκόληπτο» Μπαχ, οι Ρώσοι θα ανοίξουν τα μάτια της Δύσης στο υπερβατικό κάλλος της βυζαντινής εικόνας.
Η μονόπλευρη αντίληψη της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού για τη φύση του ανθρώπου και την ιστορία του οδήγησε και σε πολιτιστικά αδιέξοδα. Θα περιοριστώ να σημειώσω δύο. Η Αναγέννηση θα καταφύγει στον επιφανειακά ειδυλλιακό αρκαδισμό, δηλαδή σε μια ουτοπική «επιστροφή στη φύση», που φανερώνει τη ρήξη του ανθρώπου με τον εαυτό του και το περιβάλλον του. Ο Διαφωτισμός, αντίθετα, συνεχίζοντας ανάλογες απόπειρες της Αναγέννησης, θα συλλάβει το σχέδιο μιας ορθολογιστικά οργανωμένης μεγαλούπολης, για να καταλήξει σε οράματα εφιαλτικά: Σε ένα απόλυτο ορθολογιστικά οργανωμένο περιβάλλον το παράλογο, κατά τρόπο παράδοξο, είναι το κυρίαρχο στοιχείο! Ας θυμηθούμε εδώ τη μεταπολεμική λογοτεχνία και το θέατρο, που με γλώσσα διαβρωτική μιλούν για την αλλοτρίωση του ανθρώπου σε τέτοια περιβάλλοντα. Και τέλος τούτο: Εφόσον το κέντρο βάρους μετατέθηκε από τον θεό στον άνθρωπο, ήταν επόμενο και η θρησκευτική τέχνη, που έως την Αναγέννηση ήταν εκκλησιαστική - λειτουργική, βαθμιαία να εκκοσμικευτεί. Αυτή ήταν και μία από τις αιτίες για τις οποίες οι Βυζαντινοί τήρησαν αρνητική στάση απέναντι στη θρησκευτική τέχνη της Αναγέννησης, ενώ εκφράστηκαν ευνοϊκά για την κοσμική της.
Άλλη μία αντίφαση του ουμανισμού είναι η ακόλουθη. Ενώ το ιδεώδες του είναι ο «homo universalis», που θεωρητικά σέβεται τα δημιουργήματα κάθε πολιτισμού, καταλήγει στους διπλωμάτες, τους dilettanti, τους gentlemen και τους συλλέκτες, των οποίων η επιδίωξη είναι να λαφυραγωγήσουν τα κατάλοιπα του αρχαίου πολιτισμού (λόρδος Ελγιν!). Διαστρεβλώνει, λοιπόν, ριζικά την έννοα του μνημείου: Αυτό δεν είναι πλέον εκείνο το οποίο συντηρεί τη μνήμη του λαού που το δημιούργησε, αλλά ένα αντικείμενο προορισμένο να κολακέψει τις φιλοδοξίες ή τη ματαιοδοξία των ποικιλώνυμων συλλεκτών!
Στους αντίποδες βρίσκεται ο σκλαβωμένος Έλληνας της Τουρκοκρατίας, που στερείται παιδείας ουμανιστικής, έχει όμως συνείδηση, έστω και θολή, της ενότητας αρχαιότητας και Βυζαντίου. Συμβαίνουν, λοιπόν, εδώ πράγματα ακατανόητα για έναν ουμανιστή. Στα δημόσια ή τα κρυφά σχολειά οι «φανατικοί» μοναχοί, αφού διδάξουν δίπλα δίπλα Όμηρο και Ψαλτήριο, νουθετούν επίμονα τους μαθητές τους να μη στέρξουν να ξεπουλήσουν ποτέ αρχαία ή εκκλησιαστικά αντικείμενα, γιατί όλα είναι ιερά. Ο Κυριάκος Πιττάκης, πατέρας της ελληνικής αρχαιολογίας, καταφέρνει να δοθούν βόλια στους Τούρκους της Ακρόπολης, ώστε να μην καταστρέψουν τις κολόνες νια να πάρουν το μολύβι τους! Ο Μακρυγιάννης εξορκίζει τους συμπατριώτες του να μην πωλούν τα ιερά «αρχαία», «ότι γι' αυτά πολεμήσαμε».
Ο ουμανισμός, ως κυρίαρχη τάση του δυτικού πολιτισμού από την Αναγέννηση και δώθε, διέπραξε δύο κεφαλαιώδη σφάλματα. Από τη μια, ερμήνευσε μονόπλευρα τον αρχαίο κόσμο (χαρακτηριστική είναι η στάση του Βίνκελμαν, που υπερτόνισε την αισθητική διάσταση της αρχαίας τέχνης και καθόρισε αυθαίρετα τα «κλασικά ιδεώδη»). Από την άλλη, παραγκώνισε, συχνά με κωμική υπερβολή, τον Μεσαίωνα (θυμίζω ενδεικτικά πως ο Γκαίτε, φτάνοντας πρώτη φορά στην Ασίζη, έστρεψε τα νώτα στον Ναό του Αγίου Φραγκίσκου με τις εκπληκτικές τοιχογραφίες του Giotto και περιορίστηκε να δει ένα δευτερεύον ρωμαϊκό μνημείο!). Έτσι, ο ουμανισμός κατέληξε στον μονοδιάστατο άνθρωπο, δηλαδή στο αντίθετο εκείνου που επεδίωκε.
«κυριακάτικη δημοκρατία»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου