Κυριακή 27 Αυγούστου 2017

ΟΔ. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ : ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΤΑΙΟΥ ΑΝΤΡΟΥ




ΟΙ ΜΕΛΙΣΣΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΤΑΙΟΥ ΑΝΤΡΟΥ

Γράφει ο ΟΔ. ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ, 
Δ/της τού περιοδικού «ΚΝΩΣΟΣ»

Όταν η Ρέα, η μεγάλη θεά, γέννησε τον γιό της τον Δία εκεί στα βάθη του Δικταίου Άντρου, κρυφά από τον αδυσώπητο άνδρα της τον Κρόνο, αναγκάστηκε να εγκατάλειψη αμέσως το νεογέννητο παιδί της και να φύγει μακριά για να σκηνοθετήσει μαζί με την μαμή της την Ειλείθυια την περίφημη απάτη πού έκαμε εις βάρος του φοβερού παντοκράτορα.
Πολύ γνωστός ο μύθος, μα αξίζει να τον υπενθυμίσουμε με δυο λόγια.
Ο Κρόνος, για την ασφάλεια του θρόνου του στην απόλυτη κυριαρχία του κόσμου, κατάπινε τα παιδιά του ευθύς μόλις τα γεννούσε η γυναίκα του. Έτσι ως τώρα είχε καταπιεί πέντε παιδιά του, την Δήμητρα, την Εστία, την Ήρα, τον Πλούτωνα και τον Ποσειδώνα και περίμενε να καταπιεί και το έκτο.
Η δύστυχη Ρέα στην απελπισία της, μόλις ένοιωσε τους πρώτους πόνους του τοκετού πού περίμενε, κατέφυγε στην Κρήτη, κρύφτηκε στο σκοτεινό Δικταίο Άντρο και γέννησε εκεί, όπως είπαμε, το Δία κάτω από την προστασία των Κουρητών πού, μαζεμένοι έξω από το σπήλαιο χόρευαν τον πυρρίχιο και έκαναν τόσο θόρυβο ώστε σκεπαζότανε οι φωνές της γέννας, και τα κλάματα του μωρού, έτσι πού δεν πήρε είδηση ο Κρόνος.
Ευθύς μετά τον τοκετό ή Ρέα εγκαταλείποντας το νεογέννητο πήγε στην Αμνισό, εκεί κοντά στην Κνωσό, οπού ήταν το σπήλαιο πού κατοικούσε μόνιμα ή μαμή της Ειλείθυια και άρχισε να ξεφωνίζει σαν να την έπιασαν αυτή την στιγμή οι πόνοι της γέννας. Ήκουσε τις φωνές ο Κρόνος και κατεβαίνοντας βιαστικά από τα ουράνια παλάτια του στάθηκε έξω από το σπήλαιο, όπου ανάμεσα στους υποκριτικούς θρήνους της Ρέας του πάσαραν ένα μακρουλό λιθάρι καλά σπαργανωμένο πού το κατάπιε με μιας, όπως συνήθιζε, σίγουρος ότι καταπίνει το έκτο παιδί του. Πήρε ύστερα απ' αυτό την Ρέα και έφυγαν για την ουράνια κατοικία τους.
Έτσι απέμεινε ο νεογέννητος Δίας στο   Δικταίο  Άντρο,   στα  χέρια των θυγατέρων  του  Μελισσέως τών  Κουρητών και των σοφών Ιδαίων Δακτύλων   στους   οποίους     εμπιστεύθηκε  η Ρέα την ανατροφή του παιδιού της.
Μεγάλη δουλειά βέβαια ήταν η ανατροφή ενός θεού και πιο μεγάλη ακόμη η φροντίδα της διατροφής του. Μα, όπως λέγει η παράδοση, όλα ταχτοποιήθηκαν. Το θεϊκό παιδί τρεφότανε με το γάλα της περίφημης αίγας Αμάλθειας, προγόνου των αγριμιών της Κρήτης και με αμβροσία πού τούφερναν  ιερά περιστέρια από τα ρεύματα του ωκεανού. Ακόμη ένας τεράστιος αετός του Ψηλορείτη κουβαλούσε μέσα στο ράμφος του από τους βράχους του ωκεανού και πότιζε τον μικρό Δία με νέκταρ. Μα εκείνη η τροφή πού έδιδε δύναμη και θέριευε τον νεαρό θεό, ήταν το μέλι, προφανέστατα βασιλικός πολτός, πού του προμήθευαν οι μέλισσες.
Λέγει λοιπόν η παράδοση, ότι το Δικταίο Άντρο ήταν ανέκαθεν απρόσιτο για οιονδήποτε θνητό και ακόμη για οιοδήποτε ζώο, ερπετό ή πετούμενο. Κανένα ζωντανό δεν μπορούσε να μπει στο σκοτεινό σπήλαιο πού ήταν αποκλειστικό ενδιαίτημα ενός μεγάλου πλήθους από μεγάλες χρυσοκόκκινες μέλισσες οι όποιες δεν επέτρεπαν την είσοδο. Σ' αυτό λοιπόν το παρθένο και απάτητο από άλλη ζωντανή ύπαρξη σπήλαιο γεννήθηκε και ανατράφηκε ο Ζευς.
Οι αρχαίοι συγγραφείς αναφέρουν πολλά θαυμαστά για τις μέλισσες αυτές του Δικταίου Άντρου. Λέγουν έξαφνα ότι τόσο μεγάλο ήταν το πλήθος των, ώστε το πρωί, όταν έβγαιναν, σχημάτιζαν ένα αστραφτερό σύννεφο χάλκινο ή χρυσό, χρώματα πού τους έδωσε ο Ζευς από ευγνωμοσύνη του πού τον έθρεψαν και τον προστάτεψαν. Ο Διόδωρος ειδικά, έτσι το μνημονεύει: «. . .τον γαρ Δία φασίν αθάνατον μνήμην της προς αυτάς οικειότητος διαφυλάξαι βουλόμενον, άλλάξαι τήν χρόαν αυτών και ποιήσαι χαλκω χρυσοειδή παραπλησίαν. ..» και ακόμη, λέγει ο αυτός συγγραφεύς όπως και άλλοι, οι ίδιες μέλισσες πήραν το θεϊκό χάρισμα να είναι αναίσθητες στο κρύο, το χιόνι και τους μεγάλους παγωμένους ανέμους πού φυσούν τον χειμώνα στα Κρητικά βουνά (ανεπαίσθητους αυτάς και απαθείς ποιήσαι δυσχειμερωτάτους τόπους νεμομένας).
Άλλοι συγγραφείς, (όπως ο Αιλιανός) αναφέρουν ότι στην περιοχή πού ζούσαν αυτές οι μέλισσες κυνηγούσαν και εξόντωναν όλα τα άλλα έντομα, έτσι πού δεν υπήρχαν μύγες. Αλλά και όταν ακόμη αυτό το μέλι των το τρυγούσαν και το μετέφεραν άλλου οι άνθρωποι, δεν το πλησίαζαν μύγες!
Αυτές οι ίδιες μέλισσες φαίνεται ότι ακολούθησαν αργότερα τον νεαρό Δία στην Ίδη όπου τον μετέφεραν και τον μεγάλωσαν στο άλλο Άντρο, το Ιδαίο, οι Ιδαίοι Δάκτυλοι και ο ιστορικός Αιλιανός αναφέρει ότι στον καιρό του υπήρχαν ακόμη εκεί λείψανα της εκλεκτής αυτής ράτσας των μελισσών πού το χρώμα τους ήταν χαλκό-χρυσο και το κέντημα τους εξαιρετικά οδυνηρό ή και θανατηφόρο.
Ο Πλούταρχος ομιλεί επίσης με θαυμασμό για τις μέλισσες αυτές για τις οποίες λέγει ότι τόσο επιτήδειες και προβλεπτικές ήσαν, ώστε όταν ήθελαν να πετάξουν πάνω από πεδιάδες όπου φυσούσε δυνατός άνεμος, σήκωναν με τα πόδια τους μικρές πέτρες, για να βαραίνουν και να μη παρασύρονται προς την θάλασσαν.
Όσον αφορά το Δικταίο Άντρο, αξίζει ακόμη να μνημονεύσουμε ότι τόσος ήταν ο σεβασμός πού επέβαλαν από το ένα μέρος ο θρύλος του θεϊκού λίκνου και από το άλλο ο φόβος και το πλήθος των μελισσών, ώστε κανένας θνητός δεν αποφάσιζε να πλησίαση την είσοδο του ή να μπει μέσα σ' αυτό·τον ιερό χώρο. Ισχυριζότανε μάλιστα οι παλαιοί Κρήτες ότι κάθε χρόνο σε μια μέρα πού αντιστοιχούσε με την ημέρα της γεννήσεως του Διός, έβγαναν από το άνοιγμα του σπηλαίου φλόγες πού οφείλονταν, όπως πίστευαν εις το ότι ανανεώνεται κάθε χρόνο το θαύμα της γεννήσεως του θεού. Και η πιθανότερη εξήγηση είναι ότι η ομαδική έξοδος του μεγάλου σμήνους των μελισσών με την κοκκινωπή απόχρωση, δημιούργησε τον μύθο των φλογών.
Αναφέρεται επίσης από άλλους παλαιούς συγγραφείς, όπως ο Αντώνιος Λιβεράλλης, ότι κάποτε τέσσερες τολμηροί νεαροί,  αψηφώντας την παράδοση του απαραβίαστου του Δικταίου Άντρου, - ο Λάιος, ο Κούκουλος, ο Κέρβερος και ο Αίγλιος- σκάφθηκαν να μπουν στο σπήλαιο και ν' αρπάξουν το άφθονο και εκλεκτό μέλι πού υπήρχε εκεί μέσα. Για να αποφύγουν τα θανατηφόρα κεντήματα των μελισσών, σκέπασαν όλο των το σώμα με χάλκωμα. Έτσι πραγματικά, μπόρεσαν να φθάσουν ως τις κηρήθρες. Όμως ταυτόχρονα είδαν εκεί τα σπάργανα και τις φασκιές πού είχαν χρησιμοποιηθεί για τον Δία και αυτό υπήρξε η καταστροφή τους, διότι κανείς θνητός δεν μπορούσε ν' αντικρύσει αντικείμενα  πού  χρησιμοποίησε ο  Ζευς. Το σπήλαιο και ο αέρας γέμισαν από αστραπές και κεραυνούς. Το χάλκωμα πού σκέπαζε το σώμα των τεσσάρων βέβηλων έλιωσε σαν κερί και έπεσε από πάνω τους. Και οι ίδιοι θα γινότανε βέβαια στάχτη αν δεν υπήρχαν οι νόμοι της Ειμαρμένης πού δεν επέτρεπαν ούτε να ζήση άλλα ούτε και να πεθάνει κανείς μέσα σ' αυτόν τον Ιερόν τόπον. Έτσι λοιπόν, με την μεσολάβηση των Μοιρών και της Θέμιδος, ο Ζευς περιορίστηκε να τους μεταμόρφωση όλους σε πουλιά. Τους έκαμε κούκους και κουκουβάγιες!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου