Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

Η ζωή στην Κρήτη άλλοτε - "Μετοχάρηδες"



Η ζωή στην Κρήτη άλλοτε

ΜΕΤΟΧΑΡΗΔΕΣ

Του Γ. ΚΑΦΕΤΖΑΚΗ — ΜΑΡΑΝΤΗ

Την περιοχή του Επάνω Μεραμπέλλου της Κρήτης, με την γόνιμη ελαιόφυτη γη της «Σκάφης του Μεραμπέλλου» και τις κάθε λογής δενδρόφυτες καλλιέργειες,. ιδιαίτερα της αμυγδαλιάς και των αμπελιών, πλαισιώνει στο βορεινό μέρος μια οροσειρά, πού αρχίζει ανατολικά από τα υψώματα της αρχαίας πόλης της «Δρήρου» και συνεχίζεται δυτικά με την υψηλή κορυφή του «Σταυρού» φθάνοντας ως την Μίλατο.
Πίσω από την οροσειρά αυτή στα βόρεια, είναι μια άγονη περιοχή ορεινή, πετρώδης και άνυδρη, πού φτάνει ως τη θάλασσα. Στην ξερή αύτη γη είναι εγκατασπαρμένοι πολλοί μικροσυνοικισμοί — τα «Μετόχια» μέ διάφορα ονόματα (οι Κουρούνες, ο Νοφαλιάς, ο Άγιος, Αντώνιος, ο Φοινοκαλιάς, ο Λούμας, η Ελούντα, ο Σχινιάς, το Καρύδι, ο Αμυγδαλιάς, και οι Πινές).
Η όλη ορεινή αυτή έκταση, με τη σπάνια δενδροφυτεία ολίγων ελαιοδένδρων πού καρποφορούν κατά μακρά χρονικά διαστήματα, και ολίγων αμυγδαλιών και χαρουπιών, με αραιές, επίσης, καρποφορίες, με έδαφος πετρώδες, χρησιμεύει για διαμονή των ανθρώπων των «Μετοχιών».
Οι περιουσίες των κατοίκων είναι χωράφια, ξηρής γης πετρώδους, πού οι εργάτες με τα ψωραλέα ζώα, αγωνίζονται κάθε χρόνο να σπείρουν λίγο κριθάρι της χρονιάς τους. Το Ησιόδειο άροτρο προσπαθεί ανακατεύοντας το λίγο χώμα με τις πέτρες και τα χαλίκια, να σκεπάσει τον σπόρο, και όλη η οικογένεια βοηθά την προσπάθεια της σποράς σκάβοντας στα μέρη όπου το άροτρο δεν μπορεί να δουλέψει, να θερίσει και να αλωνίσει, τα λίγα στάχυα. Και το αποτέλεσμα του μόχθου όλης της οικογένειας θα είναι, αν βρέξει και 'βοηθήσουν οι καιροί’, να φυτρώσει ένα καχεκτικό στάχυ μιας πιθαμής ύψους, με δύο ή τρία σπυριά στο κεφάλι. Αυτή θα είναι μια επιτυχημένη σοδειά!!
Από τα λίγα δένδρα, επίσης, πού αραιά καρποφορούν, όπως είπαμε, τα εισοδήματα τους αν δεν είναι εντελώς ανύπαρκτα, είναι ελάχιστα.
Από τα ολίγα οικόσιτα ζώα (την κατσίκα, τα ολίγα πρόβατα, τις κότες κλπ.) τα προϊόντα των πωλούνται για να αναπληρώσουν ένα ελάχιστο μέρος του ελλείμματος του προϋπολογισμού του σπιτιού.
Εύκολο να φαντασθεί κανείς την ζωή των ανθρώπων αυτών πού τρέφονται κυρίως με χόρτα, κι' αυτά συνήθως χωρίς λάδι, κι' όσπρια, και το κρέας το αντικρίζουν πολύ σπάνια, λίγες φορές το έτος. .
Πάνε πολλά χρόνια πού γνώρισα από κοντά την ζωή των απόκληρων αυτών. Δεν ξέρω αν έχει καμιά βελτίωση η ζωή τους από τότε, μα όπως πληροφορούμαι μένει η ίδια, με λίγη καλυτέρευση από τότε. Το βασικό αγαθό — το νερό — ασφαλώς θα τους λείπει πάντα. Το κουβαλούν με δυό στάμνες φορτωμένες στα ζώα τους από μεγάλες αποστάσεις και το αντλούν από στέρνες πού αποθήκευσαν οι βροχές του χειμώνα. Kι' αλλοίμονο όταν μεσολαβούσαν ανομβρίες!! Στις στέρνες αυτές οδηγούν τα βράδια. από τη βοσκή και τα ζώα τους να ποτισθούν. Σπάνια τα νερά των σκεπαστών δεξαμενών αυτών είναι καθαρά, γιατί οι άνεμοι  και τα ζώα ρίχνουν μέσα κάθε είδους ακαθαρσίες. Φυσικά, πολλές ασθένειες προσβάλλουν τους ατυχείς κατοίκους από τα μολυσμένα αυτά νερά.
Τα σπίτια τους — όπως θυμάμαι — ήσαν πετρόκτιστα με πηλό δίχως άσβεστη και με στέγες από δοκάρια και δώματα χωματένια. Ένα μεγάλο πόρτεγο πού ήτανε κρεβατοκάμαρα της οικογένειας με κρεβάτια πέτρινες πεζούλες, το τζάκι, τον αργαλειό και ή αποθήκη. Στο βάθος ο αχυρώνας, πού στον αλωνισμό έριχναν μέσα τα άχυρα από μια τρύπα του δωμάτου. Τα ποντίκια σε πυκνές φάλαγγες, έτρεχαν από τον αχυρώνα στις στέγες, και την νύχτα δεν έπαυαν να σκληρίζουν κυνηγώντας ότι φαγώσιμο και μη, ακόμη και τα φτωχικά ρούχα και τα σκεπάσματα,   τρυπώντας τις πόρτες και τα παράθυρα.
Τί να πούμε τώρα για τους κατοίκους με τη σκληρή ζωή των τόπων αυτών, πού ξοδεύουν άγονα το μόχθο και τον ιδρώτα τους δίχως να απολαμβάνουν μήτε τα στοιχειωδέστερα αγαθά, κουρελιάρηδες τις περισσότερες φορές και ξυπόλυτοι, εργαζόμενοι μ' όλη την οικογένεια από τα ξημερώματα ως τα βαθειά μεσάνυχτα!!
Πάντα κάθε φορά πού θυμούμαι τα «Μετόχια» με τη σκληρότατη ζωή των ανθρώπων τους, και τον ανθρώπινο μόχθο πού πάει χαμένος στον άγονο και ξηρό αυτόν τόπο, σκέπτομαι πώς αν μπορούσε να γίνει μια μετακίνηση των Μετοχάρηδων, με την τίμια εργατικότητα τους, σε άλλες περιοχές με γόνιμα εδάφη, και ο τόπος πού θα πήγαιναν θα ανθούσε, και' οι άνθρωποι αυτοί θα ευτυχούσαν.
Μα όταν κάποτε κουβεντιάζοντας με ένα γερομετοχάρη του ανέπτυξα ένα τέτοιο ζήτημα μου είπε:
— Δεν μπορεί να γίνει αυτό κ. Μαράντη. Είμαστε δεμένοι με τον τόπο μας όσο φτωχός και νάναι. Σ' αυτόν γεννηθήκαμε και κάμαμε παιδιά. Και ύστερα, μπορούμε ν' αφήσουμε τους πεθαμένους προγόνους μας πού κείτονται σ’ αυτό τον τόπο και να 'φύγουμε; Δεν θαμάστε ποτέ ευτυχισμένοι, το ξέρω καλά...
Κρητική Πρωτοχρονιά 1962






 

Συγγραφέας του παραπάνω κειμένου είναι ο εκ Νεαπόλεως Λασιθίου καταγόμενος Γεώργιος Καφεντζάκης (1886 - 1967) γνωστός στά ελληνικά γράμματα με το φιλολογικό ψευδώνυμο Γιώργος Μαράντης. γεννήθηκε στη Νεάπολη Λασιθίου τό 1886. Γεννημένος  σε μια μικρή κωμόπολη της συντηρητικής Κρήτης του προπερασμένου αιώνα, μεγάλωσε με τη ζωντανή παρουσία ενός ιωνόβιου λαϊκού πολιτισμού, πού τον βύζαξε με της μάνας του το γάλα.

Σε απλή, ζωντανή καθαρεύουσα, με μια ρομαντική διάθεση, γράφει, σε ύφος πρόχειρο αλλά αρκετά προσωπικό, για θέματα της καθημερινής ζωής ή εκφράζει σκέψεις γύρω οπό τη φύση του ανθρώπου και της ζωής του.
Άνθρωπος εξαιρετικά σεμνός, με υψηλό ήθος, μεγάλη καλοσύνη και ζωηρό πνεύμα, ο Καφετζάκης είχε το χάρισμα να γίνεται εξαιρετικά αγαπητός σε μικρούς και μεγάλους, σε αγράμματους και σοφούς. Αν και το έργο του γνώρισε εύκολη και γρήγορη αναγνώριση, ο ίδιος μιλούσε σπάνια γι’ αυτό.
κγ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου