Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Παντελής Βισματζίδης : Μαντική έμπνευση και Πυθία





Μαντική έμπνευση και Πυθία

Γράφει ο Παντελής Βισματζίδης*

Η μαντική έμπνευση είναι τόσο παλαιά στην Ελλάδα όσο και η λατρεία του Απόλλωνα. Μετά τον φόνο του Πύθωνα, ο θεός έπεισε τον Πάνα να του αποκαλύψει την τέχνη της προφητείας, έγινε κύριος του μαντείου των Δελφών και χρησμοδοτούσε μέσω της Πυθίας. Εκεί η μαντική (από τη λέξη μανία, μανική, σύμφωνα με τον Σωκράτη, «Φαίδρος»,244c) δεν βασιζόταν σε οράματα αλλά στον «ενθουσιασμό». Η Πυθία γινόταν ένθεος, πλήρης θεού. Όπως το έμψυχο σημαίνει ότι έχει μέσα του ψυχή, έτσι και το ένθεο σημαίνει ότι το σώμα έχει έναν θεό μέσα του, που χρησιμοποιεί τη φωνή της κάθε Πυθίας σαν να ήταν δική του. Γι' αυτό και οι χρησμοδοτήσεις ανακοινώνονταν πάντοτε στο πρώτο όνομα και ποτέ στο τρίτο. Ο Πλούταρχος θα πει:
«Ο θεός χρησιμοποιεί την Πυθία για να φτάσει στα αυτιά μας, όπως ο ήλιος τη σελήνη για να φτάσει στα μάτια μας» (Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθία, 21,404Ε). Σχετικά με τον ενθουσιασμό θα παρατηρήσει: «Δεν είναι, στ' αλήθεια, του θεού βέβαια η φωνή ούτε οι ήχοι ούτε οι εκφράσεις ούτε το μέτρο, αλλά της γυναίκας. Εκείνος κάνει μόνο να εμφανίζονται οι φαντασίες και ανάβει φως στην ψυχή για το μέλλον διότι κάτι παρόμοιο είναι ο ιερός ενθουσιασμός» (7.397c).
Ο Πλάτων στον «Τίμαιο» κάνει διάκριση μεταξύ προφητών και μάντεων. Οι «προφήτες» είναι οι ερμηνευτές των θείων προρρήσεων, τις οποίες αποκαλύπτουν οι «μάντεις» κατά τη διάρκεια του ύπνου ή όταν βρίσκονται σε κρίση ενθουσιασμού (71ε-72ο). Οι πληροφορίες που υπάρχουν για την ψυχολογική κατάσταση της Πυθίας είναι ελλιπείς. Ο Πλούταρχος, αναφερόμενος στην Πυθία των ημερών του, μας πληροφορεί ότι ήταν κόρη φτωχών γεωργών με σωστή ανατροφή και τίμια ζωή, χωρίς κάποια γνώση, εμπειρία ή άλλη δεξιότητα για να κατέβει στο χρηστήριο, σχεδόν άπειρη και αδαής, αληθινά παρθένα στο σώμα και στην ψυχή (Περί του μη χραν έμμετρα νυν την Πυθία 22,405c). Πιθανόν η ελλιπής μόρφωση θεωρήθηκε αναγκαίο κριτήριο για να μπορέσει να μυηθεί πιο εύκολα στα δρώμενα του μαντείου και για να μην εκλαμβάνονται οι χρησμοί ως απόρροια ης σοφίας της αλλά ως έκφραση της θείας θέλησης, γεγονός που θυμίζει τους αμαθείς αλιείς αποστόλους.
Η Πυθία δεν αλείφεται με μύρα, η περιβολή της είναι απλή. Για να κατέβει στο χρηστήριο θυμιάζει με δάφνη και κρίθινο αλεύρι. Η προφητική δύναμη της ήταν δεμένη με τη γη των Δελφών και ειδικότερα με το «χάσμα», απ’ όπου αναδυόταν το ένθεο πνεύμα που της μετέδιδε τη θεία έμπνευση. Αποκρινόμενες του μαντείου, αυτές οι προφήτιδες του Απόλλωνα, που για περισσότερο από 10 αιώνες εξετέλεσαν τα καθήκοντα τους με τον ίδιο τρόπο καθεμιά τους, έχαναν τη χρησμοδοτική ικανότητα τους (Αίλιος Αριστείδης, Περί ρητορικής 45 II, Πλάτων, Φαίδρος 244b).
Τις κυριότερες πληροφορίες για την εικόνα της Πυθίας κατά τη χρησμολογία μάς δίδουν ο Πλούταρχος και ο Λατίνος ποιητής Μάρκος Ανναίος Λουκανός (1ος αιώνας μ.Χ.), και μάλιστα σε δύο περιγραφές προφητικού παραληρήματος που κατέληξαν στον θάνατο της.
Φαίνεται ότι στους Δελφούς γινόταν χρήση φαρμακευτικών φυτών της οικογενείας των σολανωδών, όπως υοσκύαμος ο λευκός ή πυθώνιον κατά Διοσκουρίδη, μανδραγόρας, ευθάλεια η άτροπος και Datura Stramonium. Βέβαια, η χρήση τέτοιων φυσικών μέσων για πρόκληση ενθουσιασμού δεν έπρεπε να καταστεί γνωστή, για να μην κλονιστεί το κύρος του μαντείου. Γι' αυτό το ιερατείο συγκάλυψε τη μάσηση των φύλλων των σολανωδών με τη μάσηση φύλλων δάφνης (ιερό φυτό του Απόλλωνα) και τους υποκαπνισμούς με τον θρύλο του χάσματος απ’ όπου αναδίδονταν φυσικές αναθυμιάσεις, που ενέπνεαν την Πυθία. Οι τελετουργικές διαδικασίες που ακολουθούσαν οι Πυθίες -λουτρό, πόση ύδατος από ιερή πηγή, επαφή με το θείο διαμέσου της ιερής δάφνης, κάθισμα σε τρίποδα (εκ του «τρία» που σχετίζεται με την πρόβλεψη, επειδή εμπεριέχει παρελθόν, παρόν και μέλλον)- ήταν συνηθισμένες μαγικές διαδικασίες, οι οποίες πολύ πιθανόν να βοηθούσαν στην αυθυποβολή τους, σε σχέση μάλιστα με το ιδιόμορφο της φύσης τους. Σίγουρα όμως δεν ασκεί καμία επίδραση στον οργανισμό η μάσηση φύλλων δάφνης, οι υποκαπνισμοί και οι «ατμοί», υλικά στα οποία αποδόθηκαν οι εμπνεύσεις.
Οι Έλληνες πίστευαν στο μαντείο των Δελφών όχι γιατί ήταν δεισιδαίμονες, αλλά επειδή χρειάζονταν μια τέτοια πίστη. Δίχως τους Δελφούς, η αρχαϊκή κοινωνία δύσκολα θα μπορούσε να αντέξει την ανθρώπινη άγνοια και την εξ αυτής απορρέουσα ανασφάλεια, την απειλή του θεϊκού φθόνου στην υπερβολική επιτυχία ή την ευτυχία των θνητών και το δέος για το μίασμα. Η θεία γνώση του «αλεξίκακου» Απόλλωνα, του απωθητή του κακού, ήταν μια υπερβατική ασφάλεια.

* Συγγραφέας, ψυχίατρος

Πηγή:
Έντυπη «κυριακάτικη δημοκρατία» / 20.8.2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου