Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2017

Τί έκαναν οι ποιητές μας στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940;

Η γενιά του "30"



Τί έκαναν οι ποιητές μας στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο του 1940;

Γράφει η Βίκυ Αναστασιάδου

 Στις τρεις και μισή τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 ο Γιώργος Σεφέρης ξύπνησε από το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Ο Ιταλός πρέσβης Γκράτσι είχε δώσει το γνωστό τελεσίγραφο στον Μεταξά μισή ώρα πριν. Σηκώθηκε αμέσως και πήγε στο Υπουργείο Τύπου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή κανείς δεν γνώριζε με ποια πλευρά θα συντασσόταν ο Μεταξάς. 


Ο Σεφέρης, προϊστάμενος τότε της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου, μαζί με τον τότε υφυπουργό ανέλαβαν να συντάξουν το κείμενο της επίσημης κήρυξης πολέμου. Ο Γ. Σ. απεχθανόταν ενστικτωδώς τους Ναζί, μολονότι υπηρετώντας στο γραφείο Τύπου ήταν υποχρεωμένος μέχρι την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο να τηρεί αυστηρή ουδετερότητα. Έχει νηφάλια και με πολλή οξυδέρκεια καταλάβει ότι είναι προς όφελος της Ελλάδας και της επιβίωσής της μέσα στην γεωπολιτική σκακιέρα να ταχτεί με το μέρος των Συμμάχων.  Με την διορατικότητα που τον διέκρινε είχε ήδη αναρωτηθεί και απαντήσει για το τι μέλλει γενέσθαι στο μέλλον στην «Τελευταία Ημέρα», ποίημα που δημοσιεύτηκε το 1939:
Κι όμως ο θάνατος είναι κάτι που γίνεται  πώς πεθαίνει ένας άντρας; Κι όμως κερδίζει κανείς το θάνατό του, το δικό του θάνατο, που δεν ανήκει σε κανέναν άλλον και τούτο το παιχνίδι είναι η ζωή.
Ο ποιητής, σαραντάρης τότε, ήταν διπλωμάτης καριέρας και τα καθήκοντά του τον υποχρέωσαν να ακολουθήσει την ελληνική κυβέρνηση πρώτα στην Κρήτη και μετά στην Αίγυπτο.


Το «Όχι» του Μεταξά  ενώνει σύσσωμο τον ελληνικό λαό που με υπέρμετρο ενθουσιασμό κινεί για το μέτωπο να αντιμετωπίσει τον εξωτερικό εχθρό. Στο ημερολόγιο του ο  Άγγελος Τερζάκης μας δίνει μια χαρακτηριστική εικόνα :
«Φεύγουμε για το Μέτωπο. Κυριακή απόγευμα ώρα 4.40΄. Όλη η κακομοίρα η Ρωμιοσύνη μας χαιρέτησε στο πέρασμά μας. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά. Μας στέλνουν φιλιά. Κάνανε το σταυρό τους κι ύστερα σηκώνανε στον ουρανό τα χέρια. Λυπάμαι τους συναδέλφους μου που δεν γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τα δάκρυα σούρχονται στα μάτια. Οι συνάδελφοι πρόσφεραν καραμέλες, τσιγάρα.» (18 Νοεμβρίου 1940)


Ο Οδυσσέας Ελύτης έχει εκδώσει την προηγούμενη χρονιά τους «Προσανατολισμούς», την πρώτη ποιητική του συλλογή. Επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και τον Δεκέμβριο βρίσκεται να πολεμά στην ζώνη του πυρός, στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας. Ο χειμώνας του 1940-41 ήταν πρόωρος και ένας από τους βαρύτερους του 20ου αιώνα. Στο μέτωπο της Ηπείρου ο ελληνικός στρατός εκτός από τα εχθρικά πυρά και τους ανελέητους βομβαρδισμούς έχει να αντιμετωπίσει το ψύχος, την έλλειψη σε τρόφιμα και τις δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό. Τον Φεβρουάριο του 1941 ο Ελύτης παθαίνει κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο Ιωαννίνων. Γλυτώνει από θαύμα. Όταν αναρρώνει η Ελλάδα βρίσκεται υπό τριπλή κατοχή. Στο «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», γραμμένο το 1941, ο επιτάφιος θρήνος για τον ανώνυμο μαχητή μέσα στον δυσοίωνο χειμώνα μετατρέπεται σε ύμνο για τα νιάτα, τον έρωτα και την επικράτηση της ζωής.


Αντίθετα από τον Ελύτη, ο πρωτοπόρος ποιητής Γιώργος Σαραντάρης δεν γλύτωσε τον θάνατο. Πολέμησε στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού μετώπου, αρρώστησε από τύφο και πέθανε. Στα Ανοιχτά Χαρτιά ο Ελύτης γράφει:
«Ήταν η μόνη και πιο άδικη απώλεια [...] Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πως, κατάφερε να κρατήσει στα γραφεία και τις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκόταν στα πόδια του, που όμως είχε προφθάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της.»



Ο Άγγελος Σικελιανός, 56 ετών τότε ζήτησε να σταλεί στο μέτωπο. Αν και τελικά δεν βρέθηκε ποτέ κοντά στο μέτωπο δημοσιεύει πατριωτικά και εμψυχωτικά ποιήματα που μοιάζουν να έχουν γραφεί από κάποιον που πολεμά στην πρώτη γραμμή.


Ο Γιώργος Κατσίμπαλης, γνωστότερος ως ο «Κολοσσός του Μαρουσιού», βετεράνος πολεμιστής, καθώς είχε πολεμήσει στο μακεδονικό μέτωπο στη διάρκεια του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια στη Μικρασιατική εκστρατεία, παρόλη την αναπηρία του, υπηρέτησε στην αντιαεροπορική άμυνα με τον βαθμό του εφέδρου υπολοχαγού του Πυροβολικού.


Ο Δ. Ι. Αντωνίου , ο αγαπημένος «Τόνυ» της συντροφιάς λογοτεχνών που γνωρίζουμε ως «γενιά του ‘30», παρέμεινε πλοίαρχος στο δικό του καράβι, το οποίο είχε επιταχθεί για τις ανάγκες του ναυτικού, και το οποίο θα βυθιστεί. Ο Αντωνίου ευτυχώς  θα σωθεί.


Ο Νίκος Καββαδίας, ο ιδανικός εραστής «των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων», παρόλο που είχε ήδη πάρει το δίπλωμα ασυρματιστή στα πλοία, βρέθηκε στρατιώτης στην Αλβανία. Με την κατάρρευση του μετώπου γύρισε στην Αθήνα και παρέμεινε στην στεριά μέχρι τη λήξη του πολέμου. 


Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Με την υποχώρηση γύρισε πίσω κι αυτός στην Αθήνα και εντάχθηκε στον ΕΑΜ.
Ο Τάκης Σινόπουλος επιστρατεύτηκε το 1941 ως λοχίας του υγειονομικού στο Λουτράκι.
Η κήρυξη του πολέμου βρήκε τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον μετέπειτα πρόεδρο της Ελληνικής δημοκρατίας,  εκτοπισμένο στα νησιά. Με την κατοχή επανήλθε στη θέση του στη Νομική σχολή. Το 1941, στις 28 Οκτωβρίου, με αφορμή την πρώτη επέτειο του «Όχι», εκφώνησε στους φοιτητές του λόγο για την μελλοντική κοινωνία που πρέπει να χτίσουν οι νέοι σε μια ελεύθερη Ελλάδα. Στην μνήμη των Ελλήνων η 28η Οκτωβρίου συμβόλιζε ήδη την άρνηση της υποταγής. Την επομένη απολύθηκε από την Κυβέρνηση των δοσίλογων.
Ο Μεταξάς πέθανε στις  29 Ιανουαρίου 1941. Την 1η Μαρτίου η Βουλγαρία εισέρχεται στον πόλεμο με το μέρος του Άξονα. Το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού στρατού πολεμά στην Αλβανία. Παρόλη τη σθεναρή αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων που υπερασπίζονταν τα σύνορα της Μακεδονίας, ουσιαστικά η «γραμμή Μεταξά» υπερφαλαγγίζεται καθώς τα γερμανικά στρατεύματα εξαπολύουν σφοδρή επίθεση σε δύο μέτωπα, στα σύνορα με την Βουλγαρία και στα ανοχύρωτα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Η Ελλάδα σύντομα βρέθηκε κάτω από τριπλή γερμανο-ιταλο-βουλγαρική κατοχή.
Οι κατοχικές αρχές και η λογοκρισία δεν σιώπησαν τις φωνές των ποιητών. Στις 27 Φεβρουαρίου του 1943 πεθαίνει ο Κωστής Παλαμάς. Η είδηση του θανάτου του διαδόθηκε με αστραπιαία ταχύτητα. Την επομένη από νωρίς το πρωί ο λαός της Αθήνας συγκεντρώνεται στο Α’ νεκροταφείο. Ο Άγγελος Σικελιανός με τη βροντερή φωνή του απαγγέλνει τους στίχους που μόλις είχε γράψει: 



Ηχήστε οι σάλπιγγες… Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα...
Βόγκα Παιάνα ! Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!

Όταν ο εκπρόσωπος της Γερμανικής πρεσβείας προχώρησε να καταθέσει στεφάνι, μόνος από όλο το πλήθος ο «Κολοσσός» Γιώργος Κατσίμπαλης  άρχισε να τραγουδά τον Εθνικό  Ύμνο. Το πλήθος στην αρχή δειλά και μετά με πάθος τον ακολούθησε. Όπως έλεγαν οι στίχοι του Σικελιανού: «Σ` αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!», μονιασμένη για μια μέρα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου