Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017

Κ. Μάσσος : Εικαστικά αινίγματα και αναζητήσεις





Κ. Μάσσος : Εικαστικά αινίγματα και αναζητήσεις

Αυτό που προσελκύει τον  θεατή στα έργα του ζωγράφου είναι ότι διαπνέονται από μια μεταφυσική διάσταση, που σχετίζεται πρώτιστα με τον ρεαλισμό και την υπέρβαση

Γράφει η Αθηνά Σχινά*

Το πρώτο πράγμα που αισθάνεται κανείς, ερχόμενος σε επαφή με τα ζωγραφικά έργα του Κ. Μάσσου, είναι πως πρόκειται για μια ποιητικά ελεγειακή και αλληγορική γλώσσα. Μια εικαστικά «παραστατική», θα λέγαμε, γλώσσα, που τη χρησιμοποιεί επιδέξια ο καλλιτέχνης, χωρίς να αναχαιτίζει την ευρηματική του φαντασία, η οποία ωστόσο δεν τον εμποδίζει να ασκεί, παράλληλα, έναν εσωτερικό έλεγχο ως προς τις συνθετικές κι εκφραστικές του ισορροπίες, καθώς μορφοποιεί με υποβλητικό τρόπο, αναζητήσεις κι αινίγματα, απορίες κι ερωτήματα που αφορούν βαθύτερες σημασίες της ζωής.
Εκείνο που προσελκύει ιδιαίτερα τον θεατή στα συγκεκριμένα ζωγραφικά έργα είναι ότι διαπνέονται από μια μεταφυσική διάσταση, που σχετίζεται πρώτιστα με τον ρεαλισμό και την υπέρβαση, κατανέμοντας ωστόσο τον ευρύ αυτόν προβληματισμό μιας σειράς αναθεωρήσεων και συλλογισμών στον άνθρωπο και στο περιβάλλον του, στην εσωτερική του ζωή και στις εξωστρεφείς του συναρτήσεις με τη φύση και τον διαρκώς αναζητούμενό του «εαυτό». Έναν «εαυτό» που αντικαθρεφτίζεται στα σύστοιχά του αντικείμενα, που ποικιλοτρόπως σχετίζονται με την ατομικότητα και τη συλλογικότητα, τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο χώρα, σε τόπους δηλαδή ή ακριβέστερα, θα έλεγα, σε ιδιοσυχνότητες και σε συνήθειες, σε πρακτικές ζωής και σε συμπεριφορές, μέσα από όπου γεννιούνται κι αναπηδούν όνειρα κι εφιάλτες, αισθήσεις και μεταισθήσεις, με άλλα λόγια εμπειρίες που έχουν παραχθεί από ιζηματοποιημένες μνήμες κι εντυπώσεις, παρελθόντα και καθημερινότητες, αναχωρήσεις κι επαναφορές, γύρω από βασικά υπαρξιακά ερωτήματα. Ερωτήματα που αφορούν το εδώ και το επέκεινα, τη ζωή και τον θάνατο, την παρουσία και την απουσία, την αλληλέγγυα ομαδικότητα και τη μοναξιά.
Ο Κωνσταντίνος Μάσσος γνωρίζει πώς να χειρίζεται την αφηγηματική του γλώσσα, χωρίς να έχει ανάγκη να την αποδομήσει, απεξαρτώντας τα σημαινόμενά της ή εξαρθρώνοντας τους πλαισιωτικούς όρους και τις εικονιστικές λειτουργίες της προκειμένου να δανειστεί «εκσυγχρονιστικά» μεν την κολακεία που εξασκεί -στα γούστα του κοινού- η υποτιθέμενη «παραστατικότητα», με σκοπό όμως να καταρριφθούν οι ευλογοφανείς, κατά τα άλλα, επιταγές της. Το αναφέρω, γιατί οι περισσότεροι καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν εικονοποιητικά τον ρεαλισμό προσπαθούν να τον υπονομεύσουν, χάριν της «μεταμοντέρνας» δήθεν συνθήκης, εξοφλώντας ενοχικά σύνδρομα με ανώφελες καθαιρέσεις νοημάτων, στο πνεύμα ενός όψιμου και παρωχημένου σουρεαλισμού, που τον επιδοτούν μάλιστα με κρυπτικές σημασίες κι αντιεξουσιαστικούς στόχους.
Στα ζωγραφικά έργα του Κωνσταντίνου Μάσσου η εικόνα δεν απομυθοποιείται και δεν απομαγεύεται, γιατί ο καλλιτέχνης χειρίζεται τα εικονομορφώματά του όχι εύπεπτα, ούτε ευλογοφανώς (με βάση τις αιτιώδεις δηλαδή λογοκρατικές τους σχέσεις). Χωρίς να εξοβελίζει τίποτε προφανές, αναδεικνύει κι αξιοποιεί συνειρμικά, ταυτόχρονα όμως και ρυθμοτεχνικά, τα στοιχεία που κάθε φορά απαρτίζουν τη συνθετική του «εικόνα». Τα στοιχεία αυτά (που τα χειρίζεται ως φόρμες, αλλά παράλληλα και ως realia) τα συντάσσει και τα διαρθρώνει σαν μια μεταγλώσσα στο εικαστικό του πεδίο (αφ’ ης στιγμής ο ζωγράφος δημιουργικά διαπραγματεύεται με συγκερασμούς συναισθημάτων, νοημάτων και μεταισθήσεων).
Τη μυθοπλοκή του ο Κ. Μάσσος τη συγκροτεί κάθε φορά αναγωγικά, μέσα από μια ποιητική αντίληψη που οι δομικοί και οργανικοί της συσχετισμοί (οι οποίοι λειτουργούν σκηνοθετικά και παράλληλα σκηνογραφικά) εμφανίζονται σαν να αποτελούν αποσπασματικές ενότητες ενός άτυπου σεναρίου. Επιπλέον, ο χώρος και ο χρόνος αποδίδονται στα έργα του δραματουργικά και ταυτοχρόνως οριακά, ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, σαν ερωτήματα κι απορίες, σαν μουσικά κλειδιά που αλλάζουν τονικότητες με βάση τις ψυχοδυναμικές «περιρρέουσες» κλίμακες ή, άλλοτε πάλι, σαν τα σημεία στίξης και τα αποσιωπητικά, αναδύοντας μια ατμόσφαιρα που μπορεί να εκκολάψει πολυεπίπεδες πτυχές ανάδυσης του υποσυνειδήτου, αφυπνίζοντας παράλληλα αρχετυπικές συνιστώσες και βαθύτερες διαπολιτισμικές παραδοχές.


Σε αυτό το σημείο, θέλω να επισημάνω ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Κ. Μάσσου, που ενισχύουν τα παραπάνω λεγόμενά μου κι αυτό αφορά την «αφηγηματικότητα» στα έργα του. Ο συγκεκριμένος ζωγράφος συνδυάζει αριστοτεχνικά χώρους και χρόνους, αλληγορίες και πραγματικότητες, επιθυμίες κι αποτροπές, ζοφερούς εφιάλτες και λυτρωτικές καταστάσεις, γεφυρώνοντας (σαν να έχει να κάνει με λογοτεχνικό κείμενο) την πρωτοπρόσωπη με την τριτοπρόσωπη αφήγηση και την ενεργητική με την παθητική φωνή. Ενώ ανοίγει την οπτική μας αυλαία με κατοπτεύουσες διαγώνιες ως προς τον θεατή, στα «κινηματογραφικά» θαρρείς πλάνα που ο Κ. Μάσσος εικαστικά μάς προσφέρει ο παρατηρητής μετατρέπεται σε παρατηρούμενο. Ταυτίζεται και ταυτοχρόνως αποστασιοποιείται. Γίνεται αφηγητής και χορός, θαρρείς, αρχαίας τραγωδίας. Ο θεατής, συμμετέχοντας στα τεκταινόμενα που τον συμπεριλαμβάνουν και τον αφορούν, αφηγείται και την ίδια στιγμή μετατρέπεται σε υποκείμενο των περιπετειών ή των παθών του. Η διαφαινόμενη δράση υφίσταται παράλληλα και ως ανάμνηση.
Επιπλέον, οι μορφές του Κ. Μάσσου εμφανίζονται ως εξατομικευμένες ρηματικές ενέργειες και την ίδια στιγμή ως κινούμενα σύνολα, επέχοντας θέση επιθετικών προσδιορισμών στον λόγο (δηλαδή στις αναλογικές συναρτήσεις) της εικόνας. Πρόκειται για συνυπάρχουσες και υπαλλασσόμενες εκδοχές του «εαυτού» και του «εμείς», που παρουσιάζονται με ενσυναίσθηση, λειτουργώντας ως παραβολές κι εμβληματικοί παροιμιόμυθοι, κυρίως όμως ως λυσιτελείς ετεροπροσωπίες, όπως π.χ. σε μια ομάδα ανθρώπων που ατομικά ο καθένας και όλοι μαζί μεταναστεύουν ή αναχωρούν, για να επιστρέψουν ίσως κάποτε, αναβαπτισμένοι στα νάματα της ζωής και στις βαθύτερες σημασίες της.
Όλες οι μορφές του Κ. Μάσσου έχουν σκιές κι όλες αντίστοιχα οι σκιές (όπως τα ίχνη και τα αινιγματικά κάποτε αποτυπώματα που αφήνει, σαν φτερούγισμα, το πέρασμά τους από τη βιωτή) ακολουθούνται από μορφές, σαν να πρόκειται, θαρρείς, για υπάρξεις του εδώ και του επέκεινα. Παριστάνονται δισυπόστατα, όπως το θετικό και το αρνητικό μιας χαρακτικής μήτρας και του τυπώματός της ή μιας φωτογραφίας. Αποκαλύπτονται κατά τα δειλινά ή τα ξημερώματα, με πλάγιο φως, κάτω από έναν ήλιο καταλυτικά αδυσώπητο και παντεπόπτη, κι ένα σκοτάδι που πάντοτε υποφώσκοντας απειλητικά καραδοκεί.
Οι μορφές, διασχίζοντας βραχώδη τοπία σε μια στέρφα γη κι άλλοτε πάλι προσεγγίζοντας υδάτινες οάσεις είτε ξέφωτα του ουρανού, ζουν παράλληλα τις αμηχανίες και τα αδιέξοδά τους μέσα στις πολύβουες κι αλλοτριωνόμενες πόλεις ή δίπλα σε λιμάνια, επιδιώκοντας εν τέλει να δραπετεύσουν από τον διάχυτο φόβο και την ασφυξία της κλεμμένης τους χαράς, όμοια με τα πουλιά που κι εκείνα στα έργα του Κ. Μάσσου κινούνται σε σμήνη, αλλά και κατά μόνας, στην ερημιά της απορφάνιας και του αποπροσανατολισμού τους. Χάνονται κι επανεμφανίζονται, όλοι σαν ένας κι αντίστροφα. Μεταναστεύουν κι επανακάμπτουν, όπως η φύση που καταστρέφεται κι αναγεννάται, γεμίζοντάς μας με την κρυφή ελπίδα μιας δεύτερης και πιο πνευματικής ίσως ζωής, αν μόνοι μας δεν καταστρέψουμε κάθε τέτοια δυνατότητα.
Η Αθηνά Σχινά είναι κριτικός & ιστορικός τέχνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου