Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

Ο δικός μας Χάτσικο στην Αθήνα του '38




Ο πιστός και αφοσιωμένος Ντικ.

 Ο σπαραγμός για τον θάνατο του αφεντικού του συγκίνησε όλη την Αθήνα του ‘38.


Ο Γεώργιος Μπαλίδης ήταν διπλωμάτης και είχε υπηρετήσει ως πρόξενος της Ελλάδας στην Οδησσό. Αγαπούσε πολύ τα ζώα και ιδιαίτερα τα σκυλιά. Δεν είχε ούτε γυναίκα ούτε παιδιά και τα τελευταία δέκα χρόνια νοίκιαζε ένα δωμάτιο στο σπίτι της κυρα-Όλγας στην οδό Αριστίππου 22, στο Κολωνάκι.
Ζούσε μόνος με τον πιστό του φίλο τον Ντίκ, ένα σκυλί που το είχε από κουτάβι. Ο Ντικ είχε μεγαλώσει με πολλή φροντίδα και αγάπη και ήταν αφοσιωμένος στον κύριό του. Όταν τα οικονομικά του στένεψαν, ο τέως πρόξενος προτιμούσε να αφαιρεί κάτι από το φαγητό του για να μην στερήσει τον Ντικ.
Ο σκύλος αγαπούσε τον κύριό του αδιαπραγμάτευτα και ανυστερόβουλα, όπως μόνον τα ζώα ξέρουν. Είχαν γεράσει πια και οι δύο και περνούσαν ήσυχα τις μέρες τους χαρίζοντας ο ένας στον άλλον γλυκιά συντροφιά και απέραντη αγάπη.
Κι έφτασε η πικρή μέρα που τους χώρισε ο θάνατος. Ο πρόξενος πέθανε από συγκοπή στο δωμάτιό του. Η κυρα-Όλγα φρόντισε να κάνει όσα έπρεπε για να ταχτοποιήσει τον νεκρό. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν στο σπίτι και ο Ντικ είχε μαζευτεί σε μια γωνιά της κάμαρας και κοιτούσε πότε το λείψανο στο κρεβάτι και πότε τους ανθρώπους. Όταν έφυγε ο κόσμος έμειναν μόνον δυο τρεις για να ξενυχτήσουν τον νεκρό. Τότε ο Ντικ σηκώθηκε και πλησίασε το κρεβάτι.
Έκανε δυο γύρους μυρίζοντας κι ύστερα σήκωσε το πόδι του και σκούντησε τον κύριό του. Εκείνος όμως δεν γύρισε να τον χαϊδέψει και να τον σιγουρέψει ότι όλα είναι καλά. Ο Ντικ έχωσε τη μουσούδα του κάτω από το σεντόνι, ανασηκώθηκε στα πίσω πόδια του κι έφτασε το κεφάλι του μακαρίτη. Αυτό ήταν! Ξέσπασε σ’ ένα θλιβερό ουρλιαχτό. Με τη μουσούδα του και τα μπροστινά του πόδια χάιδευε και αγκάλιαζε τον πεθαμένο κύριό του κλαίγοντας ασταμάτητα ως το πρωί.
Εκείνοι που είχαν μαζευτεί για να ξενυχτήσουν τον νεκρό έκλαιγαν περισσότερο για τον σπαραγμό του Ντικ, παρά για τον θάνατο του Μπαλίδη. Όταν ήρθε η ώρα να σηκώσουν το λείψανο για το νεκροταφείο, αναγκάστηκαν να κλειδώσουν τον Ντικ στο δωμάτιο για να μην τους ακολουθήσει. Στην επιστροφή τον βρήκαν σε κακό χάλι. Μόλις του άνοιξαν την πόρτα, εκείνος έτρεξε έξω.
Πήγε σε όλα τα μέρη που θα μπορούσε να έχει πάει ο κύριός του. Στον μπακάλη, στον χασάπη, στο καφενείο, στον Ευαγγελισμό… Ξαναγύρισε. Πήγε στο δωμάτιο που μοιραζόταν με τον κύριό του, ανέβηκε στο κρεβάτι και ξέσπασε σε ατελείωτο θρήνο. Έμεινε εκεί θρηνώντας μέχρι την μέρα που ήρθαν να τον πάρουν.
Ο Μπαλίδης δεν είχε κανέναν δικό του στην Ελλάδα, για να του εμπιστευτεί τον σύντροφό του και είχε ζητήσει από τη σπιτονοικοκυρά να ειδοποιήσει να θανατώσουν τον Ντικ σαν θα πέθαινε εκείνος, για να μη βασανιστεί από τη θλίψη και τη μοναξιά. Η κυρα-Όλγα φώναξε την Εταιρεία Προστασίας των Ζώων. Φαίνεται πως ώρα του Ντικ είχε φτάσει. Δυο μέρες χωρίς φαγητό και νερό, αποκαμωμένος από τον πόνο του, ο Ντίκ δεν έφερε καμία αντίσταση στον μπόγια που τον έβαλε στην κλούβα. Μεταφέρθηκε στο Κυνοκομείο στην Ιερά Οδό, εκεί όπου μετέφερονταν τα αδέσποτα σκυλιά των αθηναϊκών δρόμων και θανατώνονταν. Ο Ντικ σύρθηκε σε μια γωνιά της αυλής με περίλυπο βλέμμα. Όλες τις μέρες δεν άγγιξε φαγητό και νερό και δεν σταμάτησε να κλαίει απαρηγόρητος. Είχε γίνει πετσί και κόκαλο.
Μπροστά σ’ αυτή την πρωτοφανή αφοσίωση οι υπάλληλοι της Εταιρείας Προστασίας των Ζώων συγκινήθηκαν. Ειδοποίησαν τους δημοσιογράφους και τους φωτορεπόρτερ για να δώσουν δημοσιότητα στο θέμα. Οι εφημερίδες έγραψαν την τραγική ιστορία και οι αναγνώστες συμπόνεσαν το φτωχό ζώο. Άρχισαν να πηγαίνουν στον Βοτανικό για να δουν αυτό το σπάνιο φαινόμενο πίστης και αφοσίωσης, να τηλεφωνούν και να τηλεγραφούν ζητώντας εναγωνίως πληροφορίες για την υγεία του. Πολλοί προσφέρθηκαν να του δώσουν στέγη και ν’ αναλάβουν τη φροντίδα του. Η θανάτωση του Ντικ πήρε αναβολή.
Στις εκδηλώσεις στοργής των παιδιών ο Ντικ κουνούσε περίλυπος την ουρά του, αλλά δεν έβαλε στο στόμα του κανένα από τα καλούδια που του πετούσαν.
Οι υπάλληλοι της Εταιρείας Προστασίας των Ζώων του έβγαλαν την αλυσίδα και τον μετέφεραν από την αυλή σ’ ένα δωμάτιο, όπου του έστρωσαν μια κουβέρτα για να ξαπλώσει.
— Έχω δέκα χρόνια εδώ μέσα, είπε ο αρχινοσοκόμος. Πέρασαν καν και καν σκυλιά από τα χέρια μου. Αλλά τέτοιο σκυλί, τόσο πιστό, τόσο έξυπνο, δεν είδαν τα μάτια μου. Αυτό δεν είναι σκυλί, είναι σωστός άνθρωπος!
Τα γλυκά λόγια, τα χάδια και η επίμονη φροντίδα έφεραν αποτέλεσμα. Ο Ντικ ήπιε επιτέλους λίγο νεράκι. Καλό σημάδι!
Τις επόμενες μέρες η Εταιρεία Προστασίας των Ζώων έστειλε στις εφημερίδες μια ανακοίνωση, που ανακούφισε όλους εκείνους που ανησυχούσαν για την τύχη αυτού του σπάνιου ζώου. Η Αλεξάνδρα Χωρέμη-Μπενάκη τον υιοθέτησε και τον πήρε στη βίλα της στο Στροφίλι. Και ναι, ο Ντικ άρχισε να δέχεται τροφή και ν’ ανταποκρίνεται στις περιποιήσεις της νέας του κυράς.

Πληροφορίες για το παραπάνω κείμενο από άρθρα διάφορων εφημερίδων του Σεπτεμβρίου 1938. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου