Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2017

ΚΑΡΜΕΝ ΣΟΥΠΕΡΣΤΑΡ



Η Τερέζα Μπεργάντσα στον ρόλο της Κάρμεν σε παράσταση της  Οπερά Κομίκ τον Δεκέμβρη του 1982 υπό την διεύθυνση του Πιέρο Φετζιόνι

ΚΑΡΜΕΝ ΣΟΥΠΕΡΣΤΑΡ

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1981, το πλήθος που κατέκλυσε το  Πάλαι ντε Σπορ του Παρισιού - έναν αχανή ναό της ποπ και ροκ μουσικής, χωρητικότητας 4500 θεατών - ήταν ασυνήθιστα αθόρυβο. Στον αμυδρά φωτισμένο κυκλικό χώρο, το σκηνικό - μια τεράστια αψίδα στο κέντρο της σκηνής, τριγυρισμένη από σειρές καθισμάτων - μόλις που διακρινόταν. Ξαφνικά, πλήθος προβολέων πλημμύρισαν τα πάντα με φως, φανερώνοντας πάνω από 100 κομπάρσους. Παιδιά και στρατιώτες, γυναίκες, γέροντες, όλους με σπανιόλικα κοστούμια του 19ου αιώνα. Την ίδια στιγμή, τα 35 όργανα της ορχήστρας άρχισαν να παίζουν την εισαγωγή της Κάρμεν του Μπιζέ.
Η πρωτοφανής αυτή εκτέλεση της δημοφιλέστερης   γαλλικής   όπερας, στη μεγαλύτερη αίθουσα του Παρισιού, ήταν η αρχή μιας καμπάνιας της διεύθυνσης της Όπερας του Παρισιού, με στόχο να προσελκύσει περισσότερο κόσμο απ’ το περιορισμένο κοινό που συνήθως πάει στο Θέατρο Παλαί Γκαρνιέ. Η «εκστρατεία» πέτυχε. Ένα σύνολο 165.553 θεατών, οι μισοί από τους οποίους δεν είχαν ξαναδεί όπερα  παρευρέθηκαν στις 43 εντυπωσιακές παραστάσεις του Παλαί ντε Σπορ και ξανάζησαν την ιστορία της τσιγγάνας που ξελογιάζει ένα στρατιώτη, τον παρατάει έπειτα για ένα ταυρομάχο, και δολοφονείται τελικά από τον πρώην εραστή της.
Την ίδια ώρα, στο σαραβαλιασμένο θέατρο Μπουφ ντυ Νορ, μ' ένα υπερβολικά απλοποιημένο σκηνικό, παιζόταν μια άλλη Κάρμεν, που στόχευε κυρίως στο να αποδώσει την ουσία του λιμπρέτου. Υπό τη διεύθυνση του καινοτόμου Άγγλου σώουμαν Πήτερ Μπρουκ, Η Τραγωδία της Κάρμεν προσέλκυσε 100.000 θεατές.
Την ίδια εποχή, μια τρίτη Κάρμεν παιζόταν στην Όπερα Νανσύ, υπό τη διεύθυνση του δημιουργικού Αντουάν Μπουρσεγιέ. Και η Οπερα Κομίκ (που πρώτη αυτή ανέβασε την Κάρμεν το 1875), λες και ζήλευε τώρα τις πρόσφατες επιτυχίες της φλογερής τσιγγάνας, έδωσε μια σειρά παραστάσεων του αριστουργήματος του Μπιζέ, στο τέλος του 1982, με πρωταγωνίστρια την περίφημη Ισπανίδα μέτζο-σοπράνο Τερέζα Μπεργκάνζτα,


Πέρα απο την ποικιλία των καλλιτεχνικών ερμηνειών που εμπνέει, η όπερα του Μπιζέ - βασισμένη σε μια νουβέλλα του Προσπέρ Μεριμέ - είναι ένα έργο που αγαπιέται απ' τον κόσμο χάρη στον προσγειωμένο ρεαλισμό του. Ο Μεριμέ (1803-70), μέλος της γαλλικής Ακαδημίας, ήταν ένας ευσυνείδητος συγγραφέας που αποδοκίμαζε τον επιφανειακό τρόπο με τον οποίο άλλοι συγγραφείς περιγράφανε ξένες χώρες. Για να γράψει την Κάρμεν, επισκέφτηκε όλη την Ισπανία σε δυο ταξίδια του, το 1830 και 1840. Πήγε στο καπνεργοστάσιο της Σεβίλλης, όπου η Κάρμεν του δούλευε εργάτρια. Καλλιέργησε φιλίες όχι μόνο στους κύκλους της αριστοκρατίας (μιας και ο εραστής της Κάρμεν, ο Δον Χοσέ, κατάγεται από μια αριστοκρατική βασκική οικογένεια), αλλά και με ταυρομάχους, με λαθρέμπορους και τσιγγάνους (το είδος δηλαδή των ανθρώπων που ήταν οι φίλοι της Κάρμεν). Δεν άφησε τίποτα στην τύχη, ούτε καν την εκλογή του ονόματος της ηρωίδας. Στα λατινικά, carmen σημαίνει ποίηση, τραγούδι και πρόβλεψη του μέλλοντος -έννοια απόλυτα ταιριαστή για την παθιασμένη αυτή χορεύτρια, χαρτορίχτρα, γύφτισσα.


Η ιστορία διασκευάστηκε για τον Μπιζέ από δύο απ' τους καλύτερους λιμπρεττίστες της εποχής εκείνης, τον Ανρί Μειλάκ και τον Λουντοβίκ Χαλεβύ. Αν και άλλαξαν την πλοκή του έργου, για να γίνει πιο θεατρικό, σε πολλά μέρη άφησαν το κείμενο του Μεριμέ απείραχτο, όπως στο αποκαλυπτικό εκείνο κομμάτι όπου η Κάρμεν τραγουδάει: «Δεν θέλω να με τυραννούν και, πάνω απ' όλα, να μ' εξουσιάζουν. Αυτό που θέλω είναι νά 'μαι ελεύθερη και να κάνω ό,τι μ' αρέσει.» (Γ’ Πράξη).
Οι αυθεντικές ανθρώπινες «πινελιές» στην ιστορία του Μεριμέ εξυπηρετούσαν θαυμάσια το στόχο του Μπιζέ: Να βγει η όπερα από τα πολυτελή παλάτια όπου τη «στέγαζαν» οι θεατρικές σκηνές εκείνης της εποχής και να πλησιάσει περισσότερο το λαό και την πραγματικότητα. Γιος μουσικού που έπρεπε πάντα να δουλεύει για να ζήσει - δίνοντας μαθήματα πιάνου, κάνοντας ενορχηστρώσεις και μελοποιώντας ποιήματα του Μυσσέ, του Ρονσάρ και του Ουγκώ - ο Μπιζέ δεν επέτρεψε ποτέ οι οικονομικές συνθήκες της ιδιωτικής του ζωής να επιδράσουν αρνητικά πάνω στη ζωντάνια του και στην έμπνευση του. Αν και έζησε μόνο μέχρι τα τριανταέξι του, το έργο του Μπιζέ περιλαμβάνει πάνω από 60 δημιουργίες - όπερες, μουσικά δράματα, καντάτες, έργα για πιάνο και ορχήστρα - σε πολλά από τα οποία υπάρχουν ρυθμοί που «προλέγουν» αυτούς της Carmen.

 Georges Bizet in 1875

Πριν ακόμα φτάσει τα είκοσι, ο Μπιζέ ονειρευόταν να συνθέσει ένα ένα έργο με κεντρική ηρωίδα μια τσιγγάνα. Έπεσε κατά τύχη πάνω στην ιστορία του Μεριμέ, την εποχή που έγραφε την Αρλεζιάνα, μια όπερα βασισμένη σ' ένα μελόδραμα του Αλφόνς Ντωντέ, που πρωτοπαίχτηκε στα 1872 και που με πολλοίς τρόπους στάθηκε ένα είδος πρόδρομου της Κάρμεν. Υιοθετώντας θέματα από τη λαϊκή μουσική της Προβηγκίας και εισάγοντας για πρώτη φορά το σαξόφωνο στην ορχήστρα, ο Μπιζέ έδωσε στο έργο αυτό - όπως αργότερα παρατήρησε ο Νίτσε για την Κάρμεν -«το απαλό και συγχρόνως δυνατό φως ενός Μεσογειακού τοπίου».
Ο Μπιζέ ήταν φίλος Ισπανών συνθετών που ζούσαν στο Παρίσι και γνώριζε καλά τη λαϊκή μουσική της πατρίδας τους, ιδιαίτερα της Ανδαλουσίας, όπου ξετυλίγεται όλη η δράση της Κάρμεν. Η μουσική αυτή τον ενέπνευσε σε αρκετά αποσπάσματα, ειδικά στην πασίγνωστη «Χαμπανιέρα».  Στο τέλος της πρώτης πράξης, βάζει την Κάρμεν να κάνει μια σεγοθιδίγια, δηλαδή ένα χορό και τραγούδι παρμένο από τις τοναδίγιας, τις λαϊκές οπερέτες του 18ου αιώνα. Για το θέμα του «μοίρα», όμως, χρησιμοποίησε τους ακανόνιστους ρυθμούς που τόσο αγαπούν οι Ανατολικοευρωπαίοι,  τσιγγάνοι   βιολιστές, και τους οποίους έμαθε χάρη στη φιλία του με Φραντς Λιστ.
Ο Μπιζέ, ωστόσο, εκτός από την αυθεντικότητα του τοπικού χρώματος, είχε να απεικονίσει μια σπουδαιότερη αλήθεια: Την αλήθεια του έρωτα, του έρωτα που οδηγεί τον Δον Χοσϊ να εγκαταλείψει τον στρατό για να γίνει λαθρέμπορος, και στο τέλος, να σκοτώσει την Κάρμεν. Του έρωτα που κάνει την Κάρμεν, ξετρελαμένη με τον Εσκαμίγιο (που τραγουδάει το γνωστό τραγούδι του Ταυρομάχου στη δεύτερη πράξη), να προτιμήσει το θάνατο από το ν' αναγκάσει την καρδιά της να πει ψέματα. Για να αποδώσει σωστά αυτή τη μεγάλη ιστορία αγάπης, ο Μπιζέ ασχολήθηκε δύο χρόνια με την Κάρμεν ξαναγράφοντας τη «Χαμπανιέρα» δεκατρείς φορές και αλλάζοντας σε πολλά σημεία το λιμπρέτο. (Αυτός ήταν που έγραψε τους πιο διάσημους στίχους της Κάρμεν: «Η αγάπη είναι παιδί της Βοημίας, δεν γνώρισε ποτέ της νόμους. Αν εσύ δεν μ' αγαπάς, εγώ σ' αγαπώ. Και αν εγώ σ' αγαπώ, τότε πρόσεχε!»)


Ο συνθέτης παρακολούθησε προσωπικά όλες τις πρόβες και είχε ενεργό ρόλο στη σκηνοθεσία - επιμένοντας, στην πρώτη πράξη, η χορωδία των εργατριών να περπατάει αργά την ώρα που τραγουδάει, κάτι που δεν είχε ποτέ ξαναγίνει σε «επίσημη» σκηνή. «Οι περισσότεροι από τους χορωδούς αναστατώθηκαν και απείλησαν ότι θα απεργήσουν,» αναφέρει ο Δουντοβίκ Χαλεβύ. Αποφασισμένος να καταργήσει τα μελοδραματικά στερεότυπα, ο Μπιζέ έδωσε τον κύριο ρόλο στην Σελεστίν Γκαλλί-Μαρί, που ήταν περισσότερο ηθοποιός παρά τραγουδίστρια. Δεν την ήθελε απλώς για να τραγουδήσει τη μουσική, αλλά και για να ζωντανέψει την ηρωίδα. Κι εκείνη το έκανε με τέτοιο μπρίο, που σε μια παράσταση ο Δον Χοσέ παρασύρθηκε από το παίξιμο της και την τραυμάτισε, πράγματι, στο πρόσωπο με το μαχαίρι του.
Η πρωτοτυπία της παράστασης ανησύχησε το διευθυντή της Οπερα Κομίκ. Ζήτησε από το συνθέτη ν' αλλάξει, τουλάχιστον, το τέλος. «Προσπάθησε να μην τη σκοτώσεις,» παρακάλεσε. «Θάνατος στην Οπερα Κομίκ! Είναι πρωτάκουστο!» Ο Μπιζέ, βέβαια, αρνήθηκε, και το βράδυ της πρεμιέρας η Κάρμεν ξεσήκωσε όντως σκάνδαλο, όχι μόνο λόγω του θανάτου της, αλλά και του τρόπου ζωής της. Για πρώτη φορά, σε λυρική σκηνή, εμφανίστηκε σαν κεντρική ηρωίδα μια ανεξάρτητη εργαζόμενη γυναίκα, που περιφρονούσε κάθε μορφή εξουσίας. «Η Κάρμεν δεν θα υποκύψει ποτέ,» δηλώνει (Τέταρτη Πράξη). «Ελεύθερη γεννήθηκε κι ελεύθερη θα πεθάνει.»
Η εφημερίδα La Patrie δεν μπορούσε να ανεχθεί το γεγονός ότι η Οπερα Κομίκ παρουσίαζε «τον ερωτικό δεσμό μεταξύ ενός στρατιώτη που τελικά έγινε δολοφόνος, αφού πρώτα ήταν κακός στρατιώτης και κακός γιος, και μιας καπνεργάτριας». Η εφημερίδα Le Siècle κατέκρινε την ηθική της Κάρμεν: «Για λόγους κοινωνικής πειθαρχίας, αυτή η νέα γυναίκα θα έπρεπε να φιμωθεί και να εμποδιστεί να κουνάει τους γοφούς της.» Ο Τεοντόρ ντε Μπανβίλλ, ένας από τους λίγους κριτικούς που υποστήριζε τον Μπιζέ, έγραψε στην εφημερίδα Le National: «Αντί για τις όμορφες ψεύτικες κούκλες που γοήτευαν   τους   πατεράδες   μας, προσπάθησε να δείξει αληθινούς άντρες και αληθινές γυναίκες, θαμπωμένους και βασανισμένους από το πάθος.»
Δίνοντας έναν αυθεντικό λαϊκό αέρα σ' ένα είδος «τεχνητής» μουσικής φόρμας που υποστηριζόταν από μια μειονότητα του κοινού, ο Μπιζέ μετέτρεψε την όπερα σε παγκόσμια τέχνη. Δυστυχώς πέθανε - λένε από συγκοπή καρδιάς - τρεις μόνο μήνες μετά την πρεμιέρα της Κάρμεν, που δόθηκε στις 3 Μαρτίου του 1875 -πολύ νωρίς για να είναι σίγουρος ότι είχε πετύχει. Όμως, σαν πρωτοπόρος του ρεαλισμού στην όπερα, έμελλε ν' ασκήσει αποφασιστική επίδραση και σ' άλλους Γάλλους συνθέτες, ιδιαίτερα στον Εμμανουέλ Σαμπριέ, τον Εντουάρ Λαλό, τον Ζυλ Μασσενέ, τον Κλωντ Ντεμπυσσύ και τον Μωρίς Ραβέλ. Ξένοι μουσικοί θαύμασαν εξ ίσου το έργο του - από τον Γιοχάννες Μπραμς που είδε την Κάρμεν είκοσι φορές, μέχρι τον Ιγκόρ Στραβίνσκυ που θεώρησε τον Μπιζέ σαν τον καλύτερο Γάλλο συνθέτη.
Ο Τσαϊκόφσκυ, εξ άλλου, όταν είδε μια από τις πρώτες παραστάσεις του λυρικού αυτού έργου στο Παρίσι, έγραψε σ' ένα φίλο του: «Είναι αριστούργημα μ' όλη τη σημασία της λέξης, ένα από τα σπάνια δημιουργήματα που εκφράζουν την προσπάθεια μιας ολόκληρης μουσικής εποχής. Είμαι πεπεισμένος ότι σε δέκα χρόνια θα είναι η πιο δημοφιλής όπερα σ' όλο τον κόσμο.» Η επιρροή της Κάρμεν φάνηκε σε δύο έργα του Τσαϊκόφσκυ: στην όπερα Ντάμα Πίκα και στην Παθητική του.
Ο συνθέτης και μαέστρος Ρίχαρντ Στράους έλεγε ότι του άρεσε ιδιαίτερα να διευθύνει την Κάρμεν «γιατί κάθε νότα και κάθε παύση βρίσκεται ακριβώς εκεί που πρέπει». Ο Αυστριακός συνθέτης του 19ου αιώνα Γουσταύος Μάλερ, επίσης διακεκριμένος μαέστρος, πίστευε ότι η μουσική σύνθεση του Μπιζέ έφτασε την «απόλυτη τελειότητα». Είπε κάποτε: «Δεν υπάρχει ούτε χαμένος χρόνος, ούτε μια περιττή νότα σ' αυτή την όπερα.»

 Central City Opera's CARMEN (2017). Pictured: Emily Pulley (Carmen)

Μέσα σε δέκα χρόνια από την πρεμιέρα του Παρισιού, η Κάρμεν είχε γυρίσει όλο τον κόσμο - από την Πράγα στην Νέα Υόρκη, από την Πετρούπολη στο Ρίο Ντε Τζανέιρο, από την   Στοκχόλμη   στην   Μελβούρνη.
Τραγουδήθηκε στα γερμανικά, ουγγαρέζικα, ιταλικά, σουηδικά, αγγλικά, ισπανικά και τσέχικα. Από τότε, προστέθηκαν και πολλές άλλες πόλεις στη λίστα των «κατακτήσεων» της και τραγουδήθηκε και σε πολλές ακόμα γλώσσες: ολλανδικά, δανικά, ρώσικα, κροατικά, σλοβάκικα, νορβηγικά, λεττονικά, βουλγάρικα, φινλανδικά, φλαμανδικά, ρουμάνικα, εσθονικά, σερβοκροατικά, λιθουανικά - ακόμα και εβραϊκά και γιαπωνέζικα. Μόνο τα κινέζικα είχαν απομείνει, μέχρις ότου, τον Ιανουάριο του 1982, η Όπερα του Πεκίνου σε συνεργασία με την Όπερα του Ρήνου, και υπό τη διεύθυνση του προσκεκλημένου    μαέστρου   Ζαν   Περισσόν, δημιούργησε μια Κάρμεν στα κινέζικα. Όταν ρωτήθηκαν οι Κινέζοι γιατί διάλεξαν αυτό ειδικά το έργο, απάντησαν: «Γιατί είναι όπερα με όλη τη σημασία της λέξης.»
Η ιστορία αγάπης και ελευθερίας της Κάρμεν έχει, σίγουρα, συναρπάσει όλα τ' ακροατήρια. Αλλά η παγκόσμια επιτυχία της όπερας οφείλεται πάνω απ' όλα στη μουσική του Μπιζέ, την τόσο εύθυμη και τραγική, διαυγή και πολύπλοκη, την τόσο αξέχαστη. Σ' ένα κουίζ στη γαλλική Τηλεόραση, ζητήθηκε από μια διαγωνιζόμενη να περπατήσει σε μια γεμάτη κίνηση κεντρική λεωφόρο του Παρισιού σφυρίζοντας μελωδίες από την Κάρμεν. Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που την προσπέρασαν, έπιασαν αμέσως τις μελωδίες και ακούστηκαν μετά να τις μουρμουρίζουν. Ο Μπιζέ, πράγματι, είχε φέρει την όπερα κοντά στο λαό, στον πολύ κόσμο.
Η ΚΑΡΜΕΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


 Αγνής Μπάλτσα
Η πρώτη παρουσίαση της Κάρμεν στον τόπο μας έγινε το 1941, από τη Λυρική Σκηνή, με τη μεσόφωνο Κίτσα Δαμασιώτη στον ομώνυμο ρόλο και Διευθυντή Ορχήστρας τον Αντίοχο Ευαγγελάτο. Έκτοτε, η Λυρική ανέβασε Κάρμεν άλλες έξι φορές μέχρι το 1980: Την περίοδο του 1949 (Δαμασιώτη), του 1950 (Λούκια Χέβα), του 1958 (Λάουρα ντι Ντιέ), του 1963 (Γιολάντα ντι Τάσσο), του 1974 (Μισέλ Βιλμά) και του 1977 (Λουίζα Μποζαμπαλιάν). Σε όλες τις παραστάσεις έπαιξε η Ορχήστρα της Λυρικής Σκηνής και σε όλες τη διεύθυνση της είχε ο Αντίοχος Ευαγγελάτος - εκτός από το 1974 που διηύθυνε ο Βύρων Κόλασης, και το 1977 που διηύθυνε ο Δημήτρης Χωραφάς.
Η Κάρμεν παρουσιάστηκε επίσης από την Λυρική Σκηνή στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού τον Ιούλιο του 2016



Η ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ ΚΑΙ Η ΚΑΡΜΕΝ


Η Κάρμεν υπήρξε από τις χαρακτηριστικότερες ερμηνείες της Μαρίας Κάλλας. Η ελληνίδα ντίβα έχει ερμηνεύσει την Κάρμεν σε ρεσιτάλ στη Νέα Υόρκη, σε τηλεοπτικό αφιέρωμα του BBC το 1962, καθώς και σε ηχογραφήσεις στο Παρίσι το 1964.
Εδώ επιλέγουμε να την θυμηθούμε απολαμβάνοντας την σε έναν οπερικό ρόλο τόσο κοντά σε αυτό που φαίνεται ότι ενσάρκωσε στην ζωή της. Στον ρόλο της τσιγγάνας Κάρμεν, στην όπερα του Μπιζέ που βασίζεται στην ομώνυμη νουβέλα του Μεριμέ.
Εκεί, στο Covent Garden του Λονδίνου η Κάλλας τραγούδησε το 1962 τόσο ταιριαστά έναν ύμνο στο πάθος, στην ελευθερία και την αγάπη. Μια ιστορία μακριά από τον συνηθισμένο κοινωνικό αυτισμό -για τον οποίο συχνά έχουν κατηγορηθεί τα έργα της Όπερας- σύμβολο ζωής χωρίς περιορισμούς, ζωής ελεύθερης ακόμη και με το μεγαλύτερο δυνατό κόστος.
"Η αγάπη είναι παιδί των Μποέμ/ Δεν γνώρισε νόμους ποτέ/ Αν δεν μ'αγαπάς, εγώ σ'αγαπώ/ Αν σ'αγαπώ, πρόσεχε!/Αν δεν μ'αγαπάς, εγώ σ'αγαπώ/ Μα αν σ'αγαπώ, αν σ'αγαπώ πρόσεχε!",
Παρακολουθείστε μια εξαιρετική ερμηνεία της Χαμπανέρα ("Αγάπη είναι ελεύθερο πουλί"), που ερμήνευσε η Κάλλας


Η «ΚΑΡΜΕΝ» Σ' ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


 Illustration of Bizet's opera Carmen, published in Journal Amusant, 1875. The image, held by the Bibliothèque nationale de France, is marked "domaine public"

Η Οπερα Κομίκ ανέβασε 110 διαφορετικές σκηνικές παραγωγές της Κάρμεν (σύνολο 2899 παραστάσεις) πριν το έργο μεταφερθεί στο Παλαί Γκαρνιέ, τον Νοέμβρη του 1959, για να παιχτεί εκεί άλλες 500 φορές. Η Σκάλα του Μιλάνου και το θέατρο Κολόν του Μπουένος Άιρες έχουν παρουσιάσει από 20 διαφορετικά ανεβάσματα, το Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου 70. Τις έξι φορές που η Κάρμεν ανέβηκε στη Μετροπόλιταν Όπερα της Ν. Υόρκης, κάλυψε συνολικά 509 παραστάσεις.
Καμιά άλλη όπερα δεν έχει ηχογραφηθεί - ολόκληρη - τόσες φορές. Υπάρχουν σε δίσκους πάνω από 30 πλήρεις αποδόσεις της, σε αρκετές γλώσσες. Η Κάρμεν έχει, επίσης, εμπνεύσει πάνω από 12 ταινίες.
Ορισμένες από τις κινηματογραφικές αυτές βερσιόν υπογράφονται από σκηνοθέτες όπως ο Όττο Πρέμινγκερ, ο Σεσίλ ντε Μιλλ, ο Ζακ Φεϋντέρ και ο Ερνστ Λούμπιτς. Στην επική δημιουργία του Πρέμινγκερ, του 1954 - βασισμένη σε μια παλιότερη διασκευή για το Μπρόντγουαιη με τίτλο Κάρμεν Τζόουνς η ηρωίδα εμφανίζεται σαν εργάτρια, σ' ένα αμερικάνικο εργοστάσιο αλεξιπτώτων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ερωτεύεται ένα στρατιώτη και τον εγκαταλείπει για έναν πυγμάχο. Στο φιλμ χρησιμοποιήθηκε η μουσική του Μπιζέ ενώ οι στίχοι, στα αγγλικά, ήταν του Όσκαρ Χάμμερσταϊν. Την ίδια χρονιά, σε μια παράσταση στο Πφόρτσχαϊμ της Δ. Γερμανίας, ο Δον Χοσέ και οι σύντροφοι του φορούσαν στολές Ισπανών Φαλαγγιτών, ενώ το καπνεργοστάσιο είχε αντικατασταθεί από ένα βιομηχανικό συγκρότημα και οι λαθρέμποροι φίλοι της Κάρμεν ήταν, εδώ, αντάρτες πολεμιστές. Ήδη, μετά την επιτυχία της στην Ευρώπη, μια τολμηρή παραλλαγή της όπερας του Μπιζέ - δημιουργία του Πήτερ Μπρουκ -ανέβηκε το χειμώνα του 1983 στο Μπρόντγουαιη με τίτλο «Η Τραγωδία της Κάρμεν».

Η υπόθεση του έργου




Πρόσωπα του έργου:


 Οι λεπτομέρειες της διανομής ακολουθούν την εκδοχή της Μίνα Κέρτις στο Bizet and his World (1959) από την αρχική παρτιτούρα για πιάνο και φωνή. Στοιχεία για το σκηνικό από τον Charles Ponchard

Τόπος: η Σεβίλλη και οι γύρω λόφοι


Χρόνος: Περί το 1820

Πράξη Α΄

Μία πλατεία στη Σεβίλλη. Στα δεξιά η πύλη του καπνεργοστασίου. Στο βάθος μια γέφυρα. Στα αριστερά ένα στρατιωτικό φυλάκιο.


 Carmen - Habanera2.-Agnes Baltsa
 Μία ομάδα στρατιωτών αναπαύεται στην πλατεία, περιμένοντας την αλλαγή φρουράς και σχολιάζοντας τους περαστικούς ("Sur la place, chacun passe"). Εμφανίζεται η Μικαέλα αναζητώντας τον Χοσέ. Ο Μοράλες την πληροφορεί ότι δεν έχει πιάσει υπηρεσία ακόμα και την προσκαλεί να τον περιμένουν μαζί. Εκείνη αρνείται, λέγοντας πως θα επιστρέψει αργότερα. Ο Χοσέ φθάνει με τη νέα βάρδια, την οποία υποδέχεται και μιμείται ένα πλήθος από αλητόπαιδα ("Avec la garde montante" - «Με την ορεινή φρουρά»).
Καθώς το κουδούνι του εργοστασίου χτυπά, οι καπνεργάτριες βγαίνουν και μιλάνε με τα παλικάρια στο πλήθος ("La cloche a sonné" - «Το κουδούνι έχει χτυπήσει»). Η Κάρμεν έρχεται και τραγουδά την προκλητική «Χαμπανέρα» πάνω στην αδάμαστη φύση του έρωτα ("L'amour est un oiseau rebelle" - «Η αγάπη είναι ένα ανυπότακτο πουλί»). Τα παλικάρια την παρακαλούν να διαλέξει ένα ταίρι και εκείνη, μετά από λίγο παιχνίδι, πετά ένα λουλούδι στον Δον Χοσέ, που μέχρι τότε την αγνοούσε.
Καθώς οι εργάτριες επιστρέφουν στο εργοστάσιο, η Μικαέλα γυρίζει και δίνει στον Χοσέ ένα γράμμα από τη μητέρα του ("Parle-moi de ma mère!" - «Μίλησέ μου για τη μητέρα μου»). Σε αυτό διαβάζει ότι η μητέρα του θέλει να γυρίσει σπίτι και να παντρευτεί τη Μικαέλα. Καθώς ο Χοσέ ανακοινώνει πως είναι έτοιμος να ακούσει τη μητρική συμβουλή, οι γυναίκες βγαίνουν από το εργοστάσιο αναστατωμένες. Ο Θουνίγκα, ο αξιωματικός της φρουράς, μαθαίνει ότι η Κάρμεν έχει επιτεθεί σε μία γυναίκα με μαχαίρι. Προκαλούμενη, η Κάρμεν απαντά αψηφώντας με ειρωνεία ("Tra la la... Coupe-moi, brûle-moi"). Ο Θουνίγκα διατάζει τον Χοσέ να δέσει τα χέρια της, ενώ ετοιμάζει ένα ένταλμα. Μένοντας μόνη με τον Χοσέ, η Κάρμεν τον παραπλανά με μία seguidilla, στην οποία τραγουδά για μια νύχτα χορού και πάθους με τον εραστή της, όποιος κι αν είναι, στο καπηλειό του Λίλας Πάστια. Μπερδεμένος αλλά και γοητευμένος, ο Χοσέ πείθεται να της λύσει τα χέρια. Καθώς οδηγείται στη φυλακή, σπρώχνει τη συνοδεία της και τρέχει μακριά γελώντας. Ο Χοσέ συλλαμβάνεται για παραμέληση καθήκοντος.

Πράξη Β΄

Το πανδοχείο-καπηλειό του Λίλας Πάστια

Σχεδόν ένα μήνα μετά, η Κάρμεν και οι φίλες της Φρασκίτα και Μερθέντες ψυχαγωγούν τον Θουνίγκα και άλλους αξιωματικούς ("Les tringles des sistres tintaient") στο καπηλειό. Η Κάρμεν χαίρεται που μαθαίνει για την απελευθέρωση του Χοσέ μετά από κράτηση ενός μήνα. Απέξω, μια πομπή ανακοινώνει την άφιξη του ταυρομάχου Εσκαμίγιο ("Vivat, vivat le Toréro" - «Ζήτω, ζήτω ο ταυρομάχος»). Προσκαλούμενος μέσα, αυτοσυστήνεται με το «Τραγούδι του ταυρομάχου», ("Votre toast, je peux vous le rendre") και ρίχνει βλέμματα στην Κάρμεν, η οποία τον σπρώχνει μακριά. Ο πανδοχέας απομακρύνει τα πλήθη και τους στρατιώτες.
Αφού μείνουν μόνο η Κάρμεν, η Φρασκίτα και η Μερθέντες, φθάνουν οι λαθρέμποροι Ντανκαΐρ και Ρεμεντάδο, αποκαλύπτοντας τα σχέδιά τους να απαλλαγούν από το πρόσφατα αποκτηθέν εμπόρευμά τους ("Nous avons en tête une affaire"). Οι Φρασκίτα και η Μερθέντες θέλουν να τους βοηθήσουν, αλλά η Κάρμεν αρνείται καθώς θέλει να περιμένει τον Χοσέ. Πράγματι, μετά την αποχώρηση των λαθρεμπόρων, φθάνει ο Χοσέ. Η Κάρμεν του προσφέρει έναν εξωτικό χορό ("Je vais danser en votre honneur ... La la la"), αλλά το τραγούδι της διακόπτεται από ένα μακρινό προσκλητήριο της σάλπιγγας από τον στρατώνα. `Όταν ο Χοσέ της λέει πως πρέπει να επιστρέψει στο καθήκον του, εκείνη τον περιγελά, οπότε αυτός της δείχνει το άνθος που του είχε πετάξει στην πλατεία ("La fleur que tu m'avais jetée" - «Το λουλούδι που μου 'χες πετάξει»). Αμετάπειστη, η Κάρμεν απαιτεί να της δείξει την αγάπη του φεύγοντας μαζί της. Ο Χοσέ αρνείται, αλλά καθώς ετοιμάζεται να επιστρέψει στον στρατώνα, μπαίνει ο Θουνίγκα αναζητώντας την Κάρμεν. Εκείνος και ο Χοσέ παλεύουν και χωρίζονται από τους λαθρεμπόρους, που επιστρέφουν και συγκρατούν τον Θουνίγκα. Ο Χοσέ, έχοντας επιτεθεί σε έναν αξιωματικό, δεν βλέπει πλέον άλλη επιλογή από το να ακολουθήσει την Κάρμεν και τους λαθρεμπόρους ("Suis-nous à travers la campagne").

Πράξη Γ΄

Μια ερημιά πάνω στα βουνά

Η Κάρμεν και ο Χοσέ εμφανίζονται με τους λαθρεμπόρους και την πραμάτεια τους ("Écoute, écoute, compagnons"). Αλλά η Κάρμεν έχει αρχίσει να βαριέται τον Χοσέ και του λέει περιφρονητικά ότι θα πρέπει να επιστρέψει στη μητέρα του. Οι Φρασκίτα και Μερθέντες διασκεδάζουν διαβάζοντας τις τύχες τους από τα χαρτιά. Η Κάρμεν τις μιμείται και βρίσκει ότι τα χαρτιά προλέγουν τον θάνατό της. Οι γυναίκες φεύγουν για να δωροδοκήσουν τους τελωνειακούς που επιτηρούν την περιοχή, ενώ ο Χοσέ φρουρεί για λογαριασμό των λαθρεμπόρων.
Η Μικαέλα έρχεται με έναν οδηγό, αναζητώντας τον Χοσέ και αποφασισμένη να τον σώσει από την Κάρμεν ("Je dis que rien ne m'épouvante"). Ακούγοντας όμως ένα πυροβολισμό κρύβεται φοβισμένη. Είναι ο Χοσέ, που έχει πυροβολήσει προς ένα παρείσακτο, ο οποίος αποδεικνύεται ότι είναι ο Εσκαμίγιο. Η χαρά του Χοσέ που συναντά τον ταυρομάχο μετατρέπεται σε οργή όταν ο Εσκαμίγιο δηλώνει πως είναι ξεμυαλισμένος με την Κάρμεν. Οι δυο τους παλεύουν, αλλά τους διακόπτουν οι λαθρέμποροι που επιστρέφουν με κοπέλες ("Holà, holà José"). Καθώς ο Εσκαμίγιο αποχωρεί, προσκαλεί όλους στην επόμενη ταυρομαχία του στη Σεβίλλη. Οι άλλοι ανακαλύπτουν τη Μικαέλα. Στην αρχή ο Χοσέ δεν θέλει να φύγει μαζί της, παρά τη συμπεριφορά της Κάρμεν, ωστόσο αλλάζει γνώμη όταν η Μικαέλα του λέει ότι η μητέρα του πεθαίνει. Καθώς αναχωρεί υποσχόμενος πως θα επιστρέψει, ο Εσκαμίγιο ακύγεται στην απόσταση να τραγουδά το τραγούδι του ταυρομάχου.

Πράξη Δ΄

Μία πλατεία στη Σεβίλλη. Στο βάθος οι τοίχοι ενός αρχαίου αμφιθεάτρου.

Οι Θουνίγκα, Φρασκίτα και Μερθέντες βρίσκονται μεταξύ του πλήθους που περιμένει την άφιξη των ταυρομάχων ("Les voici ! Voici la quadrille!"). Ο Εσκαμίγιο μπαίνει μαζί με την Κάρμεν και εκφράζουν τον αμοιβαίο τους έρωτα ("Si tu m'aimes, Carmen"). Καθώς ο Εσκαμίγιο μπαίνει στην αρένα, η Φρασκίτα προειδοποιεί την Κάρμεν ότι ο Χοσέ είναι κοντά, αλλά η Κάρμεν είναι ατρόμητη και θέλει να του μιλήσει. Μόνη της, αντιμετωπίζει τον απελπισμένο Χοσέ ("C'est toi ! C'est moi!"). Ενώ εκείνος της ζητά μάταια να επιστρέψει κοντά του, ακούγονται ζητωκραυγές από την αρένα. Καθώς ο Χοσέ κάνει την τελευταία του ικεσία, η Κάρμεν πετάει κάτω περιφρονητικά το δαχτυλίδι που της είχε δώσει και επιχειρεί να μπει στην αρένα. Τότε εκείνος τη μαχαιρώνει και, καθώς ο Εσκαμίγιο επευφημείται από τα πλήθη, η Κάρμεν πεθαίνει. Ο Χοσέ γονατίζει και της τραγουδά "Ah! Carmen! ma Carmen adorée!". Καθώς το πλήθος βγαίνει από την αρένα, ο Χοσέ ομολογεί ότι σκότωσε τη γυναίκα που αγαπούσε.



Πηγές :
Επιλογές από το Readers Digest

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου