Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Οι μυστηριώδεις Πολεμιστές του Ριάτσε





Οι μυστηριώδεις Πολεμιστές του Ριάτσε

του Ernest O. Hauser

Οι σοφοί μπορεί να συζητούν για πολλά ακόμη χρόνια  "την προέλευση τους, αλλά, όποια κι αν ήταν η πόλη που «γεννήθηκαν», ένα είναι βέβαιο: τα δείγματα αυτά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού συγκαταλέγονται στα πιο θαυμαστά έργα τέχνης που έφτιαξε ποτέ το χέρι του ανθρώπου.
Και εσείς για τα αγάλματα πηγαίνετε; με ρώτησε ένας συνεπιβάτης μου στην ταχεία από την Ρώμη προς το Ρέτζιο, μια ήσυχη επαρχιακή πόλη με 180.000 κατοίκους, στο κατώτατο άκρο της ιταλικής μπότας. Σαν τους χιλιάδες άλλους περιηγητές, ξένους και Ιταλούς, τραβούσα κι εγώ προς τα νότια για να δω αυτά τα δύο αρχαία αγάλματα Ελλήνων πολεμιστών, που τα ψάρεψαν από τη θάλασσα.
Είχα ήδη δει φωτογραφίες τους, αλλά όταν πρόβαλαν για πρώτη φορά μπροστά μου «ζωντανά», στο Εθνικό Μουσείο του Ρέτζιο, ένιωσα να συγκλονίζομαι. Σε διαστάσεις ελαφρώς μεγαλύτερες από τις φυσικές, με τους φαρδιούς τους ώμους και το περήφανο, ατίθασο βήμα τους που καμία δύναμη δεν φαίνεται ικανή να το ανακόψει, οι Πολεμιστές του Ριάτσε σε καθηλώνουν με την άγρια ομορφιά τους. Ο θεατής στέκει μπροστά τους άναυδος, θύμα της υπερφυσικής γοητείας τους. Οι αρχαιολόγοι αναφέρονται στα δύο αγάλματα ως «Α» - ο πολεμιστής με την πλούσια, βοστρυχωτή κόμη - και «Β» - ο μονόφθαλμος σύντροφος του. Στο ευρύτερο κοινό είναι γνωστοί ως «οι Πολεμιστές του Ριάτσε», από την ομώνυμη πόλη της νότιας Ιταλίας, κοντά στην οποία βρέθηκαν στις 16 Αυγούστου του 1972.


Εκείνο το πρωί, ο Στέφανο Μαριοττίνι, ένας χημικός και αυτοδύτης από την Ρώμη, είχε πάει για υποβρύχιο ψάρεμα στην παραλία, κάτω από το Ριάτσε. Ενώ κολυμπούσε σε απόσταση 200 μέτρων από την ακτή και σ' ένα βάθος οχτώ περίπου μέτρων, πρόσεξε ένα πρασινωπό μπράτσο να βγαίνει από τον αμμουδερό βυθό. Ένα πτώμα! Ωστόσο, το πρώτο άγγιγμα απέδειξε πως ο πνιγμένος ήταν από μέταλλο. Μέσα σε δυο ώρες, ο Στέφανο είχε απομακρύνει αρκετή άμμο με τα χέρια του, ώστε να αποκαλυφθούν δύο αγάλματα σκεπασμένα από μια κρούστα ασβεστούχο ίζημα. Στερέωσε μια σημαδούρα στο ένα και, στις τέσσερις το απόγευμα, τηλεφώνησε στον Έφορο Αρχαιοτήτων, στο Ρέτζιο, για ν' αναφέρει το εύρημα του.
Για να αποκλειστεί κάθε απόπειρα κλοπής, στην ακρογιαλιά τοποθετήθηκαν φρουροί. Στις 20 Αυγούστου έφτασε μια ομάδα αστυνομικών, ειδικευμένων στις ανελκύσεις ναυαγίων, από τη γειτονική Σικελία. Την άλλη μέρα, κάτω από τα βλέμματα εκατοντάδων θεατών, τα αγάλματα ανελκύστηκαν με τη βοήθεια μπαλλονιών με πεπιεσμένο αέρα, τοποθετήθηκαν σε μια λαστιχένια βάρκα, φορτώθηκαν σ' ένα φορτηγό και μεταφέρθηκαν εσπευσμένα στο Ρέτζιο.
Σύμφωνα με το νόμο, οι καλλιτεχνικοί θησαυροί που ανακαλύπτονται στο ιταλικό έδαφος ή στα ιταλικά χωρικά ύδατα ανήκουν στο ιταλικό κράτος, αλλά ο ευρέτης τους αμείβεται με ένα χρηματικό ποσό, ίσο με το ένα τέταρτο της αξίας τους. Το 1974 τα αγάλματα εκτιμήθηκαν σε 500 εκατομμύρια λιρέττες και ο Στέφανο πήρε το νόμιμο μερίδιο του. Όταν όμως ρώτησα ένα διακεκριμένο Αμερικανό έμπορο έργων τέχνης πόσο νόμιζε ότι αξίζουν τώρα, εκείνος μου αντέταξε το ερώτημα: «Πόσα νομίζεις πως θά 'πιανε η Μόνα Λίζα αν ήταν για πούλημα;»


Το 1975, ύστερα από ένα προκαταρκτικό καθάρισμα που τους έγινε στο Ρέτζιο, τα αγάλματα μεταφέρθηκαν με αστυνομική συνοδεία στην Φλωρεντία, όπου, μετά την πλημμύρα του 1966, που είχε καταστρέψει πολλά ανεκτίμητα έργα τέχνης, είχε συγκροτηθεί ένα εξαιρετικό συνεργείο συντήρησης. Οι πολεμιστές παραδόθηκαν στη φροντίδα δυο έμπειρων συντηρητών, του Εντιλμπέρτο Φορμίλι και του Ρέντζο Τζιατσέττι. Για τρία χρόνια, οι δυο ειδικοί μεταχειρίστηκαν νυστέρια, μικροσκοπικά κομπρεσσέρ και «λουτρά» αμμωνίας για να βγάλουν την κρούστα που έφτανε τα 2,5 εκατοστά πάχος. Η θάλασσα αποδείχτηκε πως ήταν καλό «συντηρητικό». Ο Φορμίλι μου είπε για τη συγκίνηση που ένιωσε όταν, αφού έβγαλε την κρούστα από το στόμα του Πολεμιστή Α και είδε τη λάμψη τεσσάρων ασημένιων δοντιών. «Τα καθάρισα με το ίδιο εργαλείο που χρησιμοποιεί ο οδοντογιατρός σας όταν καθαρίζει τα δόντια σας,» μου είπε.
Επιτέλους, τον Δεκέμβριο του 1980, τα αγάλματα εκτέθηκαν στην Φλωρεντία, αργότερα στην Ρώμη, κι έτσι σ' όλη την Ιταλία ο «πυρετός του μπρούντζου» πήρε διαστάσεις επιδημίας. Μπορούσε κανείς να δει τους δυο αγέρωχους πολεμιστές σε αφίσες που διαφήμιζαν μια κινηματογραφική ταινία ή κάποιο ποδηλατικό αγώνα. Στις εφημερίδες δημοσιεύτηκε η διαφήμιση μιας εταιρείας αθλητικών ειδών της Ρώμης, που παρουσίαζε τον έναν από τους δυο πολεμιστές να ποζάρει με αθλητικό μπλουζάκι και με κράνος ραλίστα.
 Ποσειδώνας του Αρτεμισίου

Αυτό όμως που κάνει τα αγάλματα τόσο σημαντικά για τους αρχαιολόγους και τους λάτρεις της Τέχνης, είναι η σπανιότητα τους. Από τα εκατοντάδες μπρούντζινα αγάλματα που είχαν κατασκευαστεί στην Ελλάδα τον 5ο αιώνα π.Χ., τα περισσότερα τα έλιωσαν τον Μεσαίωνα γιατί χρειαζόντουσαν το μέταλλο. Εκτός από τους Πολεμιστές του Ριάτσε, γνωρίζουμε μόνον άλλα δύο αγάλματα που έχουν διασωθεί μέχρι σήμερα: Τον Ποσειδώνα (ή Δία) του Αρτεμισίου, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, και τον εξίσου περίφημο Ηνίοχο των Δελφών. Έτσι, η ανακάλυψη των Πολεμιστών Α και Β όχι μόνο διπλασιάζει τον αριθμό των σωζόμενων αρχαίων ελληνικών μπρούντζινων αγαλμάτων «πρώτης ποιότητας», αλλά διευρύνει σημαντικά και τις γνώσεις μας γύρω απ' αυτή την καλλιτεχνική περίοδο.


Ο μπρούντζος, ένα κράμα χαλκού και κασσίτερου, περίπου στην αναλογία 85 προς 15, ήταν ήδη γνωστός το 3.000 π.Χ., περίπου 1500 χρόνια πριν από την εμφάνιση του σιδήρου, και ήταν το κύριο υλικό που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι της εποχής για την κατασκευή εργαλείων και μετάλλινων αντικειμένων. Για το χύσιμο των κοίλων μπρούντζινων αγαλμάτων η αρχαία μέθοδος του τηκόμενου κηρού χρησιμοποιείται, μερικές φορές, ακόμα και σήμερα. Ένα πρόπλασμα του αγάλματος από σκληρό, καλοστεγνωμένο πηλό, καλύπτεται από ένα λεπτό στρώμα κεριού, το οποίο, με τη σειρά του, καλύπτεται από ένα παχύ στρώμα πηλού που σχηματίζει το καλούπι.  Όταν το κερί θερμαίνεται, ρέει μέσα από τα σωληνάκια που έχει σε ορισμένα σημεία το καλούπι ειδικά γι' αυτό το σκοπό, και στη θέση του - στο κενό που έμεινε ανάμεσα στο πρόπλασμα και στο καλούπι - χύνεται λιωμένος μπρούντζος. Όταν ο μπρούντζος κρυώσει και στερεοποιηθεί, αφαιρείται το εξωτερικό περίβλημα καθώς και ο συμπαγής πηλός στο εσωτερικό του αγάλματος. Η μάλλον άσχημη, κοκκινωπή επιφάνεια του αγάλματος θα πάρει κάποτε τελικά την πατίνα της, ένα προστατευτική στρώμα που δημιουργείται από την οξείδωση του μπρούντζου και που το χρώμα του -πρασινωπό, μαύρο, καφετί, ή με μπλε ανταύγειες - ποικίλλει ανάλογα με τις ιδιότητες του αέρα, του εδάφους ή του νερού που περιβάλλει τον μπρούντζο. Έπειτα, τα φρεσκοφτιαγμένα αγάλματα χρειάζονται ένα φινίρισμα «εν ψυχρώ» με σμίλη ή καλέμι, ώστε να αποδοθούν οι λεπτομέρειες. Επίσης συγκολλιόνται ορισμένα πρόσθετα στοιχεία τα οποία είναι πολύ λεπτά για να χυθούν στο μέταλλο.


Οι Πολεμιστές του Ριάτσε έχουν πάχος περίπου ενάμισι εκατοστό και το κάθε κοίλο άγαλμα ζυγίζει περίπου 250 κιλά. Εξαιτίας του μεγάλου μεγέθους τους και οι δύο Πολεμιστές χύθηκαν κατά τμήματα τα οποία, αργότερα, συγκολλήθηκαν με τέτοια δεξιοτεχνία, ώστε οι αρμοί τους είναι ορατοί μόνο με ακτίνες γάμμα. Η πατίνα του αγάλματος Α είναι σκουροπράσινη με μαύρες αποχρώσεις, ενώ του Β γκριζοπράσινη. Οι τρεις κλιμακωτές σειρές των καλοχτενισμένων βοστρύχων του Πολεμιστή Α, που φτάνουν χαμηλά στους κροτάφους του, είναι ένα συμπλήρωμα που έχει τοποθετηθεί με συγκόλληση. Η ταινία που συγκρατεί την κόμμωση του μάλλον ήταν στολισμένη με χρυσό ή ασήμι. Οι γραμμές, που έχουν χαραχτεί μ' ένα λεπτό σαν μολύβι καλέμι, δίνουν την αίσθηση πως η γενειάδα του «φυτρώνει» πάνω στα λεία μάγουλα του. Καθαρός χαλκός, σε λεπτότατα φύλλα, έχει επικολληθεί στα χείλη και τις θηλές των δύο αγαλμάτων, δίνοντας τους ιδιαίτερο ρεαλισμό. Οι κόγχες των ματιών έμεναν κενές στο μπρούντζινο άγαλμα και, στις τρύπες τους, έβαζαν «μάτια» από διάφορες ημιπολύτιμες πέτρες -όπως έχει ο Ηνίοχος των Δελφών. Ο Πολεμιστής Β έχει ένα μοναδικό μάτι με επιβλητική έκφραση - ίσως να είχε τοποθετηθεί σε κάποια επισκευή που μπορεί να είχε γίνει στο άγαλμα κατά την αρχαιότητα. Πιστεύεται ότι είναι φτιαγμένο από μάρμαρο, λείπει όμως η κόρη του. Το άλλο μάτι είναι μια χαίνουσα τρύπα.
Όταν οι επιστημονικοί κύκλοι επιβεβαίωσαν ότι οι Πολεμιστές του Ριάτσε ήταν αυθεντικά ελληνικά αγάλματα, ο καθηγητής Βέρνερ Φουκς του Πανεπιστημίου του Μύνστερ της Γερμανίας, διατύπωσε την άποψη ότι προέρχονταν από το ιερό του Απόλλωνα, στους Δελφούς. Οι Δελφοί, που ήταν ένα από τα μεγαλύτερα θρησκευτικά κέντρα του αρχαίου κόσμου, ήταν στολισμένοι με πολλά και πλούσια έργα τέχνης, αφιερώματα των πιστών. Πολλές πόλεις, μάλιστα, έχτιζαν κομψά οικοδομήματα, που λεγόντουσαν «θησαυροί», για να στεγάσουν τα αφιερώματα τους. Μια από τις πιο εντυπωσιακές προσφορές ήταν ένα σύνολο 13 θεών και ηρώων που είχαν αφιερωθεί από τους Αθηναίους σε ανάμνηση της νίκης τους κατά των Περσών «στον Μαραθώνα το 490 π.Χ. Το μνημείο αυτό ήταν έργο του Φειδία, του σημαντικότερου γλύπτη της εποχής του, στο εργαστήρι του οποίου φιλοτεχνήθηκαν και τα έργα που κόσμησαν τον Παρθενώνα. Ο καθηγητής Φουκς υποστήριξε ότι οι δυο Πολεμιστές προέρχονται από το Θησαυρό των Αθηναίων στους Δελφούς.

 Ο θησαυρός των Αθηναίων σήμερα, αναστηλωμένος

Οι ιταλικές αρχές, συγκλονισμένες και μόνο με τη σκέψη ότι οι Πολεμιστές του Ριάτσε μπορούσαν να προέρχονται από το χέρι του Φειδία, έστειλαν τον Φορμίλι, τον Φλωρεντινό συντηρητή, σε «μυστική αποστολή» στους Δελφούς. Μαζί του μετέφερε γύψινα εκμαγεία των μολυβένιων «μόρσων», που υπάρχουν κάτω από τα πέλματα των πολεμιστών και τα οποία τους στήριζαν στο βάθρο τους, με την ελπίδα πως θα έβρισκε κάποια αντίστοιχη κοιλότητα για να τα εφαρμόσει. «Τίποτα!» μου είπε λυπημένος. «Ούτε καν τα θεμέλια του Θησαυρού των Αθηναίων δεν υπάρχουν πια.» Κι όμως, μια μικρή έμμεση απόδειξη επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του Φουκς: Το 1978 βρέθηκε στους Δελφούς, δυο βήματα από το σημείο που στεκόταν το μνημείο της νίκης του Μαραθώνα, μια μπρούντζινη περικεφαλαία με λοφίο, διακοσμημένη με ένα μαίανδρο από καθαρό ασήμι. Η περικεφαλαία ταιριάζει σχεδόν τέλεια στην καμπύλη του γυμνού κρανίου του Πολεμιστή Β. Σύμπτωση; Αν μπορούσαν οι κύριοι Α και Β να μιλήσουν!


Για αρκετούς αιώνες οι Ρωμαίοι λεηλατούσαν συστηματικά την Ελλάδα, μαζεύοντας αγάλματα για να λαμπρύνουν τις δημόσιες πλατείες, τους κήπους και τα ανάκτορα της Ρώμης. Ένας Ρωμαίος αξιωματικός μετέφερε 250 αμάξια φορτωμένα με αγάλματα στην Ρώμη. Ο Νέρων σύλησε από την Ελλάδα 500 περίπου αγάλματα. Πολύ σύντομα, ο κόσμος άρχισε να λέει πως η Ρώμη είχε τόσα αγάλματα, όσους και κατοίκους.
Στην προσπάθεια μας να αναπλάσουμε τη μοίρα των δύο Πολεμιστών, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τους είχαν αρπάξει Ρωμαίοι πλιατσικολόγοι και ότι το πλοίο που τους μετέφερε βυθίστηκε στην επικίνδυνη θαλάσσια περιοχή ανοιχτά της Νότιας Ιταλίας. Αν όμως έτσι έγιναν τα πράγματα, τότε πού βρίσκεται το ναυάγιο; Εκτεταμένες έρευνες στο βυθό της θάλασσας, κοντά στο Ριάτσε, έφεραν στο φως - εκτός από τη λαβή της ασπίδας του Πολεμιστή Α - 28 μολυβένιους κρίκους διαμέτρου 10 εκατοστών, σαν κι αυτούς που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για να στερεώνουν τα σκοινιά στα πανιά των πλοίων, καθώς και - πιο κοντά στην ακτή -ένα ξύλο μήκους 60 εκατοστών από μια καρίνα. "Άραγε τα ευρήματα αυτά αποτελούν τμήματα του πλοίου με το οποίο ταξίδευαν τα αγάλματα; Οι έρευνες συνεχίζονται κάτω από την εποπτεία της ιταλικής κυβέρνησης.

Κοντά στα αγάλματα βρέθηκαν και 28 μολυβένιοι κρίκους διαμέτρου 10 εκατοστών, σαν κι αυτούς που χρησιμοποιούσαν στην αρχαιότητα για να στερεώνουν τα σκοινιά στα πανιά των πλοίων

Ενώ οι περισσότεροι αρχαιολόγοι και ιστορικοί της Τέχνης αποδίδουν τα αγάλματα στον Φειδία και τη σχολή του - χωρίς αυτό να σημαίνει ότι προέρχονται, αναγκαία, από το Θησαυρό των Αθηναίων - ορισμένοι επιστήμονες έχουν ισχυριστεί, χωρίς ωστόσο να παρουσιάσουν πειστικές αποδείξεις, πως οι Πολεμιστές του Ριάτσε είναι έργα του 4ου, ή ακόμα και του 1ου αιώνα π.Χ., σε απομίμηση της τεχνοτροπίας του Φειδία. Άλλοι προβάλλουν τη θεωρία πως οι δύο Πολεμιστές φιλοτεχνήθηκαν στην Νότια Ιταλία, όπου Έλληνες γλύπτες είχαν μεταφέρει τον 5ο αιώνα π.Χ. την τεχνική των χυτών αγαλμάτων.
Όμως, τι  σημασία έχουν στο βάθος όλα αυτά; Οι σοφοί μπορεί να συζητούν για πολλά ακόμα χρόνια την προέλευση τους. Το σημαντικό είναι ότι η πολιτιστική μας κληρονομιά εμπλουτίστηκε με δύο από τα πιο θαυμαστά έργα που φιλοτέχνησε το ανθρώπινο χέρι. Και στα χρόνια που θά 'ρθουν, όταν θα έχει πια ξεθωριάσει η πρώτη συγκίνηση της ανακάλυψης τους, οι Πολεμιστές του Ριάτσε θα κατέχουν μια τιμητική θέση πλάι στα αριστουργήματα όλων των εποχών.

Επιλογές από το Reader’s Digest


 Το σημείο εύρεσης των αγαλμάτων

Σημ. kgrek  Όπως αναφέρεται στη ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ τα δύο αγάλματα που ονομάζονται «ηλικιωμένος» και «έφηβος» ή «Α» και «Β» έχουν και ύψος 2,05 και 1,98 μέτρα αντίστοιχα, πολύ υψηλά για την εποχή τους. Ζυγίζουν 400 kg το ένα. Η κοντραπόστο στάση του σώματος υποδεικνύει ότι κρατούσαν ασπίδα στο αριστερό και σπαθί, δόρυ ή σφενδόνα στο δεξί. Ο ηλικιωμένος φοράει ταινία στα μαλλιά, ενώ ο έφηβος φοράει κράνος στο κεφάλι. Τα δύο αγάλματα αποδίδονται σε δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες. Ο έφηβος χρονολογείται στο 460 π.Χ. και ο ηλικιωμένος στο 430 π.Χ. Ο πρώτος είναι αυστηρού ρυθμού και ο δεύτερος κλασσικού ρυθμού. Αποδίδονται στην σχολή του Πολύκλειτου, ενώ μπορεί και να είναι έργο του Φειδία ή του εργαστηρίου του.

 
Οι πολεμιστές του Ριάτσε, 40 χρόνια μετά την ανάσυρσή τους

Η ανακάλυψη τους το 1972 προκάλεσε αίσθηση. Ελάχιστα αρχαία χάλκινα αγάλματα σώζονται μέχρι σήμερα, καθώς τα περισσότερα κατέληξαν στο χυτήριο για το πολύτιμο μέταλλό τους. Τα περισσότερα από τα αρχαία ελληνικά χάλκινα είναι γνωστά μόνο από μεταγενέστερα μαρμάρινα Ρωμαϊκά αντίγραφα. Η ανακάλυψη δύο ολόκληρων, υπερφυσικών αρχαιοελληνικών αγαλμάτων τόσο κοντά στην ακτή (ή οπουδήποτε αλλού) είναι κάτι σπάνιο.



Τα αγάλματα στάλθηκαν αρχικά στο Εθνικό Μουσείο στο Ρήγιο (Reggio) της Καλαβρίας για καθαρισμό και συντήρηση. Οι ειδικοί επιβεβαίωσαν εκεί ότι πράγματι επρόκειτο για πρωτότυπα αρχαιοελληνικά έργα του πρώιμου κλασσικού ρυθμού από τον 5ο αιώνα π.Χ. Οι εργασίες συντήρησης συνεχίστηκαν στο Ρήγιο ως το 1975, χρονιά που τα αγάλματα στάλθηκαν στη Φλωρεντία για επιπλέον συντήρηση στα καλύτερα εξοπλισμένα εργαστήρια της πόλης. Όταν καθαρίστηκαν, τα αγάλματα αποκάλυψαν εξαιρετικές λεπτομέρειες, όπως ασημένιες βλεφαρίδες, χείλη και θηλές στήθους από χαλκό, ασημένια δόντια και ένθετα μάτια από ελεφαντόδοντο και γυαλί.



Χωρίς επιγραφές ή άλλα στοιχεία, δε γνωρίζουμε με βεβαιότητα ποιον απεικονίζουν. Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες, που υποστηρίζουν τον ένα ή άλλο ήρωα της ελληνικής λογοτεχνίας. Και τα δύο αγάλματα κάποτε κρατούσαν ασπίδες και δόρατα, οπότε μάλλον αναπαριστούν πολεμιστές. Ο πρώτος, με τις πλούσιες μπούκλες στα μαλλιά και τα ασημένια δόντια που μόλις διακρίνονται μέσα από τα μισάνοιχτα χείλη του, είναι γνωστός ως Riace A. Ο δεύτερος, με το κράνος και τα ελαφρά γουρλωμένα μάτια, είναι γνωστός ως Riace B. Βασιζόμενοι αποκλειστικά στο μισάνοιχτο στόμα και τα δόντια του Α (χαρακτηριστικό μοναδικό στην ελληνική γλυπτική) καθώς και στα ορθάνοιχτα μάτια του Β, μια θεωρία υποστηρίζει ότι πρόκειται για τους ήρωες Τυδέα και Αμφιάραο, δύο από τους πολεμιστές που στρατολόγησε ο Πολυνείκης για να επιτεθεί στη Θήβα, στην τραγωδία του Αισχύλου Επτά επί Θήβαις.


Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, ο ανδριάντας Α απεικονίζει τον Τυδέα, ο οποίος έφαγε το μυαλό του αντιπάλου του, ο οποίος τον είχε πληγώσει θανάσιμα, πράγμα που εξηγεί την έμφαση στα δόντια. Σε αυτή την περίπτωση ο Β θα πρέπει να είναι ο Αμφιάραος, που ήταν μάντης, καθώς οι μάντεις συχνά απεικονίζονται με μάτια διάπλατα ανοιχτά.
Οι εργασίες συντήρησης ολοκληρώθηκαν το 1980. Τότε οι «Πολεμιστές του Ριάτσε» εκτέθηκαν για σύντομο χρονικό διάστημα στη Φλωρεντία και σε διάφορα μέρη της Ιταλίας, πριν επιστρέψουν στο Ρήγιο. Τα πλήθη είχαν ξετρελλαθεί. 


Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα αγάλματα άρχισαν να εμφανίζουν σημάδια περαιτέρω επιδείνωσης. Οι συντηρητές της Φλωρεντίας είχαν αποφύγει να απομακρύνουν τα υπολείμματα της οργανικής ύλης των πυρήνων της χύτευσης, με αποτέλεσμα αυτά να υποστούν αποσύνθεση που δημιούργησε προβλήματα για το μπρούτζινο περίβλημα. Μια δεύτερη συντήρηση, το 1995, απομάκρυνε πλήρως αυτά τα υλικά (απανθρακωμένο ξύλο, φυτικές ύλες, τρίχες ζώων), τα οποία διατηρήθηκαν για να χρονολογηθούν. Τα αποτελέσματα ωστόσο της χρονολόγησης δεν ήταν σαφή.



Το 2009, ξεκίνησε μια ριζική ανακαίνιση του Εθνικού Μουσείου στο Ρήγιο. Για να διατηρηθούν ασφαλή, εκμεταλλευόμενα συγχρόνως το χρόνο που το μουσείο θα ήταν κλειστό, τα δύο αγάλματα μεταφέρθηκαν στο Palazzo Campanella, στη Ρώμη, όπου υποβλήθηκαν σε εξονυχιστικές διαγνωστικές εξετάσεις και περαιτέρω εργασίες συντήρησης, σε ένα ειδικό μονωμένο χώρο με ελεγχόμενες συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας, παραμένοντας ωστόσο στη διάθεση των επισκεπτών.
Το πρόγραμμα είχε προγραμματιστεί να ολοκληρωθεί το Μάρτιο του 2011, ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν στο Εθνικό Μουσείο για τον εορτασμό της 150ης επετείου της ενοποίησης της Ιταλίας. Ωστόσο, η συντήρηση των αγαλμάτων δεν είχε ολοκληρωθεί ως τα τέλη του 2011, ενώ και οι εργασίες στο Μουσείο βρισκοντουσαν ακόμη σε εξέλιξη (2012).
Έτσι για αρκετό καιρό τα δύο αγάλματα παρέμεναν στον κλιματιζόμενο χώρο τους στο Palazzo Campanella, ενώ η ανακαίνιση του Μουσείου καθυστερούσε λόγω περικοπών στον προϋπολογισμό. Τελικά τα τελευταία έξι εκατομμύρια ευρώ μεταφέρθηκαν στο λογαριασμό του μουσείου και οι πολεμιστές επέστρεψαν στο Μουσείο τον Δεκέμβριο του 2013.




Το βίντεο που ακολουθεί είναι στα Ιταλικά, αξίζει όμως να το παρακολουθήσετε, έστω κι αν δεν καταλαβαίνετε τη γλώσσα, για να δείτε πώς μεταφέρθηκαν τα δύο αγάλματα από το Εθνικό Μουσείο στο Palazzo Campanella το 2009.


Μερικά σημεία ενδιαφέροντος από τις συνεντεύξεις:

Η Simonetta Bonomi, έφορος αρχαιοτήτων της Καλαβρίας, επισημαίνει ότι οι εργασίες συντήρησης είναι συνδεδεμένες με τις εορταστικές εκδηλώσεις του 2011 για την ιταλική ενοποίηση και ότι, μολονότι ο σχεδιασμός της μετακίνησης έγινε πολύ προσεκτικά, η μεταφορά έπρεπε να γίνει ταχύτατα ώστε τα αγάλματα να ταλαιπωρηθούν όσο το δυνατόν λιγότερο.
Ο Pasquale Dapoto, επικεφαλής αρχαιολόγος του εργαστηρίου συντήρησης, βλέπει, με ιδιαίτερα ποιητικό τρόπο, τα αγάλματα ως σύμβολα δύναμης που ωστόσο, σήμερα είναι εξαιρετικά εύθραυστα, λόγω της παραμονής τους στο βυθό της θάλασσας για 25 περίπου αιώνες. Περιγράφει επίσης τη δυσκολία του να αποσπαστούν τα αγάλματα από την αντισεισμική βάση στην οποία είχαν τοποθετηθεί με ράβδους που ξεκινούσαν από το μηχανισμό της βάσης και, μέσω των ποδιών, έφταναν έως τον κορμό.




ΠΟΙΟΥΣ ΑΝΑΠΑΡΙΣΤΟΥΝ ΤΑ ΔΥΟ ΑΓΑΛΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥΣ;


Διαβάσαμε παραπάνω τις απόψεις, σχετικά με το θέμα αυτό, γερμανών και ιταλών αρχαιολόγων. Ας δούμε τώρα τι λένε και οι έλληνες.
Οι  «χάλκινοι Πολεμιστές του Ρηγίου» είναι έργα που αποδόθηκαν και στον σπουδαίο γλύπτη Αγελάδα. Τα δύο αγάλματα, πρωτότυπα ελληνικά έργα του 5ου αι. π.χ. είναι δύο μοναδικά έργα αρχαίας ελληνικής τέχνης.
Τα αγάλματα είναι χυτά με την τεχνική του χαμένου κεριού. Προέρχονται από Αθηναϊκό εργαστήριο του 5ου αιώνα π.Χ., ενώ η προέλευση του μετάλλου είναι από το Άργος. Εκτός από χαλκό χρησιμοποιήθηκαν και άλλα υλικά: άργυρος για τα δόντια, ελεφαντόδοντο για τις κόρες των οφθαλμών, και ψήγματα για τα χείλη και τις θηλές.
Οι δύο χάλκινοι ανδριάντες, χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. και διάφοροι μελετητές μέχρι τώρα τούς συνδέουν με το εργαστήρι του Φειδία. Σ’ αυτό συγκλίνουν οι περισσότεροι, οι οποίοι όμως διαφωνούν με τις μορφές που εικονίζονται, αφού επιχείρησαν να τις ταυτίσουν με βάση τις πληροφορίες των Παυσανία και Πλίνιου. Κάποιοι θεώρησαν πως εικονίζονται ο Μιλτιάδης και ο Κόδρος, ενώ άλλοι πως είναι ήρωες των Αχαιών στην Ολυμπία ή επίγονοι του Θηβαϊκού κύκλου. Όμως κατά την θεώρηση του Χ. Χρήστου, ο Περικλής και ο φίλος του Εφιάλτης είναι οι «Πολεμιστές του Ριάτσε (Ρηγίου)».


Τώρα οι δύο χάλκινοι άνδρες αποκτούν νέα ταυτότητα. Την ερμηνεία που αναφέρουμε παρουσίασε στην Ακαδημία Αθηνών στις αρχές του 2002, ο ακαδημαϊκός Χρύσανθος Χρήστου, στην ομιλία του με θέμα: «Περικλής και Εφιάλτης. Οι ανδριάντες του Ριάτσε ως τυραννοκτόνοι».
Παρά τις ομοιότητες, μία μελέτη αποκάλυψε σημαντικές διαφορές μεταξύ των δύο αγαλμάτων, που αποδίδονται σε δύο διαφορετικούς καλλιτέχνες. Οι λεπτομέρειες του σώματος πάντως αποδίδονται λεπτομερώς με κάθε λεπτομέρεια, στους μύες, τις φλέβες, και όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης ανατομίας.
Η νέα ερμηνεία του Χρ. Χρήστου, βασίζεται στα ίδια τα αγάλματα και στην ανεύρεσή τους. Εξηγεί τη διαφορετική τους ηλικία, γιατί ο ένας φοράει κράνος, γιατί δημιουργήθηκαν στα μέσα του 5ου αιώνα, γιατί είναι μόνο δύο και γιατί βρέθηκαν μαζί. Οι αναφορές του Πλούταρχου στο σχήμα της κεφαλής του Περικλή (είχε πολύ μακρύ κρανίο, γι’ αυτό εικονιζόταν πάντα με περικεφαλαία), κάνουν το Χρ. Χρήστου να δεχτεί ότι η μορφή με την περικεφαλαία είναι ο Περικλής ο Ξανθίππου και ότι η άλλη ανήκει στον φίλο του, τον φτωχό και αδιάφθορο Εφιάλτη του Σοφωνίδη, που πέτυχε τον περιορισμό των εξουσιών του Αρείου Πάγου. Κίνηση που οδήγησε το 461 π.Χ. στη δολοφονία του. Σύμφωνα με τον Χρ. Χρήστου, το έργο ίσως ήταν παραγγελία του Περικλή στο στενό του φίλο Φειδία, για να τιμήσει το δολοφονημένο αρχηγό των Δημοκρατικών και να εξάρει το δικό του ρόλο.


Στη μελέτη του ο ακαδημαϊκός καθηγητής Χρύσανθος Χρήστου στρέφεται στα επιστημονικά ενδιαφέροντα των αρχών της σταδιοδρομίας του. Θυμίζουμε ότι η διδακτορική του διατριβή με τίτλο «Πότνια Θηρών» είναι μελέτη στο αντικείμενο της κλασικής αρχαιολογίας και ότι υπηρέτησε ως έφορος κλασικών αρχαιοτήτων πριν εκλεγεί καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης.
Δεν πρέπει λοιπόν να ξαφνιάζει το ενδιαφέρον του για ένα ζήτημα αρχαίας τέχνης, στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα της χρονολόγησης, ερμηνείας και απόδοσης των δύο περίφημων αγαλμάτων του 5ου αιώνα π.Χ. που ανακαλύφθηκαν τυχαία από ερασιτέχνη ψαρά στον βυθό της θάλασσας του Ριάτσε το 1971.
Η ανάπτυξη των επιχειρημάτων, με τα οποία ο Χρήστου υποστηρίζει την άποψή του ότι οι ανδριάντες του Ρηγίου παριστάνουν τους αρχηγούς των δημοκρατικών, γύρω στα μέσα του 5ου αι., Εφιάλτη και Περικλή, στον τύπο των τυραννοκτόνων, προέρχονται από την αθηναϊκή αγορά και δημιουργήθηκαν κατά πάσα πιθανότητα στο εργαστήριο του Φειδία.
Τα αγάλματα αυτά ήταν φυσικό να προκαλέσουν ενδιαφέρον διεθνώς σε αρχαιολόγους, ιστορικούς της τέχνης και συντηρητές. Έγινε από την πρώτη στιγμή φανερό ότι επρόκειτο για αριστουργήματα της εποχής που η κλασική τέχνη βρισκόταν στο απόγειό της, και τα σωζόμενα χάλκινα αγάλματα αυτής της περιόδου, ανάμεσά τους ο Ηνίοχος των Δελφών και ο Ποσειδώνας ή Δίας του Αρτεμισίου, μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού. Διάφορες θεωρίες προβλήθηκαν και εξακολουθούν να προβάλλονται, όσο δείχνει η πλούσια βιβλιογραφία που παραθέτει ο συγγραφέας. Για την προέλευση οι γνώμες των ειδικών είναι μοιρασμένες ανάμεσα στην πιθανότητα να ήταν τοποθετημένα σε κάποιο ιερό ως ανάθημα, π.χ. στους Δελφούς, ή ότι κοσμούσαν κάποια αγορά, όπως συνηθιζόταν, π.χ. της Αθήνας ή του Αργους.


Κάθε υπόθεση ξετύλιγε ένα διαφορετικό μίτο παρακολουθημάτων: αν ήταν σε ιερό, τότε μάλλον παριστάνουν ήρωες της μυθολογίας ή οπλιτοδρόμους ή γυμνούς αθλητές. Αν ήταν σε αγορά, τότε τους γενάρχες φυλών που ανήκαν στον δήμο ή ευκλεή ιστορικά πρόσωπα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στα κοινά. Και στις δύο όμως περιπτώσεις, είναι ομόφωνη σχεδόν η γνώμη των μελετητών, ότι αποτελούσαν τμήμα ενός πολυπρόσωπου συνόλου από εκείνα που συνήθως απαρτίζονταν από οκτώ ως δέκα αγάλματα. Επίσης, στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ειδικοί συμφωνούν στη χρονολόγηση -γύρω στα μέσα του 5ου αιώνα με αποκλίσεις από δύο τρία ως και τριάντα χρόνια μεταξύ της κατασκευής του καθενός από τα δύο.
Δεν είναι επομένως περίεργο που εξακολουθεί η συζήτηση σχετικά με την ερμηνεία τους, χρόνια αφότου ανακαλύφθηκαν. O Χρήστου προτείνει μια νέα, τολμηρή στη σύλληψή της ερμηνεία, η οποία εδράζεται στη βάση της σχέσης της τέχνης με τον ορίζοντα προσδοκιών της εποχής της. Το πλαίσιο του συλλογισμού του ξεκινάει από τον αξιωματικό ισχυρισμό που έχει εκφράσει από παλιά και συνοψίζει την ταυτότητά του ως μελετητή: ότι η τέχνη είναι η συνείδηση της ιστορίας. Κατά συνέπεια, κάθε καλλιτεχνικό έργο δεν μπορεί παρά να είναι εκφραστικός φορέας των αντιλήψεων της εποχής του, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτισμικών.



Η ερμηνεία του ξεκινάει από μια εντελώς διαφορετική βάση από εκείνες των άλλων μελετητών: πιστεύει ότι τα δύο αγάλματα δεν αποτελούν μέρος μιας σύνθεσης αλλά το σύνολό της. Για να τεκμηριώσει την άποψή του ανατρέχει και σε τυπολογικά χαρακτηριστικά: οι ανδριάντες του Ριάτσε παριστάνουν δύο άνδρες διαφορετικής ηλικίας, έναν ώριμο και έναν νεότερο. H τυπολογία του κεφαλιού του νεότερου παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο ο Κρησίλας, γλύπτης των μέσων του 5ου αιώνα, απέδωσε τον Περικλή κρανοφόρο, όπως συνηθιζόταν για τον συγκεκριμένο πολιτικό, εξαιτίας μιας δυσμορφίας του κεφαλιού του.
O Χρήστου παραθέτει το χωρίο από τον Πλούταρχο, σύμφωνα με το οποίο ο Περικλής είχε μακρουλό και ασύμμετρο κεφάλι. Πιστεύει ότι οι ανδριάντες παριστάνουν ιστορικά πρόσωπα και μάλιστα στον τύπο των τυραννοκτόνων που παριστάνονται με διαφορά ηλικίας, στα ομόθεμα έργα, τόσο στο χαμένο του Αντήνορα, για το οποίο μόνο φιλολογικές γνώσεις έχουμε, όσο και στο επίσης χαμένο, αλλά γνωστό από ρωμαϊκά αντίγραφα, των Κριτίου και Νησιώτη.
Την υπόθεσή του αυτή στηρίζει στο ότι ο Εφιάλτης, ο αρχηγός των δημοκρατικών, κατά δέκα περίπου χρόνια πρεσβύτερος του Περικλή, αλλά και ο Περικλής , αγωνίστηκαν και κατόρθωσαν να επιβάλουν τις δημοκρατικές αρχές της Κλεισθένειας παράδοσης, με την αποδυνάμωση του Αρείου Πάγου, που ήταν προπύργιο των αριστοκρατικών και τον οστρακισμό και την εξορία του Κίμωνα. Σε αντίποινα για τη νίκη αυτή των δημοκρατικών αποδίδεται η δολοφονία του Εφιάλτη από ανθρώπους των αριστοκρατικών. Έπειτα από αυτήν, ο Περικλής ανέλαβε την αρχηγία της δημοκρατικής παράταξης.
O Χρήστου πιστεύει ότι η ανάθεση για την εκτέλεση ενός μνημείου των Εφιάλτη και Περικλή ως τυραννοκτόνων και προασπιστών της δημοκρατίας θα αποτελούσε συμβολισμό της εγγύησης για τη διαφύλαξη των δημοκρατικών θεσμών. H μορφολογία μάλιστα των δύο αγαλμάτων παραπέμπει, κατά τον συγγραφέα, στο εργαστήριο του ίδιου του Φειδία, που αυτός ή ένας μαθητής του, όπως ο Αλκαμένης, θα μπορούσε να έχει σχεδιάσει την εκτέλεση των δύο ανδριάντων.
Η ανάπτυξη των επιχειρημάτων, με τα οποία ο Χρήστου υποστηρίζει την άποψή του ότι οι ανδριάντες του Ρηγίου παριστάνουν τους αρχηγούς των δημοκρατικών, γύρω στα μέσα του 5ου αι., Εφιάλτη και Περικλή, στον τύπο των τυραννοκτόνων, προέρχονται από την αθηναϊκή αγορά και δημιουργήθηκαν κατά πάσα πιθανότητα στο εργαστήριο του Φειδία, έχει το ενδιαφέρον μιας σχεδόν αστυνομικής αφήγησης που διαβάζεται απνευστί. Αν έχει δίκιο ή όχι αυτό μένει να το δούμε από τις αντιδράσεις που θα προκαλέσει. Το σημαντικό πάντως είναι ότι επιχειρείται μια νέα και τολμηρή ερμηνεία, βασισμένη στη διαλεκτική σχέση ιστορίας και καλλιτεχνικής έκφρασης.

 ΤΑ ΠΡΟΗΓΗΘΕΝΤΑ


Παραδοχές που έγιναν παγκόσμια μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης αποκατάστασης (1979-1995)


Παραδοχές που έγιναν μετά την τελευταία αποκατάσταση, του 1995
Απορρίπτεται η υπόθεση ότι μπορεί να είναι αθλητές και ιστορικά πρόσωπα, ενώ παγιώνεται η υπόθεση ότι αυτά είναι δύο μυθολογικά στοιχεία των επτά επί Θήβαις.


.....και οι υποθέσεις συνεχίζονται.... 

ΠΗΓΕΣ :
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ Με πηγές από:
Αντώνης Κωτίδης  καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Giuseppe Forti, Claudio Sabbione: Die Bronzestatuen von Riace in Reggio. Pawlak, Herrsching 1989.
Paolo Moreno: Les Bronzes de Riace (Le maitre d'Olympie et les Sept à Thebes). Gallimard, Paris 1999.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου