Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018

Δημήτριου Δ. Τριανταφυλλόπουλου : Η «διελκυστίνδα» για τα εκκλησιαστικά μνημεία




Η «διελκυστίνδα» για τα εκκλησιαστικά μνημεία

Τα θρησκευτικά μνημεία δεν είναι νεκρές μνήμες, αλλά κελύφη ζωντανών οργανισμών που επιβάλλουν τους δικούς τους όρους

Aπό τον Δημήτριο Δ. Τριανταφυλλόπουλο*

Σημειώσαμε αδρομερώς σε προηγούμενο άρθρο (δείτε παρακάτω: Τα εκκλησιαστικά μνημεία ως αντικείμενα τέχνης) την επικίνδυνη διελκυστίνδα που υποβόσκει συνεχώς μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας για τα χριστιανικά μνημεία και που συνιστά μια επώδυνη πτυχή ήδη από τον 19ο αι. του αφανούς ελλαδικού καισαροπαπισμού και παποκαισαρισμού. Το θεμελιώδες ερώτημα «σε ποιον ανήκουν τα εκκλησιαστικά μνημεία» δεν απαντήθηκε ποτέ μέσα από έναν ανοιχτό διάλογο μεταξύ των δύο μερών. Και όσο στη βαθμιαία  αποχριστιανιζόμενη Ελλάδα αυξάνονται οι φωνές -κριτικές ή όχι, δεν έχει σημασία- για τον χωρισμό κράτους και Εκκλησίας, τόσο το πρόβλημα γίνεται οξύτερο.
Το ερώτημα δεν είναι διόλου εύκολο να απαντηθεί. Στις εύλογες ενστάσεις της Εκκλησίας, που επιθυμεί να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο επί των μνημείων αυτών, απαντά η Πολιτεία με εκατοντάδες περιπτώσεων καταστροφής ή αλλοίωσής των εκ μέρους αδαών εκκλησιαστικών συμβουλίων ή αρχαιολογικά απαίδευτων ιεραρχών, που, όχι σπάνια, οδήγησαν ακόμη και σε δίκες τους. Αντιστρόφως, η Πολιτεία παραμένει κωφή στις πυκνές διαμαρτυρίες της Εκκλησίας για παραμερισμό της ιδιοτυπίας των συγκεκριμένων μνημείων εκ μέρους της Πολιτείας. Όπως σημειώσαμε, τα εκκλησιαστικά μνημεία δεν είναι νεκρές μνήμες, αλλά κελύφη ζωντανών οργανισμών, που επιβάλλουν τους δικούς τους όρους!
Παρά ταύτα, θα προκληθούν οξύτατα προβλήματα και για τις δύο πλευρές, αν τυχόν προκύψει από μία αναθεώρηση του Συντάγματος πλήρης χωρισμός κράτους και Εκκλησίας.
Σημειώνονται ενδεικτικά:
1. Πού θα υπαχθούν οι εκατοντάδες ανασκαμμένες παλαιοχριστιανικές βασιλικές, οι πάμπολλοι ερειπωμένοι, αλειτούργητοι βυζαντινοί ή μεταβυζαντινοί ναοί;
2. Ποια θα είναι η διαχωριστική γραμμή για προχριστιανικά μνημεία που μεταβλήθηκαν σε ναούς ή για παλαιούς ναούς που βρίσκονται μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους, λ.χ. στην Αγορά της Αρχαίας Αθήνας; Η θλιβερή εξαφάνιση κάθε ίχνους του χριστιανικού Παρθενώνα, ονομαστού προσκυνήματος καθ όλον τον Μεσαίωνα, δείχνει το μέγεθος του προβλήματος!
3. Οξύ, βέβαια, θα συνεχίσει να είναι το πρόβλημα για το καθεστώς του Αγίου Όρους.
4. Ποιος θα αναλάβει το ολοένα μεγαλύτερο κόστος ανασκαφής χριστιανικών μνημείων;
5. Θα καταλυθεί η έννοια των διαχρονικών μουσείων του Ελληνισμού, τόσο αναγκαίων σήμερα που εν ονόματι ενός απαίδευτου, φανατικού παγανισμού καθυβρίζεται συνεχώς και χυδαία ο βυζαντινός, δηλαδή ο μεσαιωνικός και μεταμεσαιωνικός Ελληνισμός;
6. Λείπει και σήμερα μια δικλίδα ασφαλείας και κριτικής για τυχόν πλημμελείς αποκαταστάσεις (αναστηλώσεις, συντηρήσεις κ.λπ.) μνημείων που ενεργεί η Πολιτεία (η θεωρητική διαμάχη για την αναστήλωση των μνημείων της Ακροπόλεως έδειξε την έκταση του προβλήματος). Ποια θα είναι αυτή η δικλίδα στην περίπτωση που αναλάβει η Εκκλησία πλήρως την αποκατάσταση;
7. Είναι κοινό μυστικό η ανεπαρκής αρχαιολογική και τεχνοϊστορική εκπαίδευση στις θεολογικές σχολές, τις εκκλησιαστικές ακαδημίες κ.τ.ό., πράγμα που σημαίνει ότι θα πρέπει να αναμορφωθούν επειγόντως τα αντίστοιχα προγράμματα.
8. Η αποκατάσταση ενός μνημείου (πρέπει πάντοτε να) είναι αποτέλεσμα διεπιστημονικής συνεργασίας αρχαιολόγων, αναστηλωτών τεχνικών, συντηρητών κ.λπ., σήμερα ενταγμένων οργανικά στην κρατική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Υπάρχει πιθανότητα και δυνατότητα να διαχωριστεί αυτό το ανθρώπινο δυναμικό και να μεταταχθεί εν μέρει σε ιδιωτικό φορέα, όπως θα είναι πιθανόν η Εκκλησία μετά τον χωρισμό από το κράτος; Θα αρχίσει εξαρχής συγκρότηση νέου τεχνικού φορέα στο πλαίσιο της Εκκλησίας, που θα απαιτήσει βέβαια σεβαστά ποσά και μεγάλο διάστημα έως ότου αρχίσει να εργάζεται αποτελεσματικά;
9. Κάθε υπάλληλος της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αντιμετωπίζει συχνότατα το δίλημμα να εκτελέσει κατά συνείδηση το δέον ή να υποκύψει σε αυθαίρετες ή/και παράνομες κομματικές ή κυβερνητικές επιταγές - θυμίζω πρόχειρα την πρόσφατη ιστορία με το μετρό της Θεσσαλονίκης.
Ποιος θα τον απαλλάξει αύριο από τη «δεσποτική» αυθαιρεσία ενός ανενημέρωτου ή αδιάφορου για την πολιτιστική κληρονομία ποιμενάρχη;
Για τον καλοπροαίρετο αναγνώστη τα παραπάνω ερωτήματα δεν τίθενται για να μπει στο στόχαστρο πάλι η Εκκλησία -ο γράφων είναι πρώτα δικό της παιδί και έπειτα οτιδήποτε άλλο!-, αλλά διότι ε π ε ί γ ε ι μια εκτεταμένη, ανοιχτή συζήτηση μεταξύ των δύο φορέων, πριν επέλθει μοιραίος χωρισμός. Η συζήτηση πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη της αφενός τι ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (λ.χ. κονκορδάτο Βατικανού και Ιταλίας, παράδειγμα Κύπρου όπου τα έργα εκτελούνται από το κράτος με ανάληψη του ημίσεος της δαπάνης από την Εκκλησία, παραδείγματα άλλων «κοσμικών» χωρών) και αφετέρου όλες τις νομικές και τις πολιτισμικές παραμέτρους.
Ένας τέτοιος διάλογος σήμερα, υπό την πεφωτισμένη καθοδήγηση του μακαριότατου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Ιερωνύμου, ο οποίος διαθέτει και αδιαμφισβήτητες αρχαιολογικές περγαμηνές, θα ήταν ό,τι καλύτερο θα ευχόταν κανείς! Αλλά στο μεταξύ, για να ελαχιστοποιηθούν οι ατυχείς επεμβάσεις σε χριστιανικά μνημεία, είναι επάναγκες και κατεπείγον να θεσπιστεί, όπως συμβαίνει στην αντίστοιχη συνοδική επιτροπή, η παρουσία αρχαιολόγου του ΥΠΠΟΑ σε κάθε μητροπολιτικό συμβούλιο, με δικαίωμα βέτο για κάθε αρχαιολογικά ανεπίτρεπτη επέμβαση!
Τα εκκλησιαστικά μνημεία ως αντικείμενα τέχνης
Οι ναοί και τα αντικείμενα λατρείας δεν είναι απλώς «μνημεία» και «έργα τέχνης», αλλά ζώντες οργανισμοί που επιβάλλουν τα δικά τους μέτρα
Η ορολογία που αφορά τα αρχαιολογικά πράγματα ορίζει τα εκκλησιαστικά κτίσματα και τα λειτουργικά αντικείμενα ως μνημεία ή αντικείμενα αρχαιολογικά ή ιστορικά, παραπέμποντας στη μνήμη και την Iστορία. Προϋποτίθεται εξ ορισμού ότι το συγκεκριμένο έργο τέχνης συνιστά, χρονικά και χωρικά, ένα «κλειστό» συντελεσμένο γεγονός. Ορίζεται άρα ως παρελθόν και εντάσσεται σε ό,τι έχει ως γνωστικό αντικείμενο η αρχαιογνωσία.
Στην Ελλάδα, η αντίληψη αυτή για τα εκκλησιαστικά κτίσματα και έργα τέχνης έχει τις αρχές της στη μετεπαναστατική περίοδο, όταν στα τέλη του προπερασμένου αιώνα αρχίζουν οι ιδιωτικές φροντίδες για την προστασία τους, με καθυστέρηση τουλάχιστον μισού αιώνα αφότου εκδηλώθηκε η κρατική μέριμνα για τα προχριστιανικά μνημεία και έργα τέχνης.
Η εξιδανικευτική -και εν πολλοίς αλλοτριωτική- αρχαιολατρία της Αναγέννησης και του I. I. Βίνκελμαν, η εκκοσμικευμένη αντίληψη του Διαφωτισμού για την Εκκλησία και η βαθιά απέχθειά του για το Βυζάντιο, το στενότερο περιβάλλον του Βαυαρού Οθωνα, που μεταξύ άλλων εισηγείται και εφαρμόζει και στην Ελλάδα όχι μόνο την αποκοπή από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και την κατάργηση των μικρών μονών και της δήμευσης της περιουσίας τους (1833 εξ.), είναι μερικές από τις αιτίες του φαινομένου. Ετσι καλλιεργήθηκε η έμμονη ιδέα, μέχρι σήμερα, ότι η αρχαία Ελλάδα πρέπει να έχει τα πρωτεία στην πολιτιστική και πνευματική γενικότερα ζωή του τόπου μας - αντίληψη που διαπότισε την παιδεία και οδήγησε σε υποτίμηση του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας, ανοίγοντας τον δρόμο σε κάθε λογής Φαλμεράιερ και στους σημερινούς πολυθεϊστές με το αβυσσαλέο μίσος κατά του χριστιανισμού.
Άμεσες επιπτώσεις αυτού του τρόπου θεώρησης των εκκλησιαστικών μνημείων είναι, πρώτον, ότι προστατεύονται περίπου ως «πτωχοί συγγενείς» των αρχαίων μνημείων και, δεύτερον, ότι ουσιαστικά δεν αναγνωρίζεται η ιδιοτυπία τους.
Η ιδιοτυπία συνίσταται σε τούτο κυρίως: Οι ναοί και τα αντικείμενα λατρείας δεν είναι απλώς «μνημεία» και «έργα τέχνης», αλλά ζώντες οργανισμοί που επιβάλλουν τα δικά τους μέτρα. Ο ναός ή η μονή δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε ως κτίσμα, αλλά είναι το περίβλημα ενός ζωντανού κυττάρου, που λέγεται «πλήρωμα της Εκκλησίας». Είναι το σύνολο των πιστών που συμμετέχει σε μια πράξη, η οποία δεν είναι απλώς μία «πνευματική λειτουργία», αλλά έκφραση ζωής, που διέπει και ρυθμίζει με τρόπο αποφασιστικό την παραμικρή λεπτομέρεια του κτίσματος και των ιερών αντικειμένων του. Η διαφορά με το αρχαίο κτίσμα είναι εμφανής: Εκείνο είναι στατικό, ανεξέλικτο, νεκρό ως λατρεία και λειτουργία, αναπαραστάσιμο μόνο αισθητικά, ιστορικά, γενικότερα αρχαιογνωστικά, εντάσσεται δηλαδή αποκλειστικά στον χώρο της επιστήμης και της φαντασίας. Το εκκλησιαστικό κτίσμα, αντίθετα, εφόσον ποτέ δεν έπαψε να λειτουργιέται, είναι δυναμικό, ζωντανό, εξελίσσεται διαρκώς, δεν είναι μόνο αντικείμενο της επιστήμης, αλλά, πρωταρχικά, φορέας ζωής.
Πλήρωμα της Εκκλησίας, κληρικοί και λαϊκοί, είναι ο λαός της Εκκλησίας, μια σύναξη προσώπων σε κοινωνία, με δυναμική που εκτείνεται πέρα από τους τέσσερις τοίχους του ναού και της μονής. Φύσει και θέσει, λοιπόν, είναι οι καταρχήν αρμόδιοι για τα του οίκου τους - μαζί τους βέβαια και ο αρχαιολόγος, όταν συμμετέχει στη ζωή της Εκκλησίας. Eδώ ανακύπτει οξεία αντίφαση για τον αρχαιολόγο και την αρχαιολογική υπηρεσία, που πηγάζει από τη διαφορετική αντίληψη σχετικά με τα εκκλησιαστικά μνημεία.
Μια πρώτη πτυχή της αντινομίας: Ο αρχαιολόγος, ως κρατικός λειτουργός, επιβάλλει συχνά στα εκκλησιαστικά κτίσματα και αντικείμενα χρήσεις αλλότριες από τη φύση τους, πράγμα που οδηγεί αναπόφευκτα σε σύγκρουση Εκκλησίας και κράτους. Το ελαφρυντικό που επικαλείται η Πολιτεία -και που όντως ισχύει σε πάρα πολλές περιπτώσεις- είναι ότι οι εκκλησιαστικές Αρχές καταστρέφουν τα μνημεία. Τούτο όμως δεν αρκεί για να άρει την αντίφαση, απλώς θέτει αρνητικά το πρόβλημα της λανθασμένης αντιμετώπισης των μνημείων εκ μέρους εκκλησιαστικών φορέων. Η πρακτική της Πολιτείας συνεπώς δικαιολογείται μόνο μερικά με την επίκληση του κατ’ οικονομίαν, εφόσον δεν παύει να αλλοιώνει τα πράγματα που επιθυμεί να προστατεύσει.
Μια άλλη πτυχή της αντίφασης έχει διαφανεί αφότου οι όροι «λαϊκή συμμετοχή» και «μαζικοί φορείς», με την αμφίσημη φόρτισή τους, λειτουργούν σαν δίκοπο μαχαίρι: ως δημοκοπικός λαϊκισμός προβάλλουν σαν πανάκεια για όλα τα κακώς κείμενα στον τόπο μας! Έτσι, η ανεπάρκεια της κρατικής βούλησης, ακολουθούμενη από ένα αίσθημα ανακούφισης από το πλέγμα της ενοχής, μεταφέρεται ως εξωραϊσμένο άλλοθι στους ώμους της τοπικής αυτοδιοίκησης, θύτη και θύματος ταυτόχρονα.
Θα πρέπει να επανέλθουμε στο ζήτημα, γιατί σήμερα το κακό έχει επιδεινωθεί σε βαθμό άκρως επικίνδυνο: επισειόμενες απειλές διαχωρισμού κράτους και Εκκλησίας, ισχυρές εκκοσμικευτικές τάσεις της ίδιας της Εκκλησίας, βαθμιαία αποξένωση μεγάλων μαζών από την Εκκλησία, όλα αυτά συγκροτούν ένα εκρηκτικό μείγμα, που πρέπει να μας απασχολήσει λεπτομερέστερα.
* τ. καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου, πρ. έφορος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ΥΠΠΟ Ελλάδος, μέλος Συνοδικής Επιτροπής επί της Εκκλησιαστικής Τέχνης Εκκλησίας Ελλάδος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου