Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ : Η γέννηση μιας πρωτεύουσας





ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Η γέννηση μιας πρωτεύουσας

Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ

Η Αθήνα δεν έγινε πρωτεύουσα της Ελλάδος στην τύχη. Έγινε επειδή πάτησε «πόδι» ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος, που ήταν και πατέρας του δικού μας βασιλιά Όθωνα.
Στην κουβέντα που είχαν για τη μέλλουσα πρωτεύουσα της Ελλάδας, του καινούργιου κράτους που θα δημιουργούσαν, όπου και κατά σύμπτωση επρόκειτο να βασιλεύσει ο Όθων, καθένας έλεγε το μακρύ του και το κοντό του. Σηκώθηκε η τρίχα της κεφαλής του Λουδοβίκου ακούγοντας διάφορους αρμοδίους, αρχιτέκτονες και πολεοδόμους το επάγγελμα, να προτείνουν άσχετες τοποθεσίες. Βαθύς γνώστης της αρχαίας ελληνικής ιστορίας ο ίδιος και επιθυμών να έχει ο υιός του την πιο μεγάλη δυνατή καταξίωση, είπε χωρίς σκέψη «Athen», υπονοώντας την πόλη της Παλλάδος, με τη μεγάλη ιστορία που σέρνει ξοπίσω της. Έτσι η Αθήνα, το κατά τας γραφάς «ιερόν πτολίεθρον», έγινε πρωτεύουσα της Ελλάδος και το οικόπεδο προ της πύλης της «Μπουμπουνίστρας» βασιλικό ανάκτορο και μελλοντικά ό,τι άλλο ήθελε προκύψει.
Νομοτελειακά εξελίχθηκε η πρωτεύουσα και άρχισε να μοιάζει με πρωτεύουσα. Ακάθεκτοι οι Έλληνες του εξωτερικού, που ματσώθηκαν στα ξένα, αγόραζαν με πενταροδεκάρες «φιλέτα» στο κέντρο της Αθήνας κι έχτιζαν τα αρχοντικά τους. Απέκτησε η πόλις ωραιότατα νεοκλασικά μέγαρα, που οι επίγονοι τα κατεδάφισαν. Έφεραν εργοστάσια κι έμαθαν τις βάρδιες οι εργάτες. Έστησαν δουλειές και γνώρισε ο λαουτζίκος άγνωστα προϊόντα με τις εισαγωγές που έγιναν. Ήπιε μπύρα και χάζεψε τον αφρό στο ποτήρι του. Γεύτηκε διάφορα «delicatessen» κι έγινε βέρος Ευρωπαίος μόλις άνοιξαν δύο-τρία «καφέ σαντάν» και ήρθανε κάτι κούκλες πριμαντόνες.
Με δύο λέξεις, η ελεύθερη πια Αθήνα γινόταν σωστή πρωτεύουσα και κατακτούσε το μέλλον με βήματα σταθερά, που όμως ο ρυθμός τους ήτανε «ένα βήμα μπροστά και δύο βήματα πίσω», καθώς έχομε το χούι να διχαζόμαστε. Είναι σε όλους γνωστό πως δεν υπάρχει στην υφήλιο κυβερνητικό σύστημα που το εφαρμόσαμε και δεν το ξεφτιλίσαμε.


Έτσι, μόλις τελείωνε το μισό της δεκαετίας του ‘50, ο Αθηναίος άρχισε να γίνεται -που λέει ο λόγος- ισότιμος με τους λοιπούς Ευρωπαίους. Άρχισε να πηγαίνει ταξίδια στο εξωτερικό με τα φέρι μποτ που δρομολογήθηκαν κι έγινε παιχνίδι το να πεταχτείς στο τσάκα-τσάκα έως την Ιταλία. Σύντομο και φτηνό το ταξίδι, έπηξε στην ελληνική επιγραφή το Μπρίντεζι, και ο έλληνας τουρίστας ένιωθε άρχοντας με το λίγο συνάλλαγμα που είχε στην τσέπη. Αγόρασε μια κουκλάρα δύο μέτρα, καλύτερη από αληθινή μαντμαζελίτσα, να τη βάλει να κάτσει στον καναπέ του σαλονιού του. Ξόδεψε ένα κάρο δολάρια σε άχρηστα μικροπράγματα επειδή τα έβρισκε φτηνά. Είναι όμως υπερήφανος για τα souvenir που μοστράρει σε φίλους και γνωστούς. Μα, το πιο ευχάριστο είναι πως με τα ψέματα κατάφερε να αποκτήσει σπίτι.
Είναι μια επιθυμία που ο κάθε Έλληνας κουβαλάει στην ψυχή από τα μικράτα του.
Το δικό του κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του. Και για την επιθυμία αυτή πόσες υποχωρήσεις δεν έγιναν, πόσοι υποσχετικοί λόγοι δεν πάρθηκαν πίσω, πόσοι συμβιβασμοί και πόση παλιανθρωπιά δεν μεσολάβησε. Η δυτική πλευρά της Αθήνας ήταν άχτιστη. Τεράστια οικόπεδα, ανέγγιχτα από την πρώτη ημέρα της δημιουργίας, απολάμβαναν τη συντροφιά φιδιών και άλλων ζωντανών της άγριας φύσης.
Ήρθε όμως ο πόλεμος, η Κατοχή, ο εμφύλιος και οι άνθρωποι εγκατέλειψαν τα χωριά τους και ήρθαν στην Αθήνα. Προέκυψε στεγαστικό πρόβλημα. Για τη στέγη, σπίτι η διαμέρισμα, όταν νοικιαζόταν, οι ιδιοκτήτες ζητούσαν τα μαλλιά της κεφαλής τους. Δύο-τρία χρόνια ενοίκια μπροστά και σε χρυσές λίρες.
Το ενοικιοστάσιο, που ήταν πάντα εν ισχύ, για κοινωνικούς λόγους, απέτρεπε τις ευκαιρίες και τότε βγήκε ο δοσατζής. Πήρε το μεγάλο οικόπεδο για ένα κομμάτι ψωμί, το ρυμοτόμησε, δημιούργησε οικόπεδα των 300 τ.μ. και βγήκε στο μεϊντάνι πουλώντας οικόπεδα με δόσεις σε χαμηλή τιμή. Ήταν η εποχή που το ραδιόφωνο λυσσομανούσε με διαφημίσεις του τύπου «Οικόπεδα με μια πεντάρα, στου Κωνσταντάρα».
Με λίγες στερήσεις, ένας υπαλληλάκος ή ένας εργάτης μπορούσε άνετα να γίνει οικοπεδούχος και καλός γαμπρός. Τα δύσκολα έρχονταν μετά. Όταν η γης που αγοράστηκε με αίμα έπρεπε να χτιστεί. Και το κράτος δεν έδινε άδεια οικοδομής στα εκτός σχεδίου. Έπρεπε να επιστρατευθούν η πονηριά και η καπατσοσύνη. Αλλά και το λάδωμα ήτανε βασικό και απαραίτητο…

  
Όλα με δόσεις

Οι Αθηναίοι άρχισαν ξαφνικά να αισθάνονται πως είναι «κάποιοι». Και ο λόγος που ξαφνικά γινήκανε «λόρδοι» ήτανε πολύ απλός. Αποκτήσανε ρολόι. Πέρασε πια η εποχή που περίμεναν να ακούσουν να χτυπάει από μακριά η καμπάνα της εκκλησιάς για να καταλάβουν πως ήρθε μεσημέρι. Ούτε θα ρωτήσουνε ξανά εκείνον τον αντιπαθητικό συνάδελφο «τι ώρα έχεις», που νομίζεις πως θα πάθει υπερκόπωση επειδή κοίταξε προς στιγμήν το ρολόι του. Τώρα έχει δικό του, γυαλιστερό-γυαλιστερό, ολοκαίνουργιο στο χέρι και το κοιτά όσες φορές γουστάρει. Μα το κυριότερο είναι πως το απέκτησε με δόσεις. Ούτε ένα τάλιρο δεν έδινε στο βλαχαδερό τον δοσατζή την εβδομάδα. Η αλήθεια είναι πως η εφορία έχει περίεργες αντιλήψεις. Τον κάτοχο του τον θεωρούν ως τον πλουσιότερο άνθρωπο της γης.
Ας πούμε κάτι σαν τον Ροκφέλερ. Πήγε κάποιος να αγοράσει ένα παλιό αυτοκίνητο, μια μεταχειρισμένη Σιτροέν, από κάποιον που έφευγε ταξίδι. Ετοίμασαν τα χαρτιά, έπεσε το παραδάκι, ευχήθηκαν τα καλορίζικα, και ήταν έτοιμος ο αγοραστής να βάλει εμπρός, όταν πετάχτηκε ο εφοριακός φωνάζοντας: «Σταματήστε, σταματήστε, έχει και ρολόι...». Και επειδή το σαράβαλο είχε και ρολόι, η αγοραπωλησία ματαιώθηκε. Οι δοσατζήδες έβγαλαν πολλά λεφτά με τα ρολόγια, αλλά -το κυριότερο- έμαθαν τον κοσμάκη να ψωνίζει χωρίς να έχει φράγκο στην τσέπη. Ούτε το μισό της αξίας εκείνου που έβαλε στο μάτι δεν είχε.
Μια πραγματική κοσμογονία έγινε τότε. Συνήθειες βαθιά ριζωμένες επί αιώνες, λες και τις πήρε ο αέρας και ξεχαστήκανε στο άψε-σβήσε. Πρώτα πρώτα καταργήθηκε η αυλή. Καταργήθηκε εκείνος ο μεγάλος χώρος με τα πολλά δωματιάκια, που το καθένα τους στέγαζε και μία οικογένεια. Ήταν ένας χώρος όπου οι άγνωστοι μεταξύ τους ένιωθαν λιγάκι σαν συγγενείς, αφού τα προβλήματα του ενός γίνονταν κοινό κτήμα και βασάνιζαν όλους μαζί οι ξένες έννοιες. Εκεί, στην αυλή, γεννιόνταν αισθήματα, γίνονταν γάμοι, τοκετοί, κηδείες.
Άνθρωποι ζούσαν, άνθρωποι πέθαιναν, οι ενοικιαστές άλλαζαν, αλλά οι συνήθειες έμεναν πάντα οι ίδιες. Αυτές δεν άλλαζαν ποτέ. Και τότε έγινε η μεγάλη αλλαγή. Η αυλή έπαψε να υπάρχει. Έγινε πολυκατοικία με αντιπαροχή, με πρώτους ενοίκους τους έως χθες άρχοντες του... κοινοβίου. Για την Ιστορία, συνιστώ στους νεότερους να δουν, για να μπουν στο κλίμα, την παλιά ταινία «Οι κυρίες της αυλής» με τον Ντίνο Ηλιόπουλο και την Κατερίνα Γιουλάκη...


Με την πολυκατοικία, που προσέφερε ανθρώπινη ζωή και... θέρμανση, έκανε ο μέσος αστός και το πρώτο άλμα αναβάθμισής του. Φόρεσε τις παντόφλες του και ήπιε πανευτυχής το ουζάκι του, χωρίς να σκοτίζεται ιδιαίτερα για τη ματαιότητα των εγκόσμιων. Τώρα η πολυκατοικία έχει και θυρωρό, που του δίνουν διαταγές: «Πάρε μου, Θανάση, μισό κιλό φέτα. Πρόσεξε μόνον μη σου πασάρουν ασβέστη. ..». Και ο Θανάσης τρέχει στον μπακάλη, τον χασάπη, τον μανάβη, για να μην αμφισβητηθεί το αξίωμα του θυρωρού που κατέχει. Μόνον που οι κακές γλώσσες λένε πως τους θυρωρούς ουσιαστικά τους διορίζει η ασφάλεια, για να μαθαίνει τι καπνό φουμάρουν οι ένοικοι....Έτσι, ο θυρωρός γίνεται τάτσι, μήτσι, κότσι με τους μπακάληδες και μεταβάλλεται σε «Φιλιππινέζα» της νοικοκυράς, για να μαθαίνει από πρώτο χέρι τα συμβάντα στη γειτονιά, Η πολυκατοικία έδιωξε το κάρβουνο ως καύσιμη ύλη για το μαγείρεμα Τη θέση της φουφούς, την οποία πετάξανε, πήρε τώρα μια ολοκαίνουρια ηλεκτρική κουζίνα μάρκας ΙΖΟΛΑ. Έχει τρία μάπα κι ένα μικρό για τον καφέ. Έχει και ρολόι, να το βλέπει και να μην ξεχνιέται η μαγείρισσα και τους κάψει το φαΐ. Προχθές, στο φουρνάκι, η μαμά μαγείρεψε ένα παστίτσιο μούρλια. Έφτιαξε και ένα κέικ να γλύφεις τα δάχτυλα σου. Μαζί με τη φουφού πετάξαμε στα σκουπίδια και το πήλινο τσουκάλι, όπου μαγειρεύαμε. Τώρα αγοράσαμε καινούργια μαγειρικά σκεύη, μάρκα Pyramis, από την Καλλιθέα, που, καθώς ήταν φτιαγμένα από ανοξείδωτο χάλυβα, στόλιζαν τα ράφια με τη γυαλάδα τους. Η αλλαγή από την αυλή στην πολυκατοικία επέφερε και τεράστια αλλαγή στη νοοτροπία των ανθρώπων. Μπορεί να μένανε σ' ένα δωματιάκι 2x3 στην αυλή, μα τώρα στην πολυκατοικία ξύπνησαν αρχόντοι.
Έτσι, σε πολύ λίγο καιρό, ένα ηλεκτρικό ψυγείο κατέφθασε στο σπίτι. Με το πρώτο, πήρε τις πλαστικές φόρμες ο πατέρας και έφτιαξε παγάκια. Ένιωθε σιγουριά επειδή τώρα το τυράκι του, το γιαουρτάκι του ή το φαγάκι του είναι απόλυτα ασφαλή και δεν θα πάθει καμιά τροφική δηλητηρίαση.
Με το πέρασμα του χρόνου το κάθε σπίτι έγινε... ηλεκτρικό. Το ηλεκτρικό ψυγείο ακολούθησε η ηλεκτρική παρκετέζα, το μίξερ, το ηλεκτρικό πλυντήριο. Βέβαια, ο εξηλεκτρισμός δεν έγινε σε μία μέρα. Όμως ο δρόμος είχε ανοίξει κι από το σχεδόν τίποτα εγκατέλειψε ο Έλληνας την πατροπαράδοτη μιζέρια κι έγινε αστός με δύο τηλεοράσεις κι άλλα τόσα αυτοκίνητα. Κι εκεί, πέριξ της πλατείας των Αγίων Θεοδώρων, υπάρχει πάντα ένας Κωτσόβολος, να επιμένει «Βεβαίως, χωρίς λεφτά»...

ΤΟ ΠΑΡΟΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου