Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΑΣΠΡΗ ΜΠΛΟΥΖΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΒΗΡΥΤΟΥ




Αφιερωμένο εξαιρετικά στην ημέρα της Γυναίκας και ιδιαίτερα σε εκείνες της γυναίκες  που αψηφώντας κινδύνους και κακουχίες μάχονται για την υπεράσπιση πανανθρώπινων  ιδανικών και μας εμπνέουν.  Για μια τέτοια γυναίκα θα σας μιλήσω παρακάτω

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕ ΑΣΠΡΗ ΜΠΛΟΥΖΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΒΗΡΥΤΟΥ

Σύμβολο της αδάμαστης θέλησης μιας ολόκληρης πόλης για επιβίωση, υπήρξε η Δρ. Αμάλ Σάμμα (Dr Amal Shemaa), που πολλές φορές ολομόναχη, κατάφερε να κρατήσει σε λειτουργία ένα ολόκληρο νοσοκομείο στην πρώτη γραμμή τον πυρός

Ήταν μια ακόμη μέρα του ατέλειωτου και άσχημου εκείνου καλοκαιριού του 1982, στην Βηρυτό. Τα ισραηλινά αεροπλάνα όργωναν τον ουρανό της λιβανικής πρωτεύουσας, ενώ ο βρυχηθμός των πυροβόλων ακουγόταν, κάθε λεπτό, όλο και πιο κοντά. Φλογισμένες τουλύπες μαύρου καπνού κρέμονταν πάνω από την πόλη, που την πολιορκούσαν οι Ισραηλινοί με αντικειμενικό σκοπό να την «ξεκαθαρίσουν» από τους μαχητές του PLO. Τα νοσοκομειακά, με τις σειρήνες τους να στριγγλίζουν, έτρεχαν στους ερημωμένους δρόμους, συνθέτοντας μια μακάβρια «χορωδία» θανάτου.
Βρήκα την τριαντάχρονη δόκτορα Αμάλ Σάμμα στο θάλαμο επειγόντων περιστατικών του Νοσοκομείου Μπερμπίρ (Barbir hospital). Είχε να κοιμηθεί τριάντα ώρες κι είχε να φάει, σαν άνθρωπος, τρεις μέρες. Εκείνο που, την έκανε να στέκει στα πόδια της, ήταν μία και μοναδική έμμονη ιδέα: Το νοσοκομείο έπρεπε να μην κλείσει! Ωστόσο, όλα έδειχναν ότι έχανε τη μάχη της... Κάθε μέρα το νοσοκομείο - που βρισκόταν σε μια απ' τις πιο επικίνδυνες γειτονιές της Βηρυτού, η οποία συνόρευε με την «Πράσινη Γραμμή» που χωρίζει τον ανατολικό τομέα των Χριστιανών από τον δυτικό των Μουσουλμάνων - διαλυόταν από τα πλήγματα που δεχόταν, τμήμα προς τμήμα, θάλαμο προς θάλαμο.
Ήταν εννέα το πρωί, 11 Ιουλίου. Έξω, στο δρόμο, μπροστά στην πύλη του νοσοκομείου, ήρθε και στάθηκε ένα τανκ με το πυροβόλο του στραμμένο προς τις γραμμές των Ισραηλινών. Άρχισε να βάλλει. Το πλήρωμα του ανήκε στην τοπική αριστερίστικη πολιτοφυλακή κι η Δρ. Σάμμα δεν δυσκολεύτηκε ν' αναγνωρίσει αμέσως τον κοντόχοντρο κυβερνήτη του - πασίγνωστο σ' εκείνη τη γειτονιά.
Με τις γροθιές σφιγμένες, η γιατρός πετάχτηκε έξω και τράβηξε για το τανκ, ενώ στο ελαφρά ακανόνιστο περπάτημα της ήταν φανερά τα ίχνη της πολιομυελίτιδας που είχε περάσει στην παιδική της ηλικία. «Πάρτε αυτό το πράγμα και φύγετε από δω!» ούρλιαξε, κουνώντας το δάχτυλο της κάτω απ' τη μύτη του κυβερνήτη. «Μένοντας εδώ, δίνετε μια θαυμάσια δικαιολογία στους Ισραηλινούς για ν' αρχίσουν ξανά το σφυροκόπημά τους. ·Ώρα να του δίνετε! Αρκετά προβλήματα έχουμε και χωρίς εσάς.·»


Ο κυβερνήτης κάρφωσε το βλέμμα του στη μικροσκοπική γυναίκα - το μπόι της δεν ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο και δεν πρέπει να ζύγιζε πάνω από σαρανταπέντε κιλά - με την άσπρη ιατρική ρόμπα, κι ύστερα, υπάκουα, έγνεψε στους άντρες του. Οι βολές σταμάτησαν αμέσως.
Για την δρα Σαμμα και το Νοσοκομείο Μπερμπίρ, ο πόλεμος δεν ήταν κάτι το καινούριο. Η Βηρυτός, που σπαραζόταν από αδελφοκτόνο βία, ελάχιστες ειρηνικές μέρες είχε γνωρίσει από το 1975. Το ιδιωτικό νοσοκομείο με τα 180 κρεβάτια είχε δεχτεί - στα επτά χρόνια του εμφυλίου πολέμου, των θρησκευτικών μαχών και των επιθέσεων των Ισραηλινών - αμέτρητα βλήματα κι οβίδες, και τα παράθυρα του ισογείου του είχαν σφραγιστεί με τσιμεντόλιθους και σακιά άμμου. Όσες φορές οι συγκρούσεις είχαν κρατήσει πολύ, η κουζίνα του πέμπτου ορόφου μεταφερόταν στο υπόγειο, δίπλα στο νεκροτομείο. Από τότε που είχαν αρχίσει οι βιαιότητες, είχαν εισαχθεί στο νοσοκομείο πάνω από 52.000 άνθρωποι, ενώ το τμήμα επειγόντων περιστατικών είχε προσφέρει τις υπηρεσίες του σε πάνω από 95.000 εξωτερικούς ασθενείς. Για το προσωπικό, μερικές φορές, ακόμα και η μετάβαση στο νοσοκομείο ήταν ένα εγχείρημα περιφρόνησης προς το θάνατο.
Ωστόσο, το νοσοκομείο δεν είχε κλείσει ποτέ. Είχε γίνει σύμβολο της απόφασης της Βηρυτού να επιζήσει, και η Δρ. Σάμμα είχε γίνει η καρδιά και η ψυχή του! Γνωστή στους ασθενείς της σαν «Χακιμέ Αμάλ» (που στα αραβικά σημαίνει γιατρίνα) είχε ειδικευτεί στην Παιδιατρική, αλλά η ανάγκη την είχε κάνει «σπεσιαλίστα» του πολέμου: Είχε πάρει μέρος σε εγχειρήσεις που έγιναν στο φως κάποιου κεριού, είχε διασχίσει με το αυτοκίνητο της την πόλη, ενώ μαίνονταν οι μάχες, για να περάσει να πάρει απ' το σπίτι τους άλλους γιατρούς, είχε «δουλέψει»   πάνω   σε   περισσότερα κομματιασμένα κορμιά απ' όσα βλέπουν οι περισσότεροι γιατροί σ' ολόκληρη την επαγγελματική τους ζωή, κι είχε βοηθήσει να σωθούν αμέτρητα ανθρώπινα πλάσματα. «Η Αμάλ δεν χάνει ποτέ το κουράγιο της, ούτε και σε περιπτώσεις που οι άλλοι θα τα παρατούσαν,» λέει ένας συνάδελφος της.
Θυμήθηκα αυτά τα λόγια τη δεύτερη φορά που πήγα στο Μπερμπίρ. Τα ισραηλινά αεροπλάνα είχαν μόλις βομβαρδίσει κατοικημένες περιοχές της Βηρυτού. Πάνω από τριάντα πληγωμένοι ήταν ξαπλωμένοι στα πλακάκια, έξω από το θάλαμο επειγόντων περιστατικών του νοσοκομείου. Η μπλούζα της Σάμμα ήταν καταματωμένη. Περιέθαλπτε έναν τριαντάχρονο, βαριά πληγωμένο από νάρκη. Τα θραύσματα του είχαν κατακομματιάσει χέρια και πόδια. Μπήκε ο χειρουργός, έρριξε μια ματιά, κι αμέσως κούνησε το κεφάλι του - ήταν τόσο βαριά τραυματισμένος, που δεν υπήρχαν πιθανότητες να σωθεί... Η Δρ. Σάμμα συμφώνησε μ' ένα νεύμα, αλλά μόλις ο χειρουργός έφυγε, εκείνη έπεσε και πάλι με τα μούτρα στη δουλειά. Για μια ώρα έκοβε, έρραβε και του έκανε μεταγγίσεις. Η καρδιά του πληγωμένου σταμάτησε δυο φορές, στο τέλος, όμως, η Δρ. Σάμμα κατάφερε να τον φέρει σε κατάσταση τέτοια, ώστε να είναι δυνατή η μεταφορά του στο χειρουργείο. Οι γιατροί σταμάτησαν την αιμορραγία, η επέμβαση έγινε - μια ακόμα ζωή είχε σωθεί!
Εξουθενωμένη, η Δρ. Σάμμα σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα. «Θεωρητικά, ένας γιατρός ξέρει πότε πρέπει να παραιτείται,» είπε, «εγώ όμως δεν μπορώ ν' αναγκάσω τον εαυτό μου να παραιτηθεί ποτέ, αφήνοντας κάποιον να πεθάνει.»
Ξαναγύρισα στο Μπερμπίρ πολλές φορές, κι η Δρ. Σάμμα ήταν πάντα εκεί, χωρίς να νοιάζεται για την ώρα, για το φόρτο της δουλειάς, πάντοτε έτοιμη να φροντίσει κάποιον, να σώσει έναν άλλο. Αντιστάθηκε σε ντόπιους αντάρτες και Ισραηλινούς, όταν θέλησαν να στήσουν πολυβολεία στην ταράτσα του νοσοκομείου, και το ίδιο έκανε και με τα «σκληρά καρύδια», της γειτονιάς, όταν απείλησαν ν' ανατινάξουν με οπλοβομβίδες το θάλαμο επειγόντων περιστατικών, αν δεν σωνόταν ένας από τους πληγωμένους συντρόφους τους. Για τις ηράκλειες προσπάθειες της σε καιρό πολέμου, η Χακιμέ Αμάλ δεν πήρε, ποτέ, πεντάρα. Κέρδισε όμως τέτοια εκτίμηση, που της φτάνει για όλη της τη ζωή.
Αμερικανίδα υπήκοος, η Αμάλ Σάμμα γεννήθηκε το 1944 στην Σιδώνα του Νότιου Λίβανου, από μουσουλμανική οικογένεια. Πριν περάσει πολύς καιρός, ο πατέρας της -διπλωμάτης - μετέφερε τους δικούς του αρχικά στην Νέα Υόρκη, κι αργότερα στο Κάιρο και στην Οττάβα. Η Αμάλ ξαναγύρισε στον Λίβανο σε ηλικία δώδεκα ετών κι όταν, αργότερα, τέλειωσε το γυμνάσιο, αποφάσισε να γίνει γιατρός. Το 1960 γράφτηκε στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού. Εκεί, αφού φοίτησε επί οχτώ χρόνια, πήρε και δυο χρόνια ειδίκευση στην Παιδιατρική, κι έπειτα σπούδασε για άλλα τέσσερα χρόνια στις ΗΠΑ, για να καταλήξει στο Μπερμπίρ το 1974.


Έχοντας, αρχικά, εγκαταστήσει το ιατρείο της μέσα στο νοσοκομείο, στράφηκε στο να διδάσκει τους απόφοιτους της Ιατρικής και τους νεαρούς εσωτερικούς γιατρούς του νοσοκομείου, που ήθελαν να πάρουν την ειδικότητα τους. Ονειρεύτηκε να μετατρέψει το Μπερμπίρ σε υψηλού επιπέδου διδακτικό ίδρυμα, του οποίου οι ιατρικές υπηρεσίες θα παρέχονταν μέχρι τις μακρινές αγροτικές περιοχές του Λιβάνου, προσπαθώντας παράλληλα ν' αναχαιτίσει τη φυγή των νεαρών Λιβανέζων γιατρών που αναζητούσαν πιο καλοπληρωμένες δουλειές στις χώρες του Περσικού Κόλπου.
Οι ελπίδες και τα όνειρα αυτά, όμως, έπρεπε να εγκαταλειφθούν για ένα διάστημα, καθώς ο Λίβανος συρόταν προς τον εμφύλιο πόλεμο και οι συγκρούσεις φούντωσαν, μέσα σ' ένα όργιο αίματος, το καλοκαίρι του 1975. Το Νοσοκομείο Μπερμπίρ, «παγιδευμένο» ανάμεσα στις αντιμαχόμενες φατρίες, βρέθηκε ξάφνου στην πρώτη γραμμή του πυρός - ένα γεγονός για το οποίο ήταν απαράσκευο: Ο θάλαμος επειγόντων περιστατικών του διέθετε μόνο τέσσερα κρεβάτια, ενώ δεν είχε ούτε μόνιμο αναισθησιολόγο, ούτε διευθυντή του τμήματος επειγουσών αναγκών. Η Δρ. Σάμμα ήταν ο άνθρωπος που προετοίμασε το Μπερμπίρ, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίζει τις ανάγκες εμπόλεμης καταστάσεως.
Υπό τη διεύθυνση της, ο θάλαμος επειγόντων περιστατικών αναδιοργανώθηκε για να μπορεί να ανταπεξέρχεται στις περιπτώσεις μαζικής εισαγωγής τραυματιών. Εξασφαλίστηκε επάρκεια ιατρικών οργάνων και φαρμάκων. "Όταν τα αποθέματα οξυγόνου λιγόστευαν, η σπουδαία αυτή γυναίκα έστελνε εθελοντές στην Συρία - ένα 18ωρο ταξίδι με επιστροφή - για να αναπληρώνουν τις ελλείψεις. Οσάκις το τηλέφωνο κοβόταν, οδηγώντας το αυτοκίνητο της ανάμεσα στις οβίδες που έσκαγαν παντού, η Δρ. Σάμμα έτρεχε να μαζέψει από τα σπίτια τους τούς διάφορους γιατρούς.
Η Βηρυτός ωστόσο, ακόμα και μετά το επίσημο τέλος του εμφυλίου πολέμου, το 1976, παρέμενε μπλεγμένη στον ιστό της βίας. Καθώς οι Χριστιανοί, οι αριστεροί Μουσουλμάνοι, οι Παλαιστίνιοι αντάρτες και οι Σύροι στρατιώτες της λεγόμενης «ειρηνευτικής δυνάμεως» εξακολουθούσαν να μάχονται για την απόκτηση του ελέγχου της πρωτεύουσας, δεν περνούσε βδομάδα χωρίς να γίνει κάποια μεγάλη έκρηξη, ένοπλη σύγκρουση, ή χωρίς να εκραγεί κάποιο αυτοκίνητο παγιδευμένο με εκρηκτικά. Σχεδόν κάθε νύχτα γίνονταν ανταλλαγές πυρών πυροβολικού, ενώ ελεύθεροι σκοπευτές, ταμπουρωμένοι, γάζωναν τα εγκαταλελειμμένα κτίρια που βρίσκονταν κοντά στην Πράσινη Γραμμή. Οι πληγωμένοι έφταναν σωρό στο Μπερμπίρ...


Ωστόσο ακόμα χειρότερες μέρες έμελλε να ανατείλουν. Μόλις τα ισραηλινά άρματα άρχισαν να εισβάλλουν στον Λίβανο, τον Ιούνιο του 1982, η Δρ. Σάμμα άρχισε να προετοιμάζεται για την από καιρό αναμενόμενη επίθεση του Ισραήλ εναντίον των Παλαιστινίων της Δυτικής Βηρυτού: Συσσώρευσε τρόφιμα και φάρμακα, οργάνωσε το προσωπικό σε ομάδες άμεσης επέμβασης που αντιστοιχούσαν σε κάθε τμήμα του νοσοκομείου, έκανε έλεγχο στους αμμόσακκους που είχαν τοποθετηθεί για να προστατεύουν τα διάφορα ανοίγματα. Αγοράστηκαν, επίσης, πρόσθετα φορεία. Στις 6 Ιουνίου όμως, που το Ισραήλ εξαπέλυσε την επίθεση του, αποδείχτηκε ότι η επίθεση αυτή ήταν πολύ πιο άγρια απ' όσο περίμενε οποιοσδήποτε. Πάνω από τα μισά αποθέματα, που επί δυο μήνες είχαν στοκαριστεί, εξαντλήθηκαν μέσα σε δυο βδομάδες. Σύντομα, από τα επτά μεγάλα νοσοκομεία της Δυτικής Βηρυτού, μόνο τα τρία παρέμεναν σε λειτουργία. Κι ένα απ' αυτά ήταν το Μπερμπίρ.
Καθώς ο Ιούνιος πλησίαζε στο τέλος του, οι Ισραηλινοί έσφιγγαν τον κλοιό τους γύρω απ' την Δυτική Βηρυτό. Έκοψαν το ηλεκτρικό και το νερό κι αρνήθηκαν να επιτρέψουν τον ανεφοδιασμό της πολιορκημένης πρωτεύουσας σε τρόφιμα, καύσιμα και φάρμακα. Κάθε μέρα, ανελλιπώς, τα καταδιωκτικά τους, οι κανονιοφόροι και το πυροβολικό τους βομβάρδιζαν ανελέητα την αποκομμένη πόλη.
Τις νύχτες, καθώς οι οβίδες των πυροβόλων έσκαγαν στο Μπερμπίρ και το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού και οι ασθενείς έτρεχαν να κρυφτούν στο υπόγειο, η Χακιμέ Αμάλ κρατούσε τα χέρια των κατατρομαγμένων ασθενών που δεν μπορούσαν να εγκαταλείψουν τους θαλάμους τους, προσπαθώντας να τους καθησυχάσει, με την υπόσχεση ότι όλα θα πήγαιναν καλά... Αργότερα, όταν για λίγο ησύχαζαν τα πράγματα, κατέβαινε κάτω, για να εκλιπαρήσει τις νοσοκόμες και τους γιατρούς να μην εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Προσπαθούσε να συγκρατήσει τις νεαρές νοσοκόμες, που τα νεύρα τους είχαν τσακίσει από το πλησίασμα του θανάτου, λέγοντας τους: «Εμπρός! Κλάψε! Ούρλιαξε, να ξεθυμάνεις!»
Στο τέλος, η ζωή στο Μπερμπίρ έγινε τόσο επικίνδυνη, ώστε, ηθικά, η Δρ. Σάμμα δεν μπορούσε πια να ζητάει απ' το προσωπικό να παραμείνει στις θέσεις του. Με το τέλος Ιουνίου, από τους 92 γιατρούς του νοσοκομείου, μόνο 15 είχαν μείνει εκεί, χωρίς ν' αναζητήσουν κάποιο πιο ασφαλές μέρος. Γύρω στα μέσα Ιουλίου, από τα έξι χειρουργεία, μόνο τα δύο μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια. Πορτιέρηδες και κλητήρες υποκατέστησαν τις νοσοκόμες.
Διάφοροι εθελοντές συγκέντρωναν αίμα, επισκεπτόμενοι στα σπίτια τους τούς αιμοδότες, μιας και κανένας δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να πάει στο νοσοκομείο, περνώντας μέσα από τα διασταυρούμενα πυρά. Και σ' όλο αυτό το διάστημα, τα αυτοκίνητα και τα ταξί δεν έπαυαν να φτάνουν στην είσοδο του νοσοκομείου, κουβαλώντας πληγωμένους. Μερικά ήταν τόσο φορτωμένα που οι επιβάτες τους «ξεχείλιζαν» ακόμη και από τα πορτ-μπαγκάζ. Γύρω στο 25% των τραυματιών που μεταφέρονταν στο Μπερμπίρ, όταν έφταναν στο νοσοκομείο ήταν ήδη νεκροί. Όταν το νεκροτομείο του νοσοκομείου γέμιζε, οι θυρωροί και οι επιστάτες μετέφεραν τα πτώματα έξω και τ' αράδιαζαν στο προαύλιο...
«Γύρω απ' το θάλαμο επειγόντων περιστατικών, ακόμη και, παιδάκια οχτώ κι εννιά χρόνων έτρεχαν και μάζευαν κομμένα μέλη και τα πήγαιναν στο νεκροτομείο,» λέει η Δρ. Σάμμα. «Χρειαζόταν να φωνάζω στις μητέρες τους "πάρτε τα από δω! Δεν πρέπει να βλέπουν τέτοια πράγματα!" Δεν άργησα όμως να συνειδητοποιήσω ότι τα παιδιά αυτά είχαν δει τόσα πολλά, ώστε δεν ένιωθαν πια καμιά φρίκη!»


Κατά πάσα πιθανότητα, επειδή οι τραυματίες από τις τάξεις των Σύρων και των Παλαιστινίων διακομίζονταν στο Μπερμπίρ, οι Ισραηλινοί εξαπέλυαν απανωτές επιθέσεις εναντίον του νοσοκομείου. Στις 4 Αυγούστου, από μια έκρηξη που έγινε στους επάνω ορόφους του Μπερμπίρ, καταστράφηκαν θάλαμοι, χειρουργεία και εργαστήρια, και οι ασθενείς με το προσωπικό χρειάστηκε να μείνουν επί 36 ώρες στα υπόγεια, χωρίς τροφή, εξαερισμό και χώρους για τις .φυσικές τους ανάγκες. Μια βδομάδα αργότερα, μια ρουκέτα χτύπησε το φρέαρ του ανελκυστήρα και οι τσιμεντένιοι τοίχοι κατέρρευσαν. Τα θεμέλια του κτιρίου επηρεάστηκαν από τη δόνηση κι άρχισαν να τρίζουν. Από τα θραύσματα, έπαθαν ζημιές οι γεννήτριες και το Μπερμπίρ βυθίστηκε στο σκοτάδι. Καθώς όλο το νοσοκομείο πνίγηκε στη σκόνη, η Δρ. Σάμμα κάλυψε το στόμα της με ένα βρεγμένο πανί, άναψε ένα κλεφτοφάναρο κι άρχισε ν' ανεβαίνει τις σκάλες, ψάχνοντας. Βρήκε τους ασθενείς ζαρωμένους απ' το φόβο τους σε δυο πίσω θαλάμους, άφωνους από τον τρόμο, αλλά άθικτους. «Βοηθήστε με!» φώναξε από το κλιμακοστάσιο. Σε λίγο, η Δρ. Σάμμα με τους λίγους γενναίους της, είχαν μεταφέρει τους νοσηλευόμενους στο υπόγειο. Εκεί, όλοι μαζί, περίμεναν να λυθεί η πολιορκία τους. Από τις επιθέσεις, όμως, είχαν καταστραφεί οι γεννήτριες και ό,τι απέμενε από τα χειρουργεία: Το Μπερμπίρ, αναγκαστικά, έπρεπε πια να πάψει να λειτουργεί σαν νοσοκομείο και να μετατραπεί σε σταθμό πρώτων βοηθειών. Στις 12 Αυγούστου, οι τελευταίοι 25 ασθενείς του μεταφέρθηκαν σε άλλα νοσοκομεία.
Είδα την δρα Σαμμα, για τελευταία φορά, τον Σεπτέμβρη του 1983. Στη διάρκεια της επισφαλούς ηρεμίας που είχε ακολουθήσει το τέλος των μαχών, η ακατάβλητη γιατρίνα, μαζί με το υπόλοιπο προσωπικό, είχαν ριχτεί με τα μούτρα για να επισκευάσουν το νοσοκομείο τους, χρησιμοποιώντας φτυάρια και οτιδήποτε οικοδομικά εργαλεία είχαν βρει.' Τον περασμένο Αύγουστο, αφήνοντας πίσω της το Μπερμπίρ σε πλήρη λειτουργία, η Δρ. Σάμμα πήγε αεροπορικώς στην Γενεύη για να μιλήσει στα Ηνωμένα Έθνη.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του '83, άγριοι κανονιοβολισμοί φούντωσαν στην Βηρυτό κι αρκετές οβίδες έπληξαν τους κάτω ορόφους του νοσοκομείου. Το μεγαλύτερο μέρος του προσωπικού έσπευσε να εξαφανιστεί, εκείνοι όμως που παρέμειναν κατάφεραν να   μεταφέρουν   τους   ασθενείς   σε ασφαλέστερους  θαλάμους,   κι   έτσι δεν υπήρξαν άλλες απώλειες.
Επιστρέφοντας εσπευσμένα από την Γενεύη, η Δρ. Σάμμα ξαναβρέθηκε στην πρώτη γραμμή. «Εδώ, που μπορώ να βοηθήσω, αισθάνομαι πιο άνετα,» μου είπε καθώς περιδιαβάζαμε μαζί στους θαλάμους. Σε λίγο, έφτασε στο προαύλιο ένα νοσοκομειακό, φέρνοντας ένα παιδί που αιμορραγούσε. Κι αμέσως, η Δρ. Σάμμα έτρεξε να σώσει άλλη μια ζωή
Για την Δρ. Σάμμα μιλά και ένας άλλος δημοσιογράφος ο πολεμικός ανταποκριτής Tony Ashby λέγοντας ότι το θάρρος της και η καρτερικότητά της τον ενέπνευσαν στην δική του δουλειά.
«Πολλοί άνθρωποι με έχουν εμπνεύσει. Είναι εκείνοι που εργάζονταν άφοβα κάτω από  τέτοιες συνθήκες που έκαναν το δικό μου φόβο να  φαίνεται ασήμαντος. Για παράδειγμα μια Αμερικανο-Λιβανέζα γιατρός που ονομαζόταν Amal Shemaa και εργαζόταν στην πρώτη γραμμή στη Βηρυτό και συγκεκριμένα στη διαχωριστική γραμμή που χώριζε τους Χριστιανούς από τους μουσουλμάνους. Υπήρχαν πάντα εκεί ελεύθεροι σκοπευτές και κινδύνευε κάθε στιγμή και παρόλα αυτά είχε αφήσει την άνετη ζωή της στην Αμερική για να σώζει ζωές στην ρημαγμένη και επικίνδυνη Βυρηττό.
Μια μέρα, έφθασαν νεκρά και καιόμενα στο νοσοκομείο της δύο πέντε ημερών δίδυμα. Ο Δημοσιογράφος Robert Fisk που ήταν παρών και συγκλονισμένος έγραψε για την Amal ότι έπρεπε να παραλάβει τα μωρά και να τα βάλει σε κουβάδες με νερό για να σβήσει τις φλόγες... και όταν μετά μισή ώρα πήγε να τα βγάλει τα μωρά συνέχιζαν να καίγονται. Ακόμη και στο νεκροτομείο τα σωματάκια τους κάπνιζαν για ώρες. Την ίδια ώρα η Αμάλ έπρεπε να επικεντρώνει ψύχραιμα την προσοχή της στην περιποίηση των άλλων τραυματιών που της έφερναν.
Το επόμενο πρωί τα πήρε έξω από το νεκροτομείο για την ταφή τους και αυτά τυλίχθηκαν και πάλι στις φλόγες και πάλι. Όμως η στάση της, η ήσυχη επιμονή της , η ψυχραιμία της, ήταν κάτι το εξαιρετικό και αξιοθαύμαστο».

 Dr. Amal Shamma (SHAAB Medical Center)

Η Συμφωνία του Ταΐφ στη Σαουδική Αραβία το 1989 σηματοδότησε την αρχή του τέλους του εμφυλίου πολέμου. Τον Ιανουάριο του 1989, μια επιτροπή διορισμένη από τον Αραβικό Σύνδεσμο άρχισε να προτείνει λύσεις για τον τερματισμό της ένοπλης διαμάχης. Το Μάρτιο του 1991, το κοινοβούλιο του Λιβάνου ψήφισε ένα νόμο αμνηστίας, με τον οποίο δόθηκε χάρη για όλα τα πολιτικά εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί έως την ψήφισή του. Το Μάιο του 1991, οι πολιτοφυλακές διαλύθηκαν, με εξαίρεση τη Χεζμπολάχ που αρνήθηκε να το πράξει, ενώ οι ένοπλες δυνάμεις του Λιβάνου άρχισαν την ανοικοδόμηση σιγά σιγά, όντας το μόνο μεγάλο μη θρησκευτικό όργανο της κρατικής εξουσίας. Οι εντάσεις πάντως μεταξύ Σουνιτών και Σιιτών συνεχίστηκαν και μετά τον πόλεμο.


Το Νοσοκομείο Μπερμπίρ έκλεισε το 2000 λόγω οικονομικής αδυναμίας αλλά άνοιξε ξανά τον στις 29 Απριλίου 2017, για μια έκθεση μνήμης για τον Εμφύλιο πόλεμο στο Λίβανο. Φοιτητές από δώδεκα σχολεία από διάφορες περιοχές της χώρας παρουσίασαν πληροφορίες, ταινίες και έργα τέχνης σε διάφορες τοποθεσίες μνήμης για τα σημαντικά γεγονότα του εμφύλιου πολέμου του Λιβάνου. Οι επισκέπτες μπορούσαν να δουν, μεταξύ άλλων, την αναπαραγωγή του μνημείου Ελπίδα για την Ειρήνη στο Yarzeh, (όπου ομοιώματα κατεστραμμένων τανκς έχουν τοποθετηθεί το ένα επάνω στο άλλο για να σχηματίσουν ένα μνημείο), ένα δωμάτιο με κενά κρεβάτια που αντιπροσωπεύουν ανθρώπους που αγνοούνται από τον πόλεμο, αναπαραγωγές άρθρων από παλιές εφημερίδας σχετικά με τον Μούσα Σαντρ και άλλους θρησκευτικούς ηγέτες του Λίβανου που πραγματοποιούσαν απεργία πείνας σε ένδειξη διαμαρτυρίας ενάντια στον εμφύλιο πόλεμο.


Η έκθεση αποτέλεσε μέρος ενός έργου σε χώρους εορτασμών που υλοποιήθηκαν από κοινού από το forumZFD και την Ένωση για την Ιστορία του Λιβάνου σε συνεργασία με το νοσοκομείο Barbir.
Όσο αφορά την ηρωίδα δρα Σαμμα αυτή μετανάστευσε στο Κουβέϊτ όπου σήμερα εργάζεται ως παιδίατρος στο SHAAB Medical Center.
Από άρθρο του David Lamb

ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου