Παρασκευή 16 Μαρτίου 2018

Ιστορίες «ευνοϊκών» συνθηκών για τη Μακεδονία

Η Θεσσαλονίκη στις αρχές του 19ου αιώνα


Ιστορίες «ευνοϊκών» συνθηκών για τη Μακεδονία

Η εξαθλίωση λόγω των Μνημονίων συμπληρώνει την «κατάλληλη ατμόσφαιρα» για την επίτευξη της συμφωνίας και την εκχώρηση ονόματος στη γείτονα, ως φυσικό επακόλουθο των πλειστηριασμών

Από τον Νίκο Παπουτσόπουλο

Η πολιτική της Ελλάδας, εκεί όπου αρχίζει και όπου τελειώνει η Μακεδονία, είναι πολιτική εθνική, που ήταν και παραμένει ακλόνητη και ασφαλώς δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση. Η υπόθεση, σύμφωνα με τους Έλληνες πολιτικούς (1988), χειραγωγείται από ένα κράτος ολόκληρο, προφανώς με την αδρή συνδρομή στις οικονομικές της ανάγκες τρίτων, που αποσκοπούν σε οφέλη. Σε κάθε περίπτωση, όλη αυτή η υπόθεση, η οποία έχει σαφώς έναν πολιτικό καταρχάς χαρακτήρα, προσλαμβάνει -με τον εσωτερικό αλυτρωτισμό, ο οποίος καλλιεργείται στα Σκόπια, και με τον μεγαλοϊδεατισμό, με το εκπαιδευτικό σύστημα, με τα μαζικά μέσα ενημέρωσης, με κάθε τρόπο- μια εν δυνάμει εκρηκτική απειλή για τον Ελληνισμό μακροπρόθεσμα.
Πρόσφατα, Έλληνες πολιτικοί, οι οποίοι διαχειρίστηκαν με... απόλυτη επιτυχία την οικονομική κρίση, έχουν χαρακτηρίσει το κλίμα και τις συνθήκες «ιδιαίτερα ευνοϊκά», ώστε να επιτευχθεί στο βέλτιστο συμφωνία για την ονομασία των Σκοπίων. Τις ευνοϊκές συνθήκες στη «νέα συγκυρία», που έχει διαμορφώσει η μακρά περίοδος ύφεσης και απαξίωσης της χώρας, ενισχύει η βαρύτατη κατάθλιψη των πολιτών ύστερα από τον βασανιστικό εξαγνισμό τους. Η εξαθλίωση και η περιθωριοποίηση των κοινωνικών ομάδων, η υποβάθμιση της ποιότητας του βίου, η ανεργία, η ένδεια και η πενία συμπληρώνουν την «κατάλληλη ατμόσφαιρα» για την επίτευξη της συμφωνίας και την εκχώρηση ονόματος στη γείτονα, ως φυσικό επακόλουθο των πλειστηριασμών και των κατασχέσεων της ιδιωτικής περιουσίας, των προγονικών οίκων και της αξιοπρεπούς εκποίησης του εθνικού θησαυρού.
Σε μια παρόμοια «ευνοϊκή συγκυρία», όταν, τον 19ο αιώνα, η κρίση έπληξε την Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι αγροτικοί πληθυσμοί αντιμετώπισαν την πλήρη εξαθλίωση: Σε κλίμα έντονης λαϊκής δυσφορίας, οι μουσουλμάνοι, με πράξεις βίας εναντίον των χριστιανών, προσπαθούσαν να εκτονώσουν την αποδοκιμασία και την αγανάκτηση. Οι χριστιανοί αναζήτησαν στη Δύση εξωτερικούς προστάτες, πρόθυμους να τους απαλλάξουν από τα δεινά και τις ταλαιπωρίες του δυνάστη. Με την ελπίδα της υποστήριξης των καθολικών κρατών και παράλληλα με τις υποσχέσεις της Αγίας Έδρας, πολλές μάζες βουλγαρόφωνων κυρίως χριστιανών αναγνώρισαν την εξουσία του Πάπα, ενώ διατήρησαν την οργάνωση και τους εξωτερικούς τύπους της Ορθοδοξίας [ουνία, (σλαβ.: unija), όρος που χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει την ενωτική κίνηση ανατολικών ορθόδοξων εκκλησιών με τον Πάπα].
«Κατάλληλες», επίσης, ήταν οι περιστάσεις για τη στροφή προς την ιδέα του πανσλαβισμού, που προωθούσε με κάθε μέσον η ομόδοξη Ρωσία, η οποία, αφού ίδρυσε προξενείο στο Μοναστήριο (1859), εμφανίσθηκε δυναμικά στον μακεδονικό χώρο, προκειμένου να υποστηρίξει ενεργά και απροκάλυπτα πλέον τα συμφέροντα του σλαβικού πληθυσμού. Ιδιαίτερα όταν οι Ευρωπαίοι, ύστερα από τον Κριμαϊκό Πόλεμο και τη στάση της Ελλάδας, είχαν στραφεί εναντίον των Ελλήνων και οι Άγγλοι έθεσαν στην κυριαρχία τους το μικρό τότε σε έκταση ελληνικό κράτος (για να ασκήσουν πίεση, ώστε να αρχίσει ξανά η χώρα να πληρώνει το δάνειο του 1833), οι Ρώσοι εστράφησαν προς τους Σλάβους και ενίσχυσαν τη θέση των Βουλγάρων. Με τον Ρώσο πρεσβευτή Ιγνάτιεφ (Νικολάι Πάβλοβιτς), κύριο υποστηρικτή του ρωσικού πανσλαβισμού, προκάλεσαν σχίσμα με την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας. Ο Ιγνάτιεφ επέλεξε τους ομόδοξους Βουλγάρους για να δημιουργήσει έντονη φιλορωσική παρουσία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Κρητική Επανάσταση (1866-1869) ήταν η καλύτερη ευκαιρία για τον Ρώσο διπλωμάτη και στρατιωτικό. Συγκρότησε εθελοντικό σώμα Βουλγάρων ατάκτων, το οποίο διέθεσε στον σουλτάνο για την καταστολή της επανάστασης. Με την προσφορά αυτή έπεισε τον σουλτάνο να εκχωρήσει με φιρμάνι επαρχίες της δυτικής Θράκης στους Βουλγάρους, στο πνεύμα του «Χάτι Χουμαγιούν», για τη δημιουργία της Βουλγαρικής Εξαρχίας, που αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη της βουλγαρικής εθνικής συνείδησης, η οποία είχε ως συνέπεια την εκδήλωση βίαιων αυτονομιστικών κινήσεων εναντίον άλλων ομόδοξων βαλκανικών λαών.
Ο Πάπας είχε πιστέψει ότι ήταν η πλέον «κατάλληλη περίοδος» για να πλήξει τον οικουμενικό θρόνο της Ορθοδοξίας στη Μακεδονία. Στις παπικές ενέργειες, οι Γάλλοι, «σύμμαχοι του Πάπα», σύμφωνα με τον διπλωμάτη και ελληνιστή Βικτόρ Μπεράρ (Victor Berard), και κυρίως οι Γάλλοι ιησουίτες και λαζαριστές της Κωνσταντινούπολης ονειρεύτηκαν μια θαυμάσια κατάκτηση για την παποσύνη. Εκαναν να αχνοφέγγει στα μάτια των Σλάβων η ελπίδα μιας εθνικής κοινότητας και ζωής που θα τους κόμιζε η Γαλλία, αν προσχωρούσαν στη Ρωμαϊκή Καθέδρα. Από την πλευρά της, η γαλλική πρεσβεία είχε την ελπίδα ότι η καθολική Βουλγαρία θα ήταν το καλύτερο πρόχωμα μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Ρωσίας. Καταπιάστηκαν, λοιπόν, με τον εκκαθολικισμό των Σλάβων μέσω Σλάβων ιεραποστόλων και Πολωνών ιερέων, και ίδρυσαν ιεραποστολές σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή Τουρκία.
Οι λαζαριστές εγκαταστάθηκαν στο Μοναστήρι στα 1857 και, όταν οι προσηλυτισμοί έφθασαν, μέσα σε λίγους μόνο μήνες, στα 1861, τους 14.000, η Πύλη αναγνώρισε την ουνιτική βουλγαρική κοινότητα. Ο αιδεσιμότατος Σομπόλσκι, πρώην ηγούμενος βουλγαρικού μοναστηριού, που είχε λάβει από τον Πάπα την επισκοπική χειροτονία στην Καπέλα Σιστίνα και έγινε ο ηγέτης της νέας κοινότητας, διοίκησε μόνο για μία εβδομάδα τους Βούλγαρους καθολικούς. Στις 18 Ιουνίου 1861 εξαφανίστηκε, αποκομίζοντας τη βούλα του Πάπα, το βεράτιο του σουλτάνου και τα γαλλικά δώρα. Ο προσηλυτισμός των Σλάβων στον καθολικισμό σταμάτησε απότομα και σύντομα επανήλθαν στους Ρώσους και στο αίτημά τους για αυτοκέφαλη Εκκλησία. Οι ιησουίτες είχαν προλάβει να τονώσουν το μίσος των Βουλγάρων κατά του Πατριάρχη και η «Εταιρία των Βουλγαροφίλων» είχε στόχο την κατάργηση των πατριαρχικών προνομίων.
Με την κήρυξη του Σερβοτουρκικού Πολέμου (1876), η Μακεδονία γνώρισε νέες περιπέτειες: Το ελληνικό κράτος παρέμεινε ουδέτερο, ενώ οι σλαβικοί πληθυσμοί γνώρισαν την εκδικητική μανία των Οθωμανών. Αρκετές μάζες χωρικών, που είχαν προσχωρήσει στην Εξαρχία, επέστρεψαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο προκειμένου να αποφύγουν τις ταλαιπωρίες και τις περιπέτειες των διωγμών.
Στα 1876 (Δεκέμβριος), οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών δυνάμεων συνήλθαν στην Κωνσταντινούπολη για να εκτιμήσουν την κατάσταση και να απαιτήσουν από την Πύλη ευρύτατες διοικητικές μεταρρυθμίσεις, με τη σύσταση δύο αυτοδιοικούμενων βιλαετίων στην περιοχή που είχε επαναστατήσει. Οι συνθήκες ήταν και πάλι «ευνοϊκές» για τον Ιγνάτιεφ, ο οποίος κατόρθωσε το δυτικό βιλαέτι να περιλαμβάνει περιοχές της Μακεδονίας, που είχαν παραμείνει αμέτοχες στα βουλγαρικά επαναστατικά κινήματα. Ο νέος σχεδιασμός είχε κυρίως σχέση με τους Βουλγάρους και, επομένως, είχαν θεωρήσει ότι τα μακεδονικά εδάφη έπρεπε να τους αποδοθούν. Παρά τις αντιρρήσεις των Τούρκων, η παρερμηνεία δημιούργησε σοβαρό πρόβλημα, το οποίο επρόκειτο να έχει μελλοντικές συνέπειες για τη Μακεδονία. Η ελληνική πλευρά είχε προβλέψει έγκαιρα τους κινδύνους από την εφαρμογή των νέων διοικητικών μεταρρυθμίσεων και είχε αντιδράσει με έντονα διαβήματα και διαμαρτυρίες.
Νέες περιπέτειες επρόκειτο να γνωρίσει η Μακεδονία με τη λήξη του Ρωσοτουρκικού Πολέμου και τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινούπολης (1878), η οποία ανέτρεψε προηγούμενες συνέπειες της Συνθήκης των Παρισίων, προκειμένου οι νέοι όροι για τη διευθέτηση του Ανατολικού Ζητήματος να ικανοποιούν τα ρωσικά συμφέροντα. Ιδιαίτερο άρθρο της συνθήκης προέβλεπε την ίδρυση της μεγάλης αυτόνομης Ηγεμονίας της Βουλγαρίας, που περιελάμβανε την περιοχή από τον Δούναβη ως το Αιγαίο (με εξαίρεση τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη και τις επαρχίες Κοζάνης και Σερβίων) και από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τον ποταμό Δρίνο (Drina). Οι στιγμές ήταν και πάλι «ευνοϊκές» για τον Ρώσο πρέσβη Νικολάι Ιγνάτιεφ (τον «πατέρα του ψεύδους και νεκροθάφτη του Ελληνισμού», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσαν αρκετοί διπλωμάτες) για να απαιτήσει την υπαγωγή και της Θεσσαλονίκης στα εδάφη της μεγάλης Βουλγαρίας.
Τις «ευνοϊκές συνθήκες» για τη διαπραγμάτευση και την επίλυση εθνικών θεμάτων διαμορφώνουν συνήθως έμπειροι διαπραγματευτές, γνώστες της Ιστορίας και των περιπετειών, εξαιτίας των πολιτικών υποτέλειας που ταλαιπωρούν και ταπεινώνουν τη χώρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου