Παρασκευή 9 Μαρτίου 2018

ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ Σ' ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ




ΠΙΟ ΚΟΝΤΑ Σ' ΕΚΕΙΝΟΥΣ ΠΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ

του Dominique Lapierre*

Οι δημοσιογράφοι και οι συγγραφείς έχουν, πολλές φορές, την τύχη να βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο με σημαντικούς ανθρώπους και να μοιράζονται μαζί τους αποκαλυπτικές ανθρώπινες στιγμές, που διαψεύδουν τη δημόσια εικόνα τους. Εδώ, ένας ρεπόρτερ μας θυμάται μερικές τέτοιες συναντήσεις.
Από τα γεγονότα της εικοσάχρονης θητείας μου σαν δημοσιογράφος, θυμάμαι με μεγάλη νοσταλγία εκείνη την καλοκαιριάτικη μέρα του 1971 που πήγα να συναντήσω τον Λόρδο Λούις Μαουντμπάτεν, τον τελευταίο Βρεταννό Αντιβασιλέα της Ινδίας. Πρίγκιπας ενός από τους παλαιότερους ευρωπαϊκούς βασιλικούς οίκους, αυτός ο Άγγλος είχε παίξει ένα πλήθος ρόλων: Υπήρξε στρατιώτης, κυβερνήτης, αθλητής και απελευθερωτής της Ινδίας. Στα 71 χρόνια του, εξακολουθούσε να έχει το πνεύμα και τη ζωντάνια ενός νέου ανθρώπου.


Ο Ντομινίκ Λαπιέρ και ο Λάρρυ Κόλλινς μαζί με τον λόρδο Μαοyντμπάτεν



Μέσα στον τεράστιο χώρο υποδοχής του υπέροχου σπιτιού του ήταν εκτεθειμένη μία συλλογή από φωτογραφίες σε ασημένια πλαίσια: Ο Μαουντμπάτεν στην αγκαλιά της προγιαγιάς του, της Βασίλισσας Βικτωρίας, στη θαλαμηγό του θείου του, του Τσάρου πασών των Ρωσιών, το  1912,  στο Χόλλυγουντ  με  τον Τσάρλυ Τσάπλιν, το 1930, στο Διοικητήριο του, στην Νοτιοανατολική Ασία, με τον Ουίνστον Τσώρτσιλ το 1944, ή με τον Τζαγουαχαρλάλ Νεχρού και τον Μοχάντας Γκάντι το 1947.
Αφού τελειώσαμε το τσάι μας, με οδήγησε στο κελάρι του ανακτόρου του, όπου, χωμένα μέσα σε χαλύβδινες αρχειοθήκες, φύλαγε τα ντοκουμέντα και τα ενθύμια της ζωής του. Άνοιξε ένα συρτάρι στην τύχη και έβγαλε ένα μάτσο φακέλους, που κάθε εκατοστό της επιφάνειας τους ήταν καλυμμένο με ορνιθοσκαλίσματα, γραμμένα με μολύβι. «Ξέρεις ποιος τα έγραψε αυτά;» με ρώτησε μ' ένα πονηρό βλέμμα. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Ο Γκάντι,» απάντησε.
Για τον Γκάντι, η Δευτέρα ήταν ημέρα σιωπής. Ο Μαουντμπάτεν, γνωρίζοντας ότι οι δημόσιες δηλώσεις του Μαχάτμα θα περιέπλεκαν τη δική του δουλειά, φρόντιζε να τον συναντά πάντα τις Δευτέρες, υποθέτοντας ότι ο Γκάντι δεν θα μπορούσε να του απαντήσει. Ο Μαχάτμα όμως, έβγαζε μέσα από το βαμβακερό ύφασμα που τύλιγε τη μέση του κάτι παλιούς φακέλους, που το εσωτερικό τους ήταν γυρισμένο προς το έξω, καθώς και κάτι μικροσκοπικά υπολείμματα μολυβιού, και έδινε τις απαντήσεις του στον Αντιβασιλέα... γραπτώς.
Μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, συνάντησα τον Μαουντμπάτεν περίπου τριάντα φορές, προσπαθώντας να ζωντανέψω μαζί του, στιγμή προς στιγμή, εκείνες τις μεγαλειώδεις και τραγικές μέρες του Αύγουστου του 1947 που κήρυξε ανεξάρτητο το ένα έκτο του πληθυσμού της γης. Τι τύχη για την Βρεταννία το γεγονός ότι, σ' εκείνες τις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας της, υπήρχε αυτός ο σπουδαίος, φιλελεύθερος αριστοκράτης, να την ξυπνήσει ανώδυνα από το όνειρο της αυτοκρατορίας.


Τον Νοεμβρη του 1963, σ' ένα απέριττο διαμέρισμα στο Μπόντεν-Μπάντεν της Δυτικής Γερμανίας, συνάντησα τον μικροκαμωμένο στρατηγό που ο Χίτλερ είχε διατάξει να πυρπολήσει το Παρίσι. Ο Στρατηγός Ντήτριχ φον Χόλτιτζ, ο τελευταίος Γερμανός διοικητής του Παρισιού, έμεινε στη γαλλική πρωτεύουσα μόνο 14 μέρες - το μισό δηλαδή χρονικό διάστημα που περάσαμε ο Λάρρυ Κόλλινς κι εγώ μαζί του, προσπαθώντας να ζωντανέψουμε για το βιβλίο μας «Κάψτε το Παρίσι» την περίοδο που εκείνος κρατούσε στα χέρια του την τύχη περίπου τεσσάρων εκατομμυρίων Παριζιάνων.
Ενώ κουβεντιάζαμε, ο Χόλτιτζ, που υπέφερε από άσθμα, έπαθε ξαφνικά μια κρίση και μας οδήγησε στο μπαλκόνι για να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Καθώς ατενίζαμε, στο βάθος, τον Μέλανα Δρυμό, ήρθαν στο μυαλό του εικόνες από τη 17η Αυγούστου του 1944 την ημέρα που ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Παρισιού, ο Πιέρ Ταιτινζέ, είχε έρθει να τον βρει στο ξενοδοχείο «Μερίς» για να τον παρακαλέσει να μην καταστρέψει την πόλη. Καθώς άκουγε ψυχρά τα λόγια του Γάλλου, ο Χόλτιτζ είχε πάθει μια παρόμοια κρίση και είχε  οδηγήσει τον   επισκέπτη  του, όπως είχε κάνει πριν λίγο και με μας  στο μπαλκόνι. Τότε, απλώνοντας το χέρι του, ο Ταιτινζέ είχε δείξει την Σαιντ-Σαπέλ, το Λούβρο, τους πύργους της Παναγίας των Παρισίων που υψώνονταν στον λαμπερό, καλοκαιριάτικο ουρανό. «Στρατηγέ φον Χόλτιτζ,» είχε αναφωνήσει, «κοιτάξτε όλα αυτά τα θαύματα της Ιστορίας και φανταστείτε ότι μπορεί, κάποια μέρα, να ξανάρθετε σ' αυτή την πόλη και να πείτε, "θα μπορούσα, όλα αυτά, να τα είχα ισοπεδώσει, αλλά δεν το έκανα για το καλό της ανθρωπότητας". Δεν ισοδυναμεί αυτό με τη δόξα ενός κατακτητή;»
Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, στο Παρίσι, όπου είχε έρθει για το γύρισμα της ταινίας που βασιζόταν στο βιβλίο μας, ο Χόλτιτζ βγήκε πάλι στο ίδιο μπαλκόνι του ξενοδοχείου «Μερίς». Πήρε μια βαθιά ανάσα και τον άκουσα να λέει σιγά, σχεδόν ψιθυριστά, «Mein Gott, Θεέ μου, τι όμορφα που είναι!». Ήταν η μοναδική φορά που ξαναείδε το Παρίσι: Λίγες βδομάδες αργότερα, πέθανε.


Ο Ντομινίκ Λαπιέρ προσφέρει στην Γκόλντα Μεγίρ, πρωθυπουργό τότε του Ισραήλ, ένα αντίτυπο του βιβλίου «Ω! Ιερουσαλήμ» που έγραψε μαζί με τον Λ. Κόλλινς



Ποσό συγκινητική ήταν αυτή η Εβραία μάνα που με δέχτηκε, ένα φθινοπωρινό απόγευμα του 1970, στην κουζίνα του μικρού διαμερίσματος της, στην Ιερουσαλήμ... Η Γκόλντα Μεγίρ ήταν η πρωθυπουργός του ΙσραήΛ· μου πρόσφερε όμως η ίδια καφέ και κουλουράκια, κάθησε σ' ένα σκαμνάκι και, ανάβοντας το ένα τσιγάρο πίσω απ' το άλλο, απάντησε σ' όλες τις ερωτήσεις μου. Ξετύλιξε μπροστά μου όλη την ιστορία του σιωνιστικού αγώνα που, τελικά, την είχε φέρει, σε ηλικία 71 χρόνων, στην ηγεσία της χώρας της. Ο Δαβίδ Μπεν Γκουριόν, η πιο εξέχουσα μορφή του νεοσύστατου εβραϊκού κράτους, είχε δηλώσει κάποτε ότι «την ημέρα που θα γραφτεί η ιστορία του κράτους του Ισραήλ, θα πρέπει να αναφερθεί ότι η γέννηση του οφείλεται σε μια γυναίκα». Πράγματι, τον Φεβρουάριο του 1948, η κα. Μεγίρ είχε συγκεντρώσει στις Ηνωμένες Πολιτείες 50 εκατομμύρια δολάρια για την αγορά των όπλων που βοήθησαν τους Εβραίους ν' αποκρούσουν την αραβική επίθεση εναντίον του Ισραήλ, στις 15 Μαΐου του 1948, την πρώτη μέρα της ύπαρξης του σαν κράτους.
Ωστόσο, τέσσερις νύχτες προτού αρχίσει ο πόλεμος, η Γκόλντα Μεγίρ είχε μεταμφιεστεί σε γυναίκα της Αραβίας και είχε διασχίσει την Ιορδανία για να παρακαλέσει τον τότε βασιλιά της Υπεριορδανίας - παππού του τεως βασιλιά Χουσεΐν -ν' αφήσει το λαό του Ισραήλ να ζήσει ειρηνικά με τον δικό του λαό. Ακόμα και τώρα τη θυμάμαι να μου λέει όλο θλίψη: «Ξέρεις, δεν θα δίσταζα να πάω και ως την κόλαση ακόμα, αν μ' αυτό τον τρόπο κατάφερνα να σώσω τη ζωή έστω κι ενός από τα παιδιά μας.»
Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, τον Νοέμβριο του 1973, στη διάρκεια του πολέμου του Γιομ Κιπούρ, αυτή η γυναίκα όντως έφτασε σχεδόν ως την κόλαση, προσπαθώντας να σώσει τα παιδιά του Ισραήλ. Συγκεντρώνοντας στοιχεία για το βιβλίο μας «Ο Πέμπτος Καβαλλάρης», μάθαμε ότι, όταν άκουσε ότι το βόρειο μέτωπο του Ισραήλ είχε ξαφνικά καταρρεύσει, διέταξε ετοιμότητα για ατομική επίθεση εναντίον της Συρίας. Ευτυχώς όμως, εκείνη τη νύχτα, έγινε ένα από κείνα τα τόσο συνηθισμένα θαύματα στη χώρα της Βίβλου: Η έφοδος των Σύρων εναντίον του Τελ Αβίβ, ξαφνικά, ανατράπηκε.


Κουβέντα με τον Λάκυ Λουτσιάνο στο καφενείο «Καλιφόρνια», στη Νάπολη
 


Ο Λάκυ Λουτσιάνο ήταν «νονός» της Μαφίας στην Αμερική, έμπορος ναρκωτικών και φονιάς. Το να βρίσκεσαι πρόσωπο με πρόσωπο μ' έναν τέτοιο άνθρωπο είναι μια παράξενη και ανατριχιαστική εμπειρία.
Καθώς έκανα τον περίπατο μου στην παραλία της Νάπολης, μια μέρα του 1958, το μάτι μου έπεσε ξαφνικά πάνω στον αρχιγκάνγκστερ. Οι αμερικανικές αρχές, μη μπορώντας να στείλουν τον Λουτσιάνο στην ηλεκτρική καρέκλα, τον είχαν απελάσει στη γενέτειρα του, την Ιταλία. Αυτόν λοιπόν τον άνθρωπο, τον έβλεπα τώρα, ολοζώντανο μπροστά μου, καθισμένο έξω από ένα παραλιακό καφενείο, να πίνει καμπάρι με σόδα και να διαβάζει την εφημερίδα του, δίνοντας την εντύπωση - παρ' όλη τη διαμαντένια καρφίτσα που άστραφτε στη γραβάτα του - φιλήσυχου, συνταξιούχου επιχειρηματία. Δεν ήταν πολύς καιρός που είχα τελειώσει την έρευνα μου γύρω από τη δράση της Μαφίας στην Αμερική, και το βιβλίο μου «Τα Αφεντικά της Νέας Υόρκης» μόλις είχε εκδοθεί.
Έτρεξα αμέσως στο ξενοδοχείο μου, άρπαξα ένα αντίτυπο, γύρισα στο καφενείο και κάθησα δίπλα στον γκάνγκστερ. «Κύριε Λουτσιάνο,» είπα, «μόλις έγραψα ένα βιβλίο που έχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο αφιερωμένο σε σας.»
«Και τι λέει;» μουρμούρισε αυτός.
«Αναφέρεται σ' ολόκληρη την καριέρα σας.»
Φαινόταν εξοργισμένος: «Εσείς, οι δημοσιογράφοι, γράφετε ότι στην Νάπολη ζω σαν πασάς σ ένα σπίτι με χρυσές βρύσες, μαρμάρινα λουτρά και υπηρέτες. Έλα μαζί μου, να δεις πού μένω!»
Μπήκαμε στο μικρό του Φίατ και με πήγε σ' ένα άνετο, όχι όμως πολυτελές, διαμέρισμα, πάνω σ' ένα λόφο απ' όπου έβλεπες όλη την Νάπολη. Στη μια ώρα που έμεινα εκεί, με ξενάγησε στο διαμέρισμα του και μου μίλησε για τη ζωή του σαν «συνταξιούχου επιχειρηματία». Τη στιγμή που χωρίζαμε, τον ρώτησα: «Κύριε Λουτσιάνο, τι θα συμβουλεύατε τώρα, στη δύση της ζωής σας, ένα νεαρό που θα ήθελε ν' ακολουθήσει τα βήματα σας;» Με κοίταξε μ' έναν αναστεναγμό: «Θα του έλεγα, πως είναι πολύ πιο δύσκολο να κερδίσει κανείς ένα δολάριο ανέντιμα, παρά με τίμιο τρόπο.»



Η πιο συγκλονιστική συνάντηση της καριέρας μου, ήταν εκείνη που είχα με την ανάμνηση ενός ανθρώπου: του Μαχάτμα Γκάντι. Στα δύο χρόνια που κράτησε το προσκύνημα μου στην Ινδία, ακολούθησα τα βήματα του με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια, περιοδεύοντας με τα πόδια, ταξιδεύοντας τρίτη θέση με το τραίνο, όπως κι αυτός, πηγαίνοντας στις άθλιες γειτονιές όπου διάλεξε να ζήσει, και μένοντας στα χωριά που γι' αυτόν αποτελούσαν την πραγματική Ινδία. Εκείνο που ζητούσα, ήταν να καταλάβω πώς αυτός ο εύθραυστος, μικροσκοπικός άντρας κατάφερε να συσπειρώσει μια τεράστια χώρα - με 400 εκατομμύρια ανθρώπους που είναι χωρισμένοι σε 3000 κάστες, που μιλούν 700 γλώσσες και διαλέκτους, και που ανήκουν σε 150 διαφορετικές θρησκείες - και να την οδηγήσει στην ανεξαρτησία. Και το σπουδαιότερο, πώς ο Γκάντι πέτυχε αυτό το θαύμα χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός, χωρίς να εκραγεί ούτε μια βόμβα.
Αυτό που με συγκίνησε ιδιαίτερα, ήταν η καθολικότητα του μηνύματος του. Ο Γκάντι παρακινούσε τους Ινδουιστές της χώρας του να μελετούν το Κοράνι και την Βίβλο, και τους Μωαμεθανούς και Χριστιανούς να διαβάζουν το Ινδουιστικό Γκίτα. Όπως ο Χριστός, έτσι κι ο Γκάντι άφησε την τελευταία του πνοή μια Παρασκευή, δολοφονημένος από ανθρώπους που δεν είχαν καταλάβει ούτε το παράδειγμα, ούτε το μήνυμα του.
Όταν, μετά από καιρό, έκανα άλλο ένα ταξίδι στην Ινδία και βρέθηκα σ' ένα ορφανοτροφείο του Αχμενταμπάντ, μου εκφράστηκε η ευγνωμοσύνη 200 παιδιών της κάστας των Παρία μ' έναν τρόπο που μου έδωσε μεγάλη χαρά: Αυτά τα παιδιά με υποδέχτηκαν με μερικές αράδες, που είχαν γράψει στον πίνακα, από το βιβλίο μας γύρω από τον Μαχάτμα «Ελευθερία τα Μεσάνυχτα». Στο τέλος, είχαν απλώς προσθέσει μια λέξη: «Ευχαριστούμε.»
*Ο Ντομινίκ Λαπιέρ εργάστηκε σαν δημοσιογράφος στο περιοδικό PARIS MATCH και ύστερα έγραψε, μαζί με τον Λάρρυ Κόλλινς, μια σειρά από βιβλία που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Μερικά από αυτά: «Κάψτε το Παρίσι!», «Ω. Ιερουσαλήμ», «Ελευθερία τα Μεσάνυχτα» και «Ο Πέμπτος Καβαλλάρης».
BY DOMINIQUE LAPIERRE. CONDENSED FROM «LA VIE» (APRIL '60), PARIS
ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΑΠΟ ΤΟ READER’S DIGEST

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου