Κυριακή 29 Απριλίου 2018

Μουσική της Κρήτης : Ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό



Μουσική της Κρήτης : 
Ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό

Τι σκεφτόμαστε, αλήθεια, όταν αναφερόμαστε στην κρητική μουσική; Σίγουρα, το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό μας είναι χορευτικά συγκροτήματα-"μπαλέτα", με θεαματικά χτυπήματα των ποδιών, συνδυασμένα με τις -απαραίτητες- μαντινάδες. Η φολκλορική αυτή εικόνα   πάντως δεν συνιστά παρά την... κορυφή του παγόβουνου. Γιατί υπάρχει και η άλλη, η αθέατη πλευρά, που επισκιάζεται από την "έξωθεν μαρτυρία" της κρητικής μουσικής.  Ένας κόσμος μαγικός, όσο και άγνωστος στους πολλούς, που μας προκαλεί να τον ανακαλύψουμε.

 Samuel Baud-Bovy

Γράφει ο Χάρη Σαρρής

Όταν το 1954 ο Ελβετός εθνομουσικολόγος και ελληνιστής Samuel Baud-Bowy έκανε την πρώτη συστηματική επιτόπια έρευνα στην Κρήτη, η εικόνα που αντίκρισε ήταν τελείως διαφορετική από τη σημερινή. Μια "προ τουρισμού" και "προ μετανάστευσης" Κρήτη, που αποτελούνταν -από τη μια- από αγροκτηνοτροφικές κοινότητες, ενώ -από την άλλη- είχε να επιδείξει έναν ιδιαίτερο τοπικό αστικό πολιτισμό. Μια κοινωνία που προσπαθούσε να επουλώσει τις σοβαρές πληγές που άφησε πίσω του ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, σε μια εποχή που στη συλλογική μνήμη βρισκόταν ακόμη ζωντανή η προ του 1922 κατάσταση... Το 1954, λοιπόν, το νησί θύμιζε ένα τεράστιο ψηφιδωτό από πολύχρωμες και πολυποίκιλες κατά τόπους μουσικές παραδόσεις, καθεμία από τις οποίες έφερε το στίγμα της ιστορικής διαδρομής του νησιού. Αυτό μαρτυρούν και οι ηχογραφήσεις του Baud-Bowy, που έγιναν κάτω από ηρωικές συνθήκες, σε χωριά δίχως ρεύμα, με ένα ολοκαίνουργιο τότε (και θρυλικό σήμερα) μαγνητόφωνο Nagra Ι...
Πρόκειται για μια μοναδική διαδρομή-γνωριμία με κάποια από τα ιδιώματα της Κρήτης: "κοντυλιές" από τη Σητεία και από την περιφέρεια του Ηρακλείου, συρτή από το Ρέθυμνο αλλά και ριζίτικα -αποκλειστικά φωνητικά- τραγούδια από τη δυτική Κρήτη. Αφηγηματικές μπαλάντες, μακροσκελή τραγούδια, νανουρίσματα, μοιρολόγια, αλλά και αποσπάσματα από ένα ατμοσφαιρικό γλέντι σε κάποιο ορεινό χωριό. Όλα αυτά, ντοκουμέντα μοναδικά μιας άλλης εποχής, πολύ πριν επικρατήσει η "ομογενοποίηση" του ρεπερτορίου από τη δισκογραφία, όταν οι παρέες έγραφαν τη δική τους ιστορία...


Όπως συνέβη παντού, έτσι και στην Κρήτη η διάδοση της δισκογραφίας συνέβαλε πολύ στην τροποποίηση των μουσικών ηθών και στη σταδιακή επιβολή του προτύπου της ηχογραφημένης μουσικής. Γιατί ένα παραδοσιακό κομμάτι, με την ηχογράφηση του, παγιώνεται στη συγκεκριμένη εκτέλεση και αποτελεί, στο εξής, πρότυπο προς μίμηση. Η δεκαετία του '30 υπήρξε σημαδιακή, καθώς τότε ηχογραφήθηκε μεγάλος αριθμός κομματιών, τα οποία στη συνέχεια έγιναν κλασικά. Μια πολύ καλή εικόνα της δισκογραφίας των προπολεμικών αλλά και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων μπορεί να πάρει κανείς μέσα από την κασετίνα "Πρωτομάστορες". Περιλαμβάνει δέκα cd με επανεκδόσεις από τη δισκογραφία των 78 στροφών, με πολύ καθαρό ήχο. Με μια γρήγορη ματιά μπορεί κανείς να καταλάβει ότι οι περισσότεροι από τους μουσικούς προέρχονταν από την ευρύτερη περιοχή του Ρεθύμνου. Αυτό σίγουρα δεν είναι τυχαίο. Πέρα από την ισχυρή τοπική αστική παράδοση, η περιοχή του Ρεθύμνου φαίνεται ότι "εισέπραξε" σε μεγαλύτερο βαθμό κάτι από τη λάμψη του Ελευθέριου Βενιζέλου. Παράλληλα, είχε να επιδείξει μια σειρά δεξιοτεχνών της λύρας, ενός οργάνου που έφτασε να γίνει το σύμβολο της κρητικής μουσικής. Πώς όμως ένα όργανο έγινε το σύμβολο της μουσικής του νησιού;

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΛΥΡΑΣ


Στο Μουσείο Λαϊκών Οργάνων εκτίθενται δύο λύρες του 18ου αιώνα από την Κρήτη. Παρατηρώντας τες κανείς, διαπιστώνει ότι έχουν πολύ λίγα κοινά σημεία με το σύγχρονο τύπο της λύρας. Ήταν ένα όργανο με πολύ περιορισμένες μουσικές δυνατότητες, οι οποίες επαρκούσαν για το παλιό ρεπερτόριο του νησιού: σούστες, πεντοζάλια, πηδηχτοί χοροί κ.λπ. Το όργανο αυτό το συναντούσε κανείς κυρίως στα χωριά, μαζί με την ασκομαντούρα (τσαμπούνα). Μια προσεκτική ματιά στις δυνατότητες των δύο οργάνων έρχεται να μας δείξει ότι η παλιά λύρα και η τσαμπούνα ήταν "αδελφά όργανα". Από την άλλη, στις πόλεις κυριαρχούσε από πολύ παλιά το βιολί, με ένα σαφώς πιο "εκλεπτυσμένο" και περισσότερο δεξιοτεχνικό ρεπερτόριο. Οι ανακατατάξεις της δεκαετίας του '30, λοιπόν, στάθηκαν η αφορμή για την εξέλιξη της λύρας στη σημερινή της μορφή, στα εργαστήρια του Ρεθύμνου. Από τη μια η αποδυνάμωση της παράδοσης του βιολιού (που οφείλεται κυρίως στην αποχώρηση των Τουρκοκρητικών), από την άλλη η εισροή αγροτικών πληθυσμών στο Ρέθυμνο και, τέλος, η αναγωγή της λύρας σε σύμβολο της κρητικής μουσικής, λόγω Βενιζέλου, συνέβαλαν στον οργανολογικό μετασχηματισμό της. Πρότυπο γι' αυτό το μετασχηματισμό ήταν το βιολί, "ο βασιλιάς τον οργάνων" και ζητούμενο ήταν η καινούργια λύρα "να παίζει σαν βιολί". Το νέο αυτό όργανο, λοιπόν, ήταν γέννημα της μεταβατικής αυτής εποχής και έμελλε να καταξιωθεί στα χέρια των "Πρωτομαστόρων". Ακούγοντας τα CD της κασετίνας, διακρίνουμε σε κάποια κομμάτια την επίδραση του βιολιού, ενώ, σε κάποιες περιπτώσεις, έχουμε μια ανάμνηση της παλιάς τεχνικής του οργάνου. Σημαντική φιγούρα εκείνης της περιόδου υπήρξε αναμφίβολα ο Ανδρέας Ρόδινος: Ένας λυράρης που πέθανε σε ηλικία 22 μόλις ετών από φυματίωση, και πρόλαβε να ηχογραφήσει μόλις τέσσερα κομμάτια. Αν πέρασε στη σφαίρα του θρύλου, το οφείλει όχι μόνο στον πρόωρο χαμό του, αλλά και στο γεγονός ότι υπήρξε -ουσιαστικά- από τους πρώτους που πέρασε τα "βιολατόρικα" κομμάτια στο νέο όργανο. Έθεσε έτσι -και συμβολικά- τις βάσεις γι' αυτό που θα επακολουθούσε.

ΤΟ "ΠΑΓΚΡΗΤΙΟ" ΡΕΠΕΡΤΟΡΙΟ


Με τη διάδοση της δισκογραφίας έχουμε και το σχηματισμό του λεγόμενου "παγκρήτιου ρεπερτορίου". Τα "καταξιωμένα", μέσα από το γραμμόφωνο, κομμάτια διαδίδονταν ομοιόμορφα και άρχισαν σταδιακά να εκτοπίζουν τα κατά τόπους ρεπερτόρια. Η συγκυρία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε καταλυτική. Οι απώλειες σε έμψυχο δυναμικό ήταν τεράστιες. Ακολουθώντας, λοιπόν, τα αυστηρά ήθη της εποχής, μεγάλο μέρος των προπολεμικών γενιών σίγησε. .. Έτσι, η νεότερη γενιά, που μεταπολεμικά ανέλαβε τα "ηνία", διαμορφώθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους ήχους του γραμμοφώνου και λιγότερο μέσα από τα τοπικά ρεπερτόρια, τα οποία ακούγονταν ολοένα και πιο σπάνια. Τα χρόνια της μεγάλης φυγής, του '60 και του '70, σημαδεύτηκαν από την εδραίωση του παγκρήτιου ρεπερτορίου, το οποίο λειτούργησε ως ο "ηχητικός σύνδεσμος" με τη Μητέρα Πατρίδα. Την περίοδο αυτή αναδείχθηκαν δύο λυράρηδες-σύμβολα: ο Κώστας Μουντάκης και ο Θανάσης Σκορδαλός. Η δισκογραφία του καθενός είναι πλούσια και φανερώνει ότι η "επίσημη" μουσική της Κρήτης είχε περάσει πλέον στο επόμενο στάδιο: αυτό της δεξιοτεχνίας και της "ταύτισης" του κοινού και των υπόλοιπων οργανοπαιχτών με κάποιο δεξιοτέχνη. Αντιπροσωπευτική της περιόδου αυτής (πέρα από τη δισκογραφία των δύο μεγάλων "δασκάλων") είναι η κασετίνα με τίτλο "Οι κορυφαίοι", όπου ανθολογούνται λυράρηδες που, εκείνη την εποχή ή και λίγο αργότερα, έδρασαν στη "σκιά" του Μουντάκη και του Σκορδαλού, Οι ηχογραφήσεις προέρχονται πλέον από τη δισκογραφία των 45 και των 33 στροφών, η οποία κυκλοφορούσε παράλληλα (αν όχι σε μεγαλύτερη κλίμακα) σε κασέτες.
Μια κοινωνιολογική μελέτη θα μπορούσε να αναδείξει πόσο αλληλένδετες είναι οι μουσικές εξελίξεις με τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς... Χαρακτηριστικότερη ίσως για την περίοδο αυτή είναι η περίπτωση των λεγόμενων "κρητικών κέντρων". Στην αρχική τους μορφή ήταν ουσιαστικά λαϊκά μαγειρεία, τα οποία παρείχαν και ζωντανή μουσική, σε μια οικογενειακή ατμόσφαιρα .Ήταν με άλλα λόγια ένα περιβάλλον μέσα στην πόλη που παρέπεμπε στο "χωριό". Σταδιακά, η ένταξη των εσωτερικών μεταναστών στον αστικό ιστό και ταυτόχρονα το πρότυπο του λαϊκού κέντρου οδήγησαν στο σταδιακό μετασχηματισμό της ταβέρνας-με-μουσική σε κέντρο: ένα χώρο με μεγαλύτερο βαθμό πολυτέλειας (άρα και μεγαλύτερο κόστος διασκέδασης...) και με μια σημειολογία παρόμοια με αυτή των υπόλοιπων νυχτερινών κέντρων. Ενδεικτικές είναι κάποιες ζωντανές ηχογραφήσεις -πάλι του Μουντάκη και του Σκορδαλού αλλά και άλλων μουσικών-που φανερώνουν την ατμόσφαιρα που επικρατούσε σε εκείνα τα μαγαζιά.

Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΙΚΟΝΑ


Η τρίτη πράξη αυτού του μουσικοκοινωνικού μετασχηματισμού παίχτηκε -και παίζεται- στις χοροεσπερίδες των χωριών τα καλοκαίρια. Εκεί, η μουσική δεν είναι κάτι που προέρχεται από την κοινότητα και απευθύνεται σε αυτή, αλλά κάτι που -ουσιαστικά- μεταφέρει την ατμόσφαιρα του αστικού νυχτερινού κέντρου στην πλατεία του χωριού... Ο λυράρης (ο μουσικός-σύμβολο) δεν είναι πλέον "ένας από όλους", αλλά ένα δημόσιο πρόσωπο, το οποίο πολλές φορές λειτουργεί με όρους ενός ιδιότυπου star system!
Η ανάδειξη της κρητικής μουσικής σε υπερτοπικό επίπεδο πάντως οφείλεται, αναμφισβήτητα στη μορφή του Νίκου Ξυλούρη. Ο Ξυλούρης υπήρξε καταξιωμένος λαϊκός μουσικός πριν αναδειχθεί στο χώρο του έντεχνου τραγουδιού (κυρίως μέσα από τον Γιάννη Μαρκόπουλο) κατά τα φορτισμένα χρόνια της Χούντας και της Μεταπολίτευσης... Στάθηκε η αφορμή για να ακουστούν πέρα από τα όρια της Κρήτης τα ριζίτικα -και γενικότερα η κρητική μουσική- μεταφέροντας με το τραγούδι του κάτι από το βαθύτερο ήθος του ρεπερτορίου αυτού...


Βλέποντας κανείς τη σημερινή εικόνα της κρητικής μουσικής πείθεται ότι αυτό που ονομάζουμε παράδοση δεν είναι κάτι στατικό και παγιωμένο, κατάλληλο μόνο για το αποστειρωμένο περιβάλλον ενός μουσείου... Η Κρήτη είναι μέρος του μεταμοντέρνου κόσμου μας και η μουσική είναι η πιο καλή απόδειξη γι' αυτό. Μέσα από μια πληθώρα δισκογραφικών εκδόσεων μπορεί κανείς να διακρίνει τάσεις, "σχολές" και πρόσωπα, που αναλαμβάνουν να παίξουν το δικό τους ρόλο στη σύγχρονη κρητική σκηνή. Γιατί μέσα από τον εξηλεκτρισμένο ήχο, την αλλαγή της θεματολογίας, το star system, ακόμη και τη λογική του top ten, μπορεί κανείς να διακρίνει μια κοινωνία που άλλαξε εκ θεμελίων τα τελευταία τριάντα χρόνια... Παράλληλα, υπάρχουν και οι φωνές εκείνες που αναζητούν τα εκφραστικά τους μέσα μέσω του παραδοσιακού ήχου, παρακάμπτοντας την "αστραφτερή" πτυχή της σύγχρονης κρητικής μουσικής. Πρώτος διδάξας ο Ross Daly, ο οποίος συνεχίζει την προσωπική του διαδρομή, που κάποιες φορές παραπέμπει στον κρητικό ήχο. Μια προσέγγιση πάνω στην οποία "πάτησαν" όλοι οι μεταγενέστεροι, όπως οι "Χαίνηδες" ή οι "Νεάρχου Παράπλους", οι οποίοι κινούνται στον έντεχνο χώρο.
Αν πάει κανείς στην Κρήτη, μια απλή περιήγηση στους ραδιοφωνικούς σταθμούς μπορεί να τον πείσει για την πολυμορφία και την ποικιλία όλων των τάσεων που περιγράφαμε παραπάνω. Και μέσα σε όλες αυτές τις μουσικές, μια κοινωνία που αναζητά το ρόλο της στο σύγχρονο κόσμο. Με τις εποχές των παππούδων να μπολιάζουν ακόμη τη συλλογική μνήμη, τις πόλεις να έχουν απορροφήσει την κρητική λεβεντιά και τις κοινοτικές επιχορηγήσεις να αποτελούν το πρώτο θέμα στην ημερήσια διάταξη... Κι όμως. Αν κανείς έχει τα μάτια του και τα αφτιά του ανοιχτά, όλο και κάποιον θα βρει "να του τραγουδήσει" όπως λέει και ο Σεφέρης "το τραγούδι του Ερωτόκριτου με δάκρυα στα μάτια". Πίσω από τις προκατασκευασμένες μαντινάδες μπορεί να συναντήσει τη μαγεία του αυτοσχεδιασμού και μέσα στις πολιτείες μπορεί να συναντήσει παρέες που εξακολουθούν να γράφουν ιστορία. Γιατί η πορεία συνεχίζεται!
M3 REVIEW

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου