Κυριακή 15 Απριλίου 2018

Νίκου Τσιφόρου : ΠΡΕΛΟΥΝΤΙΟ ΣΕ ΝΟΤΕΣ ΑΡΠΑΓΗΣ




ΠΡΕΛΟΥΝΤΙΟ ΣΕ ΝΟΤΕΣ ΑΡΠΑΓΗΣ

Του Νίκου Τσιφόρου

Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν! Κείνο το πρωινό, ο γαληνότατος δόγης Ενρίκο Ντάντολο πήρε ένα δάχτυλο από τα δικά του κι έξυσε το μέτωπο του, και αυτό κατάδικο του, να κατεβάσει ιδέα. Φόραγε κιόλας το κρεμεζί του ράσο το δογικό, αρραβωνιάρης της θάλασσας, επίσημος με δαχτυλίδι. Μύτη γαμψή και χαμογελαστός πάντα του, είχε μέσα του ριζωμένο βαθιά κείνο το δόγμα της πατρίδας του «σιάμι Βενετσιάνοι ε πόι Κριστιάνοι», που σημαίνει «πρώτα κλέφτε και μετά κάντε το σταυρό σας καλού κακού».
Με το ξύσιμο κατέβασε, λοιπόν, την ιδέα του, γιατί έτσι συμβαίνει. Στους δόγηδες κατεβαίνουν μεγαλοφυείς εμπνεύσεις και στους κοινούς ανθρώπους βουζούνια. Μετά κάλεσε το Συμβούλιο των Δέκα στο παλάτσο Ντουκάλε, τους κάθισε κατάντικρυ του και μίλησε βαριά και τενορίστικα.
-Άρχοντες της Βενετίας και πάσης της Μεσογειακής θαλάσσης, που είναι δικιά μας, Μάρε νόστρουμ, που θα πούνε κι αργότερα κάτι άλλοι, ο αγιώτατος πάπας Ιννοκέντιος νούμερο τρία, μια και οι σταυροφόροι μας δεν τα πάνε καλά κει πέρα στους Αγίους Τόπους, αποφάσισε να προκηρύξει την Τέταρτη Σταυροφορία. Καθώς, κατά που ξέρετε, την Ιερουσαλήμ δεν την έχουμε, αλλά έχουμε την Αίγυπτο. Λέει, το λοιπόν, ο άγιος πάπας ο Ιννοκέντιος νούμερο τρία -σηκωθείτε και χαιρετάτε, ρε, άμα τον αναφέρω- να κάνουμε τράμπα με το Ισλάμ. Να τους κάνουμε πάσα την Αίγυπτο και να πάρουμε την Ιερουσαλήμ, να μην αφήσει δέντρο για δέντρο, γιατί άμα τα κόψει θα πάρει τους κορμούς και θα τους μοσκοπουλάει για Τίμιο Ξύλο στα κορόιδα της χριστιανοσύνης. Κι επειδή, ε, όσο να 'ναι κλέφτες και άρχοντες και από τους άλλους τους ψιλικατζήδες έχουμε δόξα τω Αγίω Μάρκω μπόλικους στην Ευρώπη και τα περίχωρα, άνθρωποι δεν θα λείψουνε από τη Σταυροφορία τούτη την καινούργια... Καπίσι;
- Καπίσι.
-Πάμε παρακάτου. Για να μεταφερθεί, όμως, όλη τούτη η αλητεία απέναντι, όσο να 'ναι χρειάζονται καράβια. Και τα καράβια, άρχοντες μου, τα 'χουμε μεις. Έτσι;
-Πολλά και καλά.
-Σκασμός. Ώρα, το λοιπόν, είναι να τα νοικιάσουμε και να τους περάσουμε καρσί. Κανονικά θα πάρουμε τα ναύλα μας, θα κερδίσουμε ωραία και θα την αράξουμε στη Βενετία μας τη φρέσκα-δούρικη να οργανώνουμε φιέστες. Έτσι;
-Ζήτω!
-Σκασμός και εξακολουθώ. Αυτά είναι πράματα που τα κάνουνε οι κανονικοί άνθρωποι, οι κανονικοί έμποροι και οι κανονικοί πολιτικοί. Και τότε παίρνουνε ποσοστό τριάντα τρία στα εκατό στις εκλογές και τους ίδιους τους παίρνει ο διάλος. Οι έξυπνοι, όμως, πολιτικοί και οι έξυπνοι έμποροι δεν κοιμούνται με όνειρα κούφια. Ποσώς. Τη γαζώνουν αλλιώς, κάνουν την καλπονόθευσή τους και βγαίνουνε από πάνω μεγάλοι και τρανοί. Κι επειδή, τέλος πάντων, κι εμείς, όσο να πεις, κλέφτες είμαστε και δε σηκώνει να πιαστούμε κώτσοι, να τώρα πώς έχει η κατάσταση κάτω από τούτα τα καράβια που πάμε να ναυλώσουμε.
-Το ύπουλο;
-Μπράβο, το ύπουλο. Η γαληνότατη Δημοκρατία μας, αφέντες μου, ποτέ της δε λογάριασε τη Ρώμη και τον πάπα τον Ιννοκέντιο νούμερο τρία τον έχει γραμμένο το λιγότερο στα παλιά της παπούτσια. Βεβαίως χτίζουμε εκκλησίες, κουβαλάμε τα λείψανα του Σαν Μάρκο από την Αίγυπτο, πάμε την Κυριακή στη «μέσα», ανάβουνε λαμπάδες και κάνουνε τάματα, διότι τα τοιαύτα είναι απαραίτητα να κρατάνε το λαό σε μια πειθαρχία. Ορθόν και απαραίτητο. Αλλά εξαρτήσεις και όρντινα από τη Ρώμη δεν παίρνουμε, καπανταήδες είμαστε και ως φυσάει αρμενίζουμε. Εκτός κι αν λάχει τα συμφέροντα μας να είναι συμφέροντα και του πάπα, οπότε «δώστε μας το χεράκι σας και την παντουφλίτσα σας να την ασπαστούμε», έτσι γίνεται.
- Εύγε μας.
- Ξανά σκασμός. Κι όπως είναι γνωστό, εδώ στην Ιταλία είμαστε δα δυο μεγάλες δυνάμεις ναυτικές που τρωγόμαστε. Εμείς στην Αντριάτικα και η Τζένοβα, ανάθεμα την στην Τυρενάικα... Κανονικά, λοιπόν, έπρεπε εμείς να έχουμε με το μέρος μας την Ανατολή και η Τζένοβα τη Δύση. Έτσι έχουνε τα χαρτιά κι έτσι γίνεται. Η Τζένοβα, όμως, δεν είναι εντάξει και να της το πείτε. Είδε ότι από την Ανατολή είναι το πολύ εμπόριο και το μεγάλο αλισβερίσι κι άρχισε να μας κολλάει στα δικά μας τα νερά και να μας κολλάει άσκημα.
- Ανάθεμα τη!
-  Μερσί. Γκράτσια τάντε... Στην Ανατολή, πάλι, είναι ένα άλλο αναθεματισμένο βασίλειο, αυτοκρατορία αποκαλείται, τρομάρα της, που κι αυτό μας κάνει κόνξες. Οι Βυζαντινοί...

Ο γαληνότατος δόγης Ενρίκο Ντάντολο
 
- Άπιστα σκυλιά...
-  Μένα θα μου πεις! Οι Βυζαντινοί λένε κι αυτοί ότι είναι χριστιανοί, τρομάρα τους, ορτοντόξοι, τρομάρα τους, κι έχουνε ταράξει στη νηστεία και στην μπαγασιά... Καμιά σχέση δεν έχουνε με τους πούρους κριστιάνους, όπως είμαστε εμείς -το Σταυρό σας, ρε!-,τους αγαθούς και τους ακολουθούντας τας προσταγάς του Κυρίου -ματά το Σταυρό σας, παρακαλώ. Και το κυριότερο -σιγά μη μας ακούσουνε-έχουνε και πολύ πλιάτσικο στον τόπο τους.
-Σι!
- Σιξ και ξερός. Εξακολουθώ κι όποιος με διακόψει θα τον βγάλω έξω και θα 'ρθει τη Δευτέρα με τον κηδεμόνα του. Ο πάπας ο Ιννοκέντιος νούμερο τρία που λέτε -σηκωθείτε, χαιρετήστε, καθίστε-, πάντα πνευματικός ηγέτης και επιβλέπων επί του ποιμνίου του -μη γελάτε κτήνη!-, σκέφτεται πολύ λογικά. Γιατί να μην πάρουμε το Βυζάντιο με το μέρος μας και να το κάνουμε αληθινό χριστιανικό κράτος παρά να το 'χουμε κει πέρα πεπλανημένο να χάνεται μέσα στη μαύρη μαυρίλα; Τα 'βαλε, λοιπόν, έτσι, τα 'βαλε αλλιώς, φώναξε και τους αρχηγούς της Τετάρτης Σταυροφορίας και τους ξηγήθηκε σπαθί: «Περνώντας για τους Αγίους Τόπους, δρόμος σας είναι, ρημάχτε το το Βυζάντιο, δε χάνουμε τίποτα. Και μπόλικο χρυσάφι και πλιάτσικο έχει η δουλειά και χριστιανικώς, να πούμε, καλώς πράττομεν, αφού όσο να πεις κάνουμε βέρους κριστιάνους αυτούς τους αιρετικούς». Και τα παιδιά που, όσο να 'ναι, ληστές είναι, δεν είναι παρθένες, το τάξανε, «έννοια σου, άγιε πάτερ, κι έχουμε να ληστέψουμε και να σφάξουμε με την ψυχάρα μας».
-  Μπέλο!
-  Λορέντζο Αλφιέρι, μη μιλάς, θα σε βάλω να γράψεις πενήντα φορές «άβε Μάρκο ευαγγελίστα μέι»... Με διακόπτετε και χάνω τον ειρμό. Οι Βυζαντινοί είναι, όπως όλοι οι Ρωμιοί, ένας θαυμάσιος λαός που έχει το προτέρημα να τρώγεται και να μαλώνει μεταξύ του. Ο αυτοκράτορας του λεγόταν Ισαάκιος Άγγελος ο Β', μάπας κατά το μάλλον και ήττον και ένα πρωί τον έπιασε ένας αδελφός του, ο Αλέξιος ο Γ", του λέει «δεν κάμνετε για αυτοκράτορας καθ' ο όρνιο» και τον έδιωξε από το θρόνο αφού προηγουμένως του 'βγάλε και τα μάτια, γιατί άμα δε σου βγάλει τα μάτια ο αδερφός σου· ποιος θα στα βγάλει; Κι αυτό μεν δεν μας ενδιαφέρει, αδέρφια είναι, ό,τι θέλουνε ας τα κάνουνε τα στραβά τους. Ο Αλέξιος, όμως, μπαγάσας εκ κατασκευής, άρχισε να ευνοεί την Τζένοβα.
-No!
- Ναι, ρε παιδιά, τι ψέματα θα σας πω; Άμα η Τζένοβα. λοιπόν, πάρει προνόμια στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, εμείς παθαίνουμε ζημιά, δεν παθαίνουμε;
- Κολοσάλε!
- Σας παρακαλώ, δε θέλω στο συμβούλιο λέξεις απρεπείς που αρχίζουνε με τις δυο πρώτες συλλαβές απ' αυτές που είπατε... Το συμφέρον μας, λοιπόν, ποίο είναι; Να πατήσουμε εμείς με τις δυνάμεις μας τα νερά.
- Σινιόρ σι!
-  Μπένε. Ας έρθουμε τώρα στο οικονομικό. Όπως είναι γνωστό, οι περισσότεροι σταυροφόροι μαζεύονται από τη Γαλλία. Φλάντρα, Κομπανία, Τουλούζη, όλ' αυτά τα μέρη μαζεύουνε κάτι ληστές να γλείφεις τα δάχτυλα σου... Κατάφερε μάλιστα ο βασιλιάς της Φράντσιας να τους πάρει με το μέρος του και να γίνει ένας κουμανταδόρος όλων των Σταυροφοριών, αφού οι άρχοντες των Αγίων Τόπων είναι πάντα δικοί του. Ούτω πώς, κάρι αμίτσι. και τώρα μαζευτήκανε πάλε από το μέρος εκείνο και μας ήρθανε στη Βενετία μας με τα φουσάτα τους για να τους περάσουμε με τα καράβια μας απέναντι...
- Ε, να ετοιμαζόμαστε...
- Μάλιστα, αλλά λεφτά για τα ναύλα δεν έχουνε...
- Δεν έχουνε;
-  Παιδιά, θα σας πω μια λοβιτούρα να φύγετε από τα ρούχα σας. 0 κόμης της Τουλούζης μάζευε τα λεφτά για τα ναύλα ολονών των σταυροφόρων. Τα μάζευε, τα 'γράφε ταχτικά να μην πέσει όξω στους λογαριασμούς, τα έκρυβε μην τα χάσει στο ζάρι και έστελνε πινάκια και μαντατοφόρους. «Τα ναύλα τα 'χουμε κι ό,τι ώρα θέλουμε φεύγουμε»· Οι άλλοι άρχοντες σού λέει «εντάξει είμαστε από εισιτήρια, να πάμε στη Βενετία να μπαρκάρουμε». Τι κάνει τώρα ο κόμης της Τουλούζης;
-  Κόζα φα;
-  Κάνει ότι θύμωσε, μαζεύει τους δικούς του, μπαρκάρει από τη Γαλλία κι άφησε τους άλλους σταυροφόρους ξέμπαρκους εδώ πέρα...
- Α. τον κερατά!
-  Σσσσ. ντροπή. Ένας κόμης δεν μπορεί ποτέ να 'ναι κερατάς. Ένας κερατάς μπορεί να 'ναι κόμης. Ο Τουλούζης έκανε κι άλλο λογαριασμό. Σου λέει «άμα πάω πρώτος, θα φάω εγώ το καλό μερτικό». Καλά κάνει πολιτικώς και να σταματήσουν αι ηθικαί εξάρσεις...
-  Ναι, αλλά μεις από πού θα πληρωθούμε;


- Σταθείτε. Έχουμε κι άλλα. Όλοι τούτοι τώρα οι μεγάλοι σταυροφόροι με τα φουσάτα τους μαζευτήκανε τώρα εδώ στη Βενετία και απένταροι όπως είναι θ' αρχίζουνε σε λίγο να μας κάνουνε ζημιές. Σκέφτηκα, λοιπόν, σήμερα το πρωί να τους κάνω μια πρόταση.
-  Κόζα;
-  Απέναντι, ρε παιδιά, στην ακτή της Αδριάτικα είναι η πόλη της Ζάρας. Κι όπως ξέρετε αυτή η Ζάρα αρχίζει να μας μπαίνει στο ρουθούνι τον τελευταίο καιρό με κάτι ρεμπελιά που μας κάνει. Να την πολεμήσουμε εμείς οι Βενετσιάνοι δεν γίνεται, θα φάμε και χρήμα και χρόνο και ανθρώπους και φθορά μεγάλη θα 'χουμε γενικώς, θα φωνάξω, λοιπόν, τους αρχηγούς των σταυροφόρων. «Κύριοι. Λεφτά δεν έχετε. Κάντε μια δουλειά να σας κάνουμε κι εμείς τη δική σας. Πολεμήστε, πάρτε τη Ζάρα, δώστε τη μας και μεις σε αντάλλαγμα θα σας κάνουμε τα ναύλα από δικά μας».
-  Συμφέρει;
- Τι λες, ρε κορόιδο; Εκτός, δηλαδή, που θα την πάρουνε χωρίς να σκοτιστούμε εμείς, θα φύγουνε από πάνω μας. Θα χαρτζιλικωθούνε με το πλιάτσικο, θα τους περάσουμε με τα καράβια μας και προπαντός θα 'χουμε το ναυτικό μας ακμαίο και θα το κρατήσουμε δικό μας στην Ανατολική Μεσόγειο, θα μπλεχτούνε με το Βυζάντιο και με το Ισλάμ και δε θα 'χουμε αντίδραση. Χώρια που θα κόψουμε και τα γόνατα της Τζένοβας.
-  Της Τζένοβας;
- Ακούστε και τ' άλλο. Ο γιος του στραβού του Ισαακίου ήρθε στον πάπα. «Κύριε πάπα», του ξηγήθηκε, «βοηθήστε με με τους σταυροφόρους να διώξω τον Αλέξη τον Γ', που μας πήρε την αυτοκρατορία υπούλως, να ξανακάνω αυτοκράτορα το μπαμπά μου τον γκαβό, που είμαι κληρονόμος του, κι εγώ θα φροντίσω από την άλλη μεριά να ενωθούμε όλοι μαζί σας και να μας κάνετε κουμάντο εσείς». Άρα τι γίνεται; Οι σταυροφόροι θα 'χουνε μια ηθική αφορμή ν' αποκαταστηθούνε τον αδικηθέντα αυτοκράτορα στο θρόνο του. Μεγαλείο πρόφαση για να βάλουμε χέρι στο Βυζάντιο. Άμα το καταλάβουνε, ο Ισαάκιος είναι με το μέρος μας. Σύμμαχος πια, θα τους κάνει πέρα τους Τζενοβέζους. Δικιά μας η θάλασσα, αφού οι σταυροφόροι δεν έχουνε πλοία. Είναι ή δεν είναι μεγαλείο το σχέδιο;
- Μπράβοοοοο!
- Σας αρέσει;
- Μόλτο!
-  Ψηφίστε το. Ρε σεις! Δε θέλω ποσοστό, θέλω ολοκληρωτική ψήφο. Πέστε ότι είσαστε στρατιώτες και ψηφίζετε μονοκούκι... Εξηγημένοι;


Αυτή είναι η αφετηρία της Τετάρτης Σταυροφορίας που έφαγε το Βυζάντιο και την Ελλάδα ολόκληρη... Πάει η Ζάρα με προδοσία -κάστρο χωρίς ρουφιάνο δεν παίρνεται, λέει η φράγκικη παροιμία-, να μπαρκάρανε τα παιδιά από τη Ζάρα για να μην ξαναγυρνούνε στη Βενετία, να και φτάσανε στην Πόλη, να και την πολιόρκησαν από στεριά οι Φράγκοι και από θάλασσα οι Βενετοί, να και το 'σκάσε ο Αλέξιος από το Σκουτάρι κρυφά να πάει στην Ανατολή, να και μπήκανε μέσα οι Φράγκοι, να και κλέψανε ό,τι βρήκανε, να και πήρανε από τη φυλακή τον στραβό τον Ισαάκιο και τον ξαναβάλανε στο θρόνο...
- Κύριε αυτοκράτορα, του είπανε, βεβαίως ιμπεράτορας είσαι και θα κουμαντάρεις τον τόπο σου καλά και ωραία, αλλά με μια συμφωνία. Πριν κάνεις οτιδήποτε θα συμβουλεύεσαι εμάς, τις δυνάμεις κατοχής.
-  Κύριοι, αποκρίθηκε ο Ισαάκιος, άρχοντες, φίλοι κι αδελφοί μου, φτιάνετε σεις τα διατάγματα κατά πώς τα θέλετε κι εγώ να τα βουλώνω με τη βούλα.
Τότε πετάχτηκε στη μέση ο γιόκας του.
- Ρε μπαμπά, είπε, όλα καλά και άξια. αλλά εσύ δε βλέπεις ούτε να πας προς ψιλού σου. Δεν αφήνεις να με κάνουνε εμένα βασιλιά τούτα δω τα καλόπαιδα και να σ' έχω σένα στα όπα όπα. που 'σαι και άρρωστος άνθρωπος;
Ο Ισαάκιος το σκέφτηκε το πράμα.
«Άμα του πω όχι, θα δεις το άτιμο παιδί που θα μου τη στήσει και θα πάθω χειρότερα από τα πρώτα. Ας τον κάνω να τρώω τουλάχιστο το ταούκ κιουκσού μου ήσυχος».
Και τα κορόιδα οι σταυροφόροι στέφανε λίγο αργότερα το γιο αντί του πατέρα.
Ο Αλέξιος, όμως  ήτανε παιδάκι τσίφτης και δε σήκωνε να 'χει στην κεφάλα του κηδεμόνες. «Βεβαίως μας βοηθήσανε οικογενειακώς, βεβαίως φερθήκανε εντάξει, αλλά για να κάνουνε τη δουλειά τους και να μου κηδεμονεύουνε την αυτοκρατορία. Πάει τώρα εγώ, θεματοφύλαξ των παραδόσεων του Έθνους, να τους το δώσω να το κουμαντάρουνε οι ξένοι; Ή να κάνω τεμενάδες στον πάπα; Ο σκοπός είναι να τους διώξουμε αυτούς τους κυρίους να πάνε στη δουλειά τους και να μη μου ζαλίζουνε τον κλήδωνα».
Από την άλλη μεριά, οι Φράγκοι την αράξανε καλά και ωραία στην Πόλη κι αρχίσανε τις απαιτήσεις:
-  Μας δίνετε, παρακαλώ;
- Τι πάλι;
-  Να, και το χαρτζιλίκι μας θέλουμε, και τα τρόφιμα μας θέλουμε  και γυναικάκια για τα παιδιά θέλουμε, και κρασάκι, διότι το πίνουμε, θέλουμε, τι θέλουμε, δε ζητάμε και τίποτα.
- Καλά, ρε παιδιά, εσείς δεν είπατε ότι θα πάτε στη Συρία, στους Αγίους Τόπους;
- Το 'πάμε.
-  Δεν είπατε ότι θα μας βοηθήσετε και θα 'μαστέ σύμμαχοι και θα σας τσοντάρουμε κι εμείς;
- Το 'πάμε.
- Δεν είπατε ότι αυτό μόνον επιζητείτε εν ονόματι του χριστιανισμού και του δικαίου και της ανωτερότητος και δεν πρόκειται να μου γίνετε ταγάρι;
- Το 'πάμε.
- Ε. γιατί δε φεύγετε;

Αλέξιος Ε΄ Δούκας Μούρτζουφλος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας 
από τις 8 Φεβρουαρίου έως τις 12 Απριλίου του 1204
 
-  Διότι μπαίνει χειμώνας και μεις θα φύγουμε το Μάρτη. Στέναζε ο νεαρός αυτοκράτορας. «Μέχρι την άνοιξη αυτοί θα μας έχουνε φάει και τα κατώφλια». Και πλήρωνε. Κι όσο πλήρωνε. τόσο ζητάγανε οι «σύμμαχοι» και κάνανε και κάτι ντου και ρημάζανε τα πλούσια σπίτια και αρπάζανε τις γυναίκες στους δρόμους μέρα μεσημέρι και μαχαιρώνανε κι όποιον έκανε να τους μιλήσει, γενικά δηλαδή δείχναν διαγωγή κοσμιοτάτη. Ο Αλέξιος αλληθώριζε. Ο λαός γκρίνιαζε.
- Σκυλόρατσες του κερατά...
Ο Αλέξιος όμως, έξυπνος, πιάνει μία μέρα με το μαλακό τους αρχηγούς και τους ξηγιέται:
- Ρε κύριοι, δω μέσα γίνονται επεισόδια. Δεν βγάζουμε το στρατό όξω από τα τείχη να μη μαζευόμαστε πολλοί και πιάσουμε τσιμπούρια;
Από δω τους είχε, από κει, με κάτι προμήθειες και κάτι στρατόπεδα που έχτισε απ' όξω, τους κατάφερε. Μπαίνανε βέβαια μέσα οι ξένοι, τα κάνανε λαμπόγυαλο, αλλά, τέλος πάντων, δεν ήτανε και τόσοι μαζωμένοι. Κάπως λιγότεροι.
Οι αρχηγοί, όμως, των σταυροφόρων, που βλέπανε πλούτη και χρυσάφι πολύ, σκεφτήκανε πονηρά.
- Άσκημα κάναμε που βάλαμε αυτοκράτορα και δεν τα κρατήσαμε όλα να τα φάμε. Πρέπει να τα ξαναπάρουμε.
-Πώς;
- Στάσου να δεις.
Φωνάζουνε κάτι παιδάκια λέρες, τους δίνουνε εντολές και βγήκανε τα παιδάκια στην Πόλη με άδεια εξόδου μετά δημοσίων θεαμάτων. Ήτανε καμιά τρακοσαριά, μπουκάρανε. μεθύσανε. δήθεν αρχίσανε το σαματά και στο τέλος βαλθήκανε να κυνηγάνε τις γυναίκες.
Πιάσανε κανά δυο κοπέλες να τις βρωμίσουνε. ξεσηκώθηκε ο κόσμος.
- Πού είσαστε, ρε; Στου πατέρα σας το τσιφλίκι;
- Άντε χαθείτε.
- Κάτου τα ξερά σας από τα κορίτσια μας.
- Ρε άντε από κει, παλικαράδες...
Ζοχαδιαστήκανε οι Βυζαντινοί, τους βάζουνε χέρι, μαλώνουνε πολύ, γίνεται μαχαίρωμα και τέτοια, τους καθαρίζουνε. Ο Αλέξιος έμαθε το κακό, σου λέει «κάναμε ζημιά, θα 'χουμε πόλεμο», κλείνει τις καστρόπορτες.
Οι Φράγκοι θορυβηθήκανε. Κάνανε κανά δυο εφόδους, δεν τα βολέψανε και μαζευτήκανε όλοι απέναντι και μια και δεν μπορέσανε να μπούνε μέσα στη Βασιλεύουσα, βάλανε χέρι στα περίχωρα. Ρημάξανε όλο τον τόπο, μέχρι την Αδριανούπολη. πήγαιναν, ερχόντουσαν, κλέβανε και καλοπερνάγανε με την ιδιότητα του προδοθέντος.
Μέσα στην Πόλη τα πράματα πήρανε άλλη τροπή. Πρώτα πρώτα ο Ισαάκιος ο στραβός βάσταγε με το μέρος των Φράγκων. Ο γιος του ετοιμαζότανε να τους πολεμήσει. Ο λαός χωρίστηκε. Οι μισοί λέγανε να παραδοθούνε, οι άλλοι μισοί να πολεμήσουνε. Χάος.
Απάνω σ' αυτή την αναμπουμπούλα, να σου και ξεπετάγεται ένας συγγενής του Ισαακίου, ο Αλέξιος Ε' ο Μούρτζουφλος. Κάτι συνωμοτεί, κάτι από δω, κάτι από κει, αρπάζει πονηρά τον νεαρό αυτοκράτορα, τον σκοτώνει και ανακηρύσσεται μόνος του αυτοκράτωρ. Και για να τονώσει τη θέση του με το εθνικό συναίσθημα κηρύττει: «Έξω οι Φράγκοι». Αλλά με ποιον να τους διώξει, που ήτανε ανάστα ο Κύριος το μαγαζί;
Μάθανε οι Φράγκοι την κατάσταση, επιτίθενται. Δώδεκα Απριλίου του 1204 ήτανε που μπήκανε μέσα και πιάσανε και τον καινούργιο αυτοκράτορα, τον Μούρτζουφλο. Τον στήσανε πάνω στην κολόνα του Θεοδοσίου και τον πετάξανε κάτω.
Πάει το Βυζάντιο, πάει κι όλη η Ελλάδα με τα τρία της θέματα στα χέρια τους. Κακομοίρα και βασανισμένη η ηπειρωτική Ελλάδα, άλλαξε αφέντες. Έπεσε στην αρπαγή που λέγεται Φραγκοκρατία κι από δω και πέρα αρχίζει η ιστορία μας...

Από το βιβλίο του Νίκου Τσιφόρου «ΕΜΕΙΣ  ΚΑΙ ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου