Τρίτη 1 Μαΐου 2018

Πόπης Χαλκιά – Στεφάνου : Δελφίνια





Δελφίνια


Της Πόπης Χαλκιά – Στεφάνου*

"Ένα απομεσήμερο, μια αγέλη από δελφίνια, μικρά και μεγάλα, ήρθε να μας συντροφέψει, από τη θάλασσα, συνοδοιπόροι και συναγωνιστές της ταχύτητας του πλοίου μας.
Κοντά μας μια θάλασσα γεμάτη από μαυροπράσινες ράχες και μυτερά πτερύγια!
Πλάσματα ξέγνοιαστα κι ελεύθερα, πού χοροπηδούσαν πάνω στα κύματα σαν άγρια άλογα στον κάμπο, άτια του Ποσειδώνα που έτρεχαν, έτρεχαν ανάμεσα στα κύματα, όμοια με τα κύματα κι αυτά χοροπηδούσαν ναζιάρικα πάνω στο υγρό στοιχείο, έπειτα βουτούσαν πάλι μέσα και ξεφυσούσαν από τους φυσητήρες τους το νερό, σχηματίζοντας μικρούς πίδακες.
Κι έτρεχαν, έτρεχαν χαρούμενα!
Όσο πλησίαζαν το καράβι μας και οι ήχοι της μηχανής γίνονταν πιο δυνατοί, τόσο πιο πολύ αναπηδούσαν από την επιφάνεια της θάλασσας, θεωρώντας τους ήχους της μηχανής μουσική που βγάζει φθόγγους και τους παφλασμούς των κυμάτων μελωδία, κι αυτοί, επιδέξιοι χορευτές, διέγραφαν βιαστικά χαριτωμένα ημικύκλια στον αγέρα, για να βουτήξουν και πάλι στη νερένια αγκαλιά της μεγάλης τους αγάπης.
Και το θέαμα ήταν ονειρεμένο! Ήταν χάρμα!
Ποιο να πρωτοκοιτάξεις και ποιο να πρωτοχαρείς από το κοπάδι; Ποιο να πρωτοκαμαρώσεις, έτσι όπως τα έβλεπες να ξεπετιούνται έξω από το νερό, περήφανες γοργόνες, με το μεγάλο κεφάλι, το χαμογελαστό πρόσωπο και τη λεπτή ουρά;
Νόμιζες, ότι γελούσαν και χαίρονταν, που μας προσπερνούσαν. Χαίρονταν που στους αγώνες τους μαζί μας ήταν νικητές. Απολάμβαναν τα υγρά ρεύματα που προκαλούσε το καράβι μας κι απαλοχαϊδεύονταν μ’ αυτά. Χαίρονταν που για αυτά μερικά πηδήματα, λίγοι σάλτοι ήταν αρκετοί, για να φτάσουν στην πλώρη μας. Εκεί σταματούσαν, για να ξύσουν στη σιδερένια μύτη της το μακρύ ράμφος τους, γεγονός που τους προξενούσε πολλή χαρά όπως αυτό φαινόταν από το παιχνιδιάρικο βλέμμα τους.
Κι έτρεχαν! έτρεχαν!
Δεν ξεμάκραιναν όμως πολύ. Καταδίωκαν μόνο για λίγο άλλα μικρά ψάρια που ήταν κοντά μας, για να κορέσουν την πείνα τους.  Έπειτα, με χοροπηδητά και σάλτους ξαναγύριζαν ολόχαρα πίσω για να ξαναρχίσουν παιχνιδιάρικα ένα καινούργιο αγώνα μαζί μας.
Αυτοί οι βουβοί και πασίχαροι φίλοι μας, μας κράτησαν πιστά συντροφιά αρκετές από τις λίγες υπόλοιπες μέρες τού ταξιδιού μας. Την ήμερα χαιρόμαστε κι απολαμβάναμε την παρουσία τους άλλοτε πετώντας ψωμάκια και τρόφιμα, για να μαζεύονται μικρά ψαράκια κι έτσι να βρίσκουν την τροφή τους κι άλλοτε σιγοκουβεντιάζοντας τις χαρές και τα καμώματα τους.


Ακόμη και τις θαλασσοφέγγητες νύχτες θαμποβλέπαμε ή νοιώθαμε την παρουσία τους, όταν κανένα ξεπήδαγε από το νερό, είτε από το πλατάγισμα της ουράς τους είτε από την απαλή μουσική, που ανάδινα ο φυσητήρας τους, καθώς ανέπνεαν.
Μαγευτικές όμως και οι φεγγαρόφωτες νυχτιές Και τότε ένας ακόμη καλός και πιστός φίλος, το φεγγάρι, μας έκανε συντροφιά Πριν ακόμα σουρουπώσει άρχισε δειλά - δειλά να σεργιανίζει άλαλο πάνω στην ουράνια σφαίρα Κι όταν ο ολόφωτος δίσκος του έμενε μονοκράτορας μέσα στο άφεγγο στερέωμα κι ακτινοβολούσε γύρω μας τη θαλπωρή, μας συντρόφευε στοργικά, στέλνοντας απλόχερα το φως και τη ζεστασιά του και καθρεφτιζόταν χαμογελαστός πάνω στη ατλαζωτή θάλασσα με χιλιάδες ασημιές ανταύγειες και άπειρα μηνύματα κι ελπίδες.
Μειδιούσε. Χαμογελούσε παιχνιδιάρικα. Μετρούσε για μας τις ημέρες για το φτάσιμο στην ξηρά, καθώς ο δίσκος του όλο και άλλαζε σχήματα. Αλλά και με ακρωτηριασμένο το φωτεινό του δίσκο δε μας ξεχνούσε. Και τότε ακόμη έστελνε ακαταπόνητα την παρήγορη παρουσία του και μας φύλαγε, όταν εμείς, κουρασμένοι ταξιδευτές του έναστρου ουρανού και των θαλασσινών μονοπατιών παραδινόμαστε αμέριμνοι στην αγκαλιά του Μορφέα.
Μόνους δεν μας άφηνε ούτε τις αφέγγαρες νύχτες, όταν το αντιφέγγισμα του κι οι μόνιμοι σύντροφοι του, τα αστέρια, προσπαθούσαν να αναπληρώσουν με τα σιγοψιθυρίσματα τους την παρουσία τους, προσπαθούσαν ν' αμβλύνουν τους όποιους φόβους μας μέσα στο μισοσκόταδο και στην τόση βουβή ερημιά τού ωκεανού!
Τώρα, εδώ κάτω στο νότιο ημισφαίριο είχαμε κι άλλα καινούργια αστέρια, που δεν ήταν ορατά από το βόρειο, το Σταυρό τού Νότου, το Άλφα τού Κενταύρου...
Έτσι, καθισμένη κάτω από το αστρόφωτο παλάτι τού ουράνιου στερεώματος σιγοκουβέντιαζα ατελείωτα με τη μαγεία του κάθε αστεριού, μελετώντας το φώς του, το σχήμα του, τη μαρμαρυγή του και στέλνωντας και τα δικά μου μηνύματα στο μακρυνό και άγνωστο σύμπαν.
Τακτικά, πολύ τακτικά μάλιστα, άκουγα την καμπανιστή φωνή του υποπλοιάρχου από τη γέφυρα να προσπαθεί να κατεβάσει με τον εξάντα τ’ αστέρια, για να βρει το στίγμα του πλοίου μας...
-  Venous... τόσο...
- Sirius... τόσο...
- Arkturos... τόσο...
Πορεία κρατούσαμε τώρα όλο προς τα δυτικά. Πλησιάζαμε να φτάσουμε στον τελικό προορισμό μας. Οι φτερωτοί μας σύντροφοι, οι γλάροι, μας είχαν προ πολλού οριστικά εγκαταλείψει. Κατά καιρούς μόνο κάποια αποδημητικά πουλιά, που μας προσπερνούσαν κατά κύματα ανάδιναν κάποια κινούμενη μελωδική φαντασμαγορία, για να χαθούν πέρα μακριά σε άγνωστες για μας φιλέρημες πεδιάδες ή νησιά. Από τους θαλάσσιους, τα δελφίνια, λίγα μόνο πιστά μας παρακολουθούσαν. Αν κι αυτά ζουν κατά αγέλες και δεν αντέχουν τη μοναξιά, κάποια απ' αυτά αποκόπηκαν από το κοπάδι και μας συντρόφευαν στο υπόλοιπο ταξίδι.
Μας περίμεναν το πρωί να μας καλημερίσουν μελωδικά με τους συριγμούς του φυσητήρα τους και τους παφλασμούς των κυμάτων ή θορυβώδικα με τους άγριους ήχους, όταν η ουρά τους πλατάγιζε τα κύματα· και το βράδυ μας έλεγαν τη τρυφερή τους καληνύχτα, διαγράφοντας μεγαλόπρεπα τόξα στο μισοσκόταδο.
Έτσι όργωναν μαζί μας τον ωκεανό, τρέχοντας πέρα - δώθε κοντά στο καράβι μας, άλλοτε σιγοτραγουδώντας κι άλλοτε σιγοκουβεντιάζοντας. Η αναπνοή τους δίπλα μας ενωνόταν με τη δική μας, οξυγόνωνε τα στήθια και το νου και γινόταν νέα σχέδια και νέοι προγραμματισμοί. Το χοροπηδητό τους γινόταν και δική μας χαρά και αισιοδοξία.

 Santos Harbor

Περισσότερο όμως συνδεθήκαμε μ' ένα ζευγάρι δελφινιών, όταν αγκυροβολημένοι στη ράδα, έξω από το λιμάνι του Σάντος περιμέναμε για εκφόρτωση. Βουτηγμένοι και τότε μέσα στη μοναξιά σε μια ατέλειωτη σειρά ήμερων και παγιδευμένοι ολόγυρα από το υγρό στοιχείο αγναντεύαμε και πάλι από μακριά την πόλη.
Η κατοικημένη στεριά ήταν αρκετά μακριά, μόλις που φαινόταν. Γύρω μας ένα αρχιπέλαγος από μικρά, πολύ μικρά, λίγα μόλις τετραγωνικά, μερικές φορές νησάκια, που πάνω στον λιλιπούτειο όγκο τους συνωστιζόταν αβάσταχτα μια οργιώδης βλάστηση από κοκοφοινικιές και μπανανιές, από καρυδιές κι άλλα τροπικά πανύψηλα δένδρα, πλουμιστά πρασινοκεντίδια πάνω σε μία ασημόλευκη φορεσιά
Αγκυροβολήσαμε ανάμεσα στις πρασινογάλανες σκιές των καινούργιων μας συντρόφων, που στέκονταν ολόγυρα μας σιωπηλοί κι ακίνητοι, για να ζωγραφίσουν θαυμάσιες ποιητικές εικόνες των καινούργιων μας φίλων που μέσα στη σιωπή της ζαφειρένιας θάλασσας και τη μελωδική μουσική του αγέρα, μας συντρόφευαν αθόρυβα
Μόλις πριν από μερικές ημέρες ο Μανώλης, ο σύντροφος της ζωής μου, είχε τελειώσει την κατασκευή μιας μικρής βάρκας. Την έφτιαξε μόνος του μετά από πάμπολλες ώρες εργασίας και την καμάρωνε. Έπειτα έβαλε χοντρό μουσαμά, για να ντύσει την καρένα της, την στανιάρισε, όπως έγραφε το βιβλίο και την έβαψε.
- Θα εξερευνήσουμε τα γύρω νησάκια, μου είπε καταχαρούμενος το πρωί της δεύτερης ημέρας, που ήμαστε στο αγκυροβόλιο.
-  Φυσικά, αν δέν φοβάσαι, πρόσθεσε και συνέχισε.
- Να, έτσι σαν άλλοι Ροβινσώνες Κρούσοι... Πράγματι μου άρεσε η ιδέα αυτών των μικρών εξερευνήσεων και περίμενα με αγωνία το απόγευμα για την πρώτη μας εξόρμηση.
Η καθέλκυση του πλοιαρίου μας έγινε με όλη τη μεγαλοπρέπεια που του ταίριαζε, παρουσία όλων, και με την καθιερωμένη σαμπάνια Πολλά φαιδρά κι αστεία λέχτηκαν και όλοι μαζί με ευχές πολλές το κατευοδώσαμε στο πρώτο του ταξίδι με τον μοναδικό στην αρχή, για ασφάλεια, επιβάτη του.
Και, να, τώρα, ο κατασκευαστής, καθισμένος στη μέση της βάρκας, μόνος του στην αρχή, να γυροφέρνει μερικές φορές το καράβι μας για το δοκιμαστικό πλου, κρατώντας ενθουσιασμένος ένα μονόξυλο για διπλό κουπί, που του χρησίμευε για κίνηση και κατεύθυνση.
Με τη φασαρία, να τα, πάλι κοντά μας τα δελφίνια!
Οι φίλοι μας που δεν μας είχαν εγκαταλείψει όλο αυτό τον καιρό!
Έκαναν τούμπες και χοροπηδούσαν ανέμελα, για να μας δείξουν τη χαρά τους. Μερικές φορές μάλιστα με λαχτάρησαν, καθώς τα κοιτούσα από ψηλά, από την κουπαστή, γιατί πλησίαζαν τόσο κοντά στη βάρκα, ώστε φοβόμουν μη τυχόν την αναποδογυρίσουν. Αυτά όμως συνέχιζαν να χαμογελούν ήρεμα και να χοροπηδούν γύρω από τον συνταξιδιώτη τους.

 Στη ράδα του Santos Harbor

Καμιά φορά οι δοκιμές τελείωσαν. Τώρα ήρθε ή σειρά μου να επιβιβαστώ στην πρωτόγονη σχεδία.
Μετά από πολλές ανησυχίες και χτυποκάρδια, άλλα με αδιασάλευτη πάντα την επιθυμία μου για καινούργιες εμπειρίες και, προετοιμασμένη για κάθε ενδεχόμενο, θρονιάστηκα κι εγώ στη βάρκα. Εκεί, χαλάρωσα, άφησα τον εαυτό μου να χαρεί τη φύση, να απαλοχαϊδέψει οπτικά τα δελφίνια, που μας συνόδευαν και, να καμαρώσει το δυνατό καραβοκύρη, που κατευθυνόταν σίγουρος, τώρα πια, στο πιο κοντινό νησάκι.
Η αποβίβαση μας στη βάση του νησιού φαινόταν δύσκολη. Τα δεκάδες τροπικά δένδρα, που ασφυκτιούσαν μέσα σε λίγα μέτρα γης και οι κατακόρυφες ακτές του, που με δυσκολία κατάφερναν να συγκρατήσουν το φορτίο πάνω τους, ώστε να μη ξεχυθεί στη θάλασσα, έδειχναν την πρόσβαση μας σ' αυτό ακατόρθωτη. Με την πεποίθηση όμως ότι πιθανόν και να τα καταφέρουμε, γυροφέραμε μερικές φορές τον καταπράσινο όγκο του.
Τελικά, ακροπατώντας και σκαρφαλώνοντας πάνω σε μερικούς βράχους, που σε κάποιο σημείο είχαν κατρακυλήσει στη θάλασσα, το εκπορθήσαμε!
Προσεχτικά αργοπερπατήσαμε στο νησί μέσα στη παραδεισένια γαλήνη του τοπίου, που την διατάρασσε μόνο το απαλό φλίσβισμα του θαλασσινού νερού, καθώς αργοσάλευε στη βάση της ξηράς και τη διατάρασσε το ανάλαφρο θρόισμα του αγέρα ανάμεσα στα φύλλα μαζί με το μελωδικό τιτίβισμα της συμφωνικής συναυλίας των πουλιών του δάσους.
Η ανησυχία μας, ωστόσο, για την ομαλή επιστροφή μας έκανε να συντομεύσουμε την επίσκεψη μας στη νησί Με λίγες μπανάνες και καρύδες, λάφυρα της πρώτης εξερευνητικής μας κατάκτησης, πήραμε κατά τον ίδιο τρόπο, το δρόμο του γυρισμού. Οι πιστοί μας φίλοι, τα δελφίνια, ήταν και πάλι παρόντες. Μας περίμεναν κοντά στη βάρκα, για να συνταξιδέψουμε ξανά μέχρι τη σκάλα του πλοίου. Εκεί πια, μας άφησαν κι αλαφροπηδώντας, έτρεξαν πασίχαρα να παραδοθούν πάλι στα χάδια της θάλασσας.
Έτσι, σύντομα τέλειωσε η πρώτη μας εξερεύνηση, πλούσια σε πρωτόγνωρες εμπειρίες και παραστάσεις.
Μα και το άλλο απόγευμα θελήσαμε να επαναλάβουμε τον περίπατο μας, στο απέναντι όμως νησάκι τούτη τη φορά. Και το άλλο, και το παράλλο απόγευμα τα δυό δελφίνια ήταν πια οι μόνιμοι σύντροφοι μας σε κάθε μας εξόρμηση. Με την παρουσία τους, αφού είχαμε πλέον εξοικειωθεί μαζί τους, μας ενέπνεαν σιγουριά κι ασφάλεια.
Τελικά, τα δυό αυτά δελφίνια που είχαν αποκοπεί από την αγέλη τους, τα κυριολεκτικά χαμένα μέσα στα βάθη του ωκεανού, βρήκαν κοντά μας ζεστασιά κι επικοινωνία. Το ευαίσθητο επικοινωνιακό τους σύστημα, πομπός - δέκτης, συνελάμβανε και τους δικούς μας ήχους κι έπαιρνε και τα δικά μας μηνύματα Και κείνα, με μια τελειότερη από τα άλλα ζώα νοημοσύνη, απολάμβαναν την αγάπη που τους δείχναμε, και μας την ανταπέδιδαν με το χαμογελαστό τους πρόσωπο και τα χαριτωμένα παιχνίδια τους.
Καθώς γλιστρούσαμε πάνω στο νερό, κωπηλατώντας σιγοκουβεντιάζαμε καμία φορά όλοι μαζί, και οι τέσσερις, για τις ανησυχίες των εξερευνήσεών μας, για την πολυήμερη αναμονη μας στο αγκυροβόλιο, για τις ανακαλύψεις μας (!) σε κάθε νησάκι. Τα συνηθίσαμε και δεν μας τρόμαζαν πια καθόλου ούτε με τους σάλτους τους ούτε με τα παιχνιδίσματα τους. 'Αντίθετα πολλές φορές είχα έντονη την επιθυμία μ άπλωνα το χέρι μου να τα χαϊδέψω, να ακουμπήσω στη ράχη τους, να νοιώσω το άγγιγμα τους. Τα είχαμε τόσο αγαπήσει.


Ώσπου, ένα πρωινό δεν ήταν πια κοντά μας να μας καλημερίσουν. Εκείνο το πρωινό δεν ακούστηκε ό παφλασμός των κυμάτων από το μαστίγωμα της ουράς τους στο νερό, ούτε ή μελωδική μουσική από τους φυσητήρες τους...
Από την κουπαστή διερεύνησα με τη ματιά μου ολόκληρη τη γύρω περιοχή. Ήλεγξα σπιθαμή προς σπιθαμή ολόκληρη την ορατή μας θάλασσα κι εξέτασα κάθε πιθανότητα για ελπίδα! Μα, πουθενά χοροπηδήματα! Πουθενά πίδακες!
Ήρθε και το μεσημέρι και οι φίλοι μας δεν παρουσιάστηκαν πουθενά.
- Πάει μας εγκατέλειψαν κι αυτοί, σκέφθηκα.
- Όχι.. Όχι... Ίσως το απόγευμα, τη συνηθισμένη μας ώρα, παρηγορήθηκα μονολογώντας.
Το απόγευμα ξεκινήσαμε πάλι την ίδια ώρα για τον καθιερωμένο μας περίπατο. Ούτε όμως χαρές, ούτε καμιά υποδοχή. Ούτε καμιά παρουσία κι αυτή τη φορά.
- Ξεμάκρυναν τόσο πολύ, που δεν πήραν τα ηχητικά μας μηνύματα. Ίσως και να χάθηκαν, είπα στον Μανώλη, που κι εκείνος εξερευνούσε με τη ματιά του τη γύρω περιοχή, αναζητώντας τα.
- Μας έχασαν, μιας και η όραση τους είναι ελλειπής και μόνο σήματα συλλαμβάνουν... συνέχισα.
Δίπλα μας, η θάλασσα έστεκε έρημη, βουβή και θλιμμένη. Μόνο ο παφλασμός, καθώς τα κουπιά έλαμναν πάνω στο νερό, μόνο ό παφλασμός τους ακουγόταν...
Τούτη τη φορά αποφασίσαμε να περιπλανηθούμε ανάμεσα σε κοντινά μας νησάκια, οδηγούμενοι ίσως από κάποια ενδόμυχη παρόρμηση. Επιστρέφαμε από το τρίτο νησάκι όταν, αρκετά μακριά μας, είδαμε ένα πτερύγιο να διατρυπά το νερό μ' ένα αργό, μ' ένα νωχελικό σκαμπανέβασμα. Αυτό μας έδωσε κάποια ελπίδα και κατευθυνθήκαμε προς τα εκεί.
Εκεί όμως μόνο το ένα δελφίνι βρισκόταν.
Το άλλο;
Αγαλινά και προσεχτικά, για να μην το τρομάξουμε, πλησιάσαμε... Και τότε, το άλλοτε χαμογελαστό πρόσωπο του, μου φάνηκε αξιολύπητο. Μου φάνηκε πονεμένο. Μόνο το μεγάλο του κεφάλι ξεπεταγόταν πότε - πότε ανόρεχτα από το νερό για τις ζωογόνες εισπνοές- και... κάποιες αδύνατες κινήσεις... κάποια βαριανήμπορα σκιρτήματα... Αλλά δε φαινόταν άρρωστο. Δε φαινόταν πληγωμένο. Αναρωτηθήκαμε, τί να συνέβαινε και αρχίσαμε να ψάχνουμε για το δεύτερο δελφίνι...
Δε χρειάστηκε όμως πολύ, γιατί το ίδιο δελφίνι με κάποιες πιο ζωηρές κινήσεις μας οδήγησε στην πλαϊνή ακτή του νησιού.
Kι εμείς, με μια πιο γρήγορη κωπηλασία, ακολουθήσαμε το φίλο μας.
Πλησιάζαμε, όταν μια πνιχτή κραυγή απελπισίας βγήκε και από τους δύο μας ταυτόχρονα.
Το παιχνιδιάρικο θηρίο ήταν καρφωμένο με το ρύγχος και το μισό του κεφάλι μέσα στους βράχους...
Πήγαμε όσο πιο κοντά μπορούσαμε.


Το πληγωμένο ζώο κειτόταν με το σώμα και την ουρά ασάλευτη, χιλιοτραυματισμένο και παγιδευμένο μέσα στους άπονους βράχους. Ένα ελαφρύ κυματάκι έγλυφε το πονεμένο κορμί του, που παράλληλα το δρόσιζε από τον καυτό ήλιο.
Βαρυανάσαινε!
Με χίλιες προφυλάξεις καταφέραμε να βγούμε στην βραχώδη ακρογιαλιά. Μαλακά προσπαθήσαμε να το ξεκαρφώσουμε από τους βράχους. Τα χέρια μας με δέος πρωτάγγιξαν το κορμί του. Στο πρώτο μας άγγιγμα άνοιξε με αγωνία τα ψιχαλισμένα, τα θολά του μάτια και μια μελωδία θανάτου ξεχύθηκε στον αγέρα. Τα χέρια μας συνέχισαν την προσπάθεια. Ανήμπορα να το παλαμιάσουν, γλιστρούσαν πάνω στο σώμα του, ανίκανα να φέρουν κάποιο αποτέλεσμα Καταβάλαμε, με προσοχή πάντα, όλη μας την δύναμη, άλλα μάταια. Χαϊδέψαμε τρυφερά το πελώριο κεφάλι του κι ένα παραπονιάρικο κλαψούρισμα φάνηκε να βγαίνει από τα σωθικά του. Το πονεμένο του βογγητό που ακούστηκε μας ράγισε την καρδιά... Έπειτα ξανάνοιξε τα βουρκωμενα μάτια του κι ήταν, σαν να ζητούσε παρακλητικά βοήθεια...
- Άντε, μια προσπάθεια ακόμη, μια προσπάθεια, χρησιμοποιώντας ολόκληρη τη δύναμη μας...
Ανασηκώσαμε κάπως την ουρά... σπρώξαμε λίγο πιο δυνατά το κεφάλι... συντονισθήκαμε ο ένας από τους βράχους κι ο άλλος από τη βάρκα... πιο δυνατά... λίγο ακόμη... λίγο... λίγο... και... να... να.. καταφέραμε να ξεκολλήσει από τους βράχους...
Το δέρμα του στο μάγουλο γδάρθηκε και... αχνιστό αίμα άρχισε να κατρακυλά... Η κοιλιά του μάτωσε... μάτωσε πολύ... άλλα... νάτο... νάτο, είναι στο νερό... κολυμπάει... αργοπαλεύει, εξαντλημένο.... αδύνατο... ξέπνοο σχεδόν...
Πιο πέρα ο πιστός του σύντροφος μας παρακολουθεί υπομονετικά, διαγράφοντας μικρά ημικύκλια πάνω στη θάλασσα. Μόλις το είδε να κολυμπά και πάλι, έτρεξε κοντά του, γοργοπηδώντας. Πήγε από το κάτω μέρος της κοιλιάς του, το ανασήκωσε μαλακά, για να βγει ό φυσητήρας του έξω από το νερό, ώστε να πάρουν τα πνευμόνια του οξυγόνο.
Τώρα, το πληγωμένο δελφίνι είναι σχεδόν ξαπλωμένο πάνω στην επιφάνεια του νερού. Πότε - πότε αναπηδά, σπαρταρά, λες, ραγίζοντας την ασάλευτη επιφάνεια του νερού· πότε - πότε μισοανοίγει απελπισμένα τα μάτια του, "ψυχορραγώντας. Και τότε πάλι, αυτή ή θάλασσα, αυτή η μεγάλη τους αγάπη, τρέχει να αναλάβει το θεραπευτικό της έργο. Αρχίζει να στέλνει απαλά, κι απλόχερα τα ευεργετικά της ρεύματα, για να απαλύνουν μαλακά τις πληγές του, για να τις καθαρίσει από το αίμα και να τις γειάνει.
Έπειτα, λίγο - λίγο, έτσι σφιχταγκαλιασμένα άρχισαν, να ξεμακραίνουν. Τα παρέσυρε το βουβό κύμα της θάλασσας κι έφυγαν πέρα μακριά, αρκετά μακριά, άλλοτε απαλοκολυμπώντας κι άλλοτε με σιγανά αναπηδήματα. Εμείς, από την άκρη του νησιού τα παρακολουθήσαμε όλο αγωνία, ώσπου ξεμάκρυναν και χάθηκαν ενώ ένα προαίσθημα θάνατοι δάγκωνε την καρδιά...
Τα συντροφέψαμε ακόμη κι όταν ή ματιά μας δεν μπορούσε να τα χαϊδέψει. Με τη σκέψη μας μόνο στείλαμε την καρδιακή ευχή, νάναι και αύριο κοντά μας...
Στο καράβι μας τούτη τη φορά γυρίσαμε χωρίς τα καθιερωμένα τροπικά καλούδια... Ο σπαραγμός του άτυχου ζώου, η απελπισμένη πάλη του με το θάνατο κι η αδυναμία μας να του προσφέρουμε ουσιαστική βοήθεια δεν άφησαν στην ψυχή μας χώρο για επιθυμία κάποιας άλλης δραστηριότητας.


Ήρθε όμως και η άλλη και η παράλλη μέρα, χωρίς πια την παρουσία των καλών μας φίλων. Έτσι και μείς δεν ξαναπήγαμε για εξερεύνηση, αφού ή τελευταία μας εξόρμηση είχε τόσο σκληρά σημαδευτεί από τον πόνο των πιστών συνταξιδιωτών μας...
Τώρα περιμέναμε πότε με το καλό, θά' ρχόταν το σήμα, ώστε να μετακινηθούμε από το αγκυροβόλιο στη θέση, που θα μας παρελάμβανε ο πιλότος, για να μας οδηγήσει στο σημείο εκφόρτωσης.
Ευτυχώς που ο πολυπόθητος πιλότος μας δεν άργησε άλλο. Και, να σου τον, επιτέλους να ανεβαίνει σβέλτος κι ανάλαφρος τη σχοινένια ανεμόσκαλα...
...Καθώς το καράβι μας γλιστρούσε αργά ανάμεσα στις πρασινοσκέπαστες κουκίδες ξηράς με τα αφρόπλεχτα περιδέραια ολόγυρα με προορισμό την είσοδο του λιμανιού, ακουμπισμένη στην κουπαστή του πλοίου, ανίχνευα παντόγυρα την περιοχή, ψάχνοντας για τα δυό μας δελφίνια, λες και θα μπορούσα να τα αναγνωρίσω, λες και δεν έμοιαζαν για μένα όλα το ίδιο...
Αλλά μάταια!
Μπαίναμε πια στο λιμάνι. Κάποια στιγμή ό πιλότος μας έδειξε ένα σημείο λίγο βορειότερα από την είσοδο του που, χτες βράδυ, το κύμα έφερε εκεί τα δύο δελφίνια
- Δύο πεθαμένα δελφίνια, μας είπε. Αλλά, τα είχαν πάρει, φαίνεται... δεν ήταν πια εκεί... κι ερευνούσε με τη ματιά του την περιοχή.
Άφωνοι κοιταχτήκαμε με το Μανώλη...
Τα καημένα! Οι πιστοί μας φίλοι! Χάθηκαν! Χάθηκαν και οι δύο!
Κοίταξα και ξανακοίταξα το σημείο που μας έδειξε...
Θολές σκιές οι αναμνήσεις τους ξαναζωντάνεψαν στη σκέψη μου... οι χαρούμενες και οι λυπητερές...
Θαύμασα την αλληλεγγύη τους... θαύμασα την αυτοθυσία τους... και, δυό δάκρυα... δυό μαργαριταρένια δάκρυα... για κείνα... αυλάκωσαν το πρόσωπο μου...

Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2000

*Πόπη Χαλκιά – Στεφάνου

Γεννήθηκε στη Χίο. Μεγάλωσε και σπούδασε στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος του σημερινού Πανεπιστημίου Πειραιά, πρώην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή. Παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στην Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών σεμινάρια Φιλοσοφίας, Φιλολογίας, Ιστορίας και Ιστορίας της Τέχνης. Με επάρκεια της Αγγλικής γλώσσας εργάσθηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση και επί σειρά ετών στα προγράμματα Εκπαίδευσης Ενηλίκων του Υπουργείου Παιδείας.
Από την εφηβική της ηλικία ασχολήθηκε με την ποίηση και σήμερα με όλα τα είδη του Λόγου. Συμμετέχει στην πνευματική ζωή του τόπου με δημοσιεύματα σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας, της Περιφέρειας και του εξωτερικού.
Έχει ανθολογηθεί σε Ανθολογίες και καταχωρισθεί σε Εγκυκλοπαιδείες.
Μέχρι τώρα έχει εκδοθεί ένας τομίδιο με θαλασσινά διηγήματα :  "Το Πέρασμα του Ατλαντικού" (2000).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου