Οι
Τούρκοι τότε, οι εκλεγμένοι σήμερα
Άπορον! εν ω τα πάντα άλλως πνέουν
ησυχίαν,
αναπτύσσουσι τα πάθη υπερήφανον μανίαν
ασωτία βασιλεύει, αρπαγής επιθυμία,
κι εξαπλώνουν μαύρον σκότος εις τα
πάγκαλα πεδία.
Απαράλλακτος η χώρα, ως αν εωσφόρων
στίφη
απεδίωξαν εντεύθεν τους αγγέλους με τα
ξίφη,
και παν έκτρωμα του Άδου, φάλαγγες
κακών δαιμόνων,
επεκάθησαν θρασέως εις του ουρανού τον
θρόνον.
Τόσον η Ελλάς ωραία, τόσον η Ελλάς
ελκύει,
τόσον και οι ολετήρες τύραννοί της
είν’ αχρείοι
Λόρδου
Βύρωνος, «Ο Γκιαούρ», Αθήνα: 1997, μτφρ. Αικατερίνη Κ. Δόσιου, επιμ. Ευγενία
Κεφαλληναίου, εκδ. Παρασκήνιο, σ. 47.
Στο ποίημα, οι φάλαγγες
των κακοδαιμόνων που έχουν καταλάβει τον ουράνιο θρόνο είναι οι Τούρκοι. Αυτοί
έχουν αλώσει την παραδείσια Ελλάδα και μιαίνουν την ιερή φύση της με τη βδελυρή
παρουσία της τυραννίας που επέβαλαν. Τους συνοδεύουν το σκοτάδι, τα πάθη, η
υπερήφανος μανία· είναι εκτρώματα του Άδη.
Έτσι τους έβλεπε ο Λόρδος
Βύρων. Έτσι τους έβλεπαν και οι σκλαβωμένοι Έλληνες. Φυσικά, τους έβλεπαν έτσι
γιατί έτσι ήταν. Ουδέποτε η έννοια ή η απτή πραγματικότητα του τουρκισμού έχει
ταυτιστεί με κάτι το θετικό, το ουράνιο, το ιδεατό, το ιδανικό. Ό,τι φέρει τόσο
βαρύ φορτίο θανάτου, καταπίεσης, αίματος και στυγνής τυραννίας δεν μπορεί παρά
να αποτελεί μέλανα εφιάλτη. Μόνο οι συνεργαζόμενοι με τα στίφη των
κακοδαιμόνων, εκείνοι που φωτίζονται ένοχα τα πρόσωπά τους από το χρυσίον της
προδοσίας, αναγνωρίζουν «καλό» εκεί όπου βασιλεύει η απώλεια, το έρεβος.
Το έργο του Λόρδου Βύρωνος
«Ο Γκιαούρ» γράφτηκε έπειτα από μία περιοδεία του στην Ανατολή, που άρχισε το
1809 και ολοκληρώθηκε το 1811. Εντός του κανείς μπορεί να νιώσει τη θέρμη των
ψυχικών δακρύων που ανέβλυσαν εντός της ποιητικής καρδιάς του δημιουργού.
Άλλα δάκρυα ήταν εκστατικά. Αυτά που πλημμυρίζουν
τις ανθρώπινες υπάρξεις οποτεδήποτε έρχονται σε επαφή με την ατόφια ομορφιά. Η
Ελλάς για τον Λόρδο Βύρωνα, η φύση της αλλά και οι άνθρωποί της ήταν ιδέα και
πραγματικότητα εμποτισμένη με αψεγάδιαστο κάλλος.
Άλλα δάκρυα που αυλάκωσαν τη συνείδηση του
ποιητή ήταν εκείνα της θλίψης, της απελπισίας, του σπαραγμού για έναν συλημένο
Παράδεισο.
Η πατρίδα μας, για τον
Λόρδο Βύρωνα, ήταν ένα ιερό που βεβηλωνόταν από τους Τούρκους, από τους ξένους
που λάτρευαν το ελληνικό παρελθόν αντιπαθώντας το παρόν τόπου και λαού, αλλά
και από όσους Έλληνες δεν πίστευαν ότι μπορούσαν να ελευθερωθούν μόνοι τους. Ο
Βύρων πρόβαλλε -και μέσα από αυτό το απαράμιλλης ομορφιάς και πλήρες
συμβολισμών ποίημα- τη δυναμική ιδέα που είχε για τον Ελλάδα και τους Έλληνες.
Η αντίληψή του δεν ήταν
στατική. Δεν είχε στραμμένο τον νου στην άφθαστη ελληνική αρχαιότητα
αποστρέφοντας το βλέμμα από τους ηττημένους Έλληνες, που στέναζαν κάτω από τον
ζυγό της ανημποριάς.
Παρότι ο ίδιος δεν είχε σε
ιδιαίτερη εκτίμηση αυτό το ερωτικό έπος, το οποίο στην ουσία του ήταν βαθιά
ιστορικό, πολιτικό και μεταφυσικό, η ανάγνωσή του αλλά και η ενημέρωση για τον
μεγάλο αντίκτυπό του αναδεικνύει το «Ο Γκιαούρ» σε ένα έργο που βοήθησε την
υπόθεση της διεκδίκησης της ελευθερίας του Γένους μας.
Η υπόθεση του ποιήματος
έχει ως πρωταγωνιστή έναν νεαρό Βενετό, τον Γκιαούρ, που ερωτεύεται την καλλονή
Λεϊλά. Η Λεϊλά είναι σκλάβα ενός Τούρκου, του Χασάν. Ο Τούρκος μαθαίνει για τον
δεσμό της Λεϊλά με τον Γκιαούρ, τη βάζει σ’ έναν σάκο και τη ρίχνει στη
θάλασσα. Εκείνη πνίγεται, κι ο εραστής της σκοτώνει τον Χασάν για να εκδικηθεί
την τραγική κατάληξη του φλογερού του έρωτα. Τέλος, αποτραβιέται σ’ ένα
μοναστήρι και πεθαίνει συντετριμμένος από τις μνήμες και τις τύψεις του.
«Μα», θα αναρωτιόταν
κάποιος, «είναι δυνατόν ένα ποίημα να βοηθήσει ένα αρχαίο έθνος να ελευθερωθεί
από τυραννικά δεσμά;» Η απάντηση είναι εξίσου εύλογη με το ερώτημα. Αν δεν
προηγηθεί η ποιητική διαδικασία της έμπνευσης, η αυτοδέσμευση σε ένα όνειρο κι
έναν πόθο που συντονίζει την καρδιά με την ιερή μανία της πάλης για ελευθερία,
τα όπλα, όσα κι αν μαζευτούν, θα ρίχνουν αβολίδωτα πυρά.
Το μόνο κακό, διαβάζοντας
αυτό το ομοιοκατάληκτο κομψοτέχνημα, είναι ότι στην εποχή μας φαίνονται
απολύτως ταιριαστοί και συμβατοί με τις ζοφερές περιγραφές των Τούρκων οι
εκλεγμένοι πολιτικοί, οι υποτιθέμενοι μπροστάρηδες του έθνους. Ο Λόρδος Βύρων
καταγγέλλει και σαρκάζει το τότε και το νυν σκοτάδι μας πίσω από τα μαύρα
παραπέτα του Άδη.
Παναγιώτης Λιάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου