Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Ανέστης Χ. Μακριδάκης : ΚΡΗΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ



ΚΡΗΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ

Χίλια καλώς μας ήρθανε οι φίλοι οι γι' εδικοί μας ....

Γράφει ο Ανέστης Χ. Μακριδάκης

Στην Κρητική διάλεκτο υπάρχει μια έκφραση πολύ παραστατική για τον άνθρωπο πού είναι πολύ ελκυστικός. Λένε πώς αυτός ο άνθρωπος έχει το «έλα ‘πά». Δηλαδή το έλα επαέ (εδώ). Μπορούμε λοιπόν αυτή την φράση να την πούμε για ολόκληρη την Κρήτη και για τους ανθρώπους της. Και η Κρήτη και οι άνθρωποι της έχουν το   «Έλα ‘πα». Η Κρήτη για τις ομορφιές της και οι Κρητικοί για την ψυχική τους έκφραση.
Ο ξένος που πατάει τα χώματα της Κρήτης φερμένος από την επιθυμία να γνωρίσει αυτό το νησί του θρύλου φαίνεται αμέσως ικανοποιημένος γιατί βλέπει κάτι πολύ περισσότερο απ' ότι περίμενε, κάτι πολύ ανώτερο απ' ότι έχει φαντασθεί.
Ότι κι' αν είπαν, ότι κι' αν έγραψαν για τις ομορφιές του Νησιού, ποτέ δεν πέτυχαν να αποδώσουν εκείνο που πραγματικά είναι, εκείνο που βλέπει κανείς με τα δικά του μάτια.,
Ότι κι' αν έχει ακουστεί για τους Κρητικούς είναι λιγότερο απ’ ότι νοιώθει κανείς όταν κάμει παρέα μαζί τους, όταν γνωρίσει τη σκέψη τους και τη ζωή τους.
Και η Κρήτη έχει δικούς της συγγραφείς μεγάλους και ξένοι συγγραφείς έχουν βρεθεί πολλές φορές στο νησί. Αλλά κανείς ποτέ δεν κατόρθωσε να αποδώσει στις περιγραφές του αυτό που αισθάνεται ο ξένος αντικρίζοντας ότι υπάρχει πάνω στην Κρήτη, αυτήν την μοναδική Κρήτη με το αποκλειστικά δικό της πρόσωπο το ξεχωριστό και ανόμοιο, απ' όλα τα μέρη του κόσμου.



Το  Ακρωτήρι στα Χανιά ως τόπος δεν έχει τίποτε να παρουσίαση το εκπληκτικό. Όμως στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία, ανάμεσα στο γαλάζιο Κρητικό πέλαγος και τα κάτασπρα και περήφανα Λευκά Όρη, μπροστά στον κατάφυτο κι' ανθοπλημμυρισμένο    κάμπο της Κυδωνιάς, επάνω στο   Βράχο που διάλεξε η Ελευθερία να στεφανώσει τα Κρητικά παλληκάρια ύστερα από αιώνων αδιάκοπους αγώνες, στο Ακρωτήρι το σύμβολο αυτό της Κρητικής ψυχής, ο ξένος ζει και αναπνέει την Κρήτη, καταπλημμυρίζει από ψυχική συγκίνηση για τον άνθρωπο, τους αγώνες του και τα ιδανικά του.
Στα Μοναστήρια του Ακρωτηρίου, στις σκήτες και τις κατακόμβες του, λούζεται ο επισκέπτης στο μεγαλείο της ανθρώπινης πίστης, που υπήρξε επί αιώνες πηγή θάρρους, καρτερίας και αυταπάρνησης.


Εις τον χώρο της Αρχαίας πόλεως των Απτέρων, πάνω από το μεγάλο λιμάνι της Σούδας, εκεί στο Ναό των Μουσών όπου ήρθαν οι Μούσες και οι Σειρήνες να συναγωνισθούν στη θεία τους τέχνη, ο ξένος δοκιμάζει ένα παράξενο ψυχικό αίσθημα. Δεν είναι η γαλήνη των τόπων απ' όπου πέρασαν τα αρχαία μεγαλεία. Δεν είναι ο θαυμασμός για τα ερείπια των κτισμάτων που στέκουν ακόμα μεγαλόπρεπα. Δεν είναι η σκέψη για τους Ναούς για τους Βωμούς για τις χρυσόρροες κρήνες, που τις αγκάλιασε το παραμύθι.
Είναι το σιγανό δροσερό αεράκι που φυσάει εκεί στην αποθέωση του γαλάζιου και τρεμουλιάζει την φαντασία του ξένου σαν τα φύλλα της λεύκας στα φεγγαρόλουστα βράδια και την οδηγεί στο δρόμο του ονείρου.


Η Αρχαία, Πολυρρήνια ήταν κτισμένη εκεί ψηλά σ' έναν απάτητο βράχο. Γύρω, γύρω βουνά και φαράγγια και κατηφοριές. Τα πάντα σε κάνουν να νομίζεις πώς βρίσκεσαι σε μια αητοφωλιά. Γι’ αυτό πέταξε ως εκεί επάνω κι' ο Ρωμαϊκός Αετός και δεν γκρέμισε μα χάιδεψε με τις φτερούγες του το απάτητο Κάστρο της δοξασμένης πολιτείας. Στην Αρχαία Έλυρο στο Σέλινο κάθεσαι στις πλαγιές και νοιώθεις σαν αφέντης ετούτης της γης της γεμάτης ιστορία και δόξα.
Στα, απάτητα βουνά των Σφακιών, παρέα με τους γέρους βοσκούς που μοιάζουν σαν Θεοί του Ολύμπου και με τους νέους τους γιγαντόσωμους που ο ποιητής τους λέει αγάλματα Θεών ζωντανεμένα, γίνεσαι Άρχοντας μαζί με τούτους τους Αρχόντους της Μαδάρας.


Περνώντας το Φαράγγι της Σαμαριάς νομίζεις πώς ζεις τις στιγμές της δημιουργίας αντικρίζοντας το θεόρατο σκίσμα της γης και ακούοντας την βοή των άνεμων και των νερών και των βροντών που αντιβοούν τρομακτικά και μαζί με τις αστραπές και τους κεραυνούς σου δίνουν μια ιδέα της μάχης των Τιτάνων.
Στη νότια Κρήτη στις ακτές του Λιβυκού Πελάγους εκεί που ο ουρανός και η γη και η θάλασσα πλημμυρίζουν από ένα γλυκό φώς, εκεί που δίνουν τα χέρια ο Βοριάς και ο Νότος, θα γνωρίσεις Κρήτη και μόνο Κρήτη μοναδική σ' όλη την Οικουμένη.


Στη Φαιστό επάνω ένας Γερμανός ποιητής μόλις αντίκρισε τον απέραντο κάμπο που τον σκέπαζε μια θάλασσα κυματιστά στάχυα, φώναξε δυνατά ανεβασμένος πάνω σε μια 'κολώνα «eh bin der Kaiser von Messara» — Είμαι ο Βασιλιάς της Μεσαράς.
Στα σκαλοπάτια του 'Ωδείου της Γόρτυνας καθισμένος, ακούεις το μουρμουρητό του Αιθαίου και περιμένεις να πέραση από στιγμή σε στιγμή το κυνηγημένο ερωτικό ζευγάρι του Δία και της Ευρώπης που πάει να κρύψει τους έρωτες του εκεί στη λόχμη, κάτω απ' τον πελώριο πλάτανο.
Στην Κνωσό ο ξένος προσκυνά την πανάρχαια τέχνη και νοιώθει το ίδιο αίσθημα που νοιώθει όταν    φτάσει διψασμένος στη νερομάνα.


Στο απέραντο 'Οροπέδιο του Λασιθίου ανάμεσα στους αναρίθμητους μύλους που γυρίζουν τα φτερά τους στο σιγανό αέρι, κάτω από μια μηλιά με ροδοκόκκινα μήλα, παρέα με τον λυράρη, τον μαντιναδολόγο και την ρακί της Κρήτης, ζεις ακόμα μια φορά γνήσια Κρητική ζωή γεμάτη γλύκα και χάρη.
Στην ροδαγκαλιά της θάλασσας της Αρχαίας Ελούντας, στον «Κόρφο» του Μεραμπέλλου, αφού πέρασης τον κάμπο της αμυγδαλιάς και λουστείς τα λευκά ανθοπέταλα που σου δίνει χαιρετισμό η Κρητική γης, κάθισε ν' αναπαυθείς στην ομορφότερη αγκαλιά της Κρήτης.
Εκεί κλείνεις για λίγο τα μάτια και ξαναβλέπεις ότι ευχαρίστησε τα μάτια σου και γλύκανε την καρδιά σου από το ταξίδι σου επάνω στην Κρήτη» την μοναδική Κρήτη.




ΔΙΚΤΑΙΟΝ ΑΝΤΡΟΝ

Δαιδαλικό παλάτι, στα σπλάχνα του βουνού,
σαν ποια κυκλώπεια χέρια, μ' ατσάλι και φωτιά,
για λίκνο του πατέρα της γης και τ' ουρανού,
σε λάξεψαν στης Δίκτης την άχραντη καρδιά!;

Ασίγαστα κι αιώνια, στο τρίσβαθο σκοτάδι,
μ' αντίμαχο την πέτρα, μοχτούσε το νερό;
Κάθε σταλαγματιά του, κι ένα λαμπρό πετράδι,
για να φωτοβολήσει τον πάνσεπτο ναό.

Και χώριζε θαλάμους, και σμίλευε κολώνες,
πολύφωτα κρεμνούσε στη θολωτή σκεπή,
κι έστηνε σταλαγμίτες, φρουρούς μέσ' στους αιώνες,
λευκούς ιεροφάντες, σε μυστική πομπή.

Στον ίλιγγο του χάους, σκιρτά μ' αλλοφροσύνη
ό νους συνεπαρμένος, κι ως τον τυλίγει ο μύθος,
στο «θάλαμο της Ρέας», να σπάζει τη γαλήνη,
κλάμα μωρού αγροικάει, μεσ' στης νυχτιάς το βύθος.

Και ξαναζεί το θάμα, πρωτόγονος κι απλός,
πλάθοντας, κατ' εικόνα κι ομοίωση δική του,
τον πλάστη να γεννιέται, διωγμένος, ταπεινός,
βρέφος σπαργανωμένο, στην πρόσκαιρη τη γη του.

Κι αυτός, που Ξένιο Δία το νέο θεό θα πεί,
Κουρήτης στο πλευρό του τρελό χορό έχει στήσει,
να πνίξει στον αχό του, του βρέφους την κραυγή,
για να σωθεί απ' τη μοίρα, που ό Κρόνος τούχει ορίσει.

Κάτω απ' το φως της δάδας, αστράφτουν τα κρουστάλλια,
στους αλάβαστρους, ίσκιοι τους ίσκιους κυνηγούν,
κι απίθανα λουλούδια, σε πέτρινα ανθογυάλια,
για μιαν ηλύσια χώρα τη σκέψη προβοδούν.

Κι όπως μέσα από τ' άντρο ξανά ο διαβάτης βγαίνει,
στο Λασηθιώτικο ήλιο κι ο κάμπος του γέλα,
μια πλάση στην ψυχή του καινούργια έχει κλεισμένη,
και, των θεών γεννήτρα, την Κρήτη προσκυνά.

ΣΟΦΙΑ ΜΑΥΡΟΕΙΔΗ – ΠΑΠΑΔΑΚΗ
Κρητική Πρωτοχρονιά 1962

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου