Παρασκευή 20 Ιουλίου 2018

Όρτσα τα πανιά!



Όρτσα τα πανιά!

Κρεολή, η τελευταία από τις μεγάλες σκούνες για ψάρεμα μπακαλιάρου, ξανοίγεται πάλι στις θάλασσες, ως εκπαιδευτικό σκάφος, συνεχίζοντας την πορτογαλική ναυτική παράδοση

 του Eric Robins

Κάποτε ήταν μια κλασική ομορφιά, που την κομψή και χαριτωμένη της σιλουέτα αγάπησαν εκατοντάδες άντρες. Ύστερα ήρθαν δύσκολοι καιροί και μοίρα κακιά. Θλιβερή σκιά του παλιού εαυτού της, κειτόταν εγκαταλελειμμένη και ξεχασμένη μέσα στη βρωμιά και την οχλοβοή ενός ναυπηγείου στον ποταμό Τάγο. Σήμερα όμως, χάρη κυρίως στις αφοσιωμένες προσπάθειες ενός ανθρώπου, η Κρεολή, η «τετράστηλη» σκούνα, ξαναβρίσκει την παλιά της δόξα.
Με τα μεγάλα πανιά να φουσκώνουν κρεμασμένα απ' τα ψηλά κατάρτια, με το ατσάλινο σκαρί της να ακτινοβολεί κάτασπρο, η Κρεολή ήταν το τελευταίο από τα ιστιοφόρα του περίφημου πορτογαλικού «Λευκού Στόλου».
Ναυπηγήθηκε στην Λισσαβώνα και καθελκύστηκε το 1937. Εφοδιασμένη με βοηθητικές μηχανές, κατεψυγμένα δολώματα, ηχοβολίδες και ενισχυμένο κύτος για να αντέχει στους πάγους, ήταν το πλοίο-θαύμα της εποχής της. Μετά από μια αποδοτική περίοδο ψαρέματος στους μπακαλιαρότοπους της Νέας Γής και της Γροιλανδίας, συνήθως επέστρεφε στην Λισσαβώνα με 800 ή περισσότερους τόνους παστού μπακαλιάρου και κάπου 60 τόνους μουρουνόλαδου.
Επί 36 χρόνια - ακόμα και στα επικίνδυνα χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου - από το χάραμα μέχρι   το   σούρουπο,   κυριολεκτικά κάθε μέρα, έξι μήνες το χρόνο, ξεκινούσε απ' την Κρεολή ένα τσούρμο βαρκούλες, σωστά καρυδότσουφλα, μέσα από τις οποίες οι λεβέντες  Πορτογάλοι ψαράδες αντιμετώπιζαν θαρραλέα τα παγόβουνα, τη δολοφονική θάλασσα και τις πυκνές ομίχλες για να φέρουν τον παχύ και νόστιμο μπακαλιάρο, το εθνικό φαγητό της Πορτογαλίας. Ο πλωτάρχης Άλαν Βίλλιερς, που περιέγραψε τις περιπέτειες και τους άθλους του «Λευκού Στόλου» στο βιβλίο του “Η αναζήτηση της σκούνας « Άργος»”, γράφει ότι η σειρήνα της Κρεολής «ουρλιάζει σαν τη μοιρολογίστρα νεράιδα» μες στην πυκνή ομίχλη και πώς ανάμεσα στα πελώρια παγόβουνα, στ' ανοιχτά της Γροιλανδίας, «βλέπαμε μερικές φορές την Κρεολή να κάνει απότομη στροφή αποφεύγοντας ένα φονικό κομμάτι πάγου που βρισκόταν στο δρόμο της.»
Οι σκληραγωγημένοι ναυτικοί που ψάρευαν με καλάμι και πετονιά - ο καθένας ολομόναχος στη βάρκα του -ήταν μία ξεχωριστή ράτσα: άνθρωποι που βρίσκονταν συνεχώς αντιμέτωποι με τον κίνδυνο. Μερικοί πνίγονταν στην παγωμένη θάλασσα μακριά απ' το πλοίο τους.
«Στα δέκα χρόνια που υπηρέτησα στην Κρεολή,» λέει ο πλοίαρχος Αν-τόνιο Μαρκές ντα Σίλβα, 54 χρόνων, ένας από τους τελευταίους καπετάνιους της σκούνας στο Μεγάλο Μπάγκο της Νέας Γης, «σε κάθε ταξίδι είχαμε κατά μέσο όρο 54 ψαράδες μπακαλιάρου - όλοι τους ήταν καλοί και θαυμάσιοι άνθρωποι, και πολύ θεοφοβούμενοι.»


Ο Αρμάνδος Μάγια Ρόσσα, 64 χρόνων, γεροδεμένος σαν ταύρος, άρχισε την 35χρονη σταδιοδρομία του στο πλοίο ως μούτσος. Συνταξιούχος ψαράς τώρα, τριγυρίζοντας στο μηχανοστάσιο της Κρεολής, κρυφογελάει όταν θυμάται το μπομπρέσο της να σουβλίζει ένα βαγόνι με εμπορεύματα σε μια καναδέζικη αποβάθρα κι αναλογίζεται με θλίψη πώς, στο δεύτερο ταξίδι της, το 1938, ένα ξαφνικό, γιγάντιο κύμα κατάπιε τέσσερις από τους συντρόφους του.
Οι άντρες του πληρώματος  της Κρεολής, που είναι σκορπισμένοι σ' όλη την Πορτογαλία, ακόμα διηγούνται απίστευτες ιστορίες, όπως εκείνη του σκληροτράχηλου συντρόφου τους που χάθηκε στην ομίχλη του Μεγάλου Μπάγκου. Χρόνια τον έκλαιγαν, μέχρι που ένα ηλιόλουστο πρωινό είδαν το «φάντασμα» του να περπατάει στο καλντερίμι του κεντρικού δρόμου του χωριού του. Ενα κλίππερ (μεγάλο, ταχύπλοο ιστιοφόρο) είχε περιμαζέψει το ναυαγό μας στη μέση του ωκεανού. Με όλη την αποφασιστικότητα που χαρακτηρίζει τη ράτσα του, ο ψαράς είχε καταφέρει να επιστρέψει στην Πορτογαλία δια ξηράς - μέσω Κίνας!
Όταν η τεχνολογική πρόοδος επέβαλε την αποστρατεία της Κρεολής, το 1973, η πορτογαλική κυβέρνηση σκέφθηκε να τη μετατρέψει σε μουσείο. Αλλά επί τέσσερα χρόνια έμεινε αδρανής, ξαρμάτωτη, με το σκαρί της να το λεκιάζει η σκουριά, με τα ξάρτια της να σαπίζουν. Ώσπου μια μέρα, ο Λουίς ντε Γκιμαράενς Λομπάτο, πολιτικός μηχανικός, μανιώδης ιστιοπλόος, ιδρυτής και πρόεδρος της Πορτογαλικής Ενώσεως Ιστιοπλόων, άρχισε να γυροφέρνει τον υπουργό Αλιείας.
«Η σκούνα πρέπει να γίνει ένα ζωντανό εθνικό μουσείο, όχι ένα δεξαμενισμένο λείψανο,» υποστήριζε. Ήθελε η Κρεολή να επιστρέψει στη θάλασσα ως εκπαιδευτικό πλοίο για τους νεαρούς Πορτογάλους οπαδούς της ιστιοπλοΐας, συμβάλλοντας έτσι να διατηρηθεί η μεγάλη ναυτική παράδοση της χώρας.
Σήμερα, χάρη στην κινητοποίηση του Λομπάτο, η μήκους 70,5 μέτρων Κρεολή επισκευάζεται. Θα στοιχίσει 103,5 εκατομμύρια δραχμές περίπου, που τα πληρώνει η πορτογαλική κυβέρνηση. Εκτός από το μόνιμο πλήρωμα, η Κρεολή Έχει κάπου 60 εκπαιδευόμενους ιστιοπλόους και των δύο φύλων. Σύντομα, οι ίδιοι και οι περιπέτειες τους θα αποτελέσουν άλλο ένα κεφάλαιο του μύθου της Κρεολής.
Καθώς το περήφανο πλεούμενο με το ένδοξο παρελθόν συνεχίζει τα ταξίδια του, ξαναζωντανεύουν τα λόγια του πλωτάρχη Βίλλιερς για τον ψαρά που με τη βαρκούλα του αψηφούσε τα τεράστια κύματα του Ατλαντικού: «Ήταν απόλυτα προσγειωμένος αν και τους μισούς μήνες του χρόνου τα πόδια του πατούσαν τα εύθραυστα σανίδια μιας ψαρόβαρκας του Αρκτικού ωκεανού. Ήταν ένας άνθρωπος που βρισκόταν πολύ κοντά στο Θεό, συλλογίστηκα. Στο πέλαγος, κρατώντας τη ζωή του στα χέρια του, γνώριζε καλά τους δρόμους της θάλασσας και το δρόμο του Θεού. Και, γνωρίζοντας αυτά τα πράγματα, ήταν ευτυχής.»

Επιλογές από το RD

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου