Πέμπτη 5 Ιουλίου 2018

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΥ : Φιλελεύθερος ιδεαλισμός και πολιτικός ρεαλισμός



Φιλελεύθερος ιδεαλισμός και πολιτικός ρεαλισμός

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΒΑΝΙΤΟΠΟΥΛΟΥ*

Η συστηματική μελέτη της διεθνούς πολιτικής, καθώς και των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών παραγόντων που τη διαμορφώνουν, αποτελεί μέγιστη πρόκληση για το σημερινό κοινωνικό επιστήμονα. Ο τρόπος ανάπτυξης και εξέλιξης της επιστήμης αποτελεί επομένως αντικείμενο καίριας σημασίας.
Ο Thomas Kuhn επιχείρησε να διερευνήσει το πρόβλημα αυτό στο έργο του «Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων». Στο βιβλίο αυτό, ο Thomas Kuhn, αναφερόμενος κυρίως στις φυσικές επιστήμες, υποστήριξε ότι η εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης δεν ακολουθεί μια επαυξητική πορεία, αλλά διέρχεται από διάφορα στάδια που οροθετούνται με επιστημονικές επαναστάσεις. Σύμφωνα με τον Kuhn, σε κάθε γνωστικό πεδίο των φυσικών επιστημών υπάρχουν περίοδοι ομαλότητας, δηλαδή οικουμενική συμφωνία σχετικά με τους γενικούς νόμους που διέπουν τα φυσικά φαινόμενα. Οι νόμοι αυτοί αντιπροσωπεύουν, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, «το γενικά αναγνωρισμένο επιστημονικό επίτευγμα», το οποίο ο Kuhn ονόμασε «παράδειγμα». Ένα επιστημονικό «παράδειγμα» προσφέρει κριτήρια τα οποία προσδιορίζουν τις μονάδες ανάλυσης σε έναν επιστημονικό κλάδο, το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι επιστήμονες πρέπει να εξετάσουν σχέσεις και φαινόμενα, καθώς και τα κριτήρια ελέγχου της «επιστημονικότητας» των αποτελεσμάτων της έρευνας. Η αδυναμία του «κρατούντος παραδείγματος» να δώσει λύσεις σε συσσωρευόμενα προβλήματα οδηγεί στην ανατροπή του και αντικατάσταση του από ένα αντίπαλο, «παράδειγμα» με συνολική πειστική απάντηση.
Στον κλάδο των διεθνών σχέσεων, η συσσώρευση της γνώσης και η εξέλιξη της επιστήμης πραγματοποιήθηκε μέσα από τα «παραδείγματα» του φιλελεύθερου ιδεαλισμού και του πολιτικού ρεαλισμού. Το «παράδειγμα» του φιλελεύθερου ιδεαλισμού κυριάρχησε σχεδόν απόλυτα στη δυτική ακαδημαϊκή κοινότητα τις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, ενώ σήμερα διατηρεί μέρος από την αίγλη του μόνο, ίσως, στη χώρα μας.
Οι βασικές αρχές του «παραδείγματος» αυτού είναι ότι: α) Η ανθρώπινη φύση ευνοεί τον αλτρουισμό, τη συνεργασία και την αλληλοβοήθεια, β) η δύναμη τη λογικής οδηγεί στην τήρηση πανανθρώπινων κανόνων, γ) η δημιουργία κατάλληλων διεθνών θεσμών κάνει το διεθνές σύστημα ευνομούμενο, ανάλογο με την εν-δοκρατική τάξη πραγμάτων, και οδηγεί στην αποφυγή του πολέμου, δ) το συμφέρον των λαών να προωθήσουν την ειρήνη συνιστά μια «αρμονία συμφερόντων», ένα παγκόσμιο ηθικό συμφέρον το οποίο υπερτερεί του «ξεπερασμένου εθνικού συμφέροντος» και, ε) η πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης προασπίζει τη δημοκρατία και κατά προέκταση το συμφέρον όλων των λαών να διατηρούν μεταξύ τους σχέσεις ειρήνης.
Η κανονιστική προσέγγιση του ιδεαλιστικού «παραδείγματος» δέχθηκε καίριο πλήγμα με την άνοδο στην εξουσία φασιστικών και ναζιστικών κυβερνήσεων και στη συνέχεια με το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι διεθνείς αυτές εξελίξεις επέβαλαν την αλλαγή «παραδείγματος» στις διεθνείς σχέσεις και συνετέλεσαν στην επικράτηση του πολιτικού ρεαλισμού που στηρίζεται στις εξής αρχές: α) η απουσία κεντρικής αρχής στο διεθνές σύστημα αναγκάζει τους δρώντες να συναλλάσσονται με βάση την ισορροπία της ισχύος, β) οι κύριοι δρώντες είναι τα κράτη τα οποία δρουν ορθολογικά, με στόχο τη μεγιστοποίηση του εθνικού τους συμφέροντος.
Στη χώρα μας ο κλάδος των διεθνών σχέσεων δεν είχε την ίδια εξέλιξη, παρά το γεγονός ότι η τραγωδία της Κύπρου το 1974 έπρεπε να είχε οδηγήσει στην αλλαγή «παραδείγματος». Αυτό οφείλεται σε δύο λόγους. Πρώτον, στους νομικούς επιστήμονες στη σύνθεση της ελληνικής διεθνολογικής κοινότητας οι οποίοι στην πλειονότητα τους προήγαγαν ως κύρια εργαλεία άσκησης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής το διεθνές δίκαιο και τους διεθνείς οργανισμούς.
Η πραγματικότητα αυτή, παράλληλα με την εξέλιξη του ευρωπαϊκού πειράματος και την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα παρέτεινε την αντίληψη ότι τα κράτη-έθνη αποτελούν ξεπερασμένη μορφή οργάνωσης και ότι οδηγούμαστε σε μια υπερεθνική οργάνωση της διεθνούς κοινωνίας, η οποία αυτή καθαυτή θα προασπίσει το εθνικό μας συμφέρον.
Με το τέλος, όμως του Ψυχρού Πολέμου, μια σειρά παραγόντων, όπως η αναζωπύρωση του εθνικισμού στα Βαλκάνια, η υποχώρηση του υπερεθνικού πειράματος στην Ευρώπη, η όξυνση της τουρκικής απειλής, αλλά και η είσοδος νέων επιστημόνων στον κλάδο των διεθνών σχέσεων, οδήγησαν στην ανατροπή του κρατούντος «παραδείγματος» και την επικράτηση του πολιτικού ρεαλισμού.
Παρ' όλα αυτά η συζήτηση στην Ελλάδα για το ρόλο του διεθνούς δικαίου στις διεθνείς σχέσεις βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Μέρος της συζήτησης αυτής επικεντρώνεται στο κατά πόσο η δομή του διεθνούς συστήματος είναι άναρχη ή ευνομούμενη. Η ρεαλιστική σχολή των διεθνών σχέσεων, αν και έχει αφετηρία την αξιωματική θέση ότι η διεθνής κοινωνία χαρακτηρίζεται από την απουσία κεντρικής αρχής, δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι διάφοροι τομείς της διεθνούς ζωής είναι σε αρκετά μεγάλο βαθμό θεσμοθετημένοι. Ακόμη και ακραιφνείς ρεαλιστές παραδέχονται ότι η ορθολογική συμπεριφορά των δρώντων, βασισμένη στην αρχή της αμοιβαιότητας, συνιστά ένα ελάχιστο πλαίσιο που διέπει τη διακρατική συμπεριφορά. Επιπλέον, οι ρεαλιστές αποδέχονται την ύπαρξη πάγιων και επαναλαμβανόμενων προτύπων διεθνούς συμπεριφοράς σ' ένα ευρύτερο φάσμα οικονομικών, κοινωνικοπολιτικών, αλλά και καθαρά τεχνικών αντικειμένων, που υποδηλώνουν κάποιο βαθμό θεσμικής οργάνωσης.
Η θεσμική αυτή οργάνωση ενίοτε παίρνει τη μορφή «διεθνών καθεστώτων», τα οποία ορίζονται από τη θεωρία των διεθνών σχέσεων ως «κανόνες, αρχές, πρότυπα και διαδικασίες λήψης αποφάσεων γύρω από τα οποία οι προσδοκίες των διεθνών δρώντων συμπίμπτουν σε μια συγκεκριμένη θεματική ενότητα». Το σημείο στο οποίο διαφοροποιούνται οι ρεαλιστές είναι ότι θεωρούν τη σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ των δρώντων ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη λειτουργία των «διεθνών καθεστώτων», της θεσμοθετημένης δηλαδή διεθνούς συμπεριφοράς.
Χαρακτηριστική απόδειξη της ρεαλιστικής θέσης αποτελεί η συμπεριφορά της Τουρκίας, η οποία, ενάντια στη διεθνή έννομη τάξη, αμφισβητεί το διεθνές δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια και παρατείνει την κατοχή της Κύπρου. Αλλά και σε επίπεδο διεθνών οργανισμών,  όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο Σωτήρης Μουσούρης, τέως επίκουρος γραμματέας του ΟΗΕ, σε άρθρο του στο «Βήμα» (16 Ιουλίου, 1995) αναφερόμενος στις αποφάσεις του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών, «πέρα από ορισμένες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας, που αν το θελήσουν τα πέντε μόνιμα μέλη μπορούν να επιβληθούν με εξαναγκασμό, οι υπόλοιπες υλοποιούνται μόνο αν εκούσια τις αποδεχθούν οι χώρες τις οποίες αφορούν. Δηλαδή όταν δεν υπάρχει εκούσια αποδοχή είναι οι μεγάλες δυνάμεις που τελικά αποφασίζουν ποιες αποφάσεις του ΟΗΕ γίνονται σεβαστές».
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος είναι Έλληνας καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πολιτικός. Διετέλεσε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων από τον Ιούνιο του 2013 έως αυτόν του 2014.

«Κυριακάτικη»
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου