Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

ΝΙΚΟΣ ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ : Δύο τσιγάρα δρόμος



ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Τι καπνό φουμάρεις;

Γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΑΜΜΑΝΙΤΗΣ 

Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια το κάπνισμα έχει ριχτεί στο πυρ το εξώτερο και το καταραμένο… Οι περισσότερες ασθένειες που ταλανίζουν την ανθρωπότητα αποδίδονται στο τσιγάρο και επειδή αυτό το λένε εν χορώ οι επιστήμονες, με το κύρος που τους διακρίνει, αυτή πρέπει να ’ναι η αλήθεια Δεν έχουν περάσει όμως πολλά χρόνια που το τσιγάρο μας, το τσιγαράκι μας γινόταν σύντροφος στις χαρές και τις λύπες μας, που τις μοιράζονταν σαν αδέρφι μας. Πόσα σεκλέτια, μα την αλήθεια, βοήθησε να ξεπεραστούν χωρίς να αφήσουν πληγές, και πόσο ασφαλείς νιώθαμε μ’ ένα γεμάτο πακέτο στην τσέπη.
Είναι επίσης γεγονός ότι οι ξένες τσιγαροβιομηχανίες, οι μοντέρνες, με τις τεράστιες διαφημιστικές καμπάνιες, που τίποτα δεν τις συνδέει με το παρελθόν, προσφέρουν το πανάκριβο φαρμάκι τους στους σύγχρονους καπνιστές. Σε όλους τους παλιόφιλους, τους παλιούς τσιγαράδες, που τους έκλεισαν, που τους άφησαν πανί με πανί στον δρόμο, που όμως κάποτε (για χρόνια πολλά) μας συντρόφεψαν, γράφουμε σαν μνημόσυνο το παρόν αφήγημα, για να τους θυμηθούν οι παλαιότεροι και να τους μάθουν οι σύγχρονοι…
Η Ελλάδα ανέκαθεν ήταν καπνοπαραγωγός χώρα κι ο καπνεργάτης πάντοτε έπαιζε σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα του τόπου. Οι απεργίες από τα συνδικάτα τους γιγάντωναν. Το μακελειό στους δρόμους των πόλεων οι καπνεργάτες το έτρεφαν και αυτούς θεωρούσαν υπεύθυνους όταν καθιερώνονταν έκτακτα μέτρα ασφαλείας. Μεγάλα εργοστάσια και μεγάλες καπναποθήκες χτίζονταν για την αποθήκευση του καπνού, που ήταν «χρυσάφι», ενώ ο ασχολούμενος με το εμπόριό του ανήκε στην πλουτοκρατία της χώρας. Ποιοτικά ο ελληνικός καπνός βρισκόταν στην ανωτάτη κατηγορία και ήταν περιζήτητος από τους καπνουλάδες.
Υπήρχαν περιοχές που ήσαν γνωστές από τον τύπο τσιγάρων που παρήγαγαν, όπως τα «ελαφρά του Αγρινίου» ή τα «σέρτικα Λαμίας». Διότι ο ελληνικός καπνός υπερείχε των καπνών άλλων τόπων, λόγω της μικρής ποσότητας νικοτίνης. Έτσι μοσχοπουλιόνταν στις ξένες τσιγαροβιομηχανίες τα ελληνικά καπνά, που δεν ταίριαζαν με τα γούστα των καπνιστών και τα χαρμάνιαζαν με τα δικά τους για να τα ελαφρύνουν. Ήταν πολύ φτωχή η Ελλάδα προπολεμικά κι ένα πακέτο τσιγάρα κόστιζε πανάκριβα. Ίσως λόγω της βουλιμίας των τσιγαράδων για κέρδος, ίσως για κάποιον άλλο λόγο που ίσχυε εκείνη την εποχή, αγόραζε ο βιομήχανος σχεδόν τζάμπα τον καπνό απ’ τον παραγωγό και πούλαγε πανάκριβα τα τσιγάρα.
Οι περιπτεράδες, που είχαν σχεδόν την αποκλειστικότητα πωλήσεως τσιγάρων, άνοιγαν τα πακέτα και πουλούσαν χύμα με το κομμάτι το περιεχόμενό τους. Τότε το μεγάλο πακέτο είχε 22 τσιγάρα, το μικρό 11 και η κούτα 88. Βέβαια, με την πολιτική προωθήσεως των πωλήσεων σε μερικές ακριβές μάρκες, έκαναν και ειδικές συσκευασίες με κουτιά των 27 τσιγάρων ή τενεκεδένια, των 50, που προορίζονταν για σταθερά σημεία καπνίσματος, σπίτια ή γραφεία. Στον καιρό του πολέμου τα τσιγάρα δεν πουλιόνταν. Απλά τα μοίραζαν σε όσους στέκονταν ουρά στα περίπτερα τις απογευματινές ώρες.
Κάθε περίπτερο έπαιρνε τσιγάρα ανάλογα με τη δυναμική του και έτσι πολλοί έπιαναν ουρά από νωρίς για να προλάβουν να ξανασταθούνε και να ξαναπάρουν. Τα μοίραζαν χύμα από κούτες των 100, η ποιότητα ήταν ενιαία και ο κόσμος τα έλεγε «στούκας». Μετά τον πόλεμο πλάκωσε το εγγλέζικο, το μυρωδάτο, το λαθραίο. Τότε υποκύψαμε στο άρωμά τους και πολλοί γινήκαμε καπνιστές. Μάθαμε τα «Three three’s, τα «Senior service», τα «Graven ‘‘Α’’» και στρέφαμε αλλού, μετά βδελυγμίας, τους οφθαλμούς όταν μας πρόσφεραν ελληνικά.
Επειδή το κακό με τα λαθραία παράγινε, το υπουργείο καθιέρωσε τους μυριστές για να βάλει τέλος στο λαθρεμπόριο. Δηλαδή, στον ηλεκτρικό, που ήταν το μοναδικό μας αστικό τρένο με βαγόνια καπνιστών, προσέλαβε ειδικούς μυριστές για να μυρίζουν τι καπνίζουν οι επιβάτες και να μπαγλαρώνουν τα κακά παιδιά. Ήταν, όπως είπαμε, πολύ φτωχή η Ελλάς και προσπαθούσε ο Έλληνας να τη βγάλει όπως όπως.




Τότε λανσαρίστηκε η λέξη «σελέμης» για εκείνον που ήτανε συστηματικός τρακαδόρος και πολλά ανέκδοτα κυκλοφόρησαν σχετικά με το τσιγάρο και την τράκα του. Ήταν η εποχή που έβαζαν ένα φρέσκο μουρόφυλλο ή αμπελόφυλλο στο πακέτο για να μην ξεραίνεται ο καπνός. Δεν ήσαν τότε οι καπνιστές τα ρεμάλια της κοινωνίας, οι περιθωριακοί, αλλά άνθρωποι ευυπόληπτοι, στηρίγματα της κοινωνίας, που τους εξυπηρετούσαν ελάχιστα ειδικά καταστήματα, τα περίφημα «smoker’s house», ο οίκος του καπνιστού, με πιο γνωστό τον Psarro στην οδό Σταδίου, παρά το Σύνταγμα.
Ουσιαστικά, τέτοια ειδικά μαγαζιά, που να καλύπτουν όλα τα κέφια των καπνιστών, η Αθήνα είχε μονάχα δύο, ο ένας, το βαρύ πυροβολικό, ο περί το Σύνταγμα Ψαρρός, και ο άλλος, αν θυμάμαι καλά, ο Γαϊτάνος -λαϊκότερος- στα Χαυτεία. Του Ψαρρού ήταν πολυτελές και γκλαμουράτο μαγαζί. Ενέπνεε σεβασμό. Έπρεπε να έχεις μπόλικο θράσος ή να είσαι «κάποιος» για να ανοίξεις τη πόρτα και να μπεις για να ρωτήσεις «πόσο έχει». Το εμπόρευμα που μόστραρε στη βιτρίνα του ήταν ανωτάτης ποιότητας. Κάτι «φτηνό» εκεί μέσα δεν υπήρχε. Υπήρχαν, παραδείγματος χάριν, αναπτήρες Dunhill, ασημένιοι και χρυσοί, διάφορες ταμπακιέρες από ακριβά μέταλλα και τσιμπούκια πανάκριβα.
Με δύο λόγια, στου Ψαρρού ο κάθε καπνιστής έβρισκε, αν άντεχε η τσέπη του, όποιο μπιχλιμπίδι ταμπάκου γούσταρε. Στους δρόμους προς το Κολωνάκι, σε μαγαζιά συνήθως ξένου Τύπου, καμιά φορά έβρισκες καπνό πίπας ή και πούρα. Όμως ο «Οίκος του Καπνιστού» ήταν ένας και μοναδικός, του Ψαρρού στο Σύνταγμα.
Αλλά ας μιλήσουμε λιγάκι και για το τσιγάρο, που οι άκαρδοι γιατροί τόσο χαιρέκακα μας έκοψαν.
Οι καπνοβιομηχανίες, ανάμεσα στις τόσες που κατέκτησαν την εμπιστοσύνη του μεγάλου κοινού και που τα τσιγάρα τους θα τα έβρισκες και στο πιο «ξεφτιλισμένο περίπτερο», ήταν του Καρέλια και του Ματσάγγου. Λέγεται μάλιστα ότι σήμερα ακόμη η βασίλισσα της Ολλανδίας καπνίζει «άφιλτρα Καρέλια», που κάνουν ειδική παραγγελία στο εργοστάσιο στην Καλαμάτα. Πάντως, ανεξαρτήτως αυτών, τα γούστα των ελλήνων καπνιστών πριν από τον πόλεμο στρεφόταν στον «Άσσο» του Παπαστράτου, στο «Άρωμα» του Κεράνη, στο «Μπλε» του Ματσάγγου, που ήταν η φίρμα σε μια μπλε στρογγυλή σφραγίδα, το «EGO» των Γιαννουκάκη- Πρωτόπαπα.
Και η διαχρονική «SANTE», με τη φιγούρα μιας όμορφης και υγιούς κυρίας στο κοκκινωπό πακέτο. Η κυρία αυτή άντεξε τις πολύχρονες και εξοντωτικές επιθέσεις της ιατρικής επιστήμης και ήταν από τις τελευταίες τσιγαροβιομηχανίες που έκλεισε. Για όσους πρόσεχαν ιδιαιτέρως την υγεία τους, το μπλε «Αντινικότ 22» του Γεωργιάδη είχε και αυτό τους πιστούς του αγοραστές. Κάποτε έγραφε μέσα στο πακέτο του: «Συμβάλλει εις την καλήν λειτουργίαν των πνευμόνων…».
Ωστόσο, ύστερα από παρέμβαση ιατρών, όπως φαίνεται, η επιγραφή αυτή εξαφανίστηκε. Το μεγάλο αφεντικό στο τσιγάρο ήταν ο Παπαστράτος. Ήταν μια κάθετη καπνοβιομηχανία. Με ιδιόκτητα καπνοτόπια, όπου καλλιεργούνταν τα περίφημα καπνά Αγρινίου, ιδιόκτητες καπναποθήκες, μια ιδιόκτητη πρωτεύουσα… Νομού, το… Αγρίνιο. Και ένα ιδιόκτητο εργοστάσιο τσιγάρων κάτω στον Πειραιά. Με τα σχεδόν 20 νούμερα τσιγάρων που κυκλοφορούσε ήταν ο κυρίαρχος της αγοράς. Κάθε νούμερο διαφορετική ποιότητα.
Κάθε ποιότητα και διαφορετική γεύση. Μετά τον πόλεμο μια «βουλιμία» απλώθηκε για κάθε τι. Κυκλοφόρησαν καινούρια και απομιμήσεις. Βγήκε στην πιάτσα το «Ζήτα Καραβασίλη», σαν απομίμηση του «Άσσου», το «ΜΙ» του Μαργαρίτη. Του Μέξη, με τις μικρές φωτογραφίες με ημίγυμνες, η «Λήθη» του Χατζηγεωργίου, οι «Δελφοί» του Κεράνη, τα «EVES», τα πάμφθηνα «Ξάνθη», που ήσαν ολόιδια στη γεύση με τα γαλλικά «Gauloises», και το πάντα με ευρύτατη κυκλοφορία «Άσπρο Έθνος». Και όταν ο πόλεμος τελείωσε ο Παπαστράτος επανακυκλοφόρησε, κοντά στα άλλα, το κίτρινο νούμερο «5» που είχε διακόψει. Πάντα -ως μη όφειλε- ήταν ακριβό το τσιγάρο.
Μπορεί να κυκλοφορούσαν και φθηνότερα, όπως τα «Σέρτικα Λαμίας» ή τα «Καπερνάρος», αλλά η διαφορά ήταν πολύ μικρή και αναγκαστικά γινόταν οικονομία στο κάπνισμα και ειδικά στο … κέρασμα. Ο διάλογος πήγαινε κάπως έτσι: «Ωραία τα τσιγάρα σου. Από πού τα παίρνεις»; Η απάντηση: «Με συγχωρείς. Εσύ τα παίρνεις από μένα, εγώ τα αγοράζω…». Και έτσι απόμενε μονάχα η γόπα για τον θεριακλή μπατίρη.
Ένας μακρύς κατάλογος από θνησιγενείς μάρκες, που έλαμψαν πρόσκαιρα, με ελάχιστους πιστούς καπνιστές, και γρήγορα έσβησαν, μάρκες που θα μπορούσαν να σχηματίσουν ένα αξιομνημόνευτο παρελθόν. Ύστερα εισέβαλαν οι ξένες καπνοβιομηχανίες και απώθησαν στην ανυπαρξία το ελληνικό τσιγάρο.
Πολυσχιδές ήταν το τσιγαράκι μας. Δεν ήταν μονάχα σύντροφος, φίλος, αλλά και μέσον για να μετράς την απόσταση και τον χρόνο. Ήθελες, να πούμε, «ενός τσιγάρου δρόμο για να φτάσεις». Και το άλλο το «ηθικό», οι υποσχέσεις που πάντοτε τηρούνταν: «Φάτον εσύ και εγώ θα σου φέρνω τσιγάρα στη φυλακή…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου