Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Οι Κιουρί και οι δύσκολες ώρες (β΄ μέρος)


 
Οι Κιουρί και οι δύσκολες ώρες
 
ΤΗΣ ΕΥΑΣ ΚΙΟΥΡΙ


Μια σκληρή ζωή

Για κακή τους τύχη, εκτός απ' τον αγώνα τους ενάντια στη Φύση μέσα στο  φτωχικό τους εργαστήριο,  οι Κιουρί είχανε κι άλλα πράγματα με τα οποία έπρεπε ν' αντιπαλέψουνε. Ο μισθός του Πιέρ στη Σχολή Φυσικής ήταν 500 φράγκα το μήνα και, μετά τη γέννηση της Ειρήνης, τα έξοδα μιας παραμάνας βαρύνανε πολύ τον   προϋπολογισμό   του   σπιτιού. Έπρεπε το ζευγάρι να βρει καινούριους πόρους.
Μαθαίνοντας, το 1898, πως στην Σορβόννη είχε χηρεύσει μια έδρα Φυσικοχημείας, ο Πιέρ αποφασίζει να τη ζητήσει. Θα του απέδιδε 10.000 φράγκα και θα σήμαινε λιγότερες ώρες διδασκαλίας. Η υποψηφιότητα του, όμως, απορρίπτεται. Για τον Πιέρ Κιουρί δεν ήταν γραφτό να πάρει μία έδρα καθηγητή παρά στα 1904, αφού πια η οικουμένη ολόκληρη θα είχε παινέψει την αξία του. Για την ώρα, έπρεπε ν' αρκεστεί σε μια υποδεέστερη θέση στην Σορβόννη, που οι πανεπιστημιακές αρχές ήταν πρόθυμες να του τη δώσουν, για να του εμπιστευτούν συγχρόνως ένα σωρό δευτερεύουσας σημασίας μαθήματα. Στο μεταξύ, η Μαρί είχε κι αυτή εξασφαλίσει μια δουλειά καθηγήτριας σ' ένα λύκειο θηλέων, κοντά στις Βερσαλλίες.
Ο οικογενειακός προϋπολογισμός είχε μεν ισοσκελιστεί τώρα, αλλά στους ώμους των Κιουρί είχε πέσει ένας τεράστιος όγκος παραπανίσιας δουλειάς, ακριβώς την εποχή που οι πειραματισμοί τους γύρω από τη ραδιενέργεια απαιτούσαν να τους αφιερώσει το ζευγάρι όλη του την ικμάδα. Οι φίλοι του Πιέρ προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τον βοηθήσουν να προσεγγίσει την «άπιαστη» εκείνη καθηγητική έδρα. Καθώς η ιδιότητα του μέλους της Ακαδημίας Επιστημών θα μεγάλωνε σημαντικά το κύρος του, τον πίεσαν, στα 1902, να υποβάλει υποψηφιότητα. Αρχικά, εκείνος δίσταζε. Έπειτα, χωρίς διάθεση, συγκατατέθηκε. Του Πιέρ του ήταν δύσκολο να γυρίζει τα γραφεία των ακαδημαϊκών για να τους κάνει, όπως το 'χε το έθιμο, τις απαραίτητες επισκέψεις. Όσο για το να αραδιάζει τις τιμητικές του διακρίσεις, να παινεύει τον εαυτό του, να καυχιέται για την επιστημονική του δουλειά, αυτό πια ήταν πέρα απ' τις δυνάμεις του! Προτίμησε να μιλήσει με καλά λόγια για τον αντίπαλο του υποψήφιο, λέγοντας πως ο κύριος Αμαγκά συγκέντρωνε πολύ περισσότερα προσόντα από τον ίδιο για μια θέση στην Ακαδημία. Κι οι ακαδημαϊκοί διαλέξανε τον Αμαγκά...
Λίγο καιρό αργότερα, ο Πιέρ αρνιέται να τον προτείνουν για το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής. Μα την αλήθεια, θα ήταν κυριολεκτικά κωμικό να δεχτεί, σαν «ενθάρρυνση», ένα σταυρό από σμάλτο κρεμασμένο σε μια μεταξωτή κόκκινη κορδέλα, τη στιγμή που, ως επιστήμονα, του αρνιόντουσαν τα μέσα να δουλέψει!
Οι Κιουρί συνεχίζουν να διδάσκουν, με καλή διάθεση και δίχως πικρία, δίνοντας στα μαθήματα τον καλύτερο εαυτό τους. Μοιρασμένοι πιεστικά ανάμεσα στη δική τους επιστημονική εργασία και στην καθηγητική τους δουλειά, ξεχνάνε ακόμα και να φάνε και να κοιμηθούν. Χωρίς να συνειδητοποιήσουν πόσο αυτό είναι απερίσκεπτο, κατασπαταλούν κι οι δυο τους τις φυσικές δυνάμεις που φεύγουν παρασυρμένες, λες, από μιαν άμπωτη. Κάμποσες φορές, αβάσταχτοι πόνοι στα πόδια αναγκάζουν τον Πιέρ να μένει στο κρεβάτι. Η Μαρί, χάρη στα γερά νεύρα της, καταφέρνει να μην καταρρεύσει, οι φίλοι όμως του ζευγαριού τρομάζουν βλέποντας τη χλωμάδα της και το ρουφηγμένο από την αδυναμία πρόσωπο της. Ένας απ' αυτούς γράφει του Πιέρ, για να τον παρακαλέσει να φροντίσει την υγεία της Μαρί, αλλά και τη δική του.
... Μου έκανε κατάπληξη πόσο έχουν αλλάξει τα χαρακτηριστικά της κυρίας Κιουρί, όταν την είδα στην Φυσική Εταιρεία. Την έχει πάρει αρκετές φορές το μάτι μου να τρώει δυο φέτες σαλάμι μόνο και να πίνει, μετά, ένα τσάι.  Έχετε τη γνώμη ότι ένας οργανισμός μπορεί να τα βγάλει πέρα με τόσο λίγη τροφή όσο κι αν είναι γερός; Τι θα κάνατε, αν αρρώσταινε η κυρία Κιουρί; Προβλέπω πως θα μου απαντήσετε: «Δεν πεινάει. Μεγάλη είναι, ξέρει τι κάνει.» Κι εγώ, λοιπόν, σας λέω πως δεν ξέρει! Συμπεριφέρεται κυριολεκτικά σαν μικρό παιδί. Σας το λέω, με όλο το θάρρος της φιλίας μας.

Μια απόφαση «χωρίς σημασία»

Περίφημο ράδιο! Καθαρό, σε μορφή χλωριούχου άλατος, έμοιαζε με μια θαμπή λευκή σκόνη, όμοια σχεδόν με το κοινό αλάτι της κουζίνας... Μα οι ιδιότητες του ήταν εκπληκτικές: Η ακτινοβολία του ξεπερνούσε σε ένταση κάθε προσδοκία,  όντας δύο εκατομμύρια φορές ισχυρότερη από του ουρανίου. Οι ακτίνες του διαπερνούσαν τη σκληρότερη και την πιο αδιαφανή ύλη. Την ύπουλη αυτή διεισδυτική τους δύναμη, μονάχα μια χοντρή πλάκα μολύβι μπορούσε να την ανακόψει, όπως αποδείχτηκε.
Το τελευταίο και το πιο συγκινητικό θαύμα, ωστόσο, ήταν ότι το ράδιο μπορούσε να γίνει σύμμαχος των ανθρώπων στον αγώνα τους εναντίον του  καρκίνου.   Ήταν λοιπόν  κάτι χρήσιμο, υπέροχα χρήσιμο, που η εξαγωγή του δεν είχε πια απλώς πειραματικό ενδιαφέρον. Μια ολόκληρη βιομηχανία ραδίου ήταν έτοιμη να γεννηθεί.
Δεδομένου   ότι   τα   θεραπευτικά αποτελέσματα του ραδίου είχαν γίνει γνωστά,   σε  κάμποσες χώρες,  και ιδίως στο Βέλγιο και στην Αμερική, άρχισαν να εκπονούνται σχέδια για την εκμετάλλευση των ραδιενεργών μετάλλων. Για να μπορέσουν όμως οι μηχανικοί να παραγάγουν το «θαυμαστό μέταλλο», έπρεπε να γνωρίζουν τα μυστικά της λεπτεπίλεπτης διαδικασίας. Ο Πιέρ μίλησε για όλα αυτά στη γυναίκα του κάποια Κυριακή πρωί. Είχε μόλις τελειώσει το διάβασμα ενός γράμματος που του είχαν στείλει κάτι τεχνικοί από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίοι ήθελαν να εκμεταλλευτούν το ράδιο στην Αμερική και ζητούσαν πληροφορίες. «Έχουμε δύο επιλογές,» άρχισε ο Πιέρ.  «Ή να περιγράψουμε τα αποτελέσματα των ερευνών μας χωρίς καμία επιφύλαξη, εξηγώντας λεπτομερώς και τη διαδικασία καθαρισμού...»
Με μια χειρονομία που έδειχνε πως ήταν απόλυτα σύμφωνη, η Μαρί τον έκοψε ψιθυρίζοντας: «Μα βέβαια, φυσικά.»
«... ή μπορούμε,» συνέχισε ο Πιέρ, «να θεωρήσουμε το ράδιο ιδιοκτησία μας, εφεύρεση μας πες, να πατεντάρουμε την τεχνική επεξεργασίας του πισσουρανίτη και να κατοχυρώσουμε τα δικαιώματα μας σε σχέση με τη βιομηχανική παραγωγή ραδίου, σε παγκόσμια κλίμακα.»
Η Μαρί έμεινε συλλογισμένη για μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα αποκρίθηκε:
«Αυτό δε γίνεται. Θα ήταν εντελώς αντίθετο προς το επιστημονικό πνεύμα.»
Το σοβαρό πρόσωπο του Πιέρ φωτίστηκε. Μ' ένα μικρό γελάκι, μόνο και μόνο για να συμβιβαστεί με τη συνείδηση του, πέταξε στη γυναίκα του μια κουβέντα για το μοναδικό όνειρο που του ήταν δύσκολο να απαρνηθεί:
«Σκέψου, Μαρί, ότι θα μας δινόταν η δυνατότητα ν' αποκτήσουμε κι ένα τέλειο επιστημονικό εργαστήριο...»
Το βλέμμα της πέτρωσε. Συλλογίστηκε την ιδέα. Και την απέρριψε σχεδόν μονομιάς.
«Οι φυσικοί δημοσιεύουν πάντα τις έρευνες τους πλήρεις,» είπε. «Αν η δική μας ανακάλυψη έχει και μέλλον εμπορικό, αυτό είναι ένα εντελώς τυχαίο γεγονός απ' το οποίο δεν πρέπει να επωφεληθούμε. Άλλωστε, το ράδιο θα χρησιμοποιηθεί για σκοπούς θεραπευτικούς... Πώς είναι δυνατόν να θελήσουμε να βγάλουμε κέρδος από κάτι τέτοιο;»
Δεν έκανε καμία προσπάθεια να πείσει τον άντρα της. Γιατί, μέσα της, μάντευε πως εκείνος είχε κάνει λόγο για την πατέντα μονάχα από αβεβαιότητα. Και το 'ξερε, πως τα λόγια που εκείνη πρόφερε τώρα με τόση σιγουριά, εκφράζανε τα συναισθήματα και των δυο τους, ανταποκρίνονταν απόλυτα στην αντίληψη που είχαν και οι δύο σχετικά με τον ρόλο της επιστήμης.
Σαν να έκλεινε ένα θέμα, χωρίς σημασία, ο Πιέρ πρόσθεσε:
«Λοιπόν, αφού είναι έτσι, θα γράψω απόψε κιόλας στους Αμερικανούς τεχνικούς, δίνοντας τους όλες τις πληροφορίες που θέλουν.»
Ένα τεταρτάκι μετά την πρωινή αυτή κυριακάτικη κουβεντούλα, ο Πιέρ και η Μαρί, καβάλα στα ποδήλατα τους, τραβούσαν για μια βόλτα στο δάσος. Είχαν κάνει για πάντα την επιλογή τους ανάμεσα στη φτώχεια και στον πλούτο. Και το απόβραδο, κουρασμένοι, γύρισαν με την αγκαλιά τους γεμάτη πράσινα κλαριά, φύλλα κι αγριολούλουδα.

Ο εχθρός


Τώρα, είχε πια έρθει η ώρα του πρελούδιου μιας Συμφωνίας, που σύντομα θά 'φτάνε στο κρεσέντο της.
Τον Ιούνιο του 1903, η Βασιλική Ακαδημία κάλεσε επίσημα τον Πιέρ Κιουρί στο Λονδίνο να δώσει μία σειρά διαλέξεων με θέμα το ράδιο. Κι αμέσως μετά, άρχισαν να φτάνουν βροχή οι προσκλήσεις σε γεύματα, γιατί όλο το Λονδίνο ήθελε να δει από κοντά τους «γονείς του ραδίου».
Το ζευγάρι, αμήχανο κάπως, υπέμεινε τις εκδηλώσεις αυτές για μερικές μέρες, και ξαναγύρισε, έπειτα, στην παράγκα του. Οι Άγγλοι όμως είναι πιστοί σ' εκείνους που θαυμάζουν. Έτσι, το Νοέμβρη του 1903, η Βασιλική Ακαδημία τίμησε τον Πιέρ και τη Μαρί με μια από τις ανώτατες διακρίσεις του: το μετάλλιο Νταίηβυ.
Η επόμενη αναγνώριση ήρθε απ' την Σουηδία. Στις 10 Δεκεμβρίου του 1903, η Ακαδημία Επιστημών της Στοκχόλμης ανήγγειλε ότι το Νόμπελ Φυσικής της χρονιάς εκείνης απονεμόταν κατά το ήμισυ στον Ανρύ Μπεκερέλ, και κατά το άλλο ήμισυ στον κύριο και στην κυρία Κιουρί για την ανακάλυψη της ραδιενέργειας.
Κανένας από τους δυό Κιουρί δεν είναι παρών στην τελετή. Το δίπλωμα και τα χρυσά μετάλλια τα παραλαμβάνει για λογαριασμό τους, από τα χέρια του βασιλιά της Σουηδίας, ένας Γάλλος υπουργός. Κατάκοποι, σε κακά χάλια, και ο Πιέρ και η Μαρί δεν αποφασίζουν να κάνουν, καταχείμωνο, ένα τέτοιο μακρύ ταξίδι.
Τούτο το βραβείο Νόμπελ σήμαινε 70.000 χρυσά φράγκα και δεν ήταν «αντίθετο προς το επιστημονικό πνεύμα» να το δεχτεί κανείς. Μοναδική ευκαιρία ν' απαλλαγεί ο Πιέρ από τις ώρες που του έτρωγε η διδασκαλία, να γλιτώσει την υγειά του! Με το που ήρθε το ευλογημένο τσεκ, αγοράστηκαν δώρα, οι Κιουρί μπόρεσαν να δώσουν ένα δάνειο στον αδελφό του Πιέρ, να στείλουν χρήματα στις αδελφές της Μαρί, να γραφτούν μέλη σε επιστημονικές εταιρείες, να χαρίσουν δωράκια σε Πολωνούς φοιτητές, να στείλουν κάτι σε μια παιδική φίλη της Μαρί...
Ακόμα, η Μαρί φτιάχνει στο μικρό τους σπιτάκι ένα «μοντέρνο» μπάνιο και επισκευάζει ένα από τα δωμάτια που είχε τα χάλια του. Αλλά, φυσικά, το να γιορτάσει κανείς το γεγονός αγοράζοντας ένα καινούριο καπέλλο, είναι κάτι που ούτε της περνάει από το μυαλό. Όπως και δεν της πέρασε από το μυαλό να παρατήσει τα μαθήματα της, παρ' όλο που τον Πιέρ τον πιέζει να σταματήσει να διδάσκει στη Σχολή Φυσικής.
Τώρα που η φήμη τους είχε ανοίξει την αγκαλιά της, τα τηλεγραφήματα ήταν στοίβα πάνω στο τραπέζι της δουλειάς, τα άρθρα δημοσιεύονταν κατά εκατοντάδες στις εφημερίδες, χιλιάδες άνθρωποι τους  ζητούσαν αυτόγραφα και φωτογραφίες, εφευρέτες τους έστελναν γράμματα, κι άλλοι τους έστελναν στίχους για το ράδιο. Κάποιος έφτασε στο σημείο να τους ζητήσει, με μια επιστολή του, την άδεια να βαφτίσει ένα άλογο κούρσας που είχε «Μαρί»!
Κι. ωστόσο, τους Κιουρί κι αυτόν όλο τον κόσμο, που τώρα στρεφόταν προς αυτούς, τους χώριζε μόνιμα μια παρεξήγηση: Για το ζευγάρι είχε τώρα φτάσει η στιγμή που ήταν, ίσως, η πιο οδυνηρή της ζωής τους. Εκείνοι, το μόνο που ήθελαν ήταν να εργαστούν απερίσπαστοι. Η αποστολή τους δεν είχε τελειώσει. Η διασημότητα όμως που τους είχε τυλίξει δεν σεβόταν το μέλλον, προς το οποίο μοχθούσαν να στραφούν ο Πιέρ και η Μαρί. Γιατί η φήμη ορμά πάνω στους μεγάλους, κρεμιέται από πάνω τους μ' όλο της το βάρος, πασχίζει να τους σταματήσει από του να προχωρήσουν.
Η δημοσιότητα που δημιουργήθηκε εξ αιτίας του βραβείου Νόμπελ έκανε πολλούς να κατατάξουν τη ραδιενέργεια ανάμεσα στις οριστικές νίκες της επιστήμης - ενώ, στην πραγματικότητα, η όλη υπόθεση βρισκόταν ακόμα σε εμβρυϊκό στάδιο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το, θρυλικό πια, ζευγάρι δεν έβρισκε μιας στιγμής ησυχία. Οι υπερβολικές εκδηλώσεις θαυμασμού και λατρείας λήστευαν τους Κιουρί απ' τους πιο πολύτιμους θησαυρούς τους, που ήθελαν με κάθε θυσία να τους κρατήσουν: τη σιωπή και τη δυνατότητα της περισυλλογής.
Τον Γενάρη του 1904, ο Πιέρ γράφει σ' ένα φίλο του:
Από καιρό λογάριαζα να σου γράψω, μ' αυτή την ανόητη ζωή, όμως, που κάνω τώρα, δεν στάθηκε δυνατόν. Αυτός ο ξαφνικός γενικός ενθουσιασμός για το ράδιο μας έδωσε μια στιγμιαία δημοτικότητα με όλα της τα «πλεονεκτήματα»: Οι φωτογράφοι και οι δημοσιογράφοι όλου του κόσμου μας κυνηγάνε. Γράφουν ακόμη και για την ασπρόμαυρη γάτα μας. Ένα σωρό κόσμος μας ζητάει χρήματα ή αυτόγραφα. Έρχονται να μας δουν οι σνομπ, οι κοσμικοί, και καμιά φορά και οι επιστήμονες. Δεν μας έχει μείνει πια ούτε μιας στιγμής ησυχία στο εργαστήριο, και τα βράδια πρέπει ν' απαντάμε και σ' ένα σωρό γράμματα. Αισθάνομαι σαν αποβλακωμένος μ' όλη αυτή την κατάσταση...
Την άνοιξη του 1904 η Μαρί γράφει:
Πάντα η ίδια φασαρία γύρω μας. Ο κόσμος κάνει ό,τι μπορεί για να μας αποσπάει από τη δουλειά μας όσο το δυνατόν περισσότερο. Αλλά τώρα πήρα την απόφαση να γίνω γενναία και δεν δέχομαι πια επισκέπτες - αυτοί, όμως, δεν εννοούν να μη με ενοχλούν... Η παλιά ήρεμη ζωή μας, που τη γέμιζε η δουλειά, έχει αποδιοργανωθεί ολότελα.
Πάνω απ' όλα, εκείνο που έκανε τη Μαρί να υποφέρει ήταν ο ρόλος που ο κόσμος επιθυμούσε να της επιβάλει να παίξει. Με τον χαρακτήρα που είχε, κανένα είδος συμπεριφοράς απ' αυτά που μπορεί να υιοθετήσει μια διασημότητα δεν της πήγαινε: ούτε οι οικειότητες ούτε οι μηχανικές φιλίες, ούτε η σκόπιμη αγριάδα και αυστηρότητα ούτε η επιδεικτική μετριοφροσύνη. Η Μαρί, απλούστατα, δεν ήξερε να είναι διάσημη. Μόλις τα βλέμματα του κόσμου καρφώνονταν με περιέργεια πάνω της, μια ακατανίκητη δειλία την έκανε να παγώνει ολόκληρη.
Ανάμεσα από χιλιάδες ανέκδοτα, υπάρχει κάποιο που συμπυκνώνει πολύ χαρακτηριστικά την αντίδραση των Κιουρί απέναντι στον δημόσιο θαυμασμό. Ένα βράδυ, το αντρόγυνο δειπνούσε στο Μέγαρο των Ηλυσίων με τον πρόεδρο της Γαλλίας και την κυρία Λουμπέ. Σε κάποια στιγμή, η κυρία Λουμπέ ρώτησε τη Μαρί: «Θα θέλατε να σας παρουσιάσω στον βασιλέα της Ελλάδος;»
Με μοναδική αφέλεια αλλά και ευγένεια, η Μαρί απάντησε σοβαρά, σοβαρά:
«Δεν βλέπω τι χρησιμότητα θα είχε κάτι τέτοιο.»
Αλλά αμέσως, βλέποντας την κατάπληξη στο πρόσωπο της συνομιλήτριας της, βιάστηκε να προσθέσει, κοκκινίζοντας σαν παπαρούνα:
«Φυσικά... φυσικά... θέλω να πω αν εσείς νομίζετε πως πρέπει, θα κάνω ό,τι μου πείτε. Ό,τι ακριβώς μου πείτε.»
Σε αντάλλαγμα της συμφοράς που η φήμη είχε φέρει στη ζωή τους, θα έπρεπε τουλάχιστον να εξασφαλίσει στους Κιουρί κάποια πλεονεκτήματα: καθηγητικές έδρες, ένα επιστημονικό εργαστήριο, συνεργάτες και πιστώσεις για έρευνες, που τόσο καιρό τις λαχταρούσαν. Πότε, όμως, θα γίνονταν πραγματικότητα όλα αυτά;

Πλάι-πλάι

Στα τέλη της δεύτερης εγκυμοσύνης της, το 1904, η Μαρί είναι κυριολεκτικά εξουθενωμένη. Η γέννα είναι οδυνηρή, δεν λέει να πάρει τέλος. Στις 6 Δεκεμβρίου 1904 έρχεται στον κόσμο ένα παχουλό μωρό στεφανωμένο από πυκνά μαύρα μαλλάκια. Άλλη μία θυγατέρα: η Εύα. Σύντομα η Μαρί ξαναγυρίζει στη ρουτίνα του σχολείου και του εργαστηρίου. Το ζευγάρι δεν κάνει ποτέ κοσμικές εξόδους. Δεν μπορεί όμως και να ξεφεύγει πάντα από τα επίσημα γεύματα που οργανώνονται προς τιμήν ξένων επιστημόνων. Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, ο Πιέρ βάζει το όλο γυαλάδες φράκο του κι η Μαρί το μοναδικό βραδινό της φουστάνι.
Αυτό το φουστάνι, που το 'χει χρόνια, και που από καιρό σε καιρό το δίνει σε μια μοδίστρα να της το μεταποιήσει, είναι από μαύρο τούλι. Μια αληθινά κομψή γυναίκα θα το έβλεπε με οίκτο. Η διακριτικότητα, όμως, και η συντηρητικότητα που είναι τα κύρια γνωρίσματα του χαρακτήρα της Μαρί καταφέρνουν να της δώσουν ένα στυλ μέσα σ' αυτό το φόρεμα. Όταν σηκώνει τα σταχτόξανθα μαλλιά της ψηλά και βάζει γύρω στο λαιμό της ένα λεπτό κολιέ από χρυσό φιλιγκράν, είναι υπέροχη!
«Τι κρίμα,» ψιθυρίζει κάποια φορά ο Πιέρ, βλέποντας την έτσι ντυμένη. «Τα βραδινά φορέματα σου πηγαίνουν τόσο όμορφα!» Και μ' ένα στεναγμό προσθέτει: «Τι να γίνει όμως, εμείς δεν έχουμε καιρό.»
Στις 3 Ιουλίου του 1905, ο Πιέρ Κιουρί μπαίνει στην Ακαδημία - μόλις παρά τρίχα! Είκοσι δύο από τους επιστήμονες δεν ψήφισαν αυτόν, μα τον αντίπαλο του. Στο μεταξύ έχει κι η Σορβόννη δημιουργήσει μία έδρα Φυσικής για κείνον - μια έδρα που τόσα χρόνια τη λαχταρούσε - αλλά κατάλληλο εργαστήριο δεν υπάρχει ακόμα. Θα χρειαστεί να περάσει άλλη μια οκταετία, πριν η Μαρί αξιωθεί να «εγκαταστήσει» τη ραδιενέργια σ' ένα κτίσμα αντάξιο της: ένα κτίσμα που ο Πιέρ δεν θα το δει ποτέ... Η σπαρακτική σκέψη πως ο σύντροφος της περίμενε μάταια για τούτο το όμορφο εργαστήριο - που ήταν και η μοναδική του φιλοδοξία -μέχρι το τέλος της ζωής του, δεν θα σβήσει ποτέ απ' το μυαλό της.
Η κυρία Κιουρί κι εγώ δουλεύουμε, γράφει ο Πιέρ στις 14 Απριλίου του 1906, για να προσδιορίσουμε ακριβώς τη δόση τον ραδίου με βάση την ενέργεια που εκπέμπει. Μπορεί αυτό να δίνει την εντύπωση πως δεν είναι τίποτα, κι όμως, να πω παιδευόμαστε μήνες τώρα, και, εν τούτοις, μόλις αρχίζουμε να έχουμε κανονικά αποτελέσματα.
«Η κυρία Κιουρί κι εγώ δουλεύουμε»... Γραμμένα πέντε μόνο μέρες πριν απ' το θάνατο του, τα λόγια αυτά του Πιέρ εκφράζουν όλη την ομορφιά και τη βαθύτερη ουσία ενός δεσμού, που ποτέ δε χαλάρωσε. Κάθε βήμα μπροστά που έκαναν στη δουλειά τους, κάθε απογοήτευση, μα και κάθε νίκη, έδενε πιο πολύ αναμεταξύ τους αυτόν τον άντρα κι αυτήν τη γυναίκα. Ανάμεσα σ' αυτούς τους δυο ίσους ανθρώπους, που ο ένας τους θαύμαζε παθιασμένα τον άλλο, δίχως ποτέ να τον ζηλέψει, υπήρχε η υπέροχη συντροφικότητα δύο πλασμάτων που δουλεύουν πλάι πλάι, η οποία στάθηκε ίσως κι η πιο τρυφερή έκφραση του βαθύ έρωτα τους.

Μόνη της


Γύρω στις δυο και μισή την Πέμπτη, 19 Απριλίου 1906, μια βροχερή μέρα με πνιγηρή ζέστη, ο Πιέρ αποχαιρέτησε τους άλλους καθηγητές της Σχολής Επιστημών, μαζί με τους οποίους είχε φάει για μεσημέρι και βγήκε να φύγει, μέσα στη νεροποντή. Καθώς πήγαινε να διασχίσει τη Ρυ Ντωφίν, αφηρημένος εντελώς, ξεστράτισε απ' το σημείο που περπατούσε - πίσω από ένα αμάξι που του 'κόβε τη θέα, μα και τον κάλυπτε -για να βρεθεί ξαφνικά μπροστά σ' ένα βαρύ κάρρο με άλογα που ερχόταν απ' την αντίθετη κατεύθυνση. Σαστισμένος, κάνει ν' αρπαχτεί από τη στηθουριά του ενός ζώου, μα εκείνο, αναπάντεχα, αφηνιάζει. Τα παπούτσια του σοφού γλιστρούν πάνω στον βρεγμένο δρόμο. Του κάκου ο καροτσέρης τραβά μανιασμένα τα γκέμια: Το τεράστιο κάρο, παρασυρμένο απ' το βάρος των έξι τόννων του, κυλάει ακόμα για κάμποσα μέτρα πριν καταφέρει να σταματήσει. Και στο διάβα του, η πίσω αριστερή ρόδα του συναντά ένα αδύναμο εμπόδιο, περνά από πάνω του και το συνθλίβει...
Οι αστυνομικοί που καταφτάνουν σηκώνουν από χάμω το ζεστό σώμα, που η πνοή του έσβησε σαν αστραπή.
Έξι η ώρα: Ζωηρή και καλοδιάθετη η Μαρί ξεπροβάλλει στην εξώθυρα του σπιτιού της. Κάποιοι έχουν έρθει να την επισκεφτούν, μα στην παράξενη στάση τους, την υπερβολικά γεμάτη σεβασμό, διακρίνει αόριστα τα σημάδια της συμπόνοιας. Καθώς της εξιστορούν τι έτρεξε, εκείνη μένει ολότελα ακίνητη. Ύστερα, από μακριά, άγρια σιωπή, τα χείλη της σαλεύουν, τέλος:
«Ο Πιέρ είναι νεκρός; Νεκρός; Εντελώς νεκρός;»
Απ' τη στιγμή που οι τέσσερις αυτές λέξεις, «Ο Πιέρ είναι νεκρός», φτάνουν στη συνείδηση της, είναι μια αξιολύπητη γυναίκα που την τυλίγει αγιάτρευτη μοναξιά.
Με δύο-τρεις λακωνικές κουβέντες, ζητά να φέρουν το σώμα του Πιέρ στο σπίτι. Παρακαλεί μία φίλη να φιλοξενήσει την Ειρήνη, την κόρη της. Στέλνει ένα σύντομο τηλεγράφημα στον πατέρα της, στην Βαρσοβία. Κι έπειτα, βγαίνει έξω στον νοτισμένο κήπο και κάθεται με το κεφάλι στα χέρια και το βλέμμα της άδειο. Κουφή, απαθής, βουβή, περιμένει το σύντροφο της.
Της φέρνουν πρώτα ό,τι βρήκανε στις τσέπες του: Το στυλό του, τα κλειδιά του, το ρολόι του - που ούτε το κρύσταλλο του έσπασε, ούτε σταμάτησε να δουλεύει. Βράδυ πια, στις οκτώ η ώρα, σταματά μπροστά στο σπίτι ένα αμάξι.
Αργά, με δυσκολία, το φορείο περνά τη στενή πόρτα. Ξαπλώνουν τον πεθαμένο σ' ένα από τα δωμάτια του ισογείου. Η Μαρί απομένει μονάχη με τον άντρα της. Φιλάει το πρόσωπο του, φιλάει το κορμί του που δεν τό 'χει ακόμα ξυλιάσει η ακαμψία, που είναι ακόμα σχεδόν ζεστό. Έπειτα, τη βγάζουν με τη βία απ' το δωμάτιο για να μην είναι μπροστά την ώρα που θα ντύσουν το νεκρό. Υπακούει, ασυναίσθητα λες, μα λίγο μετά, στην ιδέα πως άφησε να της κλέψουν αυτές τις στιγμές, ξαναγυρίζει και γαντζώνεται από το άψυχο σώμα.
Αφού περάσουν κάμποσες εβδομάδες, η Μαρί, που δεν το μπορεί να φωνάξει τον καημό της μπροστά στον κόσμο, θ' αρχίσει μέσα στη σιωπή να γράφει σ' ένα τετράδιο τις σκέψεις που την πνίγουν...
Πιέρ μου, κείτεσαι εκεί, ήρεμος, σαν τον άμοιρο λαβωμένο που ξεκουράζεται βυθισμένος στον ύπνο, με δεμένο το κεφάλι. Αυτή η γλυκιά, γαλήνια φυσιογνωμία που βλέπω είσαι ακόμα εσύ, φυλακισμένος μέσα σ' ένα όνειρο απ' όπου δεν γίνεται να ξεφύγεις. Θεέ μου, πόσο πληγωμένος και ματωμένος  είσαι!   Ήταν  Σάββατο πρωί που σε ξαπλώσαμε στο νεκροσέντουκο.  Βάλαμε στην κάσα σου λουλούδια απ' το περιβόλι μας κι εκείνη  τη  φωτογραφιούλα τη  δική μου, που τόσο αγαπούσες και που α' άρεσε να τη λες «η μικρή σοφή φοιτήτρια». Αυτή η εικόνα έπρεπε να σε συντροφέψει στον τάφο,  η εικόνα εκείνης παν είχε την τύχη να σου αρέσει αρκετά, ώστε να της ζητήσεις να μοιραστεί τη ζωή σου.
Μετά την κηδεία, η κυβέρνηση προτείνει επίσημα να χορηγήσει στη χήρα και στα παιδιά του Πιέρ Κιουρί μια κρατική σύνταξη. Η Μαρία αρνιέται κοφτά. «Δεν θέλω σύνταξη,» λέει, και στα λόγια της υπάρχει πάλι, για πρώτη φορά μετά τον θάνατο του Πιέρ, ο παλιός εκείνος αντίλαλος του αλλοτινού, γνώριμου κουράγιου της. «Είμαι αρκετά νέα ακόμα, ώστε να μπορώ να βγάλω το ψωμί των παιδιών μου και το δικό μου.»
Στις 13 Μαίου του 1906, το συμβούλιο καθηγητών της Σχολής Φυσικής αποφασίζει ομόφωνα να εμπιστευτεί την έδρα που κατείχε ο Πιέρ στην Σορβόννη, στην Μαρί. Είναι η πρώτη φορά που μια θέση σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Γαλλίας δίνεται σε γυναίκα. Σαν χαμένη, σχεδόν αδιάφορη, η Μαρί ακούει τον πεθερό της που της εξηγεί με λεπτομέρειες τη βαριά αποστολή την οποία έχει χρέος απέναντι στον εαυτό της, ν' αναλάβει. «Θα προσπαθήσω,» αποκρίνεται.
Την ημέρα που είναι να παραδώσει το πρώτο της μάθημα στην Σορβόννη, το   μικρό  αμφιθέατρο  της  Σχολής πλημμυρίζει από κόσμο. Το πλήθος, που δε χωρά, γεμίζει ως και τους διαδρόμους, και την πλατεία έξω από το κτίριο. Οι λαιμοί τεντώνονται για να μη χάσουν το θέαμα της εισόδου της Μαντάμ Κιουρί. Ποια θα είναι, άραγε, τα πρώτα λόγια της καινούριας καθηγήτριας; Θα εκφράσει τις ευχαριστίες της στον υπουργό ή στη διοίκηση του πανεπιστημίου; Θα πει τίποτα για τον Πιέρ Κιουρί; Ε, ασφαλώς, δεν μπορεί... Είναι έθιμο ν' αρχίζει κανείς το μάθημα με κάποια εγκωμιαστικά λόγια για τον προκάτοχο του!
Μία και μισή... Η πόρτα που βρίσκεται στο βάθος ανοίγει και η Μαρί Κιουρί προχωρεί προς την έδρα μέσα σε θύελλα χειροκροτημάτων. Νεύει ανεπαίσθητα με το κεφάλι: μια στεγνή, σύντομη κίνηση που έχει τη θέση χαιρετισμού. Όρθια, η Μαρί περιμένει να πάψουν οι επευφημίες. Παύουν, πράγματι, απότομα. Κοιτάζοντας ίσια μπροστά της, εκείνη αρχίζει να μιλάει:
«Όταν αναλογίζεται κανείς την πρόοδο που έγινε στον τομέα της Φυσικής τα τελευταία δέκα χρόνια, ξαφνιάζεται διαπιστώνοντας πόσο προχώρησαν οι ιδέες μας όσον αφορά τον ηλεκτρισμό και την ύλη...»
Η Μαρί Κιουρί ξανάρχισε το μάθημα από κείνη τη φράση ακριβώς που είχε αφήσει στη μέση ο Πιέρ Κιουρί. Δάκρυα ανέβηκαν σε πολλά μάτια και κυλούν πάνω στα πρόσωπα.
Φτάνοντας στο τέλος της ξερής της διάλεξης, δίχως πουθενά να λυγίσει, η Μαρί ξαναβγαίνει απ' τη μικρή πορτούλα του βάθους το ίδιο βιαστικά, όπως είχε μπει.

Από το βιβλίο της Εύας Κιουρί με τίτλο MADAME CURIE

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου