Κυριακή 19 Αυγούστου 2018

Κάρλτον Στούαρτ : Τα φαντάσματα του Τιτανικού



Τα φαντάσματα του Τιτανικού

Οι δύτες που προσπάθησαν  να ανασύρουν θησαυρούς από το ναυάγιο του Τιτανικού, οπωσδήποτε τάραξαν τη γαλήνη των πνευμάτων 1.500 νεκρών. Είτε πιστεύετε στα φαντάσματα είτε όχι, τα στοιχεία που συγκέντρωσε ο Κάρλτον Στούαρτ παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον

τoυ Carlton Stuart

Περισσότερες από τρεις γενιές έχουν περάσει κι όμως δεν έπαψε ν' ακούγεται επιτακτική η φωνή  «Ανελκύατε τον Τιτανικό»
Αναρίθμητες προσπάθειες έγιναν και γίνονται από επιστήμονες παγκοσμίου κύρους να βγάλουν στην επιφάνεια πολλούς από τους διασωθέντες θησαυρούς του άνω των 46.000 τόννων υπερωκεάνιου της εταιρείας «White Star», το οποίο προσέκρουσε σε παγόβουνο και βυθίστηκε μέσα σε 2 ώρες και 40 λεπτά στα βάθη του αδυσώπητου Βόρειου Ατλαντικού στις 14 Απριλίου του 1912. Δεν λείπουν όμως κι εκείνοι που πιστεύουν ότι τα δραματικότερα μυστικά θα μπορούσαν να μας τα αποκαλύψουν τα ίδια τα θύματα του ναυαγίου. Κάπου 1.500 ψυχές - που δεν μπορούν να ησυχάσουν, ταραγμένα πνεύματα που έστω κι αν πέρασαν τόσα χρόνια από τότε δεν μπορούν να βρουν πουθενά τη γαλήνη μέσα στην δίνη των βυθών του ωκεανού.
Ο Τόνυ Όρτζεν, εκδότης του περιοδικού Νέα από το Υπερπέραν, δηλώνει: «Συνεχίζεται με αμείωτη ένταση η διαμάχη για το αν πρέπει να ανελκυσθεί ο Τιτανικός ή αν είναι καλύτερα ν' αφήσουμε τους νεκρούς στην ησυχία τους. Εμείς πιστεύουμε,» συνεχίζει ο ' Ορτζεν, «ότι στην πραγματικότητα πολλοί απ' τους νεκρούς αυτούς είναι ζωντανοί στον κόσμο των πνευμάτων. Αν υπήρχε τρόπος να επικοινωνήσουμε μαζί τους θα μπορούσαν να μας πλουτίσουν πολύ τις γνώσεις μας σχετικά με το τι συνέβη εκείνη τη φοβερή νύχτα.»
Ήδη μερικά από τα φαντάσματα του Τιτανικού λέγεται ότι έχουν εμφανισθεί σε συγγενείς και φίλους τους...
Ένα απ’ αυτά είναι το φάντασμα του νεαρού Σίντνεϋ Σήμπερτ, ο οποίος αφού πάλεψε απελπισμένα μέσα στα μανιασμένα κύματα, είχε σχεδόν εγκαταλείψει τον αγώνα για τη σωτηρία του, όταν κάποιος τον τράβηξε πάνω σε μια σωστική λέμβο ήδη κατάμεστη από επιζήσαντες. Πολλά χρόνια αργότερα η Λίλη Ντραίηπερ από το Οακαμ του Ράτλαντ, εξαδέλφη του Σίντνεϋ, θυμήθηκε πόσο είχε τρομοκρατηθεί η μητέρα της από ένα πολύ ζωντανό όνειρο το βράδυ της τραγωδίας.



«Ονειρεύτηκε αξιωματικούς του ναυτικού που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να αποτρέψουν μια τρομακτική σύγκρουση κατά την οποία ένας τεράστιος λευκός όγκος ξεπρόβαλε θαμπά μέσα από την ομίχλη,» λέει η κα Ντραίηπερ. «Ακούστηκε ο υπόκωφος κρότος της σύγκρουσης κι αμέσως μετά ένα ανάκατο,  αλαφιασμένο  πλήθος  έκανε την εμφάνιση του στο κατάστρωμα. Ξαφνικά η μητέρα μου διέκρινε τον Σίντνεϋ κι άρχισε να φωνάζει απεγνωσμένα προσπαθώντας να τον προειδοποιήσει- να τους προειδοποιήσει όλους. Έπειτα, λες κι ήταν κινηματογραφική ταινία, το όραμα έσβησε. Της φάνηκε σαν να πέρασαν μόνο λίγα λεπτά και μετά είδε πάλι τον ανιψιό της, εκεί μπροστά της μέσα στη θάλασσα -τόσο ζωντανά, που ένιωθε τις σταγόνες του νερού να της καταβρέχουν το πρόσωπο. Ο Σίντνεϋ πάλευε   απελπισμένα   με   τα   κύματα. Πνιγόταν, αλλά με μια τελευταία υπεράνθρωπη   προσπάθεια  κατάφερε   να γαντζωθεί πάνω σε μια βάρκα. Ύστερα όλα χάθηκαν...»
Μετά από λίγα λεπτά η θεία του Σίντνεϋ είχε την αίσθηση ότι ο ανιψιός της βρισκόταν δίπλα στο κρεβάτι της, σαν να είχε περάσει απλώς να τη δει.
«Κι αμέσως η εικόνα του χάθηκε...» Μερικές εβδομάδες αργότερα ένας καμαρότος του Τιτανικού που είχε επιζήσει είπε ότι βρισκόταν σ' εκείνη τη βάρκα κι ότι κάποιος είχε τραβήξει μέσα τον Σίντνεϋ, ο οποίος πέθανε δύο ώρες αργότερα από το κρύο και την εξάντληση.

Ψηλά, στην κόφα του καταρτιού του Τιτανικού, ο σκοπός με τα μάτια του καρφωμένα στην αδιαπέραστη παγωμένη νύχτα, στις 11:40 ακριβώς είχε χτυπήσει με δύναμη τρεις φορές την καμπάνα κινδύνου, είχε αρπάξει το τηλέφωνο και είχε φωνάξει: «Παγόβουνο μπροστά μας!»
Ένα βουνό από πάγο, υγρό και γυαλιστερό είχε υψωθεί σαν πύργος πολύ πιο πάνω από τη γέφυρα του πλοίου. Όσοι έτυχε να βρίσκονται εκεί πιάστηκαν απ' όπου μπορούσαν για να αντιμετωπίσουν την φαινομενικά αναπόφευκτη σύγκρουση. Τότε, σαν από θαύμα η πλώρη άρχισε να στρίβει προς τα αριστερά και στο τελευταίο δευτερόλεπτο απέφυγε τη σύγκρουση ενώ ο πάγος περνούσε ξυστά από τη δεξιά πλευρά του καραβιού.
Κανείς δεν είχε τότε αντιληφθεί ότι είχε συμβεί το αδύνατον. Ένα μεγάλο ρήγμα, μήκους 100 περίπου μέτρων είχε ανοίξει στα δεξιά ύφαλα του πλοίου. Στις δώδεκα παρά είκοσι τουλάχιστον έξι από τα στεγανά του Τιτανικού έχασκαν σαν ανοιχτή πληγή μέσα στη θάλασσα. Η σύγκρουση δεν είχε φανεί ιδιαίτερα ισχυρή. Οι επιβάτες δεν έδειχναν κανένα σημείο ανησυχίας, μερικοί μάλιστα κλωτσούσαν δεξιά κι αριστερά κομμάτια πάγου που είχαν πέσει στο κατάστρωμα.
Ο Ουΐλλιαμ Τ. Στεντ, γνωστός δημοσιογράφος αλλά και πνευματιστής βολτάριζε εκείνη τη στιγμή στο κατάστρωμα. Διατάχθηκε βιαστικά να επιστρέψει στην καμπίνα του και να φορέσει το σωσίβιο του. Τα νέα της σοβαρότητας της σύγκρουσης διαδόθηκαν αστραπιαία καθώς οι μηχανικοί του λεβητοστάσιου κινήθηκαν προς τις σκάλες διαφυγής. Με μια παράξενη ηρεμία, ο Στεντ πήρε ένα βιβλίο και κατευθύνθηκε προς το καπνιστήριο της πρώτης θέσης. Κανείς δεν τον ξαναείδε από τότε... εκτός από κάποιον που βρισκόταν εκείνη την ώρα στην άλλη άκρη του κόσμου.

Ένα κυριακάτικο βράδυ στην εκκλησία του χωριού του ο Φρανκ Λασέλ, στενός φίλος του Στεντ, είδε τον διάσημο πνευματιστή να προχωρεί στον διάδρομο της εκκλησίας. Ήταν 14 Απριλίου του 1912.
Ο Στεντ είχε εμπιστευτεί σε μερικούς συνεπιβάτες πριν από το ναυάγιο ότι έβλεπε τρομερούς εφιάλτες - κυρίως μαύρες γάτες που έπεφταν από ψηλά παράθυρα.
Αυτό όμως δεν ήταν το μόνο προμήνυμα του θανάτου του: ο Στεντ πραγματοποιούσε αυτό το ταξίδι γιατί είχε ραντεβού με το διάσημο μέντιουμ Έττα Ράιντ στην Νέα Υόρκη. Τη νύχτα που βυθίστηκε ο Τιτανικός η ·Έττα βρισκόταν στο ξενοδοχείο της, όταν άκουσε «έναν παράξενο ήχο, σαν γρατζούνισμα» στον τοίχο του δωματίου της. Ισχυρίστηκε ότι ένα λεπτό αργότερα δέχθηκε ένα μήνυμα από κάποιο πνεύμα που έλεγε: «Ο Ουΐλλιαμ Στεντ είναι μαζί μας.» Το ένστικτο της κυρίας Ράιντ της έλεγε ν' αγνοήσει το μήνυμα. Στο κάτω-κάτω όλοι ήξεραν ότι ο Τιτανικός ήταν αβύθιστος.
Όταν ανακοινώθηκε το ναυάγιο η κόρη του Στεντ, η Εστέλ, δεν φάνηκε να ξαφνιάζεται και πολύ. Αποκάλυψε τότε, ότι αν και ο πατέρας της δεν είχε καμιά άμεση προαίσθηση για την επερχόμενη καταστροφή, εν τούτοις κάποια μέντιουμ του είχαν διαβιβάσει αινιγματικά μηνύματα που έλεγαν: «Τακτοποίησε τις υποθέσεις σου.» Η Εστέλ δήλωσε αργότερα: «Μόνο μετά το συμβάν καταλάβαμε τη σπουδαιότητα αυτών των μηνυμάτων.» Το περίεργο είναι ότι το 1892 ο Στεντ είχε δημοσιεύσει ένα διήγημα όπου περιέγραφε ένα ναυάγιο παρόμοιο με του Τιτανικού.
Στα αρχεία του περιοδικού Νέα από το Υπερπέραν υπάρχει μια μοναδική περιγραφή της τραγωδίας του Τιτανικού που έχει συνταχθεί - με στοιχεία που συγκέντρωσε ο ίδιος - απ' τον διάσημο Γάλλο ψυχολόγο καθηγητή Φρανσουά Ντυβέλ, ο οποίος ειδικευόταν στη μελέτη των ονείρων.
Ενώ ο Ντυβέλ έπαιρνε τον καθιερωμένο απογευματινό του υπνάκο, ήρθε να ταράξει τον ύπνο του το όραμα ενός μεγάλου υπερωκεάνιου που είχε το όνομα Γιγαντιαίο γραμμένο καθαρά στις δυο του πλευρές. Κι αυτός είχε επίσης την αίσθηση ότι βρισκόταν στο πλοίο κι ότι έβλεπε τρομαγμένους, αλλόφρονες επιβάτες μέσα σε βάρκες, μερικές από τις οποίες μέσα στη σύγχυση έφευγαν μισογεμάτες. Ύστερα το υπερωκεάνιο πήρε μια απότομη κλίση προς τα κάτω και η πλώρη του άρχισε να βυθίζεται όλο και πιο βαθιά μέσα στη θάλασσα.
Ο Ντυβέλ έγραψε τα εξής: «Σύγχυση, φόβος, πανικός και συνεχείς στριγγλιές που σε ξεκούφαιναν γέμιζαν την ατμόσφαιρα. Στους επιβάτες που στριφογύριζαν σαν τρελοί στα καταστρώματα όπου βρίσκονταν οι σωστικές βάρκες, ήρθε να προστεθεί τώρα κι ένα πλήθος που προσπαθούσε να ανέβει από τα διαμερίσματα της τρίτης θέσης που ήταν στο κύτος του πλοίου. Μετά από λίγο διάστημα, που φάνηκε αιώνας, έφυγε κι η τελευταία βάρκα. Πίσω της, στο πάνω κατάστρωμα, εκατοντάδες ανθρώπινες φιγούρες υποχωρούσαν αργά, όλο και πιο πολύ προς την πρύμνη που ανασηκωνόταν καθώς το πλοίο βυθιζόταν με την πλώρη, περιμένοντας αβοήθητοι το τέλος.»


Με καταπληκτικές λεπτομέρειες, που ήταν αδύνατον να γνωρίζει τότε και οι οποίες επιβεβαιώθηκαν αργότερα από αυτόπτες μάρτυρες, ο Ντυβέλ περιέγραψε το δυνατό τρίξιμο που ακούστηκε από το μηχανοστάσιο όταν οι τεράστιες μηχανές του έσπασαν τα στηρίγματα τους και παρασέρνοντας τα πάντα στο διάβα τους διέσχισαν κατά μήκος το πλοίο ως την πλώρη.
Ο Ντυβέλ κατέγραψε το όνειρο του αμέσως, όσο ήταν ακόμα νωπό στη μνήμη του και το έστειλε σ' έναν φίλο του. Του έγραψε: «Στ' όνειρο μου βρισκόμουν πάνω στο πλοίο - κι έζησα πέντε εφιαλτικές ώρες αγωνίας κι απόγνωσης. Κι όμως στην πραγματικότητα ο απογευματινός μου υπνάκος δεν είχε διαρκέσει παραπάνω από δεκαπέντε λεπτά της ώρας...»
Τόσο ρεαλιστική ήταν η περιγραφή του ναυαγίου από τον Ντυβέλ - λες κι ήταν πράγματι αυτόπτης μάρτυρας -ώστε ορισμένες οικογένειες που είχαν χάσει τους δικούς τους στο ναυάγιο του Τιτανικού «αναγνώρισαν» στην περιγραφή αυτή συγγενικά τους πρόσωπα. Η επιβλητική κι αγέρωχη Κόμησσα του Ρόουτ, η οποία είχε χρειαστεί να την   βοηθήσουν  για  να   φορέσει  το σωσίβιο της και η οποία έσωσε μια σαστισμένη δεκαεπτάχρονη νιόπαντρη Ισπανίδα, κυβερνούσε μια από τις σωστικές λέμβους. Ένα μέλος του πληρώματος είπε αργότερα: «Όταν είδα τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζε το θέμα κι άκουσα πόσο ήσυχα κι αποφασιστικά μιλούσε στους άλλους, συνειδητοποίησα ότι η κόμησσα ήταν πιο άντρας απ' όλους τους άντρες που είχαμε στο πλοίο. Την έβαλα κυβερνήτη μιας από τις βάρκες.» Τόσο η ίδια, όσο και οι συνεπιβάτες της επέζησαν.
Έναν χρόνο μετά η κόμησσα δειπνούσε με φίλους. «Ξαφνικά το δωμάτιο πάγωσε,» διηγήθηκε αργότερα, «και μπροστά στα μάτια μου μεταμορφώθηκε στο σαλόνι της πρώτης θέσης του Τιτανικού. Όλα τα συναισθήματα φρίκης εκείνων των στιγμών με συνεπήραν. Και τότε ξαφνικά κατάλαβα γιατί. Η ορχήστρα έπαιζε Τα παραμύθια του Χόφμαν, το τελευταίο κομμάτι που έπαιξε η ορχήστρα του πλοίου μετά το δείπνο εκείνο το μοιραίο βράδυ. Η αίσθηση ότι ταξίδευα πίσω στον χρόνο κράτησε όσο και η μελωδία κι ήταν πολύ ζωντανή. Ύστερα το δωμάτιο ξανάγινε όπως πριν.»
Απ' όλα τα παραδείγματα έκτης αίσθησης σχετικά με το ναυάγιο λίγα είναι τόσο συνταρακτικά όσο εκείνο του μυθιστοριογράφου Μόργκαν Ρόμπερτσον.


Ο Ρόμπερτσον έγραψε για κάποιο παραμυθένιο υπερωκεάνιο, πραγματικό παλάτι, που το 1898 διέσχιζε τον Ατλαντικό στο παρθενικό του ταξίδι. Ήταν πολύ μεγαλύτερο απ' όλα όσα είχαν ναυπηγηθεί μέχρι τότε. Ήταν γεμάτο με μεγιστάνες του πλούτου και μέλη της υψηλής κοινωνίας που απολάμβαναν το πολυτελές ταξίδι τους προς την Αμερική. Το πλοίο όμως δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του. Ένα παγόβουνο έσκισε τα ύφαλα του και βυθίστηκε παίρνοντας μαζί του πολλούς επιβάτες. Το όνομα του φανταστικού πλοίου ήταν Τιτάνας και ο τίτλος του βιβλίου Ματαιότης. Ο Τιτανικός και ο Τιτάνας είχαν κι άλλες ομοιότητες: περίπου το ίδιο μέγεθος, χωρητικότητα και ταχύτητα, τον ίδιο αριθμό επιβατών - και σωστικά μέσα μόνο για τους μισούς. Και τα δύο θεωρούντο «αβύθιστα». Και τα δύο βυθίστηκαν στο ίδιο ακριβώς σημείο του Βόρειου Ατλαντικού, μια παγωμένη νύχτα του Απρίλη...


Ούτε το μυθιστόρημα φρίκης του Ρόμπερτσον, ούτε το προφητικό διήγημα του Στεντ χρησίμευσαν ως προειδοποίηση για τον καπετάνιο του Τιτανικού το 1912. Η ανάμνηση όμως της φοβερής τραγωδίας έσωσε ένα άλλο πλοίο που βρέθηκε σε παρόμοιες συνθήκες 23 χρόνια αργότερα.
Ο Ουΐλλιαμ Ρηβς, ένας νεαρός ναύτης, έκανε τη βάρδια του στο πλωριό κατάστρωμα ενός μικρού φορτηγού που πήγαινε από την Αγγλία στον Καναδά. Η θάλασσα ήταν ήρεμη κι η βάρδια του θα τέλειωνε τα μεσάνυχτα. Ο νεαρός αναλογιζόταν πόσα ναυάγια, πόσες τραγωδίες είχαν συμβεί τις απριλιάτικες νύχτες σ' εκείνα τα νερά καθώς τον Απρίλη κατεβαίνουν τα παγόβουνα από τον βορρά. Οι σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό του κι ήταν γεμάτος κακά προαισθήματα. Τα μάτια του προσπαθούσαν να τρυπήσουν το αδιαπέραστο σκοτάδι μπροστά του. Τίποτα. Ήθελε να σημάνει συναγερμό αλλά φοβόταν τις κοροϊδίες των συναδέλφων του. Ξαφνικά θυμήθηκε ότι το ναυάγιο του Τιτανικού είχε γίνει την ημέρα της γέννησης του -14 Απριλίου του 1912 - και ότι το φορτηγό που πάνω του ταξίδευε λεγόταν Τιτάνειος! Χωρίς να νοιάζεται για τις πιθανές κοροϊδίες έδωσε το σήμα κινδύνου στον τιμονιέρη. Εκείνος έβαλε τις μηχανές όπισθεν ολοταχώς. Το πλοίο σταμάτησε μερικά μόλις μέτρα από ένα τεράστιο παγόβουνο που ξεπρόβαλε απειλητικό μέσα απ' το σκοτάδι. Κι άλλα παγόβουνα τους έκλεισαν τον δρόμο απ' όλες τις μεριές, και μόνο εννέα μέρες αργότερα κατάφεραν τα παγοθραυστικά να ελευθερώσουν το μικρό φορτηγό.

© 1986 Syndicated Features Limited, Λονδίνο και Hellas Press Service/ Επιλογές

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου