Σάββατο 18 Αυγούστου 2018

Ινγκριντ Μπέργκμαν: Πάνε δυο χρόνια...



Ινγκριντ Μπέργκμαν: Πάνε δυο χρόνια...

Ρούφηξε τη ζωή σαν ένα ποτήρι σαμπάνια. Όταν όμως ήρθε το τέλος, το αντιμετώπισε με μοναδικό κουράγιο. Στο άρθρο αυτό ξαναζωντανεύει μέσα απ' τις αναμνήσεις μιας στενής φίλης
της Ann Todd
Όταν εμφανίστηκε στην οθόνη χωρίς μαίηκ-απ, οι πωλήσεις καλλυντικών έπεσαν. Όταν υποδύθηκε μια μοναχή, αυξήθηκε ο αριθμός των νέων κοριτσιών που έμπαιναν σε μοναστήρια.
Ο μεγαλοβιομήχανος Χάουαρντ Χιουζ αγόρασε κάποτε όλες τις διαθέσιμες θέσεις των αεροπλάνων της γραμμής Νέα Υόρκη-Λος Άντζελες, για να είναι σίγουρος ότι θα δεχόταν να πετάξει με το δικό του προσωπικό αεροπλάνο. Ένας θαυμαστής της πήγε περπατώντας ένα... πρόβατο από την Σουηδία στην Ρώμη, για να της το χαρίσει! Γράμματα με την απλή ένδειξη «Ίνγκριντ Μπέργκμαν - Λονδίνο» έφταναν σ' αυτήν χωρίς πρόβλημα.
Τίποτε απ' όλα αυτά, ωστόσο, δεν έχει σχέση με την Ίνγκριντ τη δική μου. Η δική μου Ίνγκριντ, φορώντας γαλότσες κι ένα παλιό αδιάβροχο, περιδιαβάζει τους δρόμους του Λονδίνου μ' εκείνο τον μεγάλο διασκελισμό της, ανεβαίνει τρέχοντας στο διαμέρισμα μου προσπαθώντας να μη γέρνει τη χύτρα με τους σπιτικούς σουηδικούς κεφτέδες για το βραδινό μας, κουλουριάζεται ξυπόλητη μπρος στην τηλεόραση και γελάει, γελάει, γελάει.
Άκουσα για πρώτη φορά το μαγικό της γέλιο πριν 34 χρόνια, το 1950, τρώγοντας μια ομελέτα σ' ένα εστιατόριο της Ρώμης, όπου είχαμε πιάσει γνωριμία απλώς επειδή  κι οι δυο ήμασταν δυο αγγλόφωνες ηθοποιοί που δουλεύαμε σε μια ξένη πόλη. Για μένα, ήταν έρωτας από την πρώτη στιγμή! Θυμάμαι τα ξανθά της μαλλιά, ριγμένα προς τα πίσω, τα λαμπερά ασυννέφιαστα μπλε της μάτια, τη χαμηλή της φωνή που έμοιαζε τόσο ανδρική στο τηλέφωνο, ώστε μερικές φορές οι τηλεφωνητές να της απαντούν προς μεγάλη της στενοχώρια «μάλιστα κύριε!» Στη διάρκεια της πρώτης εκείνης μέρας που περάσαμε μαζί γεμάτες ενθουσιασμό, η κάθε μια μας αισθάνθηκε σαν να είχε βρει μία από καιρό χαμένη αδελφή.
Αργότερα, θυμάμαι, παρακολουθήσαμε μαζί μια λειτουργία στην οποία χοροστατούσε ο Πάπας, κάπου κοντά στην Ρώμη. Όταν η Ίνγκριντ αντιλήφθηκε ότι η νεαρή κοπέλα που προσευχόταν με πάθος δίπλα της ήταν τυφλή, γονάτισε κοντά της και άρχισε να της περιγράφει όλες τις λεπτομέρειες της λειτουργίας. Αυτή η θερμή, σαν ηλιαχτίδα ανθρωπιά που έδειχνε στον κόσμο ήταν ένα απ' τα πιο ακριβά της χαρίσματα.
Η Ίνγκριντ, αν και μία από τις πιο γοητευτικές γυναίκες της εποχής μας, δεν ήταν τίποτ' άλλο από τον ίδιο της τον εαυτό: Μια γυναίκα που αγαπούσε με πάθος τη σκηνή, που λάτρευε τη ζωή και που της άρεσε να καταβροχθίζει παγωτά και να περπατάει στη βροχή. Ήθελε να παίξει κάθε ρόλο, να ταξιδέψει σ' όλα τα μέρη, να πιει κάθε ποτήρι σαμπάνιας που μπορούσε να της προσφέρει η ζωή. «Ποτέ δεν μετάνιωσα για οτιδήποτε έκανα,» είπε κάποτε - «μόνο για ό,τι δεν έκανα.»
Αυτά που δεν έκανε θα πρέπει να ήταν πολύ λίγα... Έζησε διαδοχικά σε μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις του κόσμου - Στοκχόλμη, Χόλλυγουντ,   Ρώμη,   Παρίσι,   και Λονδίνο - έπαιξε πρωταγωνιστικούς ρόλους στη σκηνή, στην οθόνη και στην τηλεόραση, σε πέντε γλώσσες. Έκανε  47 φιλμ και  κέρδισε τρία Όσκαρ και ένα βραβείο Έμμυ. Στάθηκε η αφοσιωμένη μητέρα τεσσάρων παιδιών - της Πια, από τον πρώτο της άνδρα, τον Πέτερ Λίντστρομ, του Ρομπέρτο  και  των  δίδυμων Ιζαμμπέλλα και Ίνγκριντ, από τον δεύτερο άντρα της, τον Ρομπέρτο Ροσσελλίνι. Η αυτοβιογραφία της υπήρξε μπεστ-σέλλερ.


Η Ίνγκριντ είχε μια παθιασμένη αφοσίωση στη δουλειά της. «Αν σταματήσω να παίζω,» είπε κάποτε, «θα σταματήσω να αναπνέω.» Όταν ο Έρνεστ Χέμινγουαίη της είπε ότι θα έπρεπε να κόψει τα μαλλιά της για τον ρόλο της Μαρίας στο «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», του απάντησε: «Θα έκοβα και το κεφάλι μου γι' αυτόν το ρόλο!» Έκανε πρόβες, ακούραστη, μέχρι αργά τη νύχτα και συχνά παρακαλούσε να επαναληφθεί κάποια σκηνή, ακόμα και όταν ο σκηνοθέτης ήταν ικανοποιημένος.
Στο απόγειο της καριέρας της, η Μπέργκμαν επέμενε να κάνει δοκιμαστικά και αρνιόταν πρωταγωνιστικούς ρόλους, για χάρη άλλων μικρότερων που παρουσίαζαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Δεν ήθελε να είναι τυποποιημένη και αγωνίστηκε να πάρει ρόλους όπως της νιόπαντρης κοπέλας που βρισκόταν στα πρόθυρα της τρέλας στο «Φως του Γκαζιού», και της δειλής ιεραποστόλου στο «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» (και οι δύο ρόλοι της έδωσαν Όσκαρ).
Το να είναι κανείς αντικαταστάτης της Ίνγκριντ στο θέατρο, ισοδυναμούσε με σίγουρη ανεργία: Όταν έσπασε το πόδι της, στην αρχή των παραστάσεων της «Αιωνίας Συζύγου», στην Αμερική, έπαιξε για τις επόμενες πέντε βδομάδες καθισμένη σε αναπηρική καρέκλα! Όσο κι αν ήταν άρρωστη, έλεγε με χαμόγελο «ο γιατρός-Σκηνή θα με γιατρέψει» - και ήταν πάντα στη θέση της όταν άνοιγε η αυλαία.
Από πολύ μικρή, στην Στοκχόλμη, η Ίνγκριντ δεν είχε ποτέ αμφιβολίες ποιο δρόμο θα τραβούσε. Στα 14 της έγραφε στο ημερολόγιο της το όνειρο της, να παίξει σε ταινία με το τοτινό είδωλο της Σουηδίας - και πράγματι το κατάφερε, πέντε χρόνια αργότερα. «Ήμουν το πιο ντροπαλό πλάσμα,» είπε κάποτε, «αλλά είχα ένα λιοντάρι μέσα μου που δεν εννοούσε να σωπάσει.»


Η τύχη της ήταν το ίδιο φανταστική όσο και το ταλέντο της. Στην Νέα Υόρκη, ένα ζευγάρι Σουηδών επαινούσε κάποτε ένα της φιλμ στο γιο του, που ήταν «παιδί» του ασσανσέρ στο συγκρότημα διαμερισμάτων όπου ζούσε ένας κυνηγός ταλέντων του παραγωγού Νταίηβιντ Σέλζνικ. Έξι μήνες αργότερα η Ίνγκριντ πήγαινε στο Χόλλυγουντ. «Όλη μου την καριέρα την χρωστάω σ' αυτό το παιδί του ασσανσέρ,» συνήθιζε να λέει γελώντας.
Όταν ο Σέλζνικ ανακοίνωσε στην εκκολαπτόμενη 23χρονη σταρ ότι θα έπρεπε ν' αλλάξει το όνομα της, να βάλει λευκές «θήκες» στα δόντια της και να βγάλει τα φρύδια της, η Ίνγκριντ απείλησε ότι θα γυρνούσε στην Σουηδία! Έτσι γεννήθηκε η περίφημη «φυσική» ομορφιά. Οι κριτικοί την ανακήρυξαν «Γκάρμπο της Πάλμολιβ».
Γοητευτικοί ρόλοι ακολουθούσαν ο ένας τον άλλο - η Μπέργκμαν έγινε η μοναχική δασκάλα του πιάνου στο Ιντερμέτζο, η παθιασμένη ψυχίατρος στον Αλλοπαρμένο, η μοναχή που έπαιζε μπαίηζ-μπωλ στις Καμπάνες της Αγ. Μαρίας. Μέσα σε λίγα χρόνια, ήταν μία από τις πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της Αμερικής - και ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα για τα ταμεία των κινηματογράφων όλου του κόσμου.
Έπειτα, ένα βράδυ του 1948, η Ίνγκριντ πήγε να δει το «Ρώμη Ανοχύρωτη Πόλη», μία ρεαλιστική ταινία για την πρωτεύουσα της Ιταλίας, τον καιρό του πολέμου, της οποίας παραγωγός και σκηνοθέτης ήταν ο Ρομπέρτο Ροσσελλίνι. Μαγνητισμένη από την ορμητική μεγαλοφυία του Ροσσελλίνι - «Νομίζω ότι τον ερωτεύτηκα από τη στιγμή που είδα την ταινία,» μου εκμυστηρεύτηκε αργότερα - του έγραψε αυθόρμητα, προτείνοντας του να γυρίσουν ένα φιλμ.
Η Ίνγκριντ πήρε το αεροπλάνο για την Ρώμη - και έμεινε εκεί επτά χρόνια. Αν και παντρεμένη με τον Πέτερ Λίντστρομ, έκανε παιδί με τον Ροσσελλίνι προκαλώντας δημόσιο σκάνδαλο. Παίρνοντας εχθρική στάση απέναντι της, ο Τύπος το αποκάλεσε «σκάνδαλο του αιώνα». Η Μπέργκμαν διασύρθηκε στην αμερικάνικη Γερουσία και χαρακτηρίστηκε ως «ανεπιθύμητη στο αμερικάνικο έδαφος».
Έτσι, με το να γίνει μέσα σε μια νύχτα παθητική για τα ταμεία στην Αμερική, η Ίνγκριντ διαπίστωσε ότι η καριέρα της στο Χόλλυγουντ είχε καταστραφεί. Οι ταινίες που γύρισε με τον Ροσσελλίνι ήταν ως επί το πλείστον αποτυχίες - και ο γάμος τους, αποτυχία κι αυτός, στο τέλος.


Το 1956, διαλύθηκαν τελικά τα σύννεφα όταν έπαιξε την μυθιστορηματική κόρη του τελευταίου Τσάρου στο Αναστασία. Η συναρπαστική ερμηνεία της της χάρισε ένα Όσκαρ.
Μετά απ' αυτό, ο γερουσιαστής Τσαρλς Χ. Πέρσυ καταχώρησε στα πρακτικά της Γερουσίας των ΗΠΑ ένα απολογητικό κείμενο, που ήταν, φόρος τιμής προς αυτήν: «Μία από τις ωραιότερες και πιο ταλαντούχες γυναίκες του κόσμου, δέχτηκε μία οδυνηρή επίθεση, μέσα σ' αυτή την αίθουσα, είκοσι-δύο χρόνια πριν. Κι όμως, θα κατέχει πάντα μια θέση στην καρδιά μας, στην καρδιά του αμερικανικού κοινού, σαν μία από τις μεγαλύτερες ηθοποιούς του καιρού μας. Η κυρία Μπέργκμαν είναι όχι απλώς ευπρόσδεκτη στην Αμερική, αλλά η επίσκεψη της θα είναι μεγάλη τιμή για μας.»
Οι παραστάσεις της Ινγκριντ στο θέατρο, όπως και η ζωή της, έμοιαζαν να αφήνουν να αναβλύζει μια ανείπωτη γλυκύτητα, που έβγαινε απ' το βαθύτερο είναι της. «Όταν εμφανιζόταν στη σκηνή,» διηγείται ο Τζος Άκλαντ που ήταν συμπρωταγωνιστής της κάποτε, «ήταν τόσο φυσική, όσο μία νοικοκυρά στην κουζίνα της.»
Ο παραγωγός λόρδος Σίντνεϋ Μπέρνστάιν την περιέγραψε σαν την «πιο εξεζητημένη χωρική» που είχε συναντήσει. Πραγματικά, σαν πολλές άλλες Σουηδές, απολάμβανε τις δουλειές του σπιτιού. Θυμάμαι μία φορά που πήγα στο σπίτι της, έξω από το Παρίσι, για ένα - όπως φανταζόμουνα - ξεκούραστο Σαββατοκύριακο στην εξοχή. Η Ίνγκριντ μου ανακοίνωσε ότι μου είχε μια έκπληξη: είχε δώσει άδεια στο προσωπικό της, για να έχουμε τη χαρά να καθαρίσουμε το σπίτι, από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα, οι δυο μας! Μοίρασε τα σφουγγαρόπανα και τους κουβάδες σαν ευχαριστημένος λοχίας... Δεν νομίζω ότι αισθανθήκαμε ποτέ κοντύτερα η μια στην άλλη, απ' ό,τι τις λίγες εκείνες μέρες, καθώς τρίβαμε τα πατώματα και φλυαρούσαμε για τα παιδιά μας.
Η Ίνγκριντ είχε πάντοτε ένα σχέδιο, είτε αυτό ήταν να πεταχτεί να αγοράσει στα ξαφνικά ένα μπουκάλι σαμπάνια στο Σάφφολκ - το χωριό μου κοντά στη θάλασσα - ή να με πάρει να πάμε με τα ποδήλατα βόλτα στο Χάυντ Παρκ κάποια Κυριακή πρωί, ή να πεταχτεί με το αεροπλάνο στο Τόκυο για να δει μια καινούρια σκηνική παραλλαγή του «Όσα παίρνει ο άνεμος» στα γιαπωνέζικα. Το κάθε τι ήταν πρόφαση για γλέντι: Η Ίνγκριντ ήθελε τη ζωή ένα ατέλειωτο πανηγύρι.
Αλλά, φυσικά, την απασχολούσαν και σοβαρά πράγματα. Το 1958 είχε γυρίσει μία ταινία, το «Πανδοχείο της Έκτης Ευτυχίας», που αφορούσε την ιστορία μιας Αγγλίδας ιεραποστόλου, η οποία έσωσε εκατοντάδες Κινεζάκια στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ίδρυσε ένα ορφανοτροφείο στην Φορμόζα. Λίγα χρόνια αργότερα, η Μπέργκμαν επισκέφτηκε το ορφανοτροφείο αυτό. Συγκινημένη από την κακή κατάσταση των παιδιών, ανέπτυξε τεράστια ενεργητικότητα για να μαζέψει χρήματα, στην Ευρώπη και στην Αμερική,   για  το  ορφανοτροφείο.   Μετά ενεργοποιήθηκε έντονα στα πλαίσια της βρετανικής οργάνωσης για τα παιδιά των προσφύγων, της γνωστής ως Επιχείρησης Όκεντεν. Ο ιδρυτής της, Τζόυς Πηρς, μου είπε κάποτε: «Όπου κι αν βρισκόταν η Ίνγκριντ -ή όσο κι αν ήταν απασχολημένη - ξέραμε πάντοτε ότι μπορούσαμε να βασιστούμε σ' αυτήν.»


Ακόμα κι ο καρκίνος που την χτύπησε το 1973, δεν κατάφερε να κάμψει το πνεύμα της ή να εξαντλήσει την ενεργητικότητα της. Όσο μπορούσε ακόμα να κάνει κάτι καλό ή υπήρχε κάποια δουλειά που έπρεπε να γίνει, αντιμετώπιζε την κάθε ημέρα με συγκινητική γενναιότητα.
Για πολύ καιρό, ακόμα και όσοι από μας ήταν πολύ κοντά της, δεν ήξεραν πόσο άρρωστη ήταν. «Όταν δουλεύαμε, ήθελε να μοιραζόμαστε μόνο τις χαρές της,» διηγείται ο Ουέντυ Χΐλλερ, «ποτέ τη δυστυχία της.» Έκανε δύο μαστεκτομές. Το δεξί της χέρι πρηζόταν υπερβολικά. «Ο μικρός μου δράκος,» το αποκαλούσε με κεφάτο κουράγιο.
Αντίθετα προς κάθε λογική, ήταν αποφασισμένη να παίξει το ρόλο της Ισραηλινής πρωθυπουργού Γκόλντα Μέιρ σε μία εξαντλητική τετράωρη τηλεοπτική   βιογραφία.   «Οι   μέρες μου σώνονται,» παραδεχόταν, «αλλά κάθε μέρα που προκαλώ τον καρκίνο και επιζώ, είναι μία νίκη για μένα.» Η Ίνγκριντ ρίχτηκε στη δουλειά με όλη την παλιά της ενεργητικότητα: Ταξίδεψε στο Ισραήλ και συνάντησε όσους είχαν γνωρίσει την Γκόλντα Μέιρ από κοντά. Πέρασε ώρες μελετώντας παλιές κόπιες επικαίρων, για να   αντιγράψει  τις   ιδιοτυπίες  της Γκόλντα και τα φερσίματα της. Ακόμα έχω μπρος στα μάτια μου την ψηλή, κομψή Ίνγκριντ να κάνει πρόβες  στο  νέο  της  «πρωθυπουργικό βάδισμα» περπατώντας πάνω-κάτω στην κουζίνα μου, μέχρι που μεταμορφώθηκε θαυματουργά στην κοντόχοντρη και άγαρμπη Γκόλντα.
Κατά τη διάρκεια του γυρίσματος, η Ίνγκριντ υπέφερε συνέχεια εξ αιτίας του χεριού της, στο οποίο κάθε βράδυ έπρεπε να γίνεται μασσάζ με αφόρητους πόνους. Όταν το φιλμ έφτασε στο τελικό κοντινό πλάνο, η Ίνγκριντ, δακρυσμένη, ήξερε ότι ήταν η τελευταία φορά που στεκόταν αντίκρυ στην αγαπημένη της κάμερα... Η συγκλονιστική προσωπογραφία της Μέιρ της χάρισε το βραβείο Έμμυ για το 1982.
Η Ίνγκριντ δεν σταμάτησε ποτέ, ούτε μια φορά, να ελπίζει. Ακόμη και μερικές μέρες πριν το θάνατο της, συζητούσε νέους ρόλους. Μου έκανε ένα τελευταίο δώρο - ένα εισιτήριο για το Διεθνές Φεστιβάλ του Εδιμβούργου - και ανακάλυψα με δάκρυα ότι είχε κρατήσει θέση και για τον εαυτό της, αν και το ξέραμε και οι δυο ότι ήταν ένα ταξίδι που, εκείνη, δεν θα έκανε ποτέ. Όταν της μίλησα ένα βράδυ, μου είπε: «Ω, είμαι τόσο κουρασμένη. Θέλω μόνο να κοιμηθώ.» Μία άλλη φορά, λίγο πριν πεθάνει, της είπα: «Έχεις το μεγάλο χάρισμα να εξωτερικεύεις την αγάπη... χάρισμα μεγαλύτερο και από το ν' αγαπάς.» Κούνησε το κεφάλι της γελώντας. Αλλά για μένα, αυτή ήταν η αληθινή ουσία της μαγείας της.
Πέθανε στις 29 Αυγούστου του 1982, στα 67 της χρόνια ακριβώς -αλλά όχι πριν πιει μια τελευταία γουλιά σαμπάνια.
Για πολλούς φίλους του κινηματογράφου, η Ίνγκριντ Μπέργκμαν θα είναι πάντα ζωντανή - με τον Γκάρυ Κούπερ στα χιονισμένα βουνά της Ισπανίας ή με τον Κάρυ Γκραντ στο γεμάτο κατασκόπους Ρίο. Αλλά ίσως ο ρόλος που πιο ζωντανά φέρνει στο νου το αξέχαστο πρόσωπο της είναι της Ίλζα Λουντ στο Καζαμπλάνκα. Εκεί, για πάντα, στέκεται η Ίνγκριντ δίπλα στο πιάνο, ψιθυρίζοντας «Σαμ, παίξτο μια φορά ακόμα για χάρη των παλιών καιρών...» Εκεί χαμογελάει για πάντα μελαγχολικά στον Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ που της λέει «Για σένα, μικρό μου». Κι εκεί θα τη θυμόμαστε για πάντα να τον αποχαιρετά με αγωνία σ' ένα αεροδρόμιο γεμάτο ομίχλη...

Η Aνν Τοντ (24.01.1909-06.05.1993) έγραψε τo κείμενο αυτό το 1984, δύο χρόνια μετά τον θάνατο της αγαπημένης της φίλης. Η ίδια πέτυχε παγκόσμια κινηματογραφική αναγνώριση το 1945 ενσαρκώνοντας μια νεαρή πιανίστα στο φιλμ «To Έβδομο Πέπλο». Η θεατρική της καριέρα περιελάμβανε και κύριους σαιξπηρικούς ρόλους στο Ολντ Βικ του Λονδίνου. Έχει γράψει και γυρίσει ταινίες ντοκυμαντέρ, και έχει επίσης γράψει τρία μυθιστορήματα, και την αυτοβιογραφία της.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου