Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Νίκος Καζαντζάκης μια διαφορετική παρουσίαση



ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ
(1883-1957)

Η ζωή και το έργο του μεγάλου τέκνου της Κρήτης από μια άλλη σκοπιά

Γράφει ο Φάνης Μαυρογιώργης

Έχουν περάσει 40 χρόνια, από τον Οκτώβρη του 1957(σς το άρθρο γράφηκε το 1997), όταν ο μεγάλος φιλόσοφος, περνούσε το κατώφλι της Αιωνιότητας. Ανάμεσα στους μεγάλους ανθρώπους που μας έδωσε η Κρήτη μέσα από τους αιώνες της ιστορίας της από τον Μίνωα μέχρι τον Γκρέκο κι από τον Κορνάρο μέχρι τον Βενιζέλο, ήταν και ο Καζαντζάκης.
Μερικοί τον είπαν κομουνιστή, άλλοι φασίστα, άλλοι εθνικιστή, άλλοι αιρετικό, άλλοι θρησκευόμενο. Μπέρδευε κάθε φορά, αυτούς που προσπαθούσαν να τον κατατάξουν κάπου. Μέχρι σατανιστή τον είπε κάποιος αρτηριοσκληρομένος θεολόγος. Οι μεγάλοι διανοητές δεν χωράνε σε κόμματα ή σε δόγματα. Έχουν ανέβει τόσο ψηλά, που βλέπουν τον κόσμο σφαιρικά και ρεαλιστικά. Δεν τους αγγίζουν οι αφορισμοί ή οι κατάρες. Κλείνοντας μέσα του τη δύναμη, την ορμή και την αναζήτηση έριξε τα φτερά του, ταξίδεψε παντού, από Ισπανία μέχρι Ιαπωνία και από Ρωσία μέχρι Κίνα. Μελέτησε διάφορες θρησκείες, δοξασίες, δόγματα, φιλοσοφικά ρεύματα και οικονομικά μοντέλα.
Τα έργα του, όπως «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο τελευταίος πειρασμός», «Ο καπετάν Μιχάλης», «Ο Αλέξης Ζορμπάς», γυρίστηκαν ταινίες και μεταφράστηκαν σε πάρα πολλές γλώσσες.
Αν και το άξιζε δεν του έδωσαν το Νόμπελ λογοτεχνίας. Μα τι σημασία έχει αυτό για το έργο του που θα αντέξει στον χρόνο και θα «αντέξει» από μόνο του και όχι γιατί ο συγγραφέας πήρε το Νόμπελ της λογοτεχνίας. Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό του, κάποια Ισλανδέζα φοιτήτριά μου είπε: «Οι Κρητικοί θα πρέπει να είστε πολύ περήφανοι που είχατε έναν Γκρέκο κι έναν Καζαντζάκη. Διαβάζω τα βιβλία του, και αυτός ήταν ο λόγος που ήρθα να δω από κοντά τα χώματα, τη θάλασσα, τον ήλιο της Κρήτης. Μέσα στο φως αυτό κατόρθωσε ο άνθρωπος να δει καθαρά, να βάλει τάξη στο χάος και να το κάμει κόσμο».
Ναι, είμαστε περήφανοι. Μα ένοιωσα και λίγη ντροπή αφού μια νέα κοπέλα από την παγωμένη Ισλανδία, ήξερε περισσότερα από μένα για τον συμπατριώτη μας φιλόσοφο.
Κανένας δεν αγιάζει στο τόπο του. Όπως ο Γκρέκο άφησε την Κρήτη το 1566 για να εγκατασταθεί τελικά στο Τολέδο της Ισπανίας, έτσι και ο Καζαντζάκης άφησε το Ηράκλειο, ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο, έμεινε μερικά χρόνια στην Αίγινα και από το 1945 εγκαταστάθηκε στο Αντίπ της Γαλλίας.
Όπως ο Βενιζέλος άφησε την τελευταία του πνοή, ξορισμένος στο Παρίσι το 1936, έτσι κι ο Καζαντζάκης δεν ήταν γραφτό, να κλείσει τα μάτια του πλημμυρισμένος από το ζεστό φως του νησιού του. Τόσο ο Ελ. Βενιζέλος όσο και αυτός γύρισαν στην Κρήτη μα μονάχα σαν μεγάλοι νεκροί και αναπαύονται ο μεν πρώτος στα Χανιά, ο δε δεύτερος στο Ηράκλειο.
Ο λιτός τάφος του Καζαντζάκη με τον ξύλινο σταυρό, είναι συμβολικός της απλής ζωής του.
«Δεν ελπίζω τίποτα, 
δεν φοβούμαι τίποτα, 
είμαι λεύτερος».
'Αυτό το σλόγκαν είναι ο «Ηρωικός μηδενισμός» του Καζαντζάκη.
Μ’ αυτόν θέλησε να κλείσει πανανθρώπινα προβλήματα.
Δεν είναι ο απελπισμένος μηδενιστής που παλεύει μάταια.
Φυσικά η γνώση έχει, συχνά, πικρή γεύση. Ανεβαίνοντας μόνος ο άνθρωπος από τα φοβερά βάραθρα προς το ξέφωτο του ατελείωτου ανήφορου, βλέπει όλο και πιο πολύ να πλαταίνουν οι ορίζοντες, όλο και πω πολύ ν’ απομακρύνεται ο ουρανός. Ποιος ο σκοπός μας; Ποιο το χρέος μας; Υπάρχει σκοπός; Υπάρχει χρέος; Θα σταματήσουμε; Θα εκμηδενιστούμε; Θα προχωρήσουμε; Ο Θεός άλλοτε ήταν η δύναμη. Τώρα είναι η αδυναμία. Ένα μηδέν περιζώνει τη δημιουργία. Το χάος περιζώνεται από το μηδέν. Τι θα κάνουμε;
Γ αυτό το μεγάλο, το τρομαχτικό, το αιώνιο ερώτημα, ο ασκητής του πνεύματος Καζαντζάκης μας φωνάζει απ' τον αψηλό ανήφορο του.
ΠΡΟΧΩΡΗΣΤΕ! Προχωρήστε την Οδύσσειά σας. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος, δεν υπάρχει άλλη ελπίδα. Χτίστε πάνω στο ΧΑΟΣ. Πάνω στο μηδέν οικοδομείστε την ύπαρξή σας. Δεν γίνεται αλλιώς. Ο Θεός δεν είναι άπειρος, είναι μια μονάδα σε κάθε θυσία, που παλεύει κι αυτός να σωθεί.
Και ο άνθρωπος κηρύσσει ο Καζαντζάκης πρέπει να παλέψει για να σμίξει με τον Θεό. Επιταχτικό στέκει το χρέος τούτο στην δημιουργία, που είναι θεμελιωμένη πάνω στο μηδέν. Είναι η μονάδα του Σύμπαντος. Όσοι στέκουν αρνητές, τοποθετούν μηδενικά εμπρός απ’ αυτήν την μονάδα. Αντίθετα τοποθετώντας τα μετά απ’ αυτήν, αυξάνουμε τον θετικό αριθμό της δημιουργίας και παίρνουμε σωστή θέση στην ζωή...
Τα φιλοσοφικά κείμενα του Καζαντζάκη, για πολύ κόσμο είναι δυσκολονόητα, απαιτούν ένταση σκέψης και εύκολα μπορούν να παρερμηνευτούν.
Οι ταξιδιωτικές όμως ιστορίες, σε συναρπάζουν και τις διαβάζεις μονορούφι. Αξίζει λοιπόν να πάρετε μια γεύση, από την επίσκεψή του, στο σπίτι του Γκρέκο στο Τολέδο που σας παραθέτω παρακάτω:

 Ο Νίκος Καζαντζάκης και η σύζυγός του Ελένη με τις Yvonne Metral και Lucienne Fleury στο σπίτι τού Ελ Γκρέκο στο Τολέδο. Σεπτέμβριος 1950

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΓΚΡΕΚΟ

(Νίκου Καζαντζάκη, απόσπασμα «Ταξιδεύοντας» Ισπανία)

... Πέρασα από το σπίτι του Γκρέκο, στην Οβριακή. Η μεγάλη πόρτα είναι ανοιχτή και στάθηκα στο κατώφλι: Κήπος ήσυχος ζεστός, απεριποίητος, δυο τρεις αγκαθοσυκιές, ένα αρχαίο μαρμάρινο άγαλμα.
Ο κισσός είχε πιάσει κι έτρωγε του τοίχους. Μια γριά ζαρομένη καθόταν στον ήλιο σκυφτή και καθάριζε, σαν γριούλα Κρητικιά, βρούβες.
Στο βάθος του κήπου μια ταράτσα που την ανεβαστούσαν αψηλές κολόνες κι απάνω από την ταράτσα ένα παραθύρι με σταυρωτά κάγκελα - το σπίτι του Γκρέκο. Η γριά σήκωσε το κεφάλι, με κοίταξε αδιάφορη κι έσκυψε πάλι στις βρούβες. Ζέστη, μύριζε γαλήνη, όλη η Κρήτη ανασκόθηκε στο νου μου και πια δεν κρατήθηκα. Δρασκέλιά το κατώφλι και μπήκα.
Κουκούβισα δίπλα στην γριά κι έπιασα κουβέντα.
Που γεννήθηκε ο Γκρέκο γιαγιά;
Ξέρω και ‘γω παιδί μου; Λεν πως ήρθε από την θάλασσα. Τον γνώρισες; Και βέβαια. Μα ήμουν πολύ μικρή, δεν τον θυμάμαι.
(σημ.: Ήταν αδύνατο να τον θυμόταν, αφού η γριά, μπορούσε να έχει το πολύ 60 χρόνια διαφορά με τον Καζαντζάκη και ο οποίος γεννήθηκε το 1883. Ξέρουμε δε ότι ο Γκρέκο πέθανε το 1614).
Και τι ήταν ο Γκρέκο γιαγιά;
Ένας άνθρωπος που έκαμε το Χριστό και τους Αποστόλους!
Της υποσχέθηκα να της φέρω καφέ και ζάχαρη αν μου πει την αλήθεια. Η γριά χάρηκε, το κίτρινο μάγουλο κοκκίνισε, μουρμούρισε εμπιστευτικά.
- Ήταν ένας άνθρωπος που έφερε τους Αμερικάνους!
Τινάχτηκα χαρούμενος. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τόσο απλά και γραφικά ο ωφελιμιστής, πειναλέος λαός να χαρακτηρίζει τους μεγάλους του ήρωες.
Ήρωας είναι εκείνος που φέρνει τους Αμερικάνους -δηλ. το μπαξίσι και την καλοπέραση. Σίγουρος, κερδοσκόπος, ολοπάτουχα αγγίζοντας τη γης, ο χωριάτης κοιτάζει και κρίνει τα πάντα με την κοιλιά του.
Θυμάμαι μια μέρα περπατούσα στους όχτους του Αχελώου. Ένας χωριάτης με το μικρό πονηρό του μάτι, πήγαινε μπροστά οδηγός μου. Άξαφνα ένα γαλάζιο πουλί πέταξε από πάνω μας. Η κοιλιά του έλαμψε σκούρα θαλάσσιό, οι φτερούγες του σκούρες γαλάζιες. Άστραψε μια στιγμή με ατσαλένιες αναλαμπές και χάθηκε μέσα στα καλάμια. Έσυρα φωνή χαρούμενη κι άρπαξα το χέρι του οδηγού:
Πώς το λένε το πουλί αυτό; Ποτέ δεν θα ξεχάσω με τι περιφρόνηση στράφηκε ο Ρουμελιώτης και με κοίταξε.
Έπειτα σήκωσε του ώμους και είπε: - Που πας και χάνεσαι καημένε;
Δεν τρώγεται! Δεν έδωκε όνομα ο χωριάτης στο πουλί αυτό, γιατί δεν τρωγούνταν; Στο άλλο όμως γαλάζιο πουλί, τον Γκρέκο έδωκε όνομα, γιατί τρωγούνταν.
Βγήκα έξω από τον κήπο του Γκρέκο. Χαμηλός, λασπερός, ο Ταγός κυλιόταν αργά μέσα στον ήλιο. Οι όχτοι του ήταν γδυμνοί, οι βράχοι του γκρίζοι και μυτεροί χωρίς ένα φύλλο πράσινο.
Σούρνω απάνω τους αγάλια την ματιά μου και χαίρομαι να συλλογούμαι πως σίγουρα τους ασκητές τούτους βράχους θα τους αγάπησε πολύ το εκστατικό μάτι του Γκρέκο, και ταράζομαι, σαν να προσδοκώ να συναντήσει απάνω τους η ματιά μου αποφλογίδια ακόμα από το δικό του μάτι,
Τριγυρίζω το σπίτι του Γκρέκο, το μουσείο του, τις εκκλησίες όπου βρίσκουνται τα έργα του, έχω στο νου μου όλη τη ζωή και τον αγώνα, λάμπουν τα μάτια μου τα σπαθωτά, φλεγόμενα στόματα τα χλωμά, μακροδάκτυλα, σαν άστρα της θάλασσας, χέρια, τα μάτια τα πυρπολημένα κι ακίνητα. Όλες τούτες οι χαρές είναι μπροστά μου κι ανυπομονούν να μπούνε μέσα μου και να πάρουν έκφραση, ανυπομονώ κι εγώ μα κρατιέμαι.
Γιατί ξέρω πως όταν θα’ ρθει η στιγμή της τέλειας επαφής η λαχτάρα δηλαδή η ανώτατη ηδονή, θα πεθάνει...
Πάω κι έρχομαι στα στενά δρομάκια κι ο νους μου χυμάει πίσω, γοητευμένος. Στις 8 του Απρίλη του 1614, ένα τέτοιο χαρούμενο πρωινό, η πόρτα του σπιτιού του μεγάλου Κρητικού ήταν ανοιχτή. Παιδόπουλα με άσπρα δαντελωτά πουκάμισα στέκουνταν στο κατώφλι με κίτρινες λαμπάδες. Ο περήφανος μυστηριώδης ξένος που είχεν έρθει, τώρα και σαράντα χρόνια από την θάλασσα, ...είχε πεθάνει.
Όλο το Τολέδο πενθούσε. Ο θρύλος που είχε δημιουργήσει ο βίαιος λιγοδίαιτος Κρητικός ζωντάνευε πάλι σήμερα σε όλα τα χείλια. Η ζωή του ήταν παράξενη, τα λόγια του λίγα, τσεκουράτα. Αυτός δεν ήταν που είπε για τον Μιχαήλ Άγγελο: «Καλός άνθρωπος, μα δεν ήξερε να ζωγραφίζει. Αυτός δεν ήταν που έκαμε τα φτερά των αγγέλων τόσο μεγάλα που η Εκκλησία τρόμαξε;...»


Στον τάφο του Καζαντζάκη

Επισκέφθηκα τον τάφο του Καζαντζάκη, στο Ηράκλειο. Ο χώρος απλός μα μεγαλόπρεπος. Από το ύψωμα αγναντεύει, την πόλη και το Κρητικό Πέλαγος. Ανατριχιάζει το κορμί, στην σκέψη ότι βρίσκομαι, τόσο κοντά, στον μεγαλύτερο διανοητή που γέννησε η Κρήτη κι ο κόσμος όλος. Κι οι πέτρες ακόμα τον ήξεραν και τον ξέρουν. Και αυτές τώρα, μ’ έναν απλό ξύλινο σταυρό του κρατούν συντροφιά. Ο προφήτης, με τα φλογοβόλα μάτια έφυγε, χτυπώντας το ραβδί του... στις κακοτοπιές του άπειρου.
Έφυγε στα 74 χρόνια του, κάποια μέρα του Οκτώβρη του 1957. Τι σύμπτωση, στην ίδια ηλικία είχε φύγει και ο Γκρέκο μα κάποια μέρα του Απρίλη του 1614,  343 χρόνια χώριζαν τους 2 θρύλους.
Ο φιλόσοφος έγραφε το τελευταίο του βιβλίο «Αναφορά στον Γκρέκο» «Φωνάζω την μνήμη να θυμηθεί, περιμαζώνω από τον αέρα την ζωή μου. Στέκουμαι σαν στρατιώτης μπροστά στον ΣΤΡΑΤΗΓΟ και κάνω την Αναφορά μου στον Γκρέκο γιατί αυτός είναι ζυμωμένος από το ίδιο κρητικό χώμα μ’ εμένα και καλύτερα απ’ όλους τους αγωνιστές που ζουν ή που έχουν ζήσει, μπορεί να με νοιώσει. Δεν άφηκε κι αυτός την ίδια κόκκινη γραμμή πάνω στις πέτρες;» Νοιώθει την ανάγκη να απολογηθεί στο νησί του. Αυτός είναι ο κόσμος του. Αυτό το νησί, του τα έδωσε όλα.
Απ’ αυτό ξεκίνησε για τον Γολγοθά και σ’ αυτό ξαναγύρισε, γονατίζοντας μπροστά στον Γκρέκο, λίγο πριν πεθάνει.
Σε κάποιον φίλο του που ήθελε να γράψει την βιογραφία του, απαντά: «…. νομίζω πως θα’ πρεπε ίσως να περιμένετε πρώτα να πεθάνω. Η ζωή μου είναι πολύ απλή. Και η πνευματική μου εξέλιξη αποτελεί μια ίσια κόκκινη γραμμή τίποτα άλλο Ένας ανήφορος ήταν η ζωή μου κι ανηφορίζω, τίποτα άλλο».
Σε κάποιους άλλους που ήθελαν να ιδρύσουν σύλλογο Καζαντζάκη γράφει: «Ευχαριστώ για την ιδέα σας. Μα θαρρώ πως είναι πρόωρο. Περιμένετε ακόμα λίγο, να βάλλω το «Μαύρο κράνος». Τώρα όσο ακόμα ζω, ντρέπουμαι να γίνεται λόγος για μένα, ...γιατί δεν είμαι βέβαιος πως το αξίζω».
Όμως να’ σαι σίγουρος, μεγάλε ταξιδιώτη, πως το άξιζες.
Σαράντα χρόνια μετά τον θάνατό σου, σ’ όλο τον κόσμο τιμούν την μνήμη σου. Στην «Ασκητική» γράφεις: «... Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα ουρανός και γης αφανίζονται. Εγώ μονάχα υπάρχω! φωνάζει ο νους».                                
Αν η ύλη σου αναπαύεται, ένα μέτρο κάτω στην γη, το πνεύμα σου το νοιώθω δίπλα μου. Φρέσκο κι αγέρωχο ταξιδεύει στον κόσμο, όπως κάποτε το σώμα σου. «Ερχόμαστε από μία άβυσσο και καταλήγουμε σε μια άβυσσο. Η ενδιάμεση ακτίνα φωτός, λέγεται ζωή». Έτσι έγραφες.
Μα εσύ στάθηκες από τους... τυχερούς. Αφού το πνευματικό σου φως, παραμένει φάρος άσβεστος στα σκοτάδια της αβύσσου.
Ο πιο πολυδιαβασμένος συγγραφέας, δεν έβρισκε εκδοτικό οίκο στην χώρα του να εκδώσει τα έργα του. Έπρεπε πρώτα να τυπώσει στο εξωτερικό και μετά στην Ελλάδα. Δυστυχώς δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας.
Αγία Γαλήνη 13/6/97
Φάνης Μαυρογιώργης
ΑΓΙΑ ΓΑΛΗΝΗ Τ.34

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου