Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

Τιμ Σεβερίν : Αναζητώντας τον Σεβάχ τον θαλασσινό



Αναζητώντας τον Σεβάχ τον θαλασσινό

Ένας σύγχρονος ριψοκίνδυνος ναυτικός ξαναφτιάχνει ένα πλοίο του παλιού καιρού για να ακολουθήσει τα βήματα ενός θρύλου - και γίνεται θρυλικό το δικό του ταξίδι...

Του Τιμ Σεβερίν

Το μπουρίνι χτύπησε το σούρουπο ξαφνικά σαν χαστούκι. Παραπαίοντας από τα χτυπήματα, το πλοίο πήρε απότομα κλίση, στρίβοντας με το πλευρό στον άνεμο. Ακούστηκαν κρότοι στο υπόφραγμα, καθώς οι ναύτες έπεφταν από τις κουκέτες τους. Οι άλλοι πάνω στο κατάστρωμα αρπάχτηκαν απ’ τα σκοινιά, βαστώντας κόντρα στην ανατριχιαστική κλίση που ‘χε πάρει το πλοίο.
Τότε, σαρακοφόρες μορφές πετάχτηκαν από τις μπουκαπόρτες, δαν τζίνια, φωνάζοντας όχι από πανικό, αλλά από ολόχαρη έξαρση μπροστά στον κίνδυνο.
Έμπειρα χέρια έστριψαν απότομα το τιμόνι και λασκάρισαν τη μαΐστρα και τη μετζάνα, ορτσάροντας σιγά σιγά. Το πλοίο πήρε ξανά δρόμο.
Μια ώρα αργότερα, τα ξάρτια σχημάτιζαν και πάλι την όμορφη δαντέλλα τους με φόντο τον έναστρο ουρανό. Τρία τριγωνικά πανιά, το καθένα με τον κόκκινο θυρεό του - δύο σταυρωτά γιαταγάνια και μια αγκιστρωτή κάμα - άρχισαν να φουσκώνουν.
Οι άντρες που δεν είχαν βάρδια ξεκουράζονταν, μετά το μπουρίνι, κάτω από μια λάμπα. Έμοιαζαν πλήρωμα πειρατικού. Μερικοί φορούσαν κοντά παντελόνια, αλλά οι περισσότεροι προτιμούσαν ένα πανί τυλιγμένο γύρω απ' τους γοφούς, και σχεδόν οι μισοί φορούσαν σαρίκι. Μερικοί μιλούσαν αγγλικά, άλλοι αραβικά. Ήταν σαν μια σκηνή από τα ταξίδια του Σεβάχ του Θαλασσινού στις Χίλιες και μία νύχτες. Άλλωστε, από μια άποψη, ήταν το πλοίο του Σεβάχ, πάνω στο οποίο ταξιδεύαμε.
Πιστεύεται γενικά, ότι οι ιστορίες για τα εφτά ταξίδια του Σεβάχ βασίζονται σε πραγματικά ταξίδια πραγγματικών ναυτικών και ότι ο Σεβάχ δεν ήταν απλώς ένας φανταστικός ήρωας, αλλά μία «σύνθεση» των Αράβων ναυτικών και εμπόρων, οι οποίοι έφταναν ως τα όρια του γνωστού κόσμου τους, στη χρυσή εποχή της αραβικής ναυσιπλοΐας.
Ετσι, αποφάσισα να αναπαραστήσω τα ταξίδια του Σεβάχ. Θα ναυπηγούσα ένα αραβικό εμπορικό πλοίο του 9ου αιώνα και θα έκανα με αυτό το πιο μακρινό ταξίδι της εποχής εκείνης - 6.000 μίλια - από την Αραβική Χερσόνησο ως τα θρυλικά λιμάνια της Κίνας.


Με τι όμως έμοιαζαν εκείνα τα μεσαιωνικά πλοία; Οι Άραβες ναυπηγοί μας άφησαν πολύ λίγα στοιχεία, αφού έφτιαχναν τα καράβια εξ ολοκλήρου «με το μάτι», χωρίς σχέδια. Τελικά, σε έναν πορτογαλικό χάρτη του 1519, βρήκα λεπτομερείς εικόνες ενός παλιού αραβικού ιστιοφόρου. Ταίριαζαν με τα στοιχεία που είχα μαζέψει από αραβικά κείμενα για το μέγεθος, την ταχύτητα και τον τρόπο κατασκευής.
Αναζητώντας περισσότερες πληροφορίες, επισκέφθηκα το Σουλτανάτο του Ομάν, του οποίου η ναυπηγική παράδοση έχει συνεχιστεί αδιατάρακτη μέσα στους αιώνες. Αφού περιέγραψα τα σχέδια μου για το ταξίδι του Σεβάχ, ο Σουλτάνος Κάμπους μπιν Σαΐντ προσφέρθηκε να καλύψει εξ ολοκλήρου τα έξοδα του ταξιδιού. Με μια παράκληση: Μπορούσε το ταξίδι μας ν' αρχίσει στις 23 Νοεμβρίου του 1980, στην διάρκεια των εορταστικών εκδηλώσεων για τη δέκατη επέτειο της βασιλείας του;
Αυτό μου άφηνε λιγότερους από 15 μήνες για να σχεδιάσω το πλοίο, να το ναυπηγήσω και να ναυτολογήσω πλήρωμα.
Οι Άραβες ναυπηγοί του παλιού καιρού έκαναν εισαγωγές κορμών ξύλου τικ από την ακτή Μαλαμπάρ της Ινδίας, αλλά η Ινδία τώρα απαγόρευε την εξαγωγή τους. Ευτυχώς, στον κατάλογο των απαγορευμένων δεν περιλαμβανόταν ένα παρόμοιο ξύλο, που λέγεται αϊνί. Στη διάρκεια επτά επισκέψεων μου στην Ινδία, εντόπισα και φρόντισα να κοπούν δέντρα αϊνί. Πάνω από 140 τόνοι κορμών σύρθηκαν μέσα απ' τα δάση με ελέφαντες, και μεταφέρθηκαν με πλοίο στο Ομάν.
Για λόγους πιστότητας της αντιγραφής, όλες οι συνδέσεις του πλοίου μου θα γίνονταν με σκοινιά από ίνες καρύδας, αντί για καρφιά. Η αναζήτηση εργατών που εξασκούσαν ακόμα αυτή την αρχαία τέχνη, με έφερε ως το Αγκάττι, μια από τις μακρινές Λακκαβίδες Νήσους, 245 μίλια από τη νοτιοδυτική ακτή της Ινδίας, όπου οι Άραβες της εποχής του Σεβάχ πήγαιναν για να πάρουν σκοινί από ίνες καρύδας. Εκεί, προσέλαβα δέκα εργάτες για σκοινιά και αγόρασα καρύδες για 650 χιλιόμετρα σκοινί.

 From pp142-143 “The Sinbad Voyage” by Tim Severin 1982 ISBN 0 09150560 7

Τα τσόφλια από τις καρύδες έπρεπε να μουλιάσουν (μαλακώσουν) σε θαλασσινό νερό, όχι σε γλυκό, να χτυπηθούν με ξύλινους κόπανους (γιατί τα σιδερένια σφυριά θα αδυνάτιζαν τις ίνες) και να στριφτούν με το χέρι. Σκοινί φτιαγμένο από μηχανή, δεν ήταν αρκετά γερό.
Κατά την Πρωτοχρονιά του 1980, το συνεργείο για τη ναυπήγηση είχε μαζευτεί στην παραλιακή πόλη Σουρ, όπου Άραβες καραβομαραγκοί ναυπηγούσαν επί αιώνες εμπορικά ιστιοφόρα τα οποία αλώνιζαν από την Ζανζιβάρη ως την Ινδία, σε αναζήτηση ξυλείας, μπαχαρικών και ελεφαντόδοντου.  Όταν έφτασε ο Ιούλιος, το θερμόμετρο είχε ανέβει στους 48° C, κι  εμείς  δουλεύαμε  κλείνοντας  τις 20.000 τρύπες, που είχαν γίνει με το χέρι  για να περάσουν τα σκοινιά, χρησιμοποιώντας   έναν   πολτό   από κόμμι δέντρου και κοπανισμένες αχιβάδες. Στα τέλη Αυγούστου, μετά από τοπικούς εορτασμούς, το πλοίο βαφτίστηκε Σοχάρ - το όνομα της πόλης του Ομάν η οποία θεωρείται η γενέτειρα του ίδιου του Σεβάχ.
Τις τελευταίες βδομάδες, διάλεξα το πλήρωμα. Προσέλαβα οκτώ από το Ομάν και έναν Ινδό, συν δέκα από 3 διάφορες χώρες της Δύσης, συμπεριλαμβανομένων τριών ωκεανολόγων, δύο δυτών, ενός οπερατέρ κι ενός φωτογράφου. Και τότε, προς δυστυχία όλων μας, είχαμε και τον Σάνμπυ.
Μπαρκάρισε την τελευταία στιγμή. Μου έλειπε ένας μάγειρας, κι αυτός ισχυρίστηκε ότι ήταν. Ο Σάνμπυ ήταν άτομο απροσδιόριστης ηλικίας και λερής εμφάνισης, με τον αέρα ανθρώπου που επιβιώνει σ' όλες τις καταστάσεις. Μέσω διερμηνέα, του έκανα μια πρόταση: να μαγειρέψει το μεσημεριανό φαγητό για το πλήρωμα του Σοχάρ, και αν ήταν ικανοποιητικό θα τον προσελάμβανα.
Το φαγητό ήταν ένα όχι σπουδαίο κάρυ με λαχανικά, που τρωγόταν όμως, και ο Σάνμπυ προσελήφθη. Όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, ήταν η μοίρα μας να τρώμε το ίδιο θλιβερό φαγητό τακτικά, για το μεγαλύτερο μέρος του μήνα που ακολούθησε.
Στις 23 Νοεμβρίου, με συνοδεία από περιπολικά σκάφη και τη βασιλική θαλαμηγό, το Σοχάρ πέρασε τον κάβο της Μασκάτ, ενώ οι συνοδοί μας φώναζαν «Γιάλλα, γιάλλα, ου- Άλλαλ-μουήν» («Πήγαινε, πήγαινε, ο Αλλάχ θα βοηθήσει»). Βάλαμε πλώρη για τ' ανοιχτά.
Πιάσαμε τους βορειανατολικούς μουσσώνες που φυσούσαν από την Ινδία, κι αρχίσαμε ν' αρμενίζουμε στη Θάλασσα της Αραβίας. Η ζωή στο πλοίο πήρε έναν ιδιαίτερο, δικό της ρυθμό. Η ημέρα μας άρχιζε, την αυγή, με προσευχές από τους Ομανούς. Ακολουθούσε το πρωινό από ψωμί ή τηγανίτες, κάτι που ακόμα κι ο Σάνμπυ δεν μπορούσε να χαλάσει. Ήταν όμως τόσο φρικτά τεμπέλης και αργός στο τηγάνισμα, που οι τελευταίοι άρχισαν να μπερδεύουν το πρωινό με το μεσημεριανό.
Τρακόσια μίλια από την Μασκάτ, δοκίμασα να βρω το στίγμα μας με τον τρόπο των Αράβων θαλασσοπόρων. Υπολογίζουν το γεωγραφικό πλάτος από τα άστρα, χρησιμοποιώντας συχνά ένα απλό ξύλινο ορθογώνιο από το οποίο περνούσε ένας σπάγγος με κόμπους, που λεγόταν καμάλ, για να μετρήσουν το ύψος του πολικού αστέρα πάνω απ' τον ορίζοντα. Με ένα καμάλ που είχα φτιάξει μόνος μου, κατάφερα να υπολογίσω το γεωγραφικό πλάτος του Σοχάρ με ακρίβεια 30 μιλίων, όπως εξακρίβωσα μετά και με τον εξάντα.


Καθώς αρμενίζαμε σταθερά νοτιοανατολικά, ήμουν πολύ ικανοποιημένος απ' τις επιδόσεις του Σοχάρ. Διέσχιζε με ευκολία τη θάλασσα κι ο χειρισμός του ήταν εύκολος.
Κάναμε μέχρι και 80 μίλια την ημέρα, αλλά είχα την εντύπωση ότι οι Ευρωπαίοι ναύτες μου θα βαριόνταν με τη μονοτονία και την έλλειψη χώρου.  Όχι όμως και οι Ομανοί. Εκείνοι κουβέντιαζαν, τραγουδούσαν, έριχναν πετονιά από την πρύμνη κι έπαιρναν κανέναν υπνάκο στο κατάστρωμα τυλίγοντας τα πρόσωπα τους με τα τουρμπάνια τους. Σύντομα έπιασαν κι οι Ευρωπαίοι το ρυθμικό τραγούδι τους, με το οποίο συνόδευαν τις βαριές δουλειές. Το πλήρωμα είχε αρχίσει να «δένει», να γίνεται ένα.
Όπως στα παλιά αραβικά πλοία, οι τουαλέτες του Σοχάρ ήταν δυο «μπαλκόνια» που κρέμονταν έξω από τις δυο κουπαστές του πλοίου, σαν θεωρεία θεάτρου. Τις ζεστές νύχτες στεκόμαστε στα μπαλκόνια κάνοντας ντους, με νερό που τραβούσαμε από τη φωσφορίζουσα θάλασσα με τον κουβά.  Ήταν μαγεία να στέκεται κανείς στο σκοτάδι καθώς το νερό έτρεχε απ' το σώμα του σε χλωμά ρυάκια, αφήνοντας στίγματα από φωτεινό πλαγκτόν, σαν πυγολαμπίδες, πάνω στο δέρμα. Στις 10 Δεκεμβρίου, πιάσαμε για πρώτη φορά στεριά - στο μικροσκοπικό νησί Τσετλάτ των Λακκαβίδων Νήσων. Περιτριγυρισμένο από εκτυφλωτικά λευκές παραλίες, το Τσετλάτ έμοιαζε  με   παράδεισο. Ήταν όμως ένας παράδεισος στα πρόθυρα της αλλαγής. Όταν επισκέφθηκα   το   αστυνομικό τμήμα του Τσετλάτ, πρόσεξα ένα ντοσιέ με την επιγραφή «Αναφορές Εγκλημάτων». Στην ιστορία των Λακκαβίδων δεν υπήρχε εγκληματικότητα. «Τα νησιά έγιναν μοντέρνα,» είπε ο αστυνόμος με μια υποψία υπερηφάνειας, «κι έτσι πρέπει να υπάρχει έγκλημα.»
Η επομένη κίνηση ήταν το Μπεϋπόρ κοντά στην Καλικούτη, στην ηπειρωτική Ινδία, όπου ο Σάνμπυ μας άφησε - μετά από γενικό αίτημα όλου του πληρώματος. Ο αντικαταστάτης του, ένας δημόσιος, υπάλληλος που είχε μπουχτίσει με τη ρουτίνα του γραφείου, αποδείχτηκε πρώτης τάξεως μάγειρας.
Επί αιώνες έρχονταν Άραβες ναυτικοί στο Μπεϋπόρ και, όπως οι ναυτικοί σ' όλο τον κόσμο, παντρεύονταν ντόπιες. Αυτό που δεν ήξερα, ήταν ότι ο καπετάνιος ενός αραβικού πλοίου έπρεπε επίσης να δανείσει χρήματα για την «αγορά» της νύφης.
Ο Μουσαλάμ, ένας από τους καλύτερους ναύτες μου, έσκασε τη βόμβα. Είχε γνωριστεί με μια κοπέλα στην κοντινή Καλικούτη, την οποία ήθελε να παντρευτεί. Θα μπορούσα να του δανείσω τα χρήματα για το δώρο στην οικογένεια της κοπέλας; Τον ρώτησα τι θα έκανε, όταν θα έφευγε πάλι το Σοχάρ. Α, αυτό δεν ήταν πρόβλημα, απάντησε ο Μουσαλάμ. Θα της έστελνε λεφτά και θα κανόνιζε να έρθει εκείνη αργότερα στο Ομάν. Τι θα γινόταν με τη γυναίκα του στην πατρίδα; Θα ενθουσιαζόταν να έχει ακόμα κάποιον να βοηθάει στο νοικοκυριό και το μαγείρεμα.
Στο τέλος, έδωσα στον Μουσαλάμ 1.000 ρουπίες προκαταβολή - κάπου 55 ευρώ  - παρ' όλο που το θεώρησα επικίνδυνο προηγούμενο. Κι αποδείχτηκε ότι είχα πολύ δίκιο, μέσα σε μια βδομάδα όλοι οι Ομανοί, εκτός από έναν, είχαν ζητήσει δάνειο και παντρεύτηκαν. Αποπλεύσαμε από το Μπεϋπόρ με εφτά νιόπαντρους γαμπρούς.
Στις 21 Ιανουαρίου αγναντέψαμε τα παράλια της Σρι Λάνκα (Κεϋλάνης) -της Σερεντίμπ, όπως την έλεγαν παλιά, οι   Άραβες.   Είναι   πολύ  πιθανό  η Σερεντίμπ να είναι η χώρα που περιγράφεται σε μια εκδοχή του έβδομου ταξιδιού του Σεβάχ, κατά το οποίο τον έπιασαν πειρατές και τον πούλησαν σκλάβο σ' έναν έμπορο ελεφαντόδοντου. Ο έμπορος ανάγκασε τον Σεβάχ να κυνηγάει και να σκοτώνει έναν ελέφαντα κάθε μέρα, για τους χαυλιόδοντες. Τελικά, οι ελέφαντες έδειξαν στον Σεβάχ το μυστικό νεκροταφείο τους, για να βρίσκει έτσι ελεφαντόδοντο χωρίς να τους σκοτώνει.
Σαλπάραμε από την Σρι Λάνκα, ελπίζοντας να συναντήσουμε σύντομα ευνοϊκούς ανέμους για να μας πάνε στην Σουμάτρα. Για τρεις βδομάδες, όμως, ακινητοποιηθήκαμε από τη νηνεμία, και διέταξα κάθε ναύτη να κάνει οικονομία στο πόσιμο νερό. Τελικά, στα μέσα Μαρτίου, πέρασε μια μπόρα, κι απλώσαμε μουσαμάδες όπου μαζέψαμε γλυκό νερό.


Στις 18 Μαρτίου ήρθε, η «ημέρα των καρχαριών». Γύρω στο μεσημέρι ένα κοπάδι ψάρια, που έμοιαζαν με μεγάλα σκουμπριά, φάνηκε κάτω από το ακινητοποιημένο πλοίο. Ρίχτηκαν πετονιές και, σύντομα, έξι χοντρά ψάρια σπαρταρούσαν σ' ένα καλάθι στο κατάστρωμα.
Ξαφνικά, μαζεύτηκαν καμιά εικοσαριά καρχαρίες. Ένας Ομανός έκοψε γρήγορα ένα ψάρι, δόλωσε ένα μεγάλο αγκίστρι και το έριξε στη θάλασσα. Στα επόμενα δέκα λεπτά το πλήρωμα έπιανε τον ένα καρχαρία μετά τον άλλο και τον ανέβαζε στο κατάστρωμα, όπου τον σκότωναν οι Ομανοί με ρόπαλα, μπαστούνια, κοτσανέλλα. Οι καρχαρίες σπαρταρούσαν στο κατάστρωμα σαν τεράστια μαινόμενα ελατήρια, χτυπώντας τις ουρές τους και προσπαθώντας να δαγκώσουν οτιδήποτε βρισκόταν κοντά τους. «Μπας, μπας!»(«Φτάνει, φτάνει!»), φώναξα, πριν χάσει κάποιος κανένα χέρι ή πόδι. Τελικός λογαριασμός: 17 καρχαρίες. Παστώσαμε και ξεράναμε το κρέας στον ήλιο.
Στις 5 Απριλίου έπαψε η νηνεμία, και ο άνεμος φούσκωσε τα πανιά του Σοχάρ. Δέκα μέρες αργότερα είδαμε τον Πορθμό της Μαλαισίας, τον μεγάλο θαλάσσιο δρόμο μεταξύ Μέσης και Άπω Ανατολής, και πιάσαμε τελικά λιμάνι στο Σαμπάνγκ, σε ένα νησί πολύ κοντά στο βόρειο άκρο της Σουμάτρας.
Οι αρχαίοι Άραβες επισκέπτες αντίκριζαν την Σουμάτρα με τρόμο, υποστηρίζοντας ότι οι κάτοικοι ήταν άγριοι ανθρωποφάγοι. Ο ίδιος ο Σεβάχ παρά λίγο να πέσει θύμα τους, όταν αυτός και οι σύντροφοι του ναυάγησαν στα ανοιχτά των ακτών. Οι ιθαγενείς πήγαν τους ναυαγούς στο βασιλιά τους και τους πρόσφεραν φαγητό. Παρατηρώντας ότι οι σύντροφοι του, καθώς έτρωγαν, φαίνονταν να πέφτουν σε λήθαργο, ο Σεβάχ αρνήθηκε το φαγητό και κατάφερε να ξεφύγει από τους καννίβαλους. Στις αρχές Μαΐου το Σοχάρ αρμένιζε στον Πορθμό της Μαλαισίας, με ρότα για την Σιγκαπούρη. Η είδηση του ταξιδιού μας είχε φτάσει πριν από μας, κι ένα πλήθος μας υποδέχτηκε στην προκυμαία, με παραδοσιακούς κινέζικους και μαλαϊκούς χορούς και τραγούδια. Ακολούθησαν αμέτρητες προσκλήσεις φιλοξενίας στην πόλη. Ήταν ελκυστική ιδέα, αλλά δεν μπορούσαμε να μείνουμε πολύ. Έπρεπε να διασχίσουμε την Νότια Θάλασσα της Κίνας πριν από το αποκορύφωμα της εποχής των τυφώνων, και είχαμε ήδη αργήσει.
Έτσι αφήσαμε την Σιγκαπούρη, και βάλαμε ρότα για θάλασσες θρυλικές. Οι πρώτες τέσσερις μέρες ήταν απατηλά ήρεμες, αλλά μόλις πριν την αυγή της πέμπτης μέρας, μας χτύπησαν θυελλώδεις άνεμοι. Τα ξάρτια του Σοχάρ βόγκηξαν και ένα ανησυχητικό τρίξιμο διαπέρασε το πλοίο κατά μήκος. Νόμισα ότι θ' αναποδογύριζε. Τότε, μ' έναν βροντερό κρότο, κουρελιάστηκε η μαΐστρα.
Ελαφρωμένο, το πλοίο ορτσάρισε. Μαϊνάραμε το σκισμένο πανί και δέσαμε γερά το άρμπουρο της μαΐστρας. Ευτυχώς, γιατί απ' τα δυτικά ο ουρανός μαύρισε απ' το μπουρίνι που ερχόταν - με τα σύννεφα να στροβιλίζονται και ν' αναδεύονται σαν τον καπνό μεγάλης πυρκαγιάς. Ήταν ένα τοπικό φαινόμενο, γνωστό ως θολωτή σπηλιάδα. Όλη εκείνη τη μέρα τραβήξαμε τα πάνδεινα. Μας σκυλόπνιξαν τρεις ακόμα σπηλιάδες, και χάσαμε άλλα τρία πανιά που έκανε ο άνεμος κουρέλια. Παρ' όλο που το τίμημα ήταν υψηλό, οι σπηλιάδες μας έσπρωχναν προς τον προορισμό μας. Το ημερολόγιο μου δείχνει 110 μίλια τη μια μέρα και 135 την επομένη -απόσταση ρεκόρ. Κυριολεκτικά «ματίσαμε» τη σωτηρία μας, ράβοντας τα ξεσκισμένα πανιά.
Στις 25 Ιουνίου, έχοντας αφήσει πίσω μας τις σπηλιάδες, περάσαμε στ' ανοιχτά του Κόλπου του Τονκίνου και βρισκόμασταν τώρα μόνο 350 μίλια μακριά από τον Ποταμό Τζου, που θα μας έβγαζε στον προορισμό μας, το κινεζικό λιμάνι Γκουανγκζού (Καντώνα). Βρισκόμασταν όμως και σε νερά γεμάτα πειρατές.


Την επόμενη μέρα, λίγο πριν το μεσημέρι, ένα μικρό σκάφος με μηχανή εμφανίστηκε ένα με δύο μίλια πίσω μας. Καθώς συνέχιζε να πλησιάζει το Σοχάρ, διέταξα τους άντρες να βγάλουν τα όπλα τους.
Το σκάφος, τελικά, δεν ήταν γεμάτο με πειρατές, αλλά με πρόσφυγες από το Βιετνάμ - εφτά άντρες, τέσσερις γυναίκες και εφτά παιδιά - που προσπαθούσαν να φτάσουν στην Ταϊβάν. Τους δώσαμε πόσιμο νερό, τρόφιμα, ρουχισμό και είδη πρώτων βοηθειών, και επισκευάσαμε τη χειροποίητη πυξίδα τους. Μετά, τους σχεδίασα έναν πρόχειρο χάρτη με τη ρότα για την Ταϊβάν και τους αποχαιρέτησα.
Δύο ημέρες αργότερα, αντικρίσαμε τις ακτές της Κίνας. Η εκβολή του Ποταμού Τζου ήταν πλατιά κι αλλόκότα έρημη. Καθώς ανεβαίναμε τον ποταμό, μια ταχύπλοη κανονιοφόρος ήρθε κατά πάνω μας, στέλνοντας μας ξέφρενα φωτεινά σήματα. Υψώσαμε τη σημαία αβροφροσύνης της Κίνας και ρίξαμε άγκυρα. Το πλήρωμα της κανονιοφόρου φαίνεται να ικανοποιήθηκε και το πλοίο έφυγε, αφήνοντας μας ήσυχους.
Το επόμενο πρωί εμφανίστηκε ένα μεγάλο ρυμουλκό, και μια φωνή ακούστηκε στον ασύρματο σε άψογα αγγλικά: «Πώς είσθε; Είμαι ο κύριος Λιού από το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών, και ήρθα από την Γκουανγκζού να σας προϋπαντήσω.»
Άλλες 48 ώρες, και ο πρώτος τυφώνας της χρονιάς θα είχε πέσει πάνω μας.
Το τέλος του ταξιδιού μού προκάλεσε ένα αίσθημα θλίψης όταν, συνειδητοποίησα ότι ήταν η τελευταία φορά που θα ήταν μαζεμένο το πλήρωμα μου. Είχαμε κάνει αυτό που είχαμε βάλει σκοπό: είχαμε ακολουθήσει τις ιστορίες του Σεβάχ, κάνοντας το γύρο του ενός τετάρτου της γης. Τώρα, η μεγάλη περιπέτεια μας τελείωνε.
Και το Σοχάρ, επίσης, είχε υπηρετήσει το σκοπό για τον οποίο είχε ναυπηγηθεί. Σύντομα θα μεταφερόταν πίσω στην Μασκάτ, για να γίνει «αξιοθέατο». Ο ενθουσιασμός και η γενναιοδωρία του σουλτάνου και του λαού του Ομάν και η αφοσίωση εκείνων που ναυπήγησαν και επάνδρωσαν το Σοχάρ, είχαν κάνει πραγματικότητα το ταξίδι του Σεβάχ. Τώρα, τούτο το ταξίδι, όπως και τα εφτά ταξίδια του Σεβάχ του Θαλασσινού, θα γινόταν κι αυτό παραμύθι.
Σύμπτυξη από το "The Sindbad Voyage", του Tim Severin. To κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο National Geographic (July '82).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου