Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018

ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ : Η Κρήτη του Παντελή Πρεβελάκη και η εποχή μας



Η Κρήτη του Παντελή Πρεβελάκη και η εποχή μας

Του ΓΙΩΡΓΗ   ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ό Παντελής Πρεβελάκης με τα έργα του τα εμπνευσμένα από την Κρήτη θέλησε ν' αναστήσει μέσω της τέχνης τον αρχαϊκό και ριζιμιό κόσμο του νησιού του, που είτε έζησε ο ίδιος στα πρώτα χρόνια του τις τελευταίες αναλαμπές του, είτε κράτησε στη μνήμη του τον απόηχο των ηρωισμών του. Έτσι μας έδωσε τις ποικίλες πτυχές της ειρηνικής ζωής του Ρεθέμνου στο «Χρονικό μιας πολιτείας» και δοξολόγησε τους απελευθερωτικούς αγώνες της Κρήτης στην «Παντέρμη Κρήτη», στην τριλογία του «Κρητικού» και στο θεατρικό έργο «Το Ηφαίστειο». Ή πρώτη προσφορά του, λοιπόν, στους συγχρόνους του και στους επιγενόμενους είναι το ότι προφτάνοντας «την πύρινη λάβα της ζωντανής πραγματικότητας» του νησιού του, πριν «απολιθωθεί» (1), πλαστούργησε απ' αυτήν «αμιγές και ισόρροπο»(2) το  είδωλο του   Κρητικού.  Η Κρήτη του Πρεβελάκη ζει πια στην αυτόνομη ζωή της στον κόσμο της λογοτεχνίας.
Ο Πρεβελάκης όμως δεν μας άφησε απλώς στα έργα του την εικόνα ενός τόπου και μιας εποχής. Συνθέτοντας τα χρονικά, τις μυθιστορίες και τα δράματα του δεν αισθανότανε τον εαυτό του αντικειμενικό παρατηρητή και κριτή όσων έγραψε. Συμμετείχε κι ούτος στα δρώμενα, ήταν ένα κομμάτι του κόσμου πού ανάσταινε, χαιρότανε και πονούσε μαζί του. «Έχω την πεποίθηση», λέει στην ομιλία προς τους συμπολίτες του το 1977 με τον τίτλο «Το Ρέθεμνος ώς ύφος ζωής», «πώς οποίος ανχοζητεί την ταυτότητα του οφείλει ν’ ανασκαλέψει τις ρίζες του. [...] Ο συγγραφέας δεν είναι άτομο, είναι λεγεών. Ποιος διαμόρφωσε την προσωπικότητα του παρά ο κόσμος πού τον ανάστησε; Οι γονιοί του, οι δάσκαλοί του, οι ήρωες πού θαύμασε ως μυθικά πρότυπα και οι άγιοι που λάτρεψε ως μεσάζοντες μεταξύ Θεού και ανθρώπων: μ’ ένα λόγο οι ζωντανοί και οι νεκροί. Η φωνή πού βγαίνει από τα χείλη του προέρχεται από ουράνιο και υποχθόνιο κόσμο. Η τέχνη δεν θα είχε τη λυτρωτική δύναμη πού γνωρίζουμε αν δεν ανάβρυζε από αυτές τις αθέατες πηγές». (3).


Ο Πρεβελάκης, λοιπόν, αναζήτησε τις ρίζες του και μεσ' απ' αυτές απόκτησε συνείδηση του εαυτού του. Αύτη η αυτοσυνειδησία του έδειξε το δρόμο που έπρεπε να πορευθεί στη ζωή του κι ενέργησε λυτρωτικά στη σκέψη του. Ένιωσε πώς δεν ήταν ένα απομονωμένο άτομο που ακολουθεί, την προσωπική μοίρα του, παρά μέλος ενός συνόλου δεμένου μ' ένα κοινό ιστορικό παρελθόν, με κοινούς κανόνες ζωής, κοινά ιδανικά και προσδοκίες. Με τούτο το σύνολο τον έδεναν δυνατοί συναισθηματικοί δεσμοί. Τα νεώτερα ιστορικά γεγονότα, ή μάχη της Κρήτης και η εθνική αντίσταση στα χρόνια της κατοχής, ενίσχυσαν αυτούς τους δεσμούς και τους ανύψωσαν σε μια σχέση ηθική και πνευματική.


Ο Πρεβελάκης ως συγγραφέας βρήκε μέσα στις ψυχές των ηρώων του και πρόβαλε μέσ' από τα έργα του τις αρετές του ανθρώπου της Κρήτης: Το αίσθημα της τιμής, την ανδρεία που φτάνει ως την αυτοθυσία. το λαϊκό ανθρωπισμό που τον είδε ως την «ολική αλληλεγγύη του ανθρώπου προς τον πλησίον του», τον «απλό βυζαντινά χριστιανισμό» συνταιριασμένο μ’ έναν «αθώο παγανισμό» (5), την αγάπη της ζωής «στη μυστική της πρώτη αξία», για να θυμηθούμε τον  Άγγελο Σικελιανό (6), και σαν κορωνίδα όλων αυτών τη φιλοπατρία. «Η φιλοπατρία είναι αυθόρμητη ενέργεια ψυχής, είναι ένστικτο», λέει ο ίδιος στον πανηγυρικό λόγο του για τα εκατόχρονα από το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου (Ρέθεμνο, 1966). «Θα το δείτε να φανερώνεται στο μελίσσι που διαφεντεύει την κυψέλη του, στο πουλί που υπερασπίζεται τη φωλιά του. Μπορεί να υστερήσει ο άνθρωπος, όταν εκείνος έχει να προστατέψει το σπίτι του και τα υπάρχοντα του, τους τάφους των προγόνων του και τις εκκλησίες του; Το ζώο υπερασπίζεται από ένστικτο την κοίτη του και τα τέκνα του. Ο άνθρωπος υπερβαίνει το ένστικτο επειδή προμαχεί για ιδέες αθέατες, όμως όχι ανυπόστατες: για την πατρίδα και την πίστη του, για τους θεσμούς και τη γλώσσα του, για την τιμή και το ύφος της ζωής του. Η φιλοπατρία στον άνθρωπο είναι πνευματική αφιέρωση, είναι το κορύφωμα της ανθρωποσύνης του» (7)..
Μέσ' από την αγάπη της πατρίδας και τις θυσίες τους γι’ αυτήν, οι αγωνιστές των κρητικών επαναστάσεων φτάνουνε στην κατάκτηση της ιδέας της Ελευθερίας. Ο αγώνας τους γι' αυτήν γίνεται μια άθληση, εν' αδιάκοπο ανέβασμα, μια άσκηση εγκράτειας και στέρησης, μια αφιέρωση ζωής σ' έναν υπέρτατο σκοπό. Η Ελευθερία παίρνει τη μορφή του ανώτατου αγαθού, που όλοι το ποθούνε μα που ο καθένας το κατακτά σε διαφορετικό βαθμό, ανάλογα με την αφοσίωση του σ' αυτό και με την προθυμία του για θυσία. Ο Σπύρος Καγιαλεδάκης, όταν ορθώνεται στ’ Ακρωτήρι, μέσα στο χαλάζι από τα μιδράλια των ευρωπαϊκών πολεμικών, κάνοντας το κορμί του κοντάρι της σημαίας, έχει κατακτήσει την 'Ελευθερία στην πιο υψηλή μορφή της. «Το παλικάρι που 'χει τη σημαία για φτερά», γράφει ο  Πρεβελάκης στον «Κρητικό», «νιώθει το κορμί του αλαφρό κι ανάπετο. Ένας συνεπαρμός, ένα ήμερο χτυποκάρδι λερώνουν την ψυχή του. Πούθε έχει πέσει σε κείνη την κορφή; Ποιόν ουράνιο τόπο έχει παρατήσει; Η ύπαρξη του είναι κορωμένη, λυτρωμένη από έγνοιες, το φόβο του θανάτου δεν τον ξέρει. Ένας παράδεισος τον έχει αγκαλιάσει ζωντανό, η σάρκα του γίνηκε αχνός: το βόλι μπορεί να τη διαβεί, σαν ήλιος το γυαλί, και να μήν τη βλάψει!» (8)


Σε μιαν εποχή όπου τα παλιά ιδανικά αμφισβητούνται, την επαύριο του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, ο Πρεβελάκης πρότεινε τις αξίες του παραδοσιακού κόσμου της Κρήτης ως πρότυπα ζωής, πίστης κι ανθρώπινης συμπεριφοράς. Έδωσε έτσι στο έργο του, συνειδητά, ένα παιδευτικό χαρακτήρα, όπως συνέβαινε με την Ιλιάδα στην αρχαιότητα, με το Δάντη κι άλλους ποιητές και συγγράφεις στη νεώτερη Ευρώπη. Θεώρησε πώς αυτό αποτελεί χρέος για τον Έλληνα συγγραφέα που προέρχεται από έναν ιστορικό λαό κι απευθύνεται σ’ αυτόν. Σ’ ένα λαό που οι συνθήκες ζωής τον κάνουνε πολλές φορές να ξεχνά το ιστορικό παρελθόν του και χρειάζεται τον ποιητή για να του το υπενθυμίζει και να το κράτα ζωντανό κι οδηγητικό στη μνήμη του.
Για να συνθέσει τα παιδευτικά έργα του ο Πρεβελάκης χρειάστηκε να υπερβεί το ρεαλισμό και να πλάσει μορφές που αγγίζουν τη σφαίρα του ιδεατού, τονίζοντας τις αρετές τους και μικραίνοντας τα ελαττώματα τους. «Ο ιδεαλισμός του συγγραφέα», λέει ο ίδιος  στα «Σχόλια στη  μυθιστορία "Ο Κρητικός"», «δεν είναι ανεδαφικός, άλλα σύνθεση της φυσικής εικόνας του λάου με την ψυχική του ζωή. Ό συγγραφέας έπλασε τους Κρητικούς του όπως οι ίδιοι θα ήθελαν να είναι. Ο κοινός άνθρωπος υψώνεται σπανίως στον εμπυραίο της θυσίας, αλλά δεν παύει να θαυμάζει τους ήρωες. Εδώ βρίσκεται η πηγή του λαϊκού ιδεαλισμού, καθώς τον συναντούμε στο δημοτικό τραγούδι, όπου φανερώνεται η λαϊκή ψυχή, το Volksgeist κατά τον όρο που έπλασε ο Herder (1793). Το κάτω-κάτω, ο συγγραφέας, αν έχει πόθο τελειότητας, δεν θα διστάσει να τον διαχύσει, μέσα στο έργο του (9).
Mε την προβολή των ιδανικών που άντλησε από τη ζωή, τον πολιτισμό και την ιστορία της Κρήτης σε αξίες που πρέπει να κατευθύνουν τον Ελληνισμό στη σύγχρονη και στη μελλοντική πορεία του, ο Πρεβελάκης αναδεικνύεται σε εθνικό συγγραφέα. Είναι ο τύπος του συγγραφέα που και ο ίδιος —χωρίς να υποτιμά εκείνους που εκφράζουν την προσωπική υπαρξιακή τους αγωνία, όπως ο Καζαντζάκης— θεωρεί ότι αποτελεί τον αναγκαίο για τον τόπο μας και την εποχή μας πνευματικό οδηγό, καθώς δεν ασχολείται με «ιδιωτικές υποθέσεις» (10), άλλα τον απασχολούν τα γενικότερα προβλήματα, εθνικά, κοινωνικά, πνευματικά· απ' αυτά αντλεί τα θέματα των βιβλίων του και σ' αυτά έρχεται να προτείνει λύσεις. «Το κινούν αίτιον της δράσης του είναι ο θαυμασμός και η αγάπη που του εμπνέει η πατρίδα του» (11).


Ο Πρεβελάκης όμως δεν ήταν ένας ασκητής που ζούσε, σκεπτότανε κι έγραφε αποκομμένος από τα γενικότερα ρεύματα των ιδεών του καιρού του. Ως υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος ήταν ανοιχτός στα πολιτικά, κοινωνικά και φιλοσοφικά παλιρροϊκά κύματα που κατάκλυσαν το δυτικό πολιτισμό στην εποχή μας. Έζησε κι αυτός στη δίνη τους κι είδε τις κατακρημνίσεις των αξιών που στήριζαν για αιώνες την Ευρώπη. Ένα πνεύμα γενικής αμφισβήτησης   ακολούθησε   τούς   δυό   Παγκόσμιους Πολέμους και μέσα σ' αυτό αναπτύχθηκαν, σαν άνθη του κάκου, τα ολοκληρωτικά συστήματα, η μισαλλοδοξία, η υλοφροσύνη κι ο ακραίος ευδαιμονισμός, που γίνονταν πιο επικίνδυνα όπως παρουσιάζονταν με τη γοητεία του «μοντέρνου». Οι άνθρωποι της σκέψης και της τέχνης, αλλά συχνά κι εκείνοι της καθημερινής δουλειάς, ένιωσαν να μένουν μετέωροι, χωρίς το στήριγμα μιας υπερβατικής πίστης.
Ο Πρεβελάκης δεν ήτανε δυνατό να μην προσβληθεί κι εκείνος απ' ό,τι ονομάζει στα έργα του «αρρώστια του αιώνα» (12). Ήδη στο μυθιστόρημα του «Ο ήλιος του θανάτου» (1959), που διαδραματίζεται σ' ένα κρητικό χωριό, ο κόσμος της Κρήτης είχε χάσει την αρμονία και τη συνοχή του και σιγά-σιγά άδειαζε από τη δύναμη που τον ζωοποιούσε. Βρισκόμαστε, άλλωστε, στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, στα χρόνια της μεγάλης ανθρωποσφαγής και του ελληνικού διχασμού. Στο μυθιστόρημα όμως δέσποζε η θεια Ρουσάκη, που αντιπροσώπευε το λαϊκό πνεύμα, μ’ όλη την απλή εμπειρική σοφία του, τη θρησκευτική του πίστη και την αγάπη για τη ζωή και τα πλάσματα του Θεού, και που είχε τη δύναμη ν’ αντιστέκεται στο μίσος, στην εκδικητικότητα και την αδιαφορία για όσους υποφέρουν, που γέμιζαν τις ψυχές των χωριανών της. Κοντά σ’ αυτή θα βάλει ο συγγραφέας τον έφηβο Γιωργάκη, τον κεντρικό του ήρωα, να βιώσει την παράδοση και το ήθος του τόπου του.
Όσο ή Κρήτη έμενε απρόσβλητη από το «μίασμα», έστω και στα πρόσωπα κάποιων εκλεκτών τέκνων της όπως η θεία Ρουσάκη κι ο παπά-Γιάννης στον «Ήλιο του θανάτου», ο Πρεβελάκης επέστρεφε σ' αυτήν κι αντλούσε δυνάμεις κι έμπνευση από τον στέρεο κόσμο της. Κάποτε όμως άρχισε να διαπιστώνει πώς ο «παλιός μύθος», που στήριζε τους ανθρώπους της κι έδινε το νόημα που είδαμε στη ζωή τους, είχε κλονιστεί συνολικά και σιγά-σιγά, χωρίς τριγμούς αλλά με μαθηματική βεβαιότητα, γκρεμιζόταν. Ο Πρεβελάκης είναι πια μόνος, εξόριστος στην ίδια την πατρίδα του. Οι άνθρωποι γύρω του μιλούν άλλη γλώσσα.   Μπροστά του χαίνει ή  άβυσσος.
Δεν έχει πια σταθερό έδαφος για να πατήσει, στέρεψε η πηγή απ' όπου αντλούσε τα θέματα των έργων του και πορευόταν αγκαλιασμένος αδερφικά με τους συμπατριώτες του. Αυτό το αίσθημα ορφάνιας μας το 'δώσε με τρόπο δραματικό στο μυθιστόρημα του «Ο άρτος των αγγέλων», που είναι το πιο πικρό από τα βιβλία του. Ένα βιβλίο βαθύτατου πόνου για την αλλοτρίωση του «κόσμου που τον ανάστησε» (13).
Διαβάζοντας ο αναγνώστης τον «Άρτο των αγγέλων» σχηματίζει την εντύπωση πώς ο Πρεβελάκης έχει φτάσει σ' ένα τέρμα όσον άφορα τις σχέσεις του με την Κρήτη, όπως την έβλεπε τουλάχιστον ως τώρα στα έργα του. Το μυθιστόρημα τούτο μοιάζει σα μια ληξιαρχική πράξη θανάτου της Κρήτης-ιδέας. Πραγματικά «Ο άγγελος στο πηγάδι» και τα δράματα «Το χέρι του σκοτωμένου»,   «Η   δεύτερη   εντολή»   και «Το τρελό αίμα», που ακολουθούν και που η δράση τους τοποθετείται στην Κρήτη, θέλουν να δείξουν, κατά τον συγγραφέα τους, «πώς από τον κόσμο που κληρονομήσαμε από τους πατεράδες μας περάσαμε στο χάος που θα παραδόσουμε στα παιδιά μας» (14).


«Ο νέος Ερωτόκριτος», το πολύστιχο ποίημα που παρουσιάστηκε στην πρώτη μορφή του το 1973, εφτά χρόνια μετά την έκδοση του «Άρτου των αγγέλων», αποτελεί μια έκπληξη. Κι από την άποψη της μορφής κι από την άποψη του περιεχόμενου είναι μια επιστροφή στην παράδοση της Κρήτης. «Ο νέος Ερωτόκριτος» έχει τις ρίζες του στον παλιό, του Κορνάρου, που ψυχαγώγησε (με την αρχική σημασία της λέξης) τόσες γενιές Κρητικών. Απ’ αυτόν δανείζεται την καθαρή δημοτική γλώσσα και το δεκαπεντασύλλαβο στίχο με τη ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία, απ' αυτόν τον τίτλο, τα ονόματα των δυο ηρώων — Ερωτόκριτος κι Αρετούσα— και τα βασικά στοιχεία του μύθου —χωρισμός, περιπέτειες, αίσιο τέλος. Μόνο που εδώ οι ήρωες διευρύνονται και ανυψώνονται σε σύμβολα, χωρίς ωστόσο να πάψουν να 'ναι και ένσαρκοι άνθρωποι. Ο Ερωτόκριτος είναι μαζί κι ο Νέος 'Αδάμ, που ζούσε αρχικά στον   Παράδεισο    της   αθωότητας,   ξέπεσε στον κόσμο του κάκου, στην «πλεκτάνη της Ιστορίας» (15), αλλ' αγωνιζόμενος μ' όλες τις δυνάμεις του φτάνει, να κερδίσει την Ελευθερία που ενσάρκωση της αποτελεί η Αρετούσα και να επιτύχει την προσωπική λύτρωση και ταυτόχρονα τη λύτρωση του κόσμου που τον περιβάλλει.
Ό Πρεβελάκης φτάνοντας με τον « Άρτο των αγγέλων» ν' αντικρύσει το μηδέν, ως μόνη κατάληξη ενός κόσμου χωρίς πατρίδα και χωρίς Θεό (ενός χώρου απόλυτης μοναξιάς, όπου αποστολή του μοναχικού πνευματικού άνθρωπου θα 'ναι να κράτα άγρυπνη, αναπαλλοτρίωτη τη συνείδηση του και να καταθέτει τη μαρτυρία του μόνο από πάθος για την αλήθεια), ένιωσε τον   ίλιγγο   του  κενού.   Ξανακοίταξε   τότε μέσα του, όπου εξακολουθούσαν να βρίσκονται, μισοναρκωμένες, οι αξίες που του ενέπνευσαν τα πρώτα «κρητικά» έργα του. Ήταν το μόνο φως που έβλεπε. «Ένας άλλος δρόμος απομένει, ωστόσο, για τον αληθινό γυρισμό και την ανάρρωση! ένας εσωτερικός πνευματικός δρόμος», γράφει ο Αντώνης Δεκαβάλλες στο μελέτημα του «Καζαντζάκης και Πρεβελάκης. Δυο κρητικές φωνές». «Λυτός είναι ο μόνος που διανοίγεται στο σύγχρονο άνθρωπο για να θεραπεύσει την αλλοτρίωση και τη μοναξιά του. Ο δρόμος πρέπει ν’ αναζητηθεί! —και πράγματι αναζητείται από τον ήρωα του "Νέου Ερωτόκριτου"— στην ηθική που ο ορθόδοξος χριστιανισμός παρείχε στον κρητικό λαό όταν αγωνιζόταν γι’ αυτοσυντήρηση και ελευθερία. Μόνο μ’ αυτή την ηθική μπορεί να πραγματοποιηθεί "Του πεσόντος Αδάμ η ανάκλησις" (θ' άσμα). Μόνο έτσι τα πλάσματα του Θεού και η ψυχή του άνθρωπου θ' αποκατασταθούν σε νέο  Παράδεισο» (16).
«Ο Ερωτόκριτος είναι μάρτυρας», γράφει ο Κώστας Ε. Τσιρόπουλος στο μελέτημα του «Ο Κάτω κι ο 'Απάνω Κόσμος», «θωρακισμένος μ' αρχέγονη αθωότητα και παρθενιά, περνά και δοκιμάζεται απ τη σκοτεινή πυρά του κόσμου για να αναπλαστεί ως άγιος, δηλαδή ελεύθερος» (17). «Η πλάση πλημμυρίζει ξανά νόημα, έρχεται πάλι ή αρμονία των πλασμάτων, ο απάνω κόσμος βιώνεται εδώ κάτω, ξαναγυρνούμε στο  "βασίλειο του  Θεού”» (18) .
O Πρεβελάκης όμως μας είπε και μας έδειξε, προπάντων στον «Άρτο των αγγέλων», πώς ο κόσμος της Κρήτης, απ' όπου αντλούσε για να γράψει τα έργα με τα όποια συνομιλούσε με τους συμπατριώτες του, πέθανε πια οριστικά. Κι αν ο ίδιος θελήσει να εμπνευστεί πάλι απ' αυτόν, βάζοντας «τους νεκρούς να διδάξουν τους ζωντανούς» (19), είναι σίγουρο πώς πολύ λίγα αυτιά θα βρει πρόθυμα να τον ακούσουν, μια κι οι άνθρωποι βιάζονται ν' απομακρυνθούν απ' ότι θεωρούν ως ξεπερασμένο. Η μοίρα, λοιπόν, του ποιητή θα "ναι και πάλι η μοναξιά”. Ο Πρεβελάκης δεν αγνοεί ότι με τούτο το έργο του απευθύνεται πια στους λίγους, όμως θέλησε για μια φορά ακόμη να μην απιστήσει στον εαυτό του. Με το «Νέο Ερωτόκριτο», όπως είπε ο ίδιος «ένιωσα κ' έγώ την ανάγκη να υπερβώ την 'Ιστορία και την Επικαιρότητα, να συνδεθώ με τον αρχέτυπο μύθο της Κρήτης και να συγκεντρώσω σ' ένα ποίημα την πνευματική πείρα μου μισού αιώνα» (20) . Γι’ αυτό τον θεώρησε ώς κατακλείδα-σύνοψη του έργου του και τον χαρακτήρισε ως «τελευταία του κατοικία» (21), πραγματοποιώντας μ' αυτόν «τον τελικό και λυτρωτικό γυρισμό» του στην Κρήτη (22). Την ιδεατή, βέβαια, Κρήτη, αφού αυτή πια μόνο έχει μείνει.


Τη μοναχική πορεία του ποιητή του «Νέου Έρωτόκριτου» διαπιστώνει κι ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στο μελέτημα του «Νέο κρασί σε παλιό κροντήρι», προβλέποντας όμως τη μελλοντική δικαίωση του: «Για νά υπακούση στη μόνην έγκυρη επιταγή, αυτή  που από μέσα του αναδίνεται, ο ποιητής σε όλο τούτο το έργο βαδίζει ενάντια στον άνεμο. Δε φοβήθηκε να είναι υγιής. [...] Τους αναγνώστες ο ποιητής τους άφησε πίσω του και δεν τον ενδιαφέρει αν τα κουρασμένα στομάχια τους σηκώνουν την τροφή που έθρεψε τις γενιές των πολεμιστάδων και των αντρειωμένων. Αντί να ακολουθήσει τον εύκολο δρόμο μαζί με την αγέλη, που χρόνια τώρα συνθρηνεί και συναπελπίζεται, τράβηξε εκεί που ήταν ο ορισμός του, μόνος, σε ανηφοριές όπου έγινε αθέατος δια γυμνού οφθαλμού. Όμως όχι από έπαρση αλλά από τη μέσα του νομοτέλεια. [...] Όταν αυτοί που μελετούν τη λογοτεχνία του καιρού μας, με την πάροδο του χρόνου, λυτρωθούν από τις προλήψεις και τα διατεταγμένα σημερινά σχήματα, [...] μέσα σ' έναν αέρα πιο ελεύθερο και πιο λαγαρόν, αυτός που είχε μείνει μόνος μέσα στους παληούς, [ίσως] να βρή μεταθανάτια κριτές δικαιότερους και, πιστεύω, και ένα σμήνος διαλεχτών που θα ανταποκριθούν στο μήνυμα του με την οφειλόμενη ευγνωμοσύνη και αγάπη» (23).

Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
1. Πρόλογος του συγγραφέα στο δράμα του «Το Ηφαίστειο». Εκδόσεις «Γαλαξία», 'Αθήναι 1963, σ. 16.
2. Γιάννης Κλ. Ζερβός, «Σημειώματα επάνω στο 2ργο του Ν. Καζαντζάκη». 'Αθήνα, 195", σ. 31.
3.   Παντελή Πρεβελάκη, «Δείχτες πορείας», βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα 1985, σσ. 49-50.
4.  «Τό Ρέθεμνος ώς ύφος ζωής», όπου και στη σημ. 3, σ. 65.
5.  Karl Kerenyi, «O Παντελής Πρεβελάκης και ή νεοελληνική άφηγηματογραφία». «Νέα Εστία»,  1  Νοεμβρίου 1964, σ. 1563.
6.  «Ή αυτοκτονία του Άτζεσιβάνο, μαθητή του Βούδα» (Αγγέλου Σικελιανού, «Λυρικός βίος», τόμος Ε'. «"Ικαρος», 1968, σ. 40.
7.   Οπου και στη σημ. 3, σ. 68.
8.   Παντελή Πρεβελάκη, «Ό Κρητικός — H Πρώτη Λευτεριά)». Εκδόσεις «Γαλαξία», Αθήνα, 1965, σ. 316.
9.  'Ομιλία του Πρεβελάκη κατά την τελετή της αναγόρευσης του σ’ Επίτιμο Διδάκτορα από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης το 1984. Όπου και στη σημ. 3, σ. 107.
10.   Παντελή Πρεβελάκη, «Λογοδοσία Κρητικού συγγραφέα στους συμπατριώτες του». Στην τελετή απονομής   του χρυσού  μεταλλίου της πόλης τών  Χανίων  (19  Σεπτεμβρίου 1981). Όπου και στη σημ. 3, σ. 133.
11.  Όπου και στη σημ.  10, σ. 132.
12.  Αυτόν το γενικό τίτλο έδωσε και στη δραματική τριλογία του «Το ιερό σφάγιο» (1952), «Ο Λάζαρος» (1954) και «Στα χέρια του ζωντανού Θεού» (1955).
13.   Παντελή Πρεβελάκη, «Ο άρτος των αγγέλων»». Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1966, σ. 18.
14.  Όπου και στη σημ. 10, σ. 143.
15.  Όπου και στη σημ. 10, σ. 145.
16.  'Αντώνη Δεκαβάλλε, «Εισαγωγή στο λογοτεχνικό έργο του Παντελή Πρεβελάκη». Έκδ. «Κέδρος», "Αθήνα 1985, σ. 139.
17. «Σχόλια του Κωνσταντίνου Τσάτσου και του Κώστα Ε. Τσιρόπουλου στον "Νέο "Ερωτόκριτο" του Παντελή Πρεβελάκη». Οι εκδόσεις των φίλων, Αθήνα 1974, σ. 22.
18.  Όπου και στη σημ. 17, σ. 34.
19.  Όπου και στη σημ. 13, σ. 10.
20.  Όπου και στη σημ. 10, σ. 145.
21.   Σημείωση για τη β' έκδοση του «Νέου Ερωτόκριτου», σ. 6.
22.  Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, «Ο Νέος Ερωτόκριτος του Παντελή Πρεβελάκη». Έκδοση της Παγκρήτιας Ένωσης, 'Αθήνα 1983, σ.  10.
23.  Όπου και στη σημ. 17, σσ. 13-14 και 17-18.

ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ τ. 1662 



ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ


Γεννήθηκε το 1909 στο Ρέθυμνο της Κρήτης και πέθανε στην Εκάλη της Αττικής στις 15 Μαρτίου 1986.
Τελείωσε το γυμνάσιο στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στη συνέχεια ήρθε στην Αθήνα, όπου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή. Μετά την αποφοίτηση του ταξίδεψε στην Γαλλία και παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή των Γραμμάτων του Πανεπιστημίου του Παρισιού και στο Ινστιτούτο Τέχνης και Αρχαιολογίας.
Όταν γύρισε στην Ελλάδα ανακηρύχτηκε διδάκτορας της φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Το 1937 έγινε καθηγητής της ιστορίας της τέχνης στη Σχολή Καλών Τεχνών και στη θέση εκείνη παρέμεινε μέχρι το 1974. Στο διάστημα μεταξύ 1937-1941 υπηρέτησε στο υπουργείο Παιδείας ως διευθυντής Καλών Τεχνών. Από νεαρή ηλικία φάνηκε ότι διέθετε ταλέντο πεζογράφου και ποιητή , και σε ηλικία μόλις 18 ετών εμφανίσθηκε στον ποιητικό στίβο με το ποίημα "Στρατιώτες".
Το 1939 κυκλοφόρησε και η δεύτερη συλλογή ποιημάτων του, "Η γυμνή ποίηση" μέσα από την οποία φαίνονται οι τάσεις του ποιητή προς το σουρεαλισμό. Την ίδια εποχή παρουσίασε και το πρώτο πεζό έργο του, το μυθιστόρημα "Το χρονικό μιας πολιτείας", το 1940 δημοσιεύεται το δεύτερο μυθιστόρημα με τίτλο "Ο θάνατος του Μέδικου" και το 1941 η ποιητική του συλλογή "Η πιο γυμνή ποίηση". Στα μεταπολεμικά χρόνια έγραψε καινούργια έργα όπως "Παντέρμη Κρήτη" (1945), "Ο Κρητικός-Το δέντρο" (1948), "Ο Κρητικός - Η πρώτη λευτεριά" (1949), "Ο Κρητικός-Η πολιτεία" (1950), "Ο ήλιος του θανάτου" (1959), "Η κεφαλή της μέδουσας" (1963), "Ο άρτος των αγγέλων" (1966).
Η συγγραφική δραστηριότητα του Πρεβελάκη εκτείνεται και σ’ άλλους τομείς, όπως οι μελέτες, οι μεταφράσεις και το θέατρο. Από τις ιστορικές και τις κριτικές μελέτες ξεχωρίζουν οι "Δομίνικος Θεοτοκόπουλος", "Ο Γκρέκο στη Ρώμη", "Δοκίμιο γενικής εισαγωγής στην ιστορία της τέχνης", "Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας" κ.α. Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις έργων του Μολιέρου, του Βαλερύ, του Μωρουά, του Καλντερόν, του Κλωντέλ, του Ευριπίδη. Τέλος σημαντική ήταν η παρουσία του και στο θέατρο γράφοντας πληθώρα θεατρικών έργων.
Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας απέχει από την δημόσια ζωή δεν αποδέχεται τις θέσεις που του προτείνονται  και παύει να δημοσιεύει κείμενά του σε περιοδικά και εφημερίδες. Για τις μεταφράσεις του χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο Π. Βερνάρδος. Συνεχίζονται οι μεταφράσεις έργων του στο εξωτερικό. Συγγράφει «την Αντίστροφη Μέτρηση» έργο διαμαρτυρίας για την δικτατορία που κυκλοφορεί μυστικά.
Ο Πρεβελάκης έχει τιμηθεί με Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας, με το Βραβείο της ομάδας των "Δώδεκα", και με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων. Από το 1977 υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Festivalaki
http://www.prevelakis.gr
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου