Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

JO COUDERT : Το ελάφι που μας ήρθε επίσκεψη



Το ελάφι που μας ήρθε επίσκεψη

 Το φώναζαν Φράνκυ - και από τη στιγμή που εμφανίστηκε, η ζωή στο γηροκομείο δεν ήταν ποτέ πια η ίδια


Γράφει ο  JO COUDERT

Την ελαφίνα την είχε σκοτώσει αυτοκίνητο. Ένας άλλος αυτοκινητιστής, καθώς περνούσε απ' τον στενό ορεινό δρόμο, είδε μια ανεπαίσθητη κίνηση και σταμάτησε. Κουλουριασμένο πλάι στη νεκρή ελαφίνα, ήταν ένα νεογέννητο ελαφάκι, ακόμα συνδεδεμένο με τη μητέρα του με τον ομφάλιο λώρο. «Ίσως να μην έχεις ελπίδες,» είπε ο αυτοκινητιστής στο μικροσκοπικό πλασματάκι, καθώς του 'κόψε και του έδεσε τον ομφάλιο λώρο, «αλλά τουλάχιστον, θα σε πάω κάπου όπου θα 'χεις ζεστασιά.»
Το πλησιέστερο μέρος ήταν ο σταθμός παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος του κρατικού Γηριατρικού Κέντρου του Γκλεν Γκάρντνερ, στο Νιου Τζέρσεϋ. Εκεί οι εργάτες έφτιαξαν ένα στρώμα από κουρέλια για το ελαφάκι. Καθώς εκείνο προσπαθούσε να βυζάξει τα δάχτυλα τους όποτε άπλωναν να το χαϊδέψουν, οι άντρες είχαν μια ιδέα.   Πήραν  ένα  λαστιχένιο γάντι, τρύπησαν με καρφίτσα ένα απ' τα δάχτυλα του, αραίωσαν λίγο γάλα με νερό και το έδωσαν στο ελαφάκι.
Με τους εργάτες να το ταΐζουν σε τακτές βάρδιες, τα αδύναμα ποδαράκια αλλά κι η περιέργεια του ελαφιού δυνάμωσαν αρκετά, ώστε να σηκωθεί τελικά απ' το κρεβάτι του πίσω απ' τον καυστήρα του καλοριφέρ. Στα διαλείμματα τους οι άντρες το χάιδευαν κι έπαιζαν μαζί του, και το έμαθαν ν' ακούει στο όνομα «Φράνκυ».
Στον Φράνκυ άρεσε το γάλα, οι παιδικές τροφές και τα κορν φλαίηκς. Τα μήλα και τα καρότα τα θεωρούσε εξαιρετικές λιχουδιές, τις οποίες γρήγορα έμαθε να ζητάει, τρίβοντας τη μουσούδα του στα χέρια των εργατών. Όταν έκανε καλό καιρό, ο Φράνκυ έβγαινε περίπατο με τους καινούριους του φίλους, απολαμβάνοντας τα χάδια τους και τον καθαρό αέρα.
Μερικές φορές, άλλα ελάφια έβγαιναν από το δάσος για να βοσκήσουν. Όταν ο Φράνκυ έπιανε τη μυρωδιά τους, σήκωνε γεμάτος περιέργεια το κεφάλι του. «Καλύτερα να το δέσεις, αλλιώς θα σου φύγει,» είπε ένας απ' τους τροφίμους του ιδρύματος. Ο ηλεκτρολόγος Τζην Γκαρς κούνησε το κεφάλι του. «Θα φύγει όταν θά 'ρθει η ώρα του,» είπε.
Δίψα για Επικοινωνία.
Ο Φράνκυ άρχισε να παίρνει συνέχεια από πίσω τον Τζην στους καθημερινούς του γύρους στα διάφορα κτίρια. Τα κτίρια του Γκλεν Γκάρντνερ είναι σκορπισμένα σε διάφορα επίπεδα γύρω από μια βουνοκορφή, και συνδέονται μεταξύ τους με τσιμεντένια μονοπάτια και σκάλες. Όταν ο Τζην πρωτοάκουσε το ταπ-ταπ από τις μικροσκοπικές  οπλές   πίσω  του,  είπε:  «Γύρνα πίσω, βρε χαζοπούλι, θα πέσεις και θα χτυπήσεις!» Αλλά ο Φράνκυ γρήγορα έμαθε το κόλπο πώς να σκαρφαλώνει τις σκάλες, κι από τότε, ο λεπτοκαμωμένος ασπρομάλλης άντρας, ακολουθούμενος από το ντελικάτο χρυσαφένιο ελαφάκι, έγιναν ένα οικείο θέαμα παντού στο Γκλεν Γκάρντνερ.
Μια μέρα, ένας από τους τροφίμους, βλέποντας τον Φράνκυ να περιμένει τον Τζην έξω από μια πόρτα, «κάλεσε» το ελαφάκι μέσα στο κτίριο. Στο Γκλεν Γκάρντνερ ζούσαν ηλικιωμένοι άνθρωποι, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί εκεί από διάφορα ψυχιατρεία και χρειάζονταν ιδιαίτερη φροντίδα. Όταν ανακαλύφθηκε ο Φράνκυ μέσα στο κτίριο, τα μέλη του προσωπικού έτρεξαν να τον διώξουν. Αλλά τότε είδαν με τι λαχτάρα όλοι οι τρόφιμοι άπλωναν τα χέρια τους, ο ένας μετά τον άλλο, για να τον αγγίξουν. «Τους παρέχαμε κάθε φροντίδα,» λέει ένας απ' το προσωπικό του ιδρύματος. «Αλλά είχαμε ξεχάσει πόσο οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να δίνουν και να δέχονται χάδια και τρυφερότητα.» Και πράγματι, όποτε ο Φράνκυ έκανε την εμφάνιση του, έφερνε το χαμόγελο στα πρόσωπα όλων, και άνθρωποι που παλιότερα σπάνια μιλούσαν, ρωτούσαν να μάθουν το όνομα του ελαφιού.
Οι τρόφιμοι αδημονούσαν καθημερινά για την ώρα που θα ερχόταν ο Φράνκυ. Κι όταν άκουγαν το ταπ-ταπ των βημάτων του στους διαδρόμους, έτρεχαν να ξετρυπώσουν λιχουδιές που του είχαν φυλαγμένες. Αλλά και το προσωπικό του γηροκομείου συνήθισε τελικά την παρουσία του Φράνκυ. Παρ’ όλα αυτά, όταν μια νοσοκόμα τον βρήκε στο ασσανσέρ με μια μικροσκοπική  γριούλα που έπασχε από  την καρδιά της, ξαφνιάστηκε.
«Πωλίν,» είπε ταραγμένα, «δεν φοβάσαι ότι ο Φράνκυ θα αρχίσει να χοροπηδάει την ώρα που θα κινείται το ασσανσέρ;»
«Θέλει να πάει στον πρώτο όροφο,» είπε η Πωλίν με απόλυτη σιγουριά.
«Πώς το ξέρεις;»
«Το ξέρω. Πάτησε το κουμπί και θα δεις.»
Η νοσοκόμα πάτησε το κουμπί. Το ασσανσέρ κατέβηκε. "Οταν άνοιξαν οι πόρτες του, ο Φράνκυ βγήκε στο διάδρομο.
«Είδες, λοιπόν;» είπε η Πωλίν θριαμβευτικά.
Ανακαλύπτοντας μια «ουρά» που είχε σχηματιστεί μπροστά στη θυρίδα του ταμείου μια μέρα, ο Φράνκυ, που είχε όρεξη για παρέα, στάθηκε κι αυτός μαζί με τους υπαλλήλους. Όταν ήρθε η σειρά του, η ταμίας τον κοίταξε καλά-καλά. «Να σου πω, Φράνκυ,» του είπε, «δεν θα είχα αντίρρηση να σου κόψω μισθό. Είσαι ο καλύτερος μας κοινωνικός λειτουργός!»


Επιχείρηση Φράνκυ.
Ο Φράνκυ πια αλώνιζε ελεύθερα στο Γκλεν Γκάρντνερ, ώσπου αργά το φθινόπωρο, η προϊσταμένη Αϊρήν Σαλάγι πρόσεξε ότι είχε αρχίσει να φυτρώνει κερατάκια. Φοβούμενη ότι θα μπορούσε κατά λάθος να πληγώσει κάποιον απ' τους τροφίμους, απαγόρευσε την είσοδο του στα κτίρια. Ο Φράνκυ συνέχισε να κυκλοφορεί στους κήπους του Γκλεν Γκάρντνερ, αλλά όσο περνούσαν οι μήνες, εξερευνούσε όλο και πιο μακρινά μέρη. Κάποιο βραδάκι, δεν γύρισε καθόλου στο σταθμό. Ήταν πια ενός έτους, και ανεξάρτητος.
Κάθε πρωί, πάντως, ερχόταν πάντα για να καλημερίσει τον Τζην, κι εμφανιζόταν και πάλι νωρίς το απόγευμα. Τρόφιμοι που παλιότερα αρνιόντουσαν να βγουν έξω, τώρα έβγαιναν στον κήπο για να τον χαϊδέψουν. Όταν ο Φράνκυ ήταν πια δυο χρονών - ένα πανέμορφο ζώο με έξι κλαδιά στα κέρατα του και με γυαλιστερό τρίχωμα - ένα απριλιάτικο πρωινό δεν έκανε την τακτική του εμφάνιση. Ούτε ήρθε όταν φώναξαν επανειλημμένα τ' όνομα του. Αργά την επόμενη μέρα, τον βρήκε ο Τζην ξαπλωμένο σε μια γωνιά του πάρκου. Το δεξί μπροστινό του πόδι ήταν σπασμένο. Οι άκρες του σπασμένου κόκκαλου ξεπρόβαλλαν μέσα απ' το δέρμα. «Αχ, χαζοπούλι,» ψιθύρισε ο Τζην. «Τι συνέβη;»
Τα μάτια του ελαφιού ήταν θολά απ' τον πόνο, αλλά αναγνώρισε τη φωνή του Τζην και προσπάθησε να του γλείψει το χέρι.
Τα νέα του τραυματισμού του Φράνκυ μαθεύτηκαν αστραπιαία απ' άκρη σ' άκρη στο Γκλεν Γκάρντνερ. «Δεν υπάρχει τρόπος να φτιάξεις ένα τέτοιο σπάσιμο χωρίς εγχείρηση,» είπε ο κτηνίατρος, αφού έδωσε στον Φράνκυ ένα ηρεμιστικό και του εξέτασε το πόδι. Κι υπήρχε μονάχα ένα μέρος όπου μπορούσε να γίνει η εγχείρηση. Έπρεπε να μεταφέρουν τον Φράνκυ από το δάσος, πάνω σε ένα πρόχειρο φορείο, και να τον πάνε με αυτοκίνητο στην τοπική κτηνιατρική κλινική, 25 χιλιόμετρα μακριά.
Την ημέρα της εγχείρησης του Φράνκυ, ο Δρ. Γκρέγκορυ Ζόλτον είπε στον Τζην: «Θα πρέπει να μείνεις μαζί μου όσο θα τον εγχειρίζω. Θα χρειαστώ βοήθεια.» Στις δύο ώρες που κράτησε η εγχείρηση, ο Ζόλτον πήρε τμήμα οστού από τον ώμο του Φράνκυ, το πρόσθεσε μεταξύ των σπασμένων κοκκάλων και μετά βίδωσε μια λωρίδα ανοξείδωτου ατσαλιού κατά μήκος του.
Αφού έραψε το σημείο της τομής, ο Ζόλτον είπε στον Τζην: «Να μείνεις με τον Φράνκυ μέχρι να συνέλθει εντελώς απ' το αναισθητικό, για να προσέχεις μη χτυπήσει κατά λάθος. Επίσης, να του κάνεις ενέσεις αντιβιοτικού δυο φορές τη μέρα, για τις επόμενες επτά μέρες. Θα σου στείλω κάποιον να σου δείξει τον τρόπο.»
Ο Τζην πήγε τον Φράνκυ σ' έναν αχρησιμοποίητο στάβλο που υπήρχε στο πάρκο του Γκλεν Γκάρντνερ και κάθησε στο σανό πλάι του. Χάιδευε το κεφάλι του Φράνκυ και τον συγκρατούσε όποτε το ελάφι προσπαθούσε να σηκωθεί όρθιο. Όταν ξημέρωσε, ο Φράνκυ ήταν πια ήσυχος, και ο Τζην, που είχε πιαστεί απ' την ακινησία, γύρισε σπίτι του, έκανε ένα μπάνιο και πήγε στη δουλειά του.


Το Μεγάλο Τεστ.
Όταν μαθεύτηκε ότι ο Φράνκυ είχε επιζήσει μετά από την εγχείρηση του, το συμβούλιο των τροφίμων του Γκλεν Γκάρντνερ έκανε μια έκτακτη συνέλευση. Η Μαίρη, η πρόεδρος, είπε στην ομάδα: «Εγχείρηση που να μην κόστισε πολλά λεφτά δεν υπάρχει. Ο Φράνκυ, δικό μας ελάφι δεν είναι;» Οι τρόφιμοι ένευσαν όλοι καταφατικά. «Άρα, εμείς πρέπει να πληρώσουμε το λογαριασμό. » Αποφάσισαν να κάνουν έρανο μεταξύ τους και να πουλήσουν γλυκίσματα που θα έφτιαχναν οι ίδιοι, για να συγκεντρώσουν τα χρήματα. Στο μεταξύ έστελναν φαγητό στον Φράνκυ και ζητούσαν νέα του.
Την έβδομη μέρα, ο Τζην τηλεφώνησε στο Δρα Ζόλτον, για να του πει ότι ήταν αδύνατο να κρατήσει ακίνητο τον Φράνκυ για να του κάνει τις ενέσεις του. Ο Ζόλτον γέλασε. «Αν είναι τόσο ζωηρός, τότε δεν έχει πια ανάγκη από αντιβιοτικά.» Προειδοποίησε όμως τον Τζην, ότι ο Φράνκυ δεν έπρεπε να βγει έξω για οκτώ ακόμη βδομάδες. Αν έτρεχε πριν «δέσει» το πόδι του, θα ξανάσπαγε.
«Όποτε κάποιος πήγαινε να τον επισκεφτεί, ο Φράνκυ έδειχνε πόσο λαχταρούσε να βγει έξω,» θυμάται ο Τζην. «Στεκόταν με τη μύτη του χωμένη σε μια χαραματιά της πόρτας. Του μύριζε η άνοιξη που ερχόταν.»
Όταν έφτασε ο λογαριασμός του Δρα Ζόλτον, η Μαίρη κάλεσε νέα συνέλευση. Οι άλλοι την κοιτούσαν σιωπηλοί καθώς άνοιγε το φάκελλο. «Αχ, Θεέ μου,» μουρμούρισε με απελπισία, «χρωστάμε τριακόσια ενενήντα δύο δολάρια!» Είχαν καταφέρει να μαζέψουν μονάχα διακόσια πενήντα. Αλλά, μετά, καθώς άλλαξε λίγο θέση στα γυαλιά της, πρόσεξε τη χειρόγραφη σημείωση: «Εξοφλήθη -Γκρέγκορυ Ζόλτον, Κτηνίατρος.»
Όταν η περίοδος της ανάρρωσης του Φράνκυ τελείωσε, ο Τζην, ο Δρ. Ζόλτον και μερικοί τρόφιμοι, μαζεύτηκαν μπροστά στην πόρτα του στάβλου. Ήταν μέσα Ιουνίου και το χορτάρι στο λιβάδι ήταν ψηλό μέχρι το γόνατο. Η πληγή του Φράνκυ είχε γιατρευτεί εντελώς - αλλά θα βαστούσε άραγε το πόδι του;
Ο Τζην άνοιξε την πόρτα του στάβλου. «Έλα, Φράνκυ,» του είπε απαλά. «Μπορείς να βγεις τώρα.» Αλλά ο Φράνκυ έμενε ασάλευτος. «Έλα, σου λέω,» τον παρότρυνε ο Τζην. «Είσαι ελεύθερος,» Ο Φράνκυ έκανε ένα βήμα και κοίταξε τον Τζην.
Ξάφνου, ο Φράνκυ κατάλαβε. Και ξέσπασε σ'  ένα τρεχαλητό, διασχίζοντας το λιβάδι σαν να πετούσε - οι οπλές του μόλις που άγγιζαν το έδαφος.
«Πιο σιγά, πιο σιγά,» μουρμούριζε ο Δρ. Ζόλτον ανήσυχα.
«Είναι τόσο χαρούμενος που βγήκε έξω,» είπε η Μαίρη με κάποια θλίψη στη φωνή. «Δεν νομίζω ότι θα τον ξαναδούμε.»
Στην άκρη του δάσους, ο Φράνκυ έκανε στροφή. Γύριζε πίσω! Όταν έφτασε κοντά στο στάβλο, έστριψε πάλι κατά το δάσος. Έξι φορές διέσχισε το λιβάδι. Μετά, λαχανιασμένος, με τη γλώσσα του να κρέμεται έξω απ' το στόμα, στάθηκε πλάι τους. Ο Φράνκυ είχε δοκιμάσει τα όρια της αντοχής του ποδιού του. Και ήταν τέλειο.
Ελεύθερη Ζωή.
Σύντομα ο Φράνκυ άρχισε να περιμένει τον Τζην έξω από το ηλεκτρολογικό εργαστήριο κάθε πρωί. Καθώς πλησίαζε το φθινόπωρο, ο Τζην έδεσε ένα κόκκινο μαντήλι στο λαιμό του Φράνκυ, για να ειδοποιεί τους κυνηγούς ότι δεν ήταν άγριο ελάφι. Μέσα σε μια-δυο μέρες, το μαντήλι εξαφανίστηκε.
«Δεν του αρέσει το κόκκινο,» είπε η Πωλίν. «Θέλει κίτρινο.» «Πώς το ξέρεις;» «Το ξέρω.»
Ο Τζην δοκίμασε ένα κίτρινο. Ο Φράνκυ το κράτησε! Όλοι χάρηκαν, γιατί ήταν η εποχή του ζευγαρώματος κι ο Φράνκυ θα πήγαινε στο δάσος για να γνωστοποιήσει στα άλλα αρσενικά ελάφια την ύπαρξη του και να «σημαδέψει» την περιοχή του. Το βουνό ήταν εθνικός δρυμός και απαγορευόταν το κυνήγι, αλλά οι λαθροθήρες συχνά   κατάφερναν   να   μπουν.
Μια μέρα, ένα ημιφορτηγό γεμάτο κυνηγούς, σταμάτησε μπροστά στο σταθμό. Όταν άνοιξαν την καρότσα, ο Φράνκυ πήδηξε κάτω. Οι κυνηγοί είχαν διαβάσει για την περίπτωση του και βλέποντας το κίτρινο μαντήλι, κατάλαβαν ότι το ελάφι αυτό ήταν ο Φράνκυ.
Μετά την εποχή του ζευγαρώματος, ο Φράνκυ επανήλθε στη συνηθισμένη του ρουτίνα, αλλά αυτή τη φορά, όταν έβγαινε από το δάσος είχε μαζί του και τρεις ελαφίνες. Κι αυτό συμβαίνει κάθε χρόνο από τότε. Οι ελαφίνες τον περιμένουν στην άκρη του κήπου, κι όταν τελειώνει τις επισκέψεις του στον Τζην και τους πολλούς του φίλους στο Γκλεν Γκάρντνερ, ο Φράνκυ ξαναγυρίζει στο δάσος μαζί με τις ελαφίνες του.
Επειδή η εποχή του κυνηγιού πάντα προκαλεί σ’ όλους μεγάλη ανησυχία, κάθε φθινόπωρο οι τρόφιμοι του Γκλεν Γκάρντνερ προβληματίζονται για το αν θα έπρεπε να κλειδώσουν τον Φράνκυ μέσα στο στάβλο για την ίδια του την ασφάλεια. Αλλά η πλειοψηφία πάντοτε διαφωνεί. Το γενικό αίσθημα είναι ότι ο Φράνκυ συμβολίζει τη φιλοσοφία του ιδρύματος, που είναι να παρέχει φροντίδα αλλά όχι να υπονομεύει την ανεξαρτησία των τροφίμων του. «Και το ελάφι και ο άνθρωπος έχουν ο καθένας την αξιοπρέπεια του,» λέει ο Τζην. «Δεν πρέπει να τους στερείς το δικαίωμα ν' αποφασίζουν για τη ζωή τους.»
Έτσι, ο Φράνκυ παραμένει ελεύθερος. Φυσικά, διατρέχει κινδύνους, αλλά η ίδια η ζωή είναι ριψοκίνδυνη, κι ο Φράνκυ ξέρει ότι έχει φίλους στους οποίους μπορεί να υπολογίζει.
RD/GR

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου