Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Λίμνη Κάρλας: Ένας κύκλος κλείνει

Λίμνη Κάρλας 1963


Λίμνη Κάρλας: Ένας κύκλος κλείνει

Με την είσοδο του εικοστού αιώνα, ένα ζήτημα που γεννήθηκε για τους κατοίκους της Θεσσαλίας και θεωρήθηκε ζωτικό και φλέγον ήταν η κατασκευή αντιπλημμυρικών έργων στον κάμπο της και η αποξήρανση της λίμνης Κάρλας, την κοπή της οποίας οι τότε περίοικοι κάτοικοι γύρω γύρω την καλλιεργούσαν, και βέβαια όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν. Μάλιστα, αναφέρεται ότι για την καλλιέργεια της αυτή, στις αρχές του 1910 έγιναν και συμπλοκές μεταξύ αγροτών, όπως και αγροτών και Αστυνομίας, με ένα φόνο αστυνομικού και με μια αποκοπή χεριού με δρεπάνι, λελέκι, όπως το έλεγαν τότε, όταν αυτοί επιχείρησαν να τους χωρίσουν.
Για τους αγρότες της εποχής τα έργα αυτά ήταν ζωτικής σημασίας και απαραίτητα, γιατί με τα αντιπλημμυρικά έργα και την αποξήρανση της λίμνης θα αποδίδονταν σε αυτούς και ιδίως στους ακτήμονες αγρότες προς καλλιέργεια γεωργικοί κλήροι, θα γλίτωναν τα κτήματα τους και τις σοδειές τους από τις συχνές και καταστρεπτικές τότε πλημμύρες, όπως π.χ. ήταν η πλημμύρα του 1920, που πνίγηκαν στη θεσσαλική πεδιάδα 300.000 στρέμματα περίπου (λίμνη Κάρλα 42.000, μόνιμα έλη 70.000. κατακλυζόμενα καλλιεργημένα εδάφη 133.000). Αλλά το σοβαρότερο και το σπουδαιότερο γιατί πίστευαν ότι θα απαλλαγούν από ανθυγιεινό και νοσηρό κλίμα που δημιουργούσαν τα νερά της λίμνης, του Πηνειού, των βαλτοτόπων, των χαντακιών κλπ.. που είχαν ως συνέπεια να θερίζονται από την ελονοσία, κρυολογήματα, τύφο, κοιλιακά και άλλα νοσήματα.
Έτσι στη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του αιώνα που μας πέρασε και ύστερα από πολλούς αγώνες κα πιέσεις των αγροτών κυρίως, αλλά και των Θεσσαλών πολιτικών, οι οποίοι θεωρούσαν πλέον ότι είχαν υποχρέωση να λύσουν το γόνιμο αυτό πρόβλημα της Θεσσαλίας, άρχισαν με δαπάνες του κράτους να ανατίθενται μελέτες σε ειδικούς επιστήμονες. Ένας από αυτούς ήταν ο Ιταλός και ειδικός μηχανικός στα αντιπλημμυρικά έργα Νομπιλέ και η αγγλική εταιρία Τζάκσον και Μπουτ, οι μελέτες της οποίας προέβλεπαν ότι με τα έργα στη Θεσσαλία θα αποξηραίνονταν 102.000 στρέμματα της λίμνης Κάρλας και θα αρδεύονταν από τον Πηνειό 107.000 στρέμματα, από δε τη συλλέκτρια λίμνη 40.000 της σχετικής δαπάνης των έργων, υπολογιζόμενης, με τιμές του 1913, στις δραχμές 30.000.000. Οι χάρτες και οι μελέτες αυτές συμπεριελήφθησαν στο σχέδιο νόμου που εδέησε να κατατεθεί στη Βουλή το 1930 και κυρωθεί η σύμβαση εκτέλεσης των έργων μελέτης, όμως προσαρμοσμένες με τις κρατούσες οικονομικές τεχνικές κλπ. αντιλήψεις.


Όμως, τα αποφασισθέντα ιστορικά αυτά έργα συνάντησαν τότε αντίδραση τόσο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και άλλα συγκροτήματα με ιδιοτελείς σκοπούς, όσον και από τους Βολιώτες, οι οποίοι αντιδρούσαν στην αυτοφορολογία για την έναρξη των έργων και από τους αγρότες της Καρδίτσας, α οποίοι είχαν παρασυρθεί από το ότι με την κατασκευή των αντιπλημμυρικών τού Πηνειού στη λαρισινή πεδιάδα θα πλημμύριζε ο κάμπος της Καρδίτσας καίτοι από μελέτες ήταν γνωστό τότε ότι η μεγαλύτερη στάθμη τού ποταμού στο Κουτσόχερο ήταν 87,20 μέτρα, στη Γούνιτσα 80,40 μ. και στη Λάρισα 73,50 και ότι με τα έργα στον Πηνειό, σε περίπτωση πλημμύρας, η στάθμη της κοίτης του δεν μπορεί να υψωθεί πάνω από 2 μέτρα.
Παρ’ όλα αυτά, τα έργα κουτσά στραβά συνεχίστηκαν και τελείωσαν. Η λίμνη αποξηράνθηκε, καλλιεργήθηκε από περίοικους κα ακτήμονες αγρότες.  Ωστόσο, διαπιστώθηκε ότι οι επιπτώσεις στο οικοσύστημα της περιοχής ήταν μεγαλύτερες από το όφελος που προσέφερε η αποξήρανσή της. Έτσι, σήμερα γίνεται προσπάθεια για αναδημιουργία της λίμνης, που θα έχει μέγεθος 38.000 στρέμματα.  Η αρχική λίμνη είχε μέγεθος 180 - 195 χιλιάδες στρέμματα και το βάθος της έφτανε τα 4-6 μ. Το Δεκέμβριο του 2010 άρχισε η άντληση νερού από τον ποταμό Πηνειό, ενώ όταν τεθούν σε πλήρη λειτουργία τα πέντε αντλιοστάσια του Πηνειού θα τροφοδοτούν τη λίμνη με 14 κυβικά μέτρα νερού το δευτερόλεπτο.
Το έργο αναμένεται να συμβάλλει μεταξύ άλλων στην αντιπλημμυρική προστασία, την αποκατάσταση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, την άρδευση 100.000 στρεμμάτων, την ενίσχυση της ύδρευσης της πόλης του Βόλου με 15 εκατ. κυβικά μέτρα νερού ετησίως - το 50% των αναγκών της πόλης.
Κατά τη διάρκεια των εργασιών για την ανασύσταση της λίμνης ήρθαν στο φως σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα (ενδεικτικά: κοσμήματα, αγγεία, νομίσματα, κλίβανοι, υπολείμματα κτιρίων, αγωγοί, τάφοι). Το υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε μάλιστα τη διατήρηση και μετατροπή σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, ενός τμήματος προϊστορικού οικισμού, έκτασης 3,5 στρεμμάτων, του τέλους της Νεολιθικής Εποχής.


Μετά από τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν με την ποιότητα του νερού της λίμνης το 2010 η υπόθεση της νέας λίμνης Κάρλας εισέρχεται τώρα σε μία μεταβατική περίοδο λειτουργίας κατά την οποία έχουν ήδη ολοκληρωθεί τα βασικά έργα δημιουργίας του νέου ταμιευτήρα, δηλαδή τα αναχώματα που συγκρατούν τα εισερχόμενα νερά, το αντλιοστάσιο στον Πηνειό, το κεντρικό αντλιοστάσιο «Πέτρας» στο δυτικό ανάχωμα, κ.α τα οποία βρίσκονται σε φάση παράδοσης. Πάντως ο ταμιευτήρας έχει ήδη πληρωθεί με νερά σε μεγάλο βαθμό και το νέο οικοσύστημα επαναλειτουργεί. Στη συνέχεια αναμένεται να προσδιοριστούν τα όποια συμπληρωματικά έργα απαιτηθούν, κυρίως σε σχέση με την τροφοδοσία του ταμιευτήρα, η οποία προς το παρόν γίνεται κυρίως με αντλήσεις από τον Πηνειό και μεταφορά των αμφίβολης ποιότητας υδάτων μέσω ενδιάμεσων τάφρων.
Η νέα αυτή περίοδος στην ιστορία της Κάρλας στο εξής θα χαρακτηρίζεται επίσης από το ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα της εξασφαλισμένης ανανέωσης των υδάτων της λίμνης (κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν) μέσω της παροχέτευσης σημαντικής ποσότητας ετησίως για την άρδευση περίπου 92.000 στρεμμάτων της περιοχής.  Το στοιχείο αυτό αναμένεται να διαμορφώσει και τα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά του υγροτόπου που δημιουργήθηκε και που θα λειτουργεί σε νέες υγιείς βάσεις.   



Η Κάρλα έστειλε καράβια στην Τροία



Δεκατρία χρόνια έσκαβαν οι αρχαιολόγοι τριών Εφορειών Αρχαιοτήτων στην αποξηραμένη λίμνη Κάρλα, στη Θεσσαλία, πριν αρχίσει να κατακλύζεται πάλι (το 2009) από νερό, αποκαλύπτοντας μια σειρά από παραλίμνιους οικισμούς από την 7η χιλιετία π.Χ. μέχρι τα ελληνιστικά και βυζαντινά χρόνια.
Οι ανασκαφές, που άρχισαν το 2000, ολοκληρώθηκαν το 2013. Για την τύχη των ευρημάτων (πέραν των ήδη διατηρημένων και αναδεδειγμένων κάτω από κάποια στέγαστρα) θα αποφασίσει το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Μέχρι τότε -και καθώς δεν υπάρχει μια ολοκληρωμένη έκθεση όλων των ανασκαφών- ρωτήσαμε την επίτιμη έφορο Αρχαιοτήτων Βασιλική Αδρύμη-Σισμάνη, που ως προϊσταμένη της ΙΓ' ΕΠΚΑ έχει ασχοληθεί χρόνια με την ανασκαφή των παραλίμνιων νεολιθικών οικισμών, να μας δώσει την εικόνα που είχε η λίμνη στην αρχαιότητα.
Κατ' αρχάς η λίμνη Κάρλα στην αρχαιότητα ήταν γνωστή ως Βοιβηίς και εκτεινόταν στην ευρύτερη πεδιάδα της ανατολικής Θεσσαλίας, μεταξύ Μαγνησίας και Λάρισας. Ηταν πολύ πλούσια και γύρω της ζούσαν αγρότες και ψαράδες, σύμφωνα με την κ. Αδρύμη. Δημιουργήθηκε πριν από 500.000 χρόνια μετά την αποστράγγιση του θεσσαλικού χώρου που ήταν ολόκληρος μια λίμνη. Η ακτογραμμή της δεν ήταν σταθερή. Αλλαζε το περίγραμμά της ανάλογα με τον όγκο των βροχοπτώσεων.
Οι περισσότεροι οικισμοί βρέθηκαν κατά μήκος των αρχαίων συλλεκτήρων (δηλαδή των αγωγών μήκους 2-5 χλμ.) που μάζευαν τα νερά από τους λόφους και τα διοχέτευαν στη λίμνη. Οι νέοι συλλεκτήρες «κόβουν» παρακάρλιους αρχαίους οικισμούς. «Κάποιους από αυτούς αποφασίσαμε να τους διατηρήσουμε, με σκοπό να διαμορφώσουμε έναν αρχαιολογικό χώρο και ένα μουσειάκι για την ιστορία αυτής της λίμνης που είναι μεγάλη, γιατί η αρχαία Βοιβηίς υμνήθηκε διαχρονικά από αρχαίους συγγραφείς, τον Ομηρο, τον Ησίοδο, τον Πίνδαρο, τον Ηρόδοτο, ενώ αναφέρεται ότι έστειλε καράβια στην Τροία» λέει η έμπειρη αρχαιολόγος. Τώρα πώς μια λίμνη διέθετε στόλο, τον οποίο έστειλε στη μακρινή Τροία, μένει να ερευνηθεί.
Το σίγουρο είναι ότι υπήρχε ζωή πέριξ της λίμνης τουλάχιστον από την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική, όπως δείχνει ένας οικισμός που βρέθηκε στη θέση «Θερμοκήπια» πολύ καλά διατηρημένος, σύγχρονος του Σέσκλου. Ο οικισμός αυτός (7ης και 6ης χιλιετίας π.Χ.) καταλαμβάνει μια μεγάλη έκταση στα βορειοανατολικά της λίμνης.
Η Κάρλα υπήρξε ένας υπέροχος υδροβιότοπος, όπως τείνει τώρα να ξαναγίνει, με εξαίρεση τη φετινή χρονιά που λόγω ανομβρίας και τεχνικών προβλημάτων έχει λίγο νερό στον ταμιευτήρα της. Αποξηράνθηκε το 1962 με σκοπό την αύξηση της καλλιεργήσιμης γης, αλλά αυτή η παρέμβαση στη φύση προκάλεσε μεγάλη αλλοίωση στο περιβάλλον και ανέτρεψε την υδρολογική ισορροπία όλου του Θεσσαλικού κάμπου. Ετσι, για την αποκατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος αποφασίστηκε η δημιουργία ενός νέου ταμιευτήρα που θα αποτελεί το 1/3 της έκτασης της λίμνης στο ΝΑ τμήμα της πεδιάδας.
Πώς να ήταν άραγε η λίμνη στην αρχαιότητα;
Μια εικόνα της μας δίνει ο Ευριπίδης στην «Αλκηστη». Αναφέρεται στον Αδμητο που κατοικούσε με τα πολυάριθμα κοπάδια του κοντά στη λίμνη, την «καλλίναον», λέει η κ. Αδρύμη. «Και όπως δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα, αποτελούσε διαχρονικά έναν τόπο μοναδικό, ιδιαίτερα φιλικό προς τον άνθρωπο, εξηγώντας έτσι, ήδη από το τέλος της Παλαιολιθικής Εποχής, την ανθρώπινη παρουσία αρχικά στα σπήλαια και αργότερα με την ίδρυση πολλών και σημαντικών οικισμών, αφού οι κάτοικοι εύκολα μπορούσαν να επιβιώσουν ασχολούμενοι με τη γεωργία, την κτηνοτροφία και την αλιεία».
Το έργο αναδιαμόρφωσης της ίδιας της λίμνης δεν έθιξε αρχαιολογικούς χώρους, γιατί ο ταμιευτήρας της έγινε σε χώρο όπου ήταν και παλαιότερα λίμνη. Ανασκαφές χρειάστηκαν να γίνουν στα σημεία κατασκευής επτά συλλεκτήρων-τάφρων, μήκους 7-10 χλμ., για την τροφοδότηση της λίμνης με νερό.
«Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της κατασκευής αυτών των Συλλεκτήρων και κυρίως των Συλλεκτήρων 4 και 6, ήρθαν στο φως αρχαίοι οικισμοί που επιβεβαίωσαν τη διαχρονική κατοίκηση από τη Νεολιθική μέχρι την Υστερη Ελληνιστική Περίοδο και αργότερα τη Βυζαντινή και τη Νεότερη, πιστοποιώντας έτσι και τη μορφή της ακτογραμμής της λίμνης. Η λίμνη κατά τη Νεολιθική Εποχή καταλάμβανε πολύ μεγαλύτερη έκταση, σε σχέση με αυτή που ήταν γνωστή μέχρι το 19ο αι.».
Η στάθμη της λίμνης ήταν έως 20 μέτρα ψηλότερα, έδειξαν γεωλογικές έρευνες (Vl. Miloj και Α. Demitrac) και ως εκ τούτου ήταν πιο εκτεταμένη βόρεια και δυτικά και έφθανε ανατολικά στους πρόποδες του Μαυροβουνίου. Σε εκείνο το σημείο βρέθηκαν άγνωστοι προϊστορικοί οικισμοί.
Μία από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές θέσεις είναι ένας παραλίμνιος οικισμός (στην ανατολική όχθη της Βοιβηίδος) που αποκαλύφθηκε σε έκταση 3,5 στρεμμάτων από τη ΙΕ' ΕΠΚΑ κατά τη διαμόρφωση του Συλλεκτήρα Σ3, στη θέση «Παλαιόσκαλα». Πρόκειται για έναν προϊστορικό οικισμό 5ης και 4ης χιλιετίας π.Χ. της Τελικής Νεολιθικής περιόδου στους πρόποδες του Μαυροβουνίου (4,5 χλμ. από το χωριό Καλαμάκι, Δήμος Κιλελέρ). Ο οικισμός είναι κυκλικός, περιβάλλεται από λιθόκτιστους περιβόλους για την προστασία του και έχει εσωστρεφή, ενδοκοινοτική οργάνωση.
Η έρευνα εντός κάποιων κτηρίων έφερε στο φως αποθηκευτικούς χώρους, εστίες για μαγείρεμα, κεραμικά σκεύη, πήλινους πελέκεις και έναν χάλκινο, μυλόπετρες, σφοντύλια, εργαλεία κ.ά. Βρέθηκαν ειδώλια, κάποια με πήλινο σώμα και μαρμάρινο κεφάλι («ακρόλιθα»). Το υπουργείο Πολιτισμού αποφάσισε τη διατήρησή του και τη μετατόπιση του Συλλεκτήρα. Επίσης ενέταξε την ανάδειξή του στα χρηματοδοτούμενα προγράμματα από το ΕΣΠΑ.
Σκάβοντας για το Συλλεκτήρα Σ6 βρέθηκαν στη θέση «Αεράνη» δύο κυκλικοί κεραμικοί κλίβανοι για ψήσιμο αγγείων και παλαιοχριστιανικό νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους, λακκοειδείς και κεραμοσκεπείς τάφους και στη θέση «Κακόρεμα», κοντά στο βυζαντινό ναό του Αγίου Νικολάου στα Κανάλια, βυζαντινό νεκροταφείο του 11ου αιώνα με 67 ακέραιους κιβωτιόσχημους τάφους.
Οι περισσότεροι τάφοι ήταν γυναικείοι (λιγότεροι παιδικοί και ανδρικοί) κτερισμένοι με πλήθος δακτυλιδιών. Εξάλλου, στο Καλαμάκι, θέση «Γκούβα», ανασκάφηκαν από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κτηριακά λείψανα μεσοβυζαντινής περιόδου με εργαστήρια επεξεργασίας σιδήρου, καθώς και νεκροταφείο με κιβωτιόσχημους τάφους, της ίδιας εποχής. Ηταν τμήμα παραλίμνιου οικισμού του 11ου-12ου αιώνα, που απλώνεται στην πλαγιά του Μαυροβουνίου. Τέλος, στην περιοχή Αμυγδαλής ερευνήθηκε τμήμα ρωμαϊκής εγκατάστασης, μεγάλη αγροικία ελληνιστικών χρόνων, καθώς και τμήμα κτηρίου της εποχής του Χαλκού.
Η μέριμνα τώρα των αρχαιολόγων είναι να δημιουργηθεί μια ενιαία παραλίμνια όδευση (περίπατος) σε όλους τους σωζόμενους αρχαιολογικούς χώρους, έτσι ώστε να προβάλλεται η ιστορία της λίμνης από την 7η χιλιετία μέχρι σήμερα.

Πηγές:
Εφημερίδα Θεσσαλία
Βικιπαιδεία
magnesianews.gr
Ελευθεροτυπία (Ν.ΚΟΝΤΡΑΡΟΥ-ΡΑΣΣΙΑ)
thessalianews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου