Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2018

Η «φωνακλού» και τα γουρουνάκια της



Η «φωνακλού» και τα γουρουνάκια της

Πώς πήρα ένα καλό μάθημα συμπεριφοράς απέναντι στα παιδιά μου από μια απροσδόκητη δασκάλα

της Carol A. Virgil

Το να σηκώνεις έναν εικοσάλιτρο κουβά γεμάτο φαΐ για τα γουρούνια σε κάθε χέρι είναι ήδη αρκετό φορτίο. Εγώ όμως είχα κι ένα επιπλέον βάρος στο μυαλό. μου. Καθώς περπατούσα με μεγάλη δυσκολία προς τις μάντρες των χοίρων ανατολικά απ' το δασάκι μας, μια σκηνή που με είχε εξοργίσει νωρίτερα το πρωί δεν σταματούσε να στριφογυρίζει στο μυαλό μου.
Οι τρεις μου κόρες ήσαν έτοιμες να φύγουν για το σχολείο κι όπως συνήθως η εξάχρονη Μάρα δεν έβρισκε τα γαντάκια της. «Δεν μπορείς να έχεις τα πράγματα σου συγκεντρωμένα κάπου;» της έβαλα τις φωνές. «Κάθε πρωί έχουμε τα ίδια και τα ίδια!»
«Μα τώρα τα βαστούσα,» είπε η Μάρα δείχνοντας να τα 'χει εντελώς χαμένα κι έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Έψαξα παντού σαν τρελή, με το ένα μάτι καρφωμένο στο σχολικό που πλησίαζε και τελικά βρήκα ένα έξτρα ζευγάρι γαντάκια - βρώμικα και ένα νούμερο πιο μικρά, αλλά αυτά ήταν, άλλα δεν υπήρχαν. Τα πέταξα απότομα στην Μάρα και ξέβγαλα βιαστικά τα τρία κορίτσια έξω απ' το σπίτι. Η εικόνα της μικρούλας Μάρας που προσπαθούσε να φορέσει τα παλιά και βρώμικα γαντάκια με το κεφάλι κατεβασμένο, ενώ αγωνιζόταν να προλάβει τις δύο αδελφές της, δεν ξεκολλούσε απ' το μυαλό μου καθώς έστριβα τη γωνία του αχυρώνα κουβαλώντας τους κουβάδες με την τροφή των γουρουνιών.
Τα γουρούνια έχουν ένα ενσωματωμένο χρονόμετρο που χτυπάει την ώρα του φαγητού, κι ένα πλήθος από δαύτα σπρώχνονταν πίσω απ' τον φράχτη σαν θαυμαστές που περίμεναν κάποιο είδωλο του ροκ. Μόλις με είδαν άρχισαν να τσιρίζουν και να σκούζουν και να πηδούν το ένα πάνω στο άλλο για να φτάσουν πρώτα στο φαγητό.
Μ' ένα δυνατό τίναγμα έριξα το περιεχόμενο του πρώτου κουβά στη γούρνα τους και μισή ντουζίνα πεινασμένες γουρούνες έπεσαν με τα μούτρα στο φαΐ ρουθουνίζοντας και ξεφυσώντας. Με ένα δεύτερο τίναγμα άδειασε και ο άλλος κουβάς. Ακαριαία κόπηκε κάθε άλλος θόρυβος και δεν ακουγόταν παρά το πλαταγιστό, άπληστο μασούλισμά τους. Ήμουν έτοιμη να φύγω όταν κάποιος διαφορετικός ήχος έφτασε στ' αυτιά μου: οι τσιριχτές φωνούλες νεογέννητων γουρουνιών.
Τα γουρουνάκια υποτίθεται ότι πρέπει να γεννιούνται στον αχυρώνα όπου είναι όμορφα και ζεστά και όχι έξω στο κρύο. Οι τσιρίδες όμως σίγουρα έρχονταν από το μικρό υπόστεγο στην ανατολική μάντρα. Κάρφωσα το βλέμμα μου εκεί με την ελπίδα ότι τ' αυτιά μου με είχαν γελάσει. Όμως όχι. Μια γουρούνα ήταν πράγματι ξαπλωμένη στο ένα της πλευρό και αρκετά κεφαλάκια κουνιόταν γρήγορα πάνω-κάτω.
Όπως άρχισα να σκαρφαλώνω στον φράχτη θυμήθηκα που είχε πει ο άντρας μου ότι μερικές απ' τις γουρούνες αυτής της μάντρας θα έπρεπε αργά ή γρήγορα να μεταφερθούν στην αποθήκη. Μακάρι να τις είχαμε μεταφέρει πιο γρήγορα.
Πήγα στο υπόστεγο να επιθεωρήσω την κατάσταση. Η λεχώνα και τα έξι της γουρουνάκια είχαν φωλιάσει στο πίσω μέρος προσπαθώντας να ζεσταθούν. Με θερμοκρασία όμως 12 βαθμών υπό το μηδέν και τον παγωμένο αέρα που έφτανε στο 20 υπό το μηδέν, κάτι τέτοιο ήταν πολύ δύσκολο - ιδιαίτερα για τούτα τα μικρά.
«Φωνακλού,» είπα με απόγνωση στη γουρούνα. «Θα μπορούσες να είχες διαλέξει μια πιο κατάλληλη ώρα!»
Δεν συνηθίζουμε να δίνουμε ονόματα στα γουρούνια μας εκτός κι αν κάποιο στοιχείο της προσωπικότητας του το κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα. Όπως ο «Πηδηχτός» που μπορούσε να πηδήσει πάνω από ψηλούς φράχτες με μια μόνο δρασκελιά, ή ο Χουντίνι, ο μέγας καλλιτέχνης της απόδρασης, ή η Ιεζάβελ που η συμπεριφορά της θα γέμιζε ντροπή την πρώτη κάτοχο του ονόματος! Αλλά τούτη η γουρουνίτσα ήταν κάτι άλλο, ένας τύπος που δεν έσκαγε και πολύ και που τσίριζε περίεργα όταν κουνούσε το σαγόνι της μ' έναν συγκεκριμένο τρόπο. Γι' αυτό τη βαφτίσαμε «Φωνακλού». Τώρα ήταν ξαπλωμένη εδώ μέσα στο κρύο με τα γουρουνάκια της τριγύρω.
Αποφάσισα να μεταφέρω τα γουρουνάκια κάτω στον αχυρώνα για να είναι ζεστά. Όταν θα γύριζε σπίτι ο άντρας μου θα μεταφέραμε και την Φωνακλού. Πρώτα όμως έπρεπε να τελειώσω με τις αγγαρείες και να ετοιμάσω τον αχυρώνα. Τάισα τα υπόλοιπα γουρούνια στα γρήγορα, βρήκα μια σόμπα κι έφτιαξα ένα χώρισμα για τα μωρά, ενώ σκεφτόμουν συνέχεια: Γιατί να συμβαίνουν όλα αυτά όταν ο Λουκάς δεν είναι στο σπίτι; Έπειτα γύρισα πίσω στον λόφο, δρασκέλισα τον φράχτη και μπήκα στο υπόστεγο. Τα πράγματα δεν ήταν όπως ακριβώς τα είχα αφήσει.
«Δεν έχασες τον καιρό σου όσο έλειπα,» είπα στην Φωνακλού. Δύο ακόμα μουσκεμένα γουρουνάκια κουτουλούσαν δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να βρουν κάτι να φάνε. Δύο καινούρια γουρούνια! Έτσι θά 'χαμέ οχτώ.
«Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε, έξι, επτά...». Δεν υπήρξα ποτέ πολύ καλή στα μαθηματικά, αλλά ήξερα ότι η Φωνακλού είχε γεννήσει έξι γουρουνάκια προηγουμένως κι ότι αυτά τα δύο ήταν καινούρια. Έπρεπε λοιπόν να είναι οχτώ σύνολο κι εγώ έβρισκα μόνον επτά. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι ήξερα πού βρισκόταν το νούμερο οχτώ. Κάτω από την Φωνακλού.
Η Φωνακλού είχε αλλάξει θέση όσο εγώ έλειπα και το όγδοο γουρουνάκι δεν πρόφτασε να μετακινηθεί αρκετά γρήγορα ώστε να μην το πλακώσει. Συμβαίνει πολλές φορές, ακόμη και υπό ιδεώδεις συνθήκες αλλά εδώ έξω στη μάντρα, με τις άλλες γουρούνες και το κρύο ήταν ακόμα πιο εύκολο να συμβεί. Ήξερα ότι έπρεπε να βιαστώ αν ήθελα να σώσω τα υπόλοιπα νεογέννητα.
Εκείνη τη στιγμή ακριβώς η Φωνακλού μετακινήθηκε λίγο. Το μάτι μου πήρε το μικρό που βρισκόταν κάτω από το σώμα της και το τράβηξα γρήγορα έξω. Παρ' όλο που ήμουν σίγουρη ότι το γουρουνάκι ήταν ήδη νεκρό, σκέφτηκα ότι ίσως υπήρχε μια τόση δα ελπίδα ακόμα. Δίχως να ελπίζω και πολλά πράγματα άρχισα να χτυπώ μαλακά το γουρουνάκι στο πλευρό. Τι ήταν αυτό; Μου φάνηκε σαν να χτύπησε η καρδιά του. Το μπάτσισα, το έτριψα, το ταρακούνησα. Ξαφνικά ακούστηκε μια διακεκομμένη εισπνοή. Για να πω την αλήθεια, στην αρχή δεν περίμενα ότι θα κατάφερνα τίποτα, τώρα όμως ένιωθα σαν την Φλόρενς Νάιτινγκαιηλ, Άγγελος του Ελέους! Ίσως να κατόρθωνα να συνεφέρω αυτό το πλασματάκι.
Αποφασισμένη τώρα πια να σώσω το γουρουνάκι, κάθισα στο κρύο χώμα και προσπάθησα να βρω μια αναπαυτική θέση. Το ξάπλωσα στην ποδιά μου τυλίγοντας το με το παλτό μου. Όπως το χάιδευα και το χτυπούσα ελαφρά, το γουρουνάκι άρχισε πάλι να εισπνέει. Λεπτό με λεπτό ζωντάνεψε αληθινά μες στα χέρια μου. Και καθώς καθόμουν εκεί ξαναφέρνοντας στη ζωή το γουρουνάκι, συνέβη κάτι περίεργο.
Οι σκέψεις μου άρχισαν να πηγαινοέρχονται από το γουρουνάκι που είχα στα γόνατα μου στην εικόνα της Μάρας που προχωρούσε αποκαρδιωμένη προς το σχολικό. Ποια σχέση υπήρχε μεταξύ τους; Εγώ βέβαια δεν είχα πληγώσει την Μάρα σωματικά, όπως η Φωνακλού το μωρό της. Από την άλλη πλευρά όμως, την είχα πληγώσει συναισθηματικά. Και για ένα τόσο ασήμαντο πράγμα. Στο κάτω-κάτω της γραφής, το χάσιμο των γαντιών είναι συνηθισμένο στα εξάχρονα πιτσιρίκια - τίποτα ιδιαίτερα σπουδαίο για να γίνει ολόκληρο ζήτημα. Χαμογέλασα στη σκέψη ότι τόσες και τόσες φορές είχα βάλει κάτι κάπου και μετά δεν θυμόμουν πού το είχα βάλει.
Προφανώς το μητρικό μου ένστικτο δεν λειτουργούσε και τόσο καλά. «Φωνακλού,» είπα στη γουρούνα, «σήμερα το πρωί τσάκισα το ηθικό της Μάρας, το ίδιο όπως εσύ καταπλάκωσες τούτο δω το μικρούλι που κρατώ στην αγκαλιά μου.»
Ξαφνιασμένη διαπίστωσα ότι μια ανώτερη δύναμη χρησιμοποιούσε τα πλάσματα που αγαπούσα λιγότερο απ' όλα στον κόσμο - τα γουρούνια! - για να μου υποδείξει ένα σφάλμα που είχα κάνει εγώ η ίδια στη ζωή μου. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό.
«Γιατί ειδικά τα γουρούνια, θεέ μου;» γκρίνιαξα. «Παραείναι σκληρό για τον εγωισμό μου. Δεν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις κάποιο πλάσμα πιο αποδεκτό κοινωνικά - ας πούμε μια γλυκιά λαφίνα ή ένα όμορφο τσοπανόσκυλο ράτσας - ή ακόμα και μια άσπρη μαλλιαρή προβατίνα;»
Παρά τη γκρίνια μου όμως, αμέσως ήρθαν στο μυαλό μου οι αρετές των γουρουνιών οι οποίες είναι πραγματικά καλές μητέρες. Συλλογίστηκα πόσο προσεκτικά ξαπλώνουν για να μη χτυπήσουν τα μικρά τους. Πώς ενστικτωδώς σηκώνουν ψηλότερα τα πόδια τους για να μην τα πατήσουν. Έσκυψα το κεφάλι. «Θεέ και Κύριε, αφού τα γουρούνια μπορούν και δείχνουν τέτοια ευαισθησία, τότε σίγουρα κι εγώ μπορώ να προσπαθήσω να είμαι πιο προσεκτική στο μέλλον και να προστατεύω τον εύθραυστο κόσμο των κοριτσιών μου.»
Την άλλη μέρα πολύ νωρίς το πρωί η Μάρα ήρθε κλεφτά ως την κρεβατοκάμαρα τη δική μου και του Λουκά. Ήταν ακόμα σκοτάδι, αλλά η λάμψη από το φως που έμενε αναμμένο όλη τη νύχτα στην πίσω αυλή φώτιζε το κρύο δωμάτιο τόσο όσο χρειαζόταν για να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά της.
«Ξύπνησα, μαμά,» είπε τρίβοντας τα νυσταγμένα της μάτια. Ήμουν έτοιμη να πω το συνηθισμένο «πήγαινε πίσω στο κρεβάτι σου, δεν θ' αργήσει να ξημερώσει», όταν θυμήθηκα ορισμένα γεγονότα της προηγούμενης μέρας.
«Έλα, τρύπωσε εδώ,» είπα τραβώντας τις κουβέρτες. Κι όπως ακριβώς είχα δει το γουρουνάκι να ανταποκρίνεται στις φροντίδες μου εκεί έξω στο κρύο, είδα ένα διστακτικό χαμόγελο ν' απλώνεται στο προσωπάκι της Μάρας, κάνοντας τη μυτούλα της να ανασηκωθεί με τον δικό της χαρακτηριστικό τρόπο. Έπειτα μια σπίθα χαράς άστραψε στα μεγάλα καστανά της μάτια, καθώς σκαρφάλωνε για να χωθεί δίπλα μου.
Κοιτάζοντας την Μάρα που την ξανάπαιρνε ο ύπνος - ασφαλή, ικανοποιημένη κι ευτυχισμένη, ξέροντας ότι την αγαπούν - ευχαρίστησα τον Θεό που φρόντισε να μου υποδείξει πράγματα στη ζωή μου που χρειάζονταν διόρθωμα - έστω κι αν χρησιμοποίησε τα γουρούνια για να μου δώσει να το καταλάβω!


Επιλογές Αυγ. 1986

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου