Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2018

Δικηγόροι αναζωογονούν το Κρητικό Θέατρο



Για το θεατρικό έργο «Στάθης»

Χθες είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω, μαζί με πάρα πολλούς άλλους θεατές, μια παράσταση έκπληξη στο Κηποθέατρο «Νίκος Καζαντζάκης» του Ηρακλείου. Και λέγω  έκπληξη για δύο λόγους. Πρώτος λόγος το σπάνιο θεατρικό έργο «Στάθης» γραμμένο σε κρητική διάλεκτο που παρακολουθήσαμε και δεύτερος λόγος το γεγονός ότι ο θίασος που το ανέβασε αποτελείτο από δικηγόρους. Μάλιστα όπως το ακούσατε· δικηγόρους.
Πρόκειται για την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου Κρήτης που όπως πληροφορήθηκα έχει ζωή δεκαπέντε ετών και έχει ήδη δημιουργήσει μακρά παράδοση θεατρικών παραστάσεων υψηλού επιπέδου τόσο ως προς την θεματολογία τους, όσο και ως προς την απόδοση τους. Άλλωστε αυτό το διαπιστώσαμε «εν τοις πράγμασι», όπως λένε οι δικηγόροι στα δικαστήρια, καθώς η παράσταση που παρακολουθήσαμε ήταν η τέταρτη μόλις σκηνοθετική απόπειρα θεατρικής απόδοσης του έργου ο «Σταθης» -κάτι που βεβαίως από μόνο του αποτελούσε πρόκληση για την ερασιτεχνική θεατρική ομάδα- που όμως τα κατάφερε περίφημα και αξίζει των συγχαρητηρίων μας.


Προκειμένου να γνωρίσετε και εσείς το ενδιαφέρον αυτό έργο σας μεταφέρω  πληροφοριακά στοιχεία από το καλαίσθητο πρόγραμμα της παράστασης που μοιραζόταν δωρεάν στους θεατές.

Οι φωτογραφίες από την παράσταση είναι του Κων/νου Γραικιώτη.



Ο «ΣΤΑΘΗΣ» ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

Η παράσταση που θα παρακολουθήσετε, αγαπητοί μας θεατές, είναι μόλις η 4η στην παραστασιολογική ιστορία του έργου. Επομένως ο «Στάθης» είναι από τα πιο αδικημένα έργα του Κρητικού Θεάτρου, παρά του ότι οι άλλες δύο κωμωδίες -που παίζονται συχνότερα- «Κατζούρμπος» και «Φορτουνάτος» και συναποτελούν το corpus της Κρητικής κωμωδίας, είναι κάποια παραλλαγή του «Στάθη» και παρά του ότι σε κάποια σημεία υπερτερεί, όπως π.χ. στον πρόλογο που κάνει ο Έρωτας στον «Στάθη» -που είναι αντιγραφή του προλόγου της 5ης πράξης της «Πανώριας» - υπερτερεί, κατά γενική αποδοχή του κακότεχνου προλόγου που κάνει ο Έρωτας στον «Κατζούρμπο», τον οποίο ο Λίνος Πολίτης θεωρούσε ότι δεν ήταν από το χέρι του ποιητή. Αυτή η αδικία, δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι το Νεοελληνικό Θέατρο, για πάρα πολλά χρόνια, απέστρεφε το βλέμμα του, από τις θεατρικές μας ρίζες, αλλά και σε άλλα σημαντικά θεατρολογικά και φιλολογικά προβλήματα που υπάρχουν ακόμη στον «Στάθη». Είναι γνωστά τα χάσματα της κωμωδίας τα οποία κατά καιρούς έχουν επισημάνει διαπρεπείς μελετητές του Κρητικού Θεάτρου. Αρχικά ήταν πεντάπρακτη κωμωδία, ακολουθώντας προφανώς το βασικό δραματουργικό κανόνα του Αναγεννησιακού Θεάτρου, αλλά μας σώθηκαν μόνο τρείς πράξεις σε ένα και μοναδικό χειρόγραφο -χωρίς τίτλο- που περιέχεται στον κώδικα ΧΙ.19/1394 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης της Βενετίας (Νανιανός κώδικας). Τον τίτλο «Στάθης», τον έδωσε αυθαίρετα -προφανώς από τον όνομα ενός προσώπου της κωμωδίας- ο πρώτος εκδότης του Κωνσταντίνος Σάθας το 1878.
Αυτά τα χάσματα επιχείρησε το 1988 να καλύψει ο αείμνηστος δάσκαλος μας, ακαδημαϊκός και σκηνοθέτης Σπύρος Ευαγγελάτος με την παράσταση που ανέβασε στο ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης. Αυτή την εκδοχή Ευαγγελάτου, παίζουμε κι εμείς τώρα, αλλά με κάποια δραματουργική επεξεργασία που έγινε πάνω στο κείμενο γιατί πιστεύουμε ότι σε κάποια σημεία, όπως π.χ. στον τρόπο απελευθέρωσης του Χρυσίππου, ατύχησε η διασκευή του.

Η πρώτη παράσταση του «Στάθη» στο Νεοελληνικό Θέατρο είχε πραγματοποιηθεί από τον Κάρολο Κουν το 1933, με μαθητές του Κολλεγίου Αθηνών, όταν ήταν ακόμη εκεί καθηγητής. Στην παράσταση εκείνη, εμφανίζεται ως συγγραφέας της κωμωδίας κάποιος «Φόλας». Προφανώς ο αείμνηστος Κάρολος Κουν πίστεψε τον πρώτο εκδότη του έργου, Κ. Ν. Σάθα ο οποίος στα προλεγόμενα της έκδοσης του λέει: « ... ο Στάθης εποιήθη πιθανώς υπό τίνος Φόλα, ως δηλούται εκ τον εν τω επιλόγω μονολογούντος κωμικού προσώπου του φέροντος το όνομα τούτο, όπερ και Φαφόλας γράφεται. Εκ σημειώματος μάλιστα επί τον αγράφου πρόσωπου του τελευταίου της κωμω8ίας φύλλου, δυνάμεθα να εικάσωμεν ότι ο Φόλας ή Φαφόλας ούτος, είναι θεατρική μετονομασία ηθοποιού τίνος Μενότου καλουμένου.» Ωστόσο η άποψη αυτή του Σάθα έχει προ πολλού ανατραπεί και δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν -μεταξύ αυτών και ο γράφων- ότι ο «Στάθης» δεν είναι έργο «Αγνώστου» αλλά είναι έργο του Γεωργίου Χορτάτση. Τούτο, παρά του ότι είναι δυσαπόδεικτο, είναι πιθανότερο, αν συγκρίνουμε τον «Στάθη» με τον «Κατζούρμπο» και την «Πανώρια» του Γεωργίου Χορτάτση τα οποία αποδεδειγμένα ανήκουν σε εκείνον!!!

Μια νεώτερη παράσταση του «Στάθη» πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο το 2000 με δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία, Ζήνωνα Ζαννέτου. Για εκείνη την παράσταση δεν έχω πολλά θεατρολογικά στοιχεία παρά μόνο δύο φωτογραφίες που μου εμπιστεύτηκε η καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης Τασούλα Μάρκομιχελάκη την οποία ευχαριστώ και από την θέση αυτή.
Αυτές όλες κι όλες είναι οι παραστάσεις του «Στάθη» στο Νεοελληνικό Θέατρο.
Για το θεατρικό στίγμα της παράστασης μας θα ήθελα να πω εδώ προετοιμάζοντας τους θεατές μας, ότι χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία και εκφραστικά μεσάτης commedia dell arte, της λαϊκής δηλαδή ιταλικής αυτοσχεδιαστικής κωμωδίας, καθώς και της commedia erudita της λόγιας δηλαδή λατινικής κωμωδίας. Τα θεατρικά αυτά είδη ήταν δημοφιλή το 16ο αιώνα και ασφαλέστατα επηρέασαν και το Κρητικό Θέατρο.

Γιώργος Μαρκόπουλος


Η κρητική κωμωδία «Στάθης»   (τέλος 16ου-αρχές 17ου αιώνα)

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 16ου αι., στην Κρήτη, που από το 1204/11 αποτελούσε βενετική κτήση, ο ποιητής Τζώρτζης (Γεώργιος) Χορτάτσης είναι ο πρώτος, απ' όσο γνωρίζουμε, που γράφει θεατρικά έργα στα ελληνικά, μεταφυτεύοντας στο νησί του τα επιτεύγματα της Αναγέννησης στον τομέα του θεάτρου. Η παραγωγή του Χορτάτση έδωσε καρπούς σε όλα τα μείζονα δραματικά είδη που καλλιέργησε ο ιταλικός cinquecento (16ος αιώνας): τραγωδία (με την Ερωφίλη), κωμωδία (με τον Κατζούρμπο), τραγικωμωδία (με την Πανώρια), και ιντερμέδια (με την Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ), θέτοντας έτσι τις βάσεις για την καλλιέργεια του θεάτρου στις πόλεις της Κρήτης. Κι επιπλέον, ο Χορτάτσης καλλιέργησε πολύ έντεχνα την κρητική διάλεκτο ως γλώσσα ποιητική, και χειρίστηκε τον ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο με τρόπο προσωπικό, που ξέφευγε από τα αυστηρά ισομετρικά καλούπια του μέτρου αυτού και προσαρμοζόταν στο γλωσσικό decorum (το πρέπον) του κάθε δραματικού είδους.
Ο «Κατζούρμπος» φαίνεται πως άφησε το στίγμα του και στους συγγραφείς των δύο ακόμη κωμωδιών που μας έχουν σωθεί, ελάχιστο δείγμα από τη μεγάλη κωμική παραγωγή που έχουμε μαρτυρίες ότι γράφτηκε τον τελευταίο μισό αιώνα της βενετοκρατίας δηλαδή στον ανώνυμο ποιητή του «Στάθη» και στον Μαρκαντώνιο Φόσκολο, τον ποιητή του «Φορτουνάτου» (1655).



Τον «Στάθη» συνοδεύουν τρεις μεγάλες φιλολογικές «ατυχίες»: το μοναδικό σωζόμενο χειρόγραφο του, από τα Επτάνησα, δεν αποκαλύπτει το όνομα του συγγραφέα ούτε τον τίτλο του έργου (το «Στάθης» δόθηκε συμβατικά από τον Κωνσταντίνο Σάθατο 1878), αλλά, κυρίως, δεν μας σώζει το αυθεντικό κείμενο της κωμωδίας παρά μίαν άτεχνα κουτσουρεμένη μορφή του που έγινε προφανώς για τις ανάγκες κάποιας παράστασης. Στην πραγματικότητα έχουμε στα χέρια μας μία πρόχειρη πύκνωση του έργου σε τρεις πράξεις, από πέντε που ήταν ο απαράβατος κανόνας του αναγεννησιακού θεάτρου. Και επειδή ακριβώς η διασκευή έγινε χωρίς φροντίδα, δημιουργούνται χάσματα στην πλοκή που καθιστούν αδύνατη την παρακολούθηση της από το θεατή ή τον αναγνώστη, και αδικούν την εκτίμηση των δυνατοτήτων του κειμένου, το οποίο δεν μπορεί να παρασταθεί αν δεν γίνουν δραστικές συμπληρώσεις των χωρίων που υποψιαζόμαστε ότι λείπουν -κι αυτός ήταν ο λόγος που το έργο δεν είχε παιχτεί στη σύγχρονη σκηνή μέχρι την ώρα που τα χάσματα ανέλαβε να συμπληρώσει ο πολυτάλαντος αείμνηστος Σπύρος Ευαγγελάτος το 1988, συνθέτοντας ο ίδιος ομοιοκατάληκτα δεκαπεντασύλλαβα δίστιχα κατ' απομίμηση του ύφους των κρητικών έργων.
Ακόμη όμως και στη μορφή που μας σώζεται, το έργο έχει αρετές που το φέρνουν κοντά στα χαρακτηριστικά της δραματουργίας του Χορτάτση, γι' αυτό και έχει περιληφθεί στην πιο πρόσφατη έκδοση των έργων του Ρεθυμνιώτη συγγραφέα, η οποία έγινε στην Οξφόρδη το 2013 από τη Rosemary Bancroft-Marcus, και περιλαμβάνει παράλληλη αγγλική μετάφραση, γεγονός που τοποθετεί τώρα στη διεθνή βιβλιογραφία την ελάχιστα αυτή μελετημένη κωμωδία του Κρητικού Θεάτρου.



Ο «Στάθης» έχει. πλοκή πιο σύνθετη από των άλλων δύο κωμωδιών, καθώς περιλαμβάνει δύο ερωτευμένα ζευγάρια αντί για ένα-πλοκή η οποία ενδεχομένως προέρχεται απευθείας από την κωμωδία L’ amantefurioso του Borghini (1583):
Ο νεαρός Χρύσιππος είναι αμοιβαία ερωτευμένος με τη Λαμπρούσα, κόρη ενός δικηγόρου που στο έργο αναφέρεται ως «Ντοτόρες» και που, με τη σειρά του, επιθυμεί να παντρευτεί τη Φέντρα, κόρη του Κύπριου Στάθη. Η Φέντρα, ωστόσο, νομίζει ότι ο νεαρός που την επισκέπτεται τις νύχτες και που τον έχει ερωτευτεί και αρραβωνιαστεί κρυφά είναι ο Χρύσιππος, ενώ στην πραγματικότητα είναι ο φίλος του Πάμφιλος. Όταν η κοπέλα, για να γλιτώσει τον γάμο με τον Ντοτόρε, αναφέρει στον πατέρα της τον κρυφό της αρραβώνα, αυτός γίνεται έξω φρενών και βάζει να συλλάβουν τον Χρύσιππο, επειδή είχε υποσχεθεί γάμο σε δύο κοπέλες. Τότε φτάνει στο Κάστρο, σαν από μηχανής θεός, από τη Ζάκυνθο, ο θετός πατέρας του Χρυσίππου, που λίγο πριν το τέλος του έργου θα αποκαλύψει ότι ο νέος είναι στην πραγματικότητα ο γιος του Στάθη (άρα και αδελφός της Φέντρας) Χρυσής, που τον είχαν αρπάξει μικρό οι κουρσάροι. Παράλληλα αποκαλύπτεται και η ταυτότητα του νυκτερινού επισκέπτη που είχε στην πραγματικότητα ερωτευτεί η Φέντρα, και έτσι το έργο τελειώνει με διπλούς γάμους.
Η ανώνυμη κωμωδία μας, έχει επίσης έντονο το λυρικό στοιχείο, με τους νέους και τις νέες να διεκτραγωδούν τα βάσανα του έρωτα σε ρομαντικούς μονολόγους, αλλά πρωτίστως δεν της λείπει το χιούμορ, οπτικό και λεκτικό, το οποίο αναλαμβάνουν να χαρίσουν με γενναιοδωρία στο κοινό οι στερεότυποι χαρακτήρες, που έφτασαν στο Κρητικό Θέατρο από τη λατινική κωμωδία του Πλαύτου και του Τερέντιου μέσω της ιταλικής «Λόγιας Κωμωδίας» (commedia erudita). Έτσι, o σχολαστικός, τρίγλωσσος δάσκαλος διαπιστώνει ότι... αυτό ματιάζεται όταν θαυμάζει τις αρετές του:



«... etiterum όσες φορές cogito πως του κόσμου
portento son nellevirtu, me fascino απατός μου»
Ο κοιλιόδουλος δούλος δεν έχει στο μυαλό του παρά πώς να κλέψει για να χορτάσει:
«Πλια βιά 'χα ογιά το Δάσκαλο και πλια ήπαιρνα τα ζάλα,
παρά η γαϊδάρα όντε γλακά και κόβει τη το γάλα.
Τα χοιρομέρια οπού βαστώ πιδέξα εσήκωσά του,
και να μου φκαριστά μπορεί για κι άλλα οπού ήφηκά του».
Ο ηλικιωμένος δικηγόρος έχει ξεχάσει την επιστήμη του από τον έρωτα για τη Φέντρα:
«Μπόρτολους ελησμόνησα, τς Ατσόνους δε θυμούμαι,
παράγραφες δεν έχω μπλιο στο νου μου, ουδέ ντιγέστα,
μηδέ ακορτζέρομαι το πως φορώ ντοτόρε βέστα».
Ο ψευτοπαλικαράς Μπράβος οικτίρει τη μοίρα του για τις αρχαίες μάχες που δεν έζησε:
«Καταραμένο ριζικό! κι ογιάντα εις τον καιρό μου
δεν είν' του Ξέρξε ο πόλεμος, και να τον έχω οχθρό μου!
γιάντα δεν είναι η ταραχή της Τρόγιας, γη κι η μάχη
τ'Ανίμπαλετου θαυμαστού, και να'μια εκεί να λάχη!»
και η παραδόπιστη προξενήτρα επιδιώκει κάθε μεσολάβηση που θα της αποφέρει κέρδος:
«Τορνέσα μού 'τάξε πολλά, μόνο να τόνε βάλω
‘ς τση Φέντρας μέσα, να τη δει, κι απόκει δε θέλει άλλο».



Στο μοναδικό του χειρόγραφο, ο «Στάθης» αρχίζει με ένα σύντομο πρόλογο του Έρωτα, που φαίνεται να αντιγράφει έναν ανάλογο μονόλογο που υπάρχει στην «Πανώρια» του Χορτάτση. Ανάμεσα δε στις τρεις πράξεις του έργου έχουν τοποθετηθεί δύο ιντερμέδια, άσχετα μεταξύ τους και διαφορετικά ως προς το ύφος, προφανώς αντλημένα από ένα γενικότερο ρεπερτόριο ιντερμεδίων για να καλύψουν τις ανάγκες της συγκεκριμένης επτανησιακής παράστασης για την οποία δημιουργήθηκε το χειρόγραφο.
Και αυτή η κωμωδία, όπως και εκείνες του Χορτάτση και του Φόσκολου, διαδραματίζεται μέσα στην πολύβουη πρωτεύουσα του «Βασιλείου της Κρήτης», δηλαδή στο Κάστρο ή Χάνδακα (το σημερινό Ηράκλειο), του οποίου τοπόσημα όπως το «πόρτο» (το λιμάνι), το δουκικό παλάτι και η νησίδα Ντία, παρέχουν το σκηνικό για τη δράση των ηρώων, για να δώσουν στην πλοκή την απαραίτητη, σύμφωνα με τους κανόνες του ιταλικού θεάτρου, αληθοφάνεια. Ωστόσο, όχι μόνο με την αληθοφάνεια, αλλά και με τη διαχείριση του κωμικού στοιχείου και την ευθυγράμμιση του προς τους κανόνες του πρέποντος στα λόγια και τις πράξεις κάθε χαρακτήρα που παίρνει μέρος, ο άγνωστος σε μας ποιητής του «Στάθη», σύμφωνα με την έρευνα των τελευταίων δεκαετιών, φαίνεται να είναι γνώστης της θεατρικής θεωρίας του καιρού του, όπως αυτή διατυπώθηκε σε πολυάριθμες πραγματείες της Ιταλικής Αναγέννησης.



Είναι ευχής έργον που ο «Στάθης», η πιο αδικημένη κωμωδία του Κρητικού Θεάτρου, ανεβαίνει τώρα στη σκηνή, για να μας δοθεί η ευκαιρία να εκτιμήσουμε τις πρωτοτυπίες και τις αρετές του, και κατ' επέκταση τη συμβολή του στη γέννηση του νεοελληνικού θεάτρου.
Τασούλα Μ. Μάρκομιχελάκη
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου