Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Robert Russell : Αν οι τίγρεις ήξεραν να διαβάζουν...



Αν οι τίγρεις ήξεραν να διαβάζουν...

...τότε ο μαχαιρόδοντας μπορεί να μην είχε καταλήξει στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας

του Robert Russell

Οποίος ΝΙΚΗΣΕ πρόσφατα σε αγώνα πάλης έναν μαχαιρόδοντα, ας σηκώσει ό,τι έχει απομείνει από το δεξί του χέρι!
«Μα ο μαχαιρόδοντας τίγρης έχει εξαφανιστεί από προσώπου γης εδώ και χιλιάδες χρόνια,» θα πείτε.
Σωστά. Δέχομαι στη θέση του σχεδόν οποιονδήποτε από τους τωρινούς συγγενείς του - το λιοντάρι, τη λεοπάρδαλη, τον πάνθηρα.
Πάλι δεν βλέπω κανένα χέρι υψωμένο! Περίεργο; Κάθε άλλο! Αν ποτέ τύχαινε να έρθουμε στα «χέρια» με σχεδόν οποιονδήποτε από τους τριχωτούς φίλους μας, κι ήμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε μόνο τα «όπλα» με τα οποία γεννηθήκαμε - πώς νομίζετε ότι θα τα βγάζαμε πέρα;
Τα δόντια και τα νύχια μας θα ήταν, ουσιαστικά, άχρηστα. Ούτε έχουμε κανένα ιδιαίτερο λόγο να περηφανευόμαστε για τις αισθήσεις μας. Δεν μπορούμε να δούμε όσο καλά βλέπουν τα περισσότερα πουλιά, ούτε να ακούσουμε όπως οι νυχτερίδες· και στο θέμα της όσφρησης, ένας συναχωμένος σκύλος θα μας έβαζε τα γυαλιά.
Αν όμως αυτό είν' αλήθεια, πώς συμβαίνει εμείς μεν να υπάρχουμε -και τόσοι πολλοί, μάλιστα - ο πανίσχυρος δε κάποτε μαχαιρόδοντας τίγρης να έχει εκλείψει εδώ κι αιώνες; Απλούστατα: Εκείνος δεν ήξερε να διαβάζει, εμείς ξέρουμε.
Όσο μικροί κι αδύναμοι κι αν είμαστε, έχουμε δύο τρομερά πλεονεκτήματα έναντι των τετραπόδων ανταγωνιστών μας: Μπορούμε να κάνουμε πολύπλοκες σκέψεις και μπορούμε, επίσης, να εξηγήσουμε ο ένας στον άλλο αυτό που σκεφτήκαμε.
Ας επιστρέψουμε για μια στιγμή στην παλαιολιθική εποχή: «Ξέρεις κάτι, Γιάννη;» λέει ο Γιώργος σ' έναν από τους ανθρώπους των γειτονικών σπηλαίων, κάποιο βράδυ μετά το δείπνο. «Αυτή η τίγρη που τριγυρίζει τελευταία στα λημέρια μας σκοτώνει τόσο πολλά ελάφια, ώστε σύντομα θα αναγκαστούμε ίσως να τα μαζέψουμε και να φύγουμε από δω, αν θέλουμε φαί  για τη σύζυγο και τα παιδιά.»
«Το ίδιο σκεφτόμουνα κι εγώ,» απαντά ο Γιάννης. «Αυτή η παλιόγατα, όμως, είναι τόσο μεγάλη που ούτε κι οι δυο μαζί δεν μπορούμε να τη φέρουμε βόλτα.»
«Έχεις δίκιο,» συμφωνεί ο Γιώργος. «Αν όμως ανοίγαμε ένα βαθύ λάκκο δίπλα στην πηγή όπου πηγαίνει και πίνει νερό και βάζαμε μέσα ένα κομμάτι κρέας, ίσως να 'ναι αρκετά βλάκας ώστε να πηδήξει μέσα για να το πάρει.»
«Ωραία ιδέα,» λέει ο Γιάννης, και προσθέτει: «Αν, μάλιστα, στήσουμε μέσα στο λάκκο ένα μυτερό παλούκι, μπορεί να πέσει απάνω του και να καρφωθεί. Τότε θα είναι ευκολότερο για μας να την αποτελειώσουμε.»


Να λοιπόν που ο Γιάννης και ο Γιώργος των σπηλαίων βρήκαν έναν τρόπο να τη σκάσουν του μαχαιρόδοντα! Και με τον καιρό, μπόρεσαν να χτίσουν ουρανοξύστες, και μετά ήρθε η τηλεόραση, και τα τζετ. Μοιάζει κάπως απίστευτο. Κι όμως, κάπως έτσι συνέβη.
Ο Γιώργος και ο Γιάννης κι όλοι οι άλλοι, έλυσαν τα προβλήματα τους συζητώντας τα. Και η συζήτηση είναι πολύ αποδοτική, αρκεί να θυμόμαστε ακριβώς τι έχει ειπωθεί. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο. Ευτυχώς, έχουμε στη διάθεση μας μια θαυμάσια εφεύρεση: τη γραφή. Η γραφή αποτελεί ένα τεράστιο βήμα προόδου σε σχέση με την ομιλία, γιατί ποτέ δεν... λησμονεί. Γι' αυτό, είναι ιδεώδης για να κρατάμε αρχεία - αρχείο για το τι περιουσιακά στοιχεία έχουμε, τι χρωστάμε, και τι ανακαλύψαμε σχετικά με την κατασκευή μιας καλύτερης ποντικοπαγίδας! Επειδή τα γραπτά κείμενα είναι τόσο πολύτιμα, τα έχουμε φυλαγμένα σε βιβλιοθήκες.
Μια βιβλιοθήκη, βέβαια, δεν έχει την τελική απάντηση σε κάθε μας ερώτηση. Θα διαθέτει όμως βιβλία και άρθρα που αναφέρουν πόσο έχουν προχωρήσει οι άνθρωποι στη μελέτη και αντιμετώπιση ενός συγκεκριμένου προβλήματος. Αν, π.χ., σας ενοχλούν τα ποντίκια, δεν χρειάζεται να μείνετε ξύπνιος όλη τη νύχτα στην κουζίνα κρατώντας ένα τηγάνι στο χέρι και περιμένοντας να ξεμυτίσει ο «εχθρός» κάτω από το νεροχύτη. Άλλοι άνθρωποι έχουν υποστεί την ίδια ταλαιπωρία, έχουν μελετήσει το πρόβλημα κι έχουν ανακαλύψει τη φάκα, που δεν την πιάνει... νύστα και δεν κουράζεται να περιμένει.
Συχνά νομίζουμε ότι ο κάθε ένας από μας είναι ο πρώτος που βρέθηκε ποτέ αντιμέτωπος με μια συγκεκριμένη δυσκολία. Εκεί, όμως, είναι το λάθος μας. Ας πάρουμε σαν παράδειγμα ένα αγόρι που είχα γνωρίσει κάποτε. Πίστευε πως κανένας άλλος δεν είχε βρεθεί ποτέ στη δική του θέση.   Όταν   ήταν   5   χρονών,   ένα αιχμηρό ξύλο του τρύπησε το μάτι. Εκείνο το μάτι του το αφαίρεσαν, αλλά όχι προτού προλάβει να προκαλέσει μια μόλυνση που κατέστρεψε και το άλλο του μάτι. Ένα χρόνο αργότερα, ήταν εντελώς τυφλός. Τον έστειλαν σε μια ειδική σχολή, όπου όμως αισθανόταν μοναξιά και του έλειπε το σπίτι του. Εκείνο που του άρεσε περισσότερο - ίσως γιατί τον έκανε να ξεχνά τα βάσανα του - ήταν τα παραμύθια. Δεν μπορούσε όμως να τα διαβάσει, κι έτσι γκρίνιαζε συνεχώς στους γύρω του, ζητώντας τους να του διαβάσουν.
Το αγόρι εκείνο δεν γνώριζε την περίπτωση του Λουί, ενός παιδιού που ζούσε στην Γαλλία πριν από πολλά χρόνια. Ο Λουί ήταν γιος ενός σαγματοποιού, επομένως υπήρχαν μπόλικα εργαλεία  για την  επεξεργασία του δέρματος γύρω στο σπίτι. Όταν ήταν τριών χρονών, ο Λουί βρήκε ένα σουβλί και, παίζοντας, τραυματίστηκε στα μάτια και τυφλώθηκε. Μεγαλώνοντας, λυπόταν που δεν μπορούσε να διαβάσει  και να γράψει.   Έτσι, χρησιμοποιώντας ένα αιχμηρό κοντύλι - παρόμοιο με το σουβλί που τον είχε τυφλώσει - άνοιγε μικρές τρύπες-κουκκίδες σ’ ένα κομμάτι χαρτί, επινοώντας έτσι ένα σύστημα γραφής για τους τυφλούς που, μέχρι σήμερα, φέρει το όνομα του: Μπράiγ.
Ο δικός μου φίλος δεν χρειάστηκε να εφεύρει κάποιο σύστημα. Χρειάστηκε απλώς να μάθει να διαβάζει με Μπράιγ. Αυτό τον βοήθησε, αλλά, πάλι, ο ρυθμός αναγνώσεως δεν ήταν αρκετά γρήγορος, έτσι συνέχισε να παρακαλεί τους γύρω του να του διαβάσουν, ώσπου ο αδελφός του του χάρισε ένα πικ-απ με μια σειρά ειδικών δίσκων.  Έβαλε ένα δίσκο, και μια φωνή άρχισε να διαβάζει τον Τόμ Σώγιερ. Κάποιος είχε επινοήσει έναν άλλο τρόπο για να μπορούν να διαβάζουν οι τυφλοί: Το Βιβλίο που Μιλάει.


Όταν ο φίλος μου πήγε στο πανεπιστήμιο, οι συμφοιτητές του του διάβαζαν τα μαθήματα που έπρεπε να μελετήσει. Στο μεταξύ είχε μάθει γραφομηχανή, κι έτσι μπορούσε να γράψει τις εργασίες και τα διαγωνίσματα του.
«Τι σκοπεύεις να κάνεις μ' αυτά τα διπλώματα;» ρώτησε ένας από τους καθηγητές του. (Ο φίλος μου ετοιμαζόταν να πάρει το δεύτερο πτυχίο του.)
«Θα διδάξω.» απάντησε. «Σε σχολή τυφλών, ε; Μπράβο. Θα έχεις μια καλή σταδιοδρομία...»
«Όχι σε σχολή τυφλών. Σε πανεπιστήμιο.»
«Και πώς θα μπορείς να διαβάζεις και να βαθμολογείς τα γραπτά των μαθητών σου;» απόρησε ο καθηγητής.
«Θα υπάρχει κάποιος τρόπος,» είπε ο φίλος μου. Και πραγματικά υπήρχε.
«Στην αρχή, φίλοι και συγγενείς τού διάβαζαν τα γραπτά των φοιτητών του κι εκείνος τους υπαγόρευε διορθώσεις και βαθμούς. Ύστερα ήρθε το μαγνητόφωνο, κι οι μαθητές του παρέδιδαν ηχογραφημένες τις εργασίες τους. Εκείνος τις άκουγε και δακτυλογραφούσε τις παρατηρήσεις του σε μια ηλεκτρική γραφομηχανή. Το σύστημα λειτουργούσε τέλεια!
Και τώρα, πρέπει να εξομολογηθώ κάτι: Ο φίλος της ιστορίας που διηγήθηκα είμαι εγώ.
Πριν 50 χρόνια περίπου, έπιασα το πρώτο μου κοντύλι και, με πολύ κόπο, έγραψα τα πρώτα γράμματα μου με το σύστημα Μπράιγ. Σήμερα κάθομαι στο γραφείο μου, στη Σχολή Φιλολογίας ενός πολύ καλού πανεπιστημίου, και γράφω αυτό το άρθρο σ' έναν ηλεκτρονικό «επεξεργαστή λέξεων». Το μηχάνημα είναι εξοπλισμένο με ένα συνθεσάιζερ φωνής και μπορεί να μου διαβάζει ό,τι έγραψα.


Στα τριάντα χρόνια μου ως δάσκαλος, έχω βασιστεί λιγότερο στη βοήθεια φίλων και μελών της οικογενείας μου και περισσότερο στην τεχνολογία. Με ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη αναλογίζομαι την προσφορά ιδρυμάτων που χρησιμοποιούν εθελοντές αναγνώστες-αφηγητές για να εγγράψουν βιβλία σε κασέτες. Τις κασέτες αυτές τις δανείζουν δωρεάν σε ανθρώπους σαν εμένα για να τις ακούμε, αλλά και να τις αξιοποιούμε στη διδασκαλία μας. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών τους έκαναν τη σταδιοδρομία μου όχι μόνο δυνατή, αλλά, μπορώ να πω, σχεδόν άνετη.
Η περίπτωση μου δεν είναι ασυνήθιστη. Αποτελεί απλώς μία ακόμη απόδειξη ότι - σε οσοδήποτε δύσκολη θέση κι αν είσαι - κάποιος άλλος βρέθηκε εκεί πριν από σένα, αντιμετώπισε το πρόβλημα, το μελέτησε και σκέφτηκε κάποιους τρόπους για να κάνει τα πράγματα καλύτερα.
Μην τροχίζετε, λοιπόν, τα δόντια και τα νύχια σας - τροχίστε και οξύνετε το πνεύμα. Βρέστε τι σκέφτηκαν εκείνοι οι άλλοι, κι ίσως να μπορέσετε κι εσείς να βελτιώσετε τις δικές τους ιδέες. Μ' αυτό τον τρόπο έχει κατορθώσει ο άνθρωπος να επιβιώσει, ενώ άλλα είδη - όπως ο μαχαιρόδοντας, λόγου χάρη - απέτυχαν. Αν σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε το μυαλό μας, κινδυνεύουμε να μπούμε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας και να θαφτούμε κάτω από τη σκόνη, μαζί με τόσους άλλους που δεν κατάφεραν να προσαρμοστούν. Όπως ο μαχαιρόδοντας...

Scouting ‘84

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου