Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2018

Α. R. BURN : Γύρω από τον χαρακτήρα του Νεοέλληνα




Γύρω από τον χαρακτήρα του  Νεοέλληνα

Του Α. R. BURN

Ο συγγραφέας αυτών των σελίδων είναι ένας Βρετανός μελετητής της Ελληνικής Ιστορίας πού υπηρέτησε στη Μέση 'Ανατολή κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχε την ευκαιρία έτσι να γνωρίσει τον Ελληνικό λαό σε καιρό ειρήνης και σε καιρό  πολέμου. «Ήρθα στην Ελλάδα για πρώτη φορά, λέει, όπως χιλιάδες άλλοι Άγγλοι και Αμερικανοί, για να μελετήσω τα αρχαία μνημεία. Δεν περίμενα πώς θα αγαπούσα και θα θαύμαζα τόσο πολύ τους σύγχρονους Έλληνες. Αντίθετα, είχα και εγώ την παλιά ανόητη προκατάληψη για την διαφορά ανάμεσα στους αρχαίους και σύγχρονους Έλληνες, πού έχει τόσο διαδοθεί. Δεν είμαι τυφλός για τα ελαττώματα των 'Ελλήνων. Ωστόσο είναι καιρός πια να πάψουν οι ξένοι να υποτιμούν ένα από τους πιο ανδρείους, γενναιόψυχους, τίμιους και καλόκαρδους λαούς πού έζησαν σ' αυτή τη γη.»
Πάντα πέφτει κάνεις έξω όταν θελήσει να κάμει γενικές κρίσεις για τον χαρακτήρα ενός Έθνους ή μιας ομάδας ανθρώπων, εκτός αν θυμάται πώς τα άτομα μέσα στο ίδιο Έθνος διαφέρουν πολύ περισσότερο από ό,τι ο μέσος τύπος ενός Έθνους από ένα άλλο. Αυτό αληθεύει ιδιαίτερα για ένα λαό με τόσο δικό του χαρακτήρα — τόσο πολύ ατομικό —όπως είναι οι Έλληνες. Και όμως συχνά μιλάει κανείς για έναν άνθρωπο σαν τον τύπο του Εγγλέζου, του Σκοτσέζου ή τον τυπικό Γερμανό. Έτσι, υστέρα απ' αυτή την απολογία, ας μου επιτραπεί να δώσω μια γενική ιδέα για το χαρακτήρα των φίλων μου των Ελλήνων.
Η ρίζα  ολόκληρου του Ελληνικού   χαρακτήρα μου  φαίνεται πώς είναι ένα ξύπνιο μυαλό. Από δω προέρχεται μια ευαισθησία και μια οξύτατη συναίσθηση της τιμής. Ο Έλληνας έχει νιώσει τον εαυτό του όπως θα ήθελε να είναι και όπως θα ήθελε να τον θεωρούν οι άλλοι, πολύ πιο καθαρά από τους περισσότερους ανθρώπους, και θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να ντροπιαστεί ή να ξεπέσει από το ιδανικό του. Αυτό είναι πού φέρνει τις θαυμαστές ελληνικές αρετές, τον ηρωισμό, τη φιλοξενία, την απλοχεριά· ο πλούσιος φτιάχνει ένα νοσοκομείο, ο φτωχός μπορεί να μοιράσει το μοναδικό του καρβέλι. Είναι αρετές ολοφάνερες μέσα στην Ελληνική ζωή. Πολλές φορές το αίσθημα της τιμής είναι τόσο δυνατό, ώστε φτάνει να γίνει αδυναμία. Στα πιο παλιά Ελληνικά παραμυθία ποτέ άνδρας ή γυναίκα δε σκοτώνονται για να γλιτώσουν, ακόμα και όταν βρίσκονται στις χειρότερες κακοτυχίες. Αυτό δεν ταιριάζει με τον χαρακτήρα του Έλληνα. Όμως υπάρχει μια αυτοκτονία από τον Όμηρο ακόμα, που αναφέρεται ξανά σ’ ένα έργο του Σοφοκλή. Είναι του Αίαντα πού πέφτει απάνω στο σπαθί του για να γλιτώσει από την ταπείνωση πού του έφερε η παροδική σύγχυση του λογικού του. Κ' εδώ, πάλι, αίτια αυτής της σύγχυσης είναι το σαράκι πού τον έτρωγε, γιατί ένιωθε ότι παραμερίστηκε σε μια τιμή πού αισθανόταν πώς του ανήκε.
Το να καταφεύγει κανείς στην αυτοκτονία είναι πάντα μια αδυναμία. Όμως αυτή του Αίαντα είναι τουλάχιστο αδυναμία μιας γενναίας ψυχής. Ο Αίαντας, αυτός ο άφοβος στρατιώτης, πού δε θα μπορέσει να ζήσει υστέρα από την ταπείνωση, είναι ο τύπος του Έλληνα. Δεν είναι λιγότερο αντιπροσωπευτικός από το θριαμβευτή αντίπαλο του τον 'Οδυσσέα, πού στο ίδιο έργο μέσα φαίνεται σαν ο τύπος του ξύπνιου ανθρώπου της καθημερινής ζωής. Είναι το ίδιο γενναίος στρατιώτης, μα δεν σου αφήνει τόσο μεγάλη εντύπωση όσο ο άλλος. Σ ‘ αυτό το έργο ο 'Οδυσσέας στέκει από ηθική άποψη ψηλότερα απ’ όσο μας φανερώνεται σε άλλα έργα. Κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει τον Αίαντα από την αυτοκτονία, ενώ εκείνος στον καιρό της ταραχής του λογικού του προσπάθησε να τον σκοτώσει.
Ναι, ο Αίας είναι ο τύπος του Έλληνα· το ίδιο είναι και ο Αχιλλέας, στον Όμηρο, παράδειγμα γενναιοφροσύνης και αφοσιωμένης φιλίας· λογομαχεί με τον αρχηγό του όχι για κανένα υλικό συμφέρον, μα γιατί του πρόσβαλαν την τιμή του.
Αυτό μας φέρνει στον αιώνιο χαρακτηρισμό πού κάνουν οι Έλληνες για τον εαυτό τους, και πού συμφωνά μ' αυτόν «καθένας τους είναι γεννημένος για αρχηγός» και «όπου υπάρχουν έξη Έλληνες εκεί υπάρχουν επτά κόμματα».
Και πρώτα απ' όλα, το ότι οι Έλληνες κρίνουν τόσο σοβαρά τον εαυτό τους είναι κιόλας αποτέλεσμα μιας αρετής — της Σωκρατικής τους ευθύτητας,— και μιας ακατάπαυστης αναζήτησης πού κάνει το μυαλό τους. 'Ωστόσο υπάρχει αλήθεια μέσα σ αυτή την κριτική. Ένας Έλληνας δημοσιογράφος στο Κάιρο τον καιρό του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έλεγε: «'Ενδιαφερόμαστε τόσο πολύ για τις υποθέσεις του γείτονα μας, ώστε είμαστε έτοιμοι να αφήσουμε το φαΐ μας να καεί στη φωτιά για να δούμε τί συμβαίνει στην πλαϊνή πόρτα». Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν πάρα πολύ αύτη τη δουλειά.
Το ίδιο και με το «κάθε Έλληνας είναι καπετάνιος». Είναι κι αυτό μια από τις Ελληνικές αρετές. Κάθε Έλληνας, όντας αρκετά έξυπνος, έχει σκεφτεί και έχει μια αιτιολογημένη γνώμη για τα πιο πολλά πολιτικά ζητήματα. Κατά συνέπεια, όταν γίνεται στην 'Ελλάδα μια πολιτική συζήτηση, σχεδόν καθένας έχει μια δική του γνώμη, και έχει κάτι να πει. Έτσι, είναι πιο δύσκολο να κατορθώσουν να συμφωνήσουν αυτοί παρά ένας λαός από πνευματικά καθυστερημένους και άξεστους ανθρώπους. Και ακόμα, έχοντας ο καθένας τους μια μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, οι Έλληνες, νομίζουν πώς καθένας τους είναι ικανός να κυβερνήσει. Hinc illae lacrimae, για πιο λόγο αυτά τα δάκρυα,  όπως λέμε. Έτσι είναι πιο δύσκολο να υπάρξει σταθερή κοινοβουλευτική κυβέρνηση ανάμεσα στους ζωντανούς πολιτικολόγους Έλληνες παρά στους πιο αδιάφορους για τα πολιτικά Εγγλέζους, πού είναι ευχαριστημένοι εκλέγοντας κάποιον για να φροντίζει τις πολιτικές τους υποθέσεις, και τον αφήνουν ήσυχο για πέντε ολόκληρα χρόνια. Έτσι εξηγείται πώς οι Ελληνικές δημοκρατίες, παλιές ή σύγχρονες, τόσο συχνά δώσανε τη θέση τους σε στρατιωτικές δικτατορίες ή, όπως έλεγαν οι αρχαίοι, σε «τυραννίδες». Έτσι εξηγείται ακόμα και κάτι, πού οι Έλληνες κατακρίνουν ανάμεσα τους, δηλαδή οι άγριες έχθρες πού συχνά διαιρούνε ακόμα και την πιο μικρή Ελληνική κοινωνία. Όντας ο Έλληνας τόσο ξύπνιος, προσβάλλεται στο λεπτό, και είναι γι' αυτόν πολύ πιο δύσκολο να απολογηθεί για μια πλάνη του ή να ανακαλέσει μια επιπόλαιη κρίση, παρά για ένα πιο ψύχραιμο τύπο. Είναι κρίμα, και όμως αυτό δεν είναι ελάττωμα πού χαρακτηρίζει πιο έντονα και αποκλειστικά την νεώτερη Ελλάδα. Ή ιστορία του Θουκυδίδη, οι δικαστικές υποθέσεις του Δημοσθένη είναι γεμάτες απ' αυτά τα πράγματα.
Άλλα χαρακτηριστικά του Έλληνα, η οικονομία και η μεγάλη εργατικότητα πού μαζί με την εξυπνάδα τον κάνουν στο εξωτερικό ένα ικανό επιχειρηματία, δείχνουν το απόθεμα της αξιοσύνης πού υπάρχει σε μια χώρα όπου χρειάζεται τραχεία δουλειά για να τα καταφέρει κάποιοςς. Τέτοια χαρίσματα βρίσκει ο John Buchan στους Μπόερς της Ν. Αφρικής. Πνεύμα οικονομίας, εργατικότητα, εξυπνάδα στο εμπόριο και εξαιρετική γενναιοδωρία στη φιλοξενία, πράγματα πού του θύμιζαν το δικό του το λαό πέρα κει στη Σκωτία. Θα έλεγε κανένας ακόμα πώς το ενδιαφέρον για θρησκευτικές συζητήσεις είναι ένα άλλο κοινό σημείο ανάμεσα στους Σκωτσέζους, τους Μπόερς και τους μεσαιωνικούς και συγχρόνους Έλληνες.
Γύρω εκεί στη Μεσόγειο λένε πώς τα ψαροπούλια παίρνουν με την ίδια χαρά το κατόπι των Ελληνικών ή Σκωτσέζικων καραβιών. Πραγματικά, αν κανένας πει πώς οι Έλληνες είναι Σκωτσέζοι χωρίς πουριτανισμό, αυτό δε θα ήταν κακός χαρακτηρισμός για κάποιον πού δεν τους γνώρισε.
Με το να σκέφτεται έτσι λογικά ο Έλληνας, είναι άνθρωπος πού δεν πέφτει εύκολα σε βίαια εγκλήματα. Όταν ένας Έλληνας βγει μπαγαμπόντης —και σίγουρα δεν υπάρχει Έθνος δίχως τους παλιανθρώπους του— αυτός είναι αληθινή «ατσίδα» στις δουλειές, και μέσα στην κατεργαριά του η εξυπνάδα του βρίσκει πεδίο κατάλληλο για δράση. Ωστόσο φροντίζει να κρατιέται κάπως μέσα στο Νόμο, γιατί αυτό ταιριάζει πιο πολύ με τον εαυτό του. Για ένα κορίτσι είναι πολύ πιο μεγάλη ασφάλεια να πηγαίνει από ένα χωριό σε άλλο μόνο του ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα μέρη στην Ελλάδα, παρά στην Ιταλία. Και είναι ακόμα άξιο να το προσέξει κανείς, πώς από τους χιλιάδες Έλληνες πού πήγαν και έκαμαν χρήματα στην 'Αμερική κανενός το όνομα δεν ακούστηκε στο βασίλειο των γκάγκστερς. (Όσο για την Εθνολογία αυτών των ανθρώπων, μια και γίνεται λόγος, τα ίδια τους τα ονόματα Dutch, Schutz, Dillinger και Capone μιλάνε για την ιστορία τους).
Και σα συγκεφαλαίωση τώρα όλων αυτών μπορούμε να πούμε πώς υστέρα από μια πολύπλευρη γνωριμία με τους Έλληνες, αρχίζοντας από την Αθήνα ως τις πιο απομακρυσμένες επαρχίες, είτε είναι ορεινοί, είτε ζουν κοντά στη θάλασσα, σε καιρό ειρηνικό ή μέσα σε πόλεμο, σε ευτυχία ή δυστυχία, θα μπορούσα να ισχυριστώ πώς αντίθετα με κείνο πού περίμενα να δω υστέρα από ό,τι άκουγα, οι σημερινοί Έλληνες είναι ίσως το πιο χτυπητό παράδειγμα συνέχισης της φυλής. Ανάμεσα από τις διάφορες ξενικές κατοχές, από την Ρωμαϊκή, τη Φράγκικη η την Τουρκική, ανάμεσα από όλους τους ξενικούς εποικισμούς των Τούρκων, Φράγκων, Καταλανών, Αλβανών και Σλαύων, ο γνήσιος Ελληνικός τύπος, ο φυσικός και πνευματικός, ανανεώνεται και κυριαρχεί.
Μια μόνο μεγάλη διαφορά ξέρω ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες των κλασσικών χρόνων και στους απογόνους τους. Και αυτή ή διαφορά φάνηκε τον καιρό πού οι Έλληνες θριαμβεύανε στις μάχες της Αλβανίας. Όσα και να πει κανείς, δε θα μπορέσει να περιγράψει εκείνο πού έκαμαν οι Έλληνες για τους Ιταλούς τραυματίες, ενώ παλεύανε μέσα σ’ εκείνο το σκληρό χειμωνιάτικο αγώνα. Η σωτηρία  πολλών  άπ’ αυτούς εκεί πάνω  στα   βουνά, κάτω από τόσο δύσκολες συνθήκες, θα μπορούσε να γίνει θέμα για μυθιστόρημα, αν οι άνθρωποι αυτοί δε βρίσκονταν τότε σε πόλεμο με την Ελλάδα. Οι Έλληνες τους μεταφέρανε στην πλάτη περνώντας από γλιστερά και επικίνδυνα μονοπάτια, ύστερα πάνω σε μουλάρια, από τα λίγα και ανάρπαστα του Ελληνικού στρατού, ώσπου βγαίνανε σε ένα κεντρικό δρόμο και από κει σε κάποιο σιδηροδρομικό σταθμό. Έτσι σωθήκανε χιλιάδες απ' αυτά τα παιδιά, για να μαρτυρούν σήμερα πώς οι Έλληνες μεταχειρίζονται τους εχθρούς τους. Κι όλα αυτά γίνονταν σ' έναν καιρό όπου ένας άλλος στρατός θα μπορούσε να έχει τη δικαιολογία πώς δεν ήταν μπορετό να σωθούν αυτοί οι άνθρωποι μέσα στα βουνά και μ' εκείνο το χιόνι και το κρύο. Ακόμα πρέπει να λογαριάσουμε πώς εκείνοι οι άνθρωποι άνηκαν σε ένα ένοχο έθνος, πού χτύπησε την Ελλάδα προδοτικά και απρόκλητα, παραβαίνοντας τις δηλώσεις του πώς τάχα είχε φιλικές προθέσεις, πώς ήταν οι ίδιοι, άνθρωποι πού καταπίεσαν τους Έλληνες της Ρόδου και όλων των Δωδεκανήσων, πού βομβαρδίσανε την Κέρκυρα σε καιρό ειρήνης, πού βυθίσανε την «Έλλη» στην Τήνο, πού κάνανε τον παλληκαρά και φοβερίζανε την Ελλάδα οπόταν τους άρεσε. Δεν μπορεί, μού φαίνεται, να βρεθεί μέσα στην 'Ιστορία τέτοιο παράδειγμα αληθινής εφαρμογής της Χριστιανικής θρησκείας. Αυτό είναι μέσα στο χαρακτήρα του σημερινού Έλληνα. Γι' αυτόν οι τραυματίες 'Ιταλοί δεν αντιπροσωπεύανε τον παλληκαρά Φασίστα, μα έναν άνθρωπο. Ο Έλληνας στρατιώτης φρόντιζε να σώσει τον εχθρό του σαν να ήταν ένας γνώριμος του από το γειτονικό χωριό.
Ο κόσμος χρειάζεται τους Έλληνες του. Και για τους ανθρώπους πού φτιάξανε την Νέα Ελλάδα σ’ αυτά τα σχεδόν 190 και χρόνια από την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους, για κείνους πού κερδίσανε τον Αλβανικό αγώνα και πού σώσανε τους απελπισμένους τους εχθρούς τους με γενναιοφροσύνη σπάνια σ’ οποιονδήποτε αιώνα, γι’ αυτούς δε μπορεί να σταθεί κανένα όριο σε όσα ο κόσμος θα περιμένει απ' αυτούς στο μέλλον. Αρκεί να σώσουμε τον 'Ελληνικό λαό από την δυστυχία, πού τον επιβουλεύεται σε τούτες τις σκοτεινές ώρες.

Περιοδικό ΕΚΛΟΓΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου